Ο σοβαρότερος “κίνδυνος” όταν κάποιος αποπειράται να εκτιμήσει τον καινούριο δίσκο κάποιων εκ των Μεγάλων Παλαιών, είναι ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ενθουσιασμού και της απογοήτευσης είναι εξαιρετικά λεπτή. Όταν μάλιστα πρόκειται για τους Judas Priest που εκτός από Μεγάλοι και Παλαιοί είναι και Αγαπημένοι, τότε λεπτομέρειες μπορεί να κρίνουν το κατά πόσον τα καινούρια τραγούδια θα κερδίσουν τον έπαινο ή θα καταλήξουν να χαρακτηριστούν σαν μέτριες διασκευές άλλων που ανάγονται στο ένδοξο παρελθόν.
Η αλήθεια είναι πάντως πως την αρχική εντύπωση, αυτή του artwork, την χάνει το “Firepower”! Το εξώφυλλο πασχίζει να ενεργοποιήσει το θυμικό των οπαδών, τελικά όμως περισσότερο μοιάζει να παρωδεί τα (έτσι κι αλλιώς συνήθως αμφιβόλου αισθητικής) παλιότερα εξώφυλλα της δισκογραφίας των Priest, ενώ το πομπώδες κειμενάκι στο πίσω μέρος, εκτός από παρωχημένο σαν ιδέα και κουραστικό μετά την πολλοστή φορά, είναι και ελαφρώς ασυνάρτητο.
Επί της ουσίας τώρα, τα πράγματα αποδεικνύονται, ευτυχώς, πολύ καλύτερα! Η μοντέρνα παραγωγή διά χειρών του “νέου” Andy Sneap και του “παλιού” Tom Allom αναδεικνύει τις συνθέσεις, οι Tipton και Faulkner έχουν βρει χημεία μεταξύ τους, ενώ ο Halford εμφανίζεται αρχοντικός, επιλέγοντας σοφά να κινηθεί κυρίως σε μεσαίες συχνότητες, χωρίς να κάνει κατάχρηση των δυνατοτήτων του και της… τεχνολογίας!
Στυλιστικά το “Firepower” ενώ έχει γερά θεμέλια στην 80’s περίοδο των Priest, δεν παραλείπει τις αναφορές στα 90’s – μοιραία ανακύπτει η σκέψη ότι θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει το 1993-‘94!
Για αρχή έχουμε το καθιερωμένο δυναμικό (και ευπρόσδεκτο) opener ομώνυμο, με το “Lightning Strike” που ακολουθεί να εντείνει το ενδιαφέρον όντας ακόμη καλύτερο! Στα mid tempo κομμάτια όμως κρύβεται η μεγαλύτερη αξία του δίσκου. Όταν π.χ. μπει το vintage μελαγχολικό πιάνο στο “Guardians” ξέρεις ότι νομοτελειακά αυτό που ακολουθεί είναι αριστούργημα και το “Rising From Ruins” δεν διαψεύδει τις προσδοκίες. Το “Spectre” με την έντονη Megadeth αύρα επίσης ξεχωρίζει, ενώ δεν θα μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο κλείσιμο από το “Sea of Red”. Και για πιο… “πυρακτωμένες” metal καταστάσεις, προσφέρεται το “Traitor’s Gate”!
Ψεγάδια αναπόφευκτα υπάρχουν: Το chorus π.χ. του “Flame Thrower” εντυπωσιάζει με την ανεμπνευσιά του – ακριβέστερα, χαρακτηρίζεται “αντιεπαγγελματικό” εκ μέρους του συγκροτήματος να παρουσιάσουν κάτι τόσο χαμηλής ποιότητας, ούτε οι συλλαβές δεν τους βγαίνουν! Ακόμη, το “No Surrender” μοιάζει με κατάλοιπο των “Turbo” ημερών, με την pop αισθητική και την ρηχότητα που το διακρίνει.
Γενικά πάντως ο δίσκος παρουσιάζει ομοιογένεια ποιοτικά, περιέχοντας κατά βάση καλά τραγούδια, ή έστω καλές ιδέες σε όλα τα τραγούδια, χωρίς όμως να υπάρχουν οι απλησίαστες κορυφές που θα γίνουν σημεία αναφοράς. Πιθανότατα πρόκειται για τον καλύτερο δίσκο τους από την εποχή του “Painkiller”, αυτό όμως δεν αρκεί παρά για να πλασαριστεί το “Firepower” μόλις στη μέση της κατάταξης ανάμεσα στις κυκλοφορίες του αρχετυπικού metal σχήματος.