Στίχοι που μας εκφράζουν

Να λοιπον που υπάρχουν κι άλλοι που postάρουν κρίνα:)

Γιατι,λιγοι ειμαστε?

Δεν θυμάμαι να εχω δει να ποσταρουν κρίνα. Ή τουλάχιστον δεν θυμάμαι:(

Μίζερο φως, στο δωμάτιο,
Πνιγμένες φωνές, απ’ τον διάδρομο.
Μίζερο φως, στο δωμάτιο,
Πνιγμένες φωνές, απ’ τον διάδρομο.

Ένα άθλιο στρώμα, γεμάτο με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.

Σκαλίζει μια φράση, πάνω στο δέρμα, μόνο με αίμα,
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.

Βήματα αργά, σέρνει το κορμί του,
Μπρος στον καθρέφτη, γέρνει τη μορφή του,
Τα μάτια αδειανά, γεμάτα με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.

Σκαλίζει μια φράση, πάνω στο δέρμα, μόνο με αίμα,
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.

Σφίγγει γερά, το μαχαίρι του,
Το φέρνει αργά, πάνω στο στήθος του,
Τα μάτια κενά, ένα άθλιο τέρμα,
Ένας τρελός, ένας τρελός μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.

Σκαλίζει μια φράση, πάνω στο δέρμα, μόνο με αίμα,
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.

Τίποτα…

Σβήνει το φως
από τα μάτια μου
κι όλα όσα έζησα
μπρος μου περνάνε.

Στέκομαι εδώ
στον τελευταίο σταθμό
με όλα όσα αγάπησα
και πήγαν χαμένα.

Δεν μετανιώνω πια
όλα ή τίποτα
δάσος και ερημιά
αυτή ήταν η ψυχή μου,
πάει πια.

Σαν νοσταλγώ
πουλιά με παν μακριά
πόνο δεν νιώθω πια
μόνο θυμάμαι.

Πάντα έλεγες
πως η ζωή είν? στιγμές
κύμα που σκάει σ? ακτές
κερί που λιώνει.

Δεν μετανιώνω πια
όλα ή τίποτα
δάσος και ερημιά
αυτή ήταν η ψυχή μου,
πάει πια.

Δεν κόβεται στα δύο η ζωή
είναι ήλιος και μαζί βροχή
κι ούτε για μια αιωνιότητα
δεν θ? άλλαζα μια μέρα απ? αυτή,
δεν κόβεται στα δύο η ζωή
είναι κόλαση, παράδεισος μαζί
κι αυτά που έζησα είτε άσχημα
είτε όμορφα ήσαν εγώ κι εσύ.

Δεν κόβεται στα δύο η ζωή
Είναι ήλιος και βροχή μαζί.

Γλείφω το οξύ απ’ τις ρογμές των χειλιών σου
και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο
τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσανε μόνο
να ψάχνω την πνοή μου στον νεκρό εαυτό σου

Δεν ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια
που οδηγούν στην αγάπη και τον τρόμο
πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο
και ψάχνεις το φως μου σε σβησμένα αστέρια

Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει
και δεν μπορώ να συνηθίσω
νιώθω να προχωράω μπροστά
μα πάντα φτάνω πίσω
κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει με σκοτωνει

Σβήνω τα ίχνη από τα ψέμματά μας
παραπατάω στη σιωπή
έγινε η απώλεια συνήθειά μας
κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να 'ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι 'ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψη
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα ‘ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου - κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι
και μια Καίτη, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα - και νεκρό θα με βρίσει…

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε

Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε

Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε

Βάλτε να πιούμε

Στεκόμαστε γυμνοί απ’ όνειρα
κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα
απόγονοι του τίποτα
πελάτες της σιωπής

Έχουμε τσέπες αδειανές
και στην καρδιά δυο μνήματα
μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
είναι ο μόνος μας συγγενής.

Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
το θάνατό μας
την ίδια κλίση παίρνουμε
φλερτάροντας γκρεμούς
κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
ο έρωτας θα μας τσακίσει
και θα μας κάνει αληθινούς.

Θα μ’ αγαπάς, θα μ’ αγαπάς
μα δε θα φτάνει
άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου
το χάδι σου
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
θα πεθαίνω στο πλάι σου.

Καθετί που ανασαίνει ζητάει να δοθεί
ματώνει τα νύχια του, παλεύει με κτήνη
είναι σπόρος που πέφτει σε άγονη γη
κι όμως βγάζει φύλλα, ανθίζει, διψάει να ομορφύνει

Κι ας φυσάνε οι ανέμοι κι ας κυλάει η βροχή
κι ας ρωτούνε τα ποτάμια, κι ας πεθαίνουμε ξένοι
κάθε τι που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί
μες στους πάγους της γης
ένα γέλιο ζεστό σαν φωτιά αναμμένη

Έχει πολύ ακόμα;

Ποσο θες?

Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια
κι εγώ συνήθως πέθαινα από αγάπη
Μέχρι που ήρθε αυτός ο μπλε χειμώνας
ν’ ανάψει αυτά που έσβησε ο αιώνας

Μετρήθηκα στις ώρες του τυφώνα
στις ώρες που η καρδιά ξερνούσε στάχτη
ακίνητος στη δίνη του κυκλώνα
ν’ ακούω μονάχα να μου λένε πόνα, πόνα, πόνα, πόνα

Το σώμα μου δε δόθηκε στις πέτρες
δε στέρεψε το τελευταίο μου δάκρυ
του έρωτα εποχές μάγισσες, ψεύτρες
των πιο όμορφων νυχτών, ώρες αλήτρες

Δεν θα συγκρίνω φως με το σκοτάδι
ούτε λευκό αμνό με λύκο μαύρο
Δεν θα με θρέψει άλλο μάνας χάδι
Ας κλείσει της ψυχής μου το πηγάδι

Έλα να χορτάσουμε λίγο Κρίνα σε αυτο το thread!

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε

Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε

Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε

Βάλτε να πιούμε

Κανονίστε τουλάχιστον μη ποστάρετε τα ίδια ε.

Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ ?έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ?ατάραχα νερά των υδρατμών μου.
Εδιάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη
τους σιδερένιους δίαυλους
των σκουπιδιών τους ύπνους.
Μες στις στοές
αγόγγυτες χορδές φωνές ριγούσαν
μες στις χολέτρες ψίθυροι
κούρνιαζαν και σιγούσαν.
Ίλιγγος των υπόκοσμων,
παλμός και προσωδίες,
αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους.
Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες
στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά
και να δονούνται.

Μ ?έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα,
στης τρέλας μου τη μοναξιά
στου πόνου μου τη ψύχρα
στα πλανεμένα μου μυαλά
και στης ψυχής τη νύστα,
βυθίστηκα στ ?ατάραχα νερά των υδρατμών μου.

Δεν γινεται αυτο…

Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Στο φως κουρνιάζεις και βουρκώνεις δίχως λόγο
Και γυροφέρνεις τους εφιάλτες σου βουβή
Με την καρδιά σου να χτυπάει απτο φόβο.

Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Κι αναστενάζεις καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης
Ένας λυγμός είναι αγάπη μου η ζωή
Κάποιου που κλαίει στα βουνά της Αφροδίτης.

Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Κάτι απ’ την κόλαση σου ανήκει της ζωής μου
Κάτι απ’ τα βράδια που πεθαίναμε μαζί
Και σκότωνα κορυδαλούς
Να μην ακούω τη φωνή μου

Ήταν τα χρόνια μας πληγές
Σε κουρασμένες φτέρνες
Φωνές που αντήχησαν νεκρές
μέσα σε άδειες στέρνες
Δίχως να τους αποκριθεί
Η ηχώ έστω μιας απάτης
Κάτι σαράβαλες καρδιές
Στο τσίρκο της αγάπης…

Κάτι σαράβαλες καρδιές
Στο τσίρκο της αγάπης…

Τεσπα. Καληνυχτίζω εγώ για να ξύπνήσω αύριο. Ποστάρω κάτι τελευταίο που δν είναι ακριβώς Κρίνα. Αλλα το λέει ο Θάνος

Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος. Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα. Για να νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη, πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει. Αλλά μεθύστε.
Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού, στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας, ξυπνάτε, με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο ή χαμένο, ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά, το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά, ρωτήστε τι ώρα είναι, και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν:
-Είναι η ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!
Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

(Baudelaire)