Ενα χρυσό μετάλλιο… αναζητεί δικαιούχο υπεράνω υποψίας! (SportDay / Φίλιππος Συρίγος)
Ωστε, λοιπόν, η Μάριον Τζόουνς, η Αμερικανίδα αθλήτρια που κυριάρχησε για χρόνια στο σπριντ, κέρδισε ντοπαρισμένη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ. Και στα Παγκόσμια Πρωταθλήματα του 1999 και του 2001!
Η αποκάλυψη ήρθε διά στόματος της ιδίας μαζί με δακρύβρεχτες αιτήσεις συγγνώμης ενώπιον της αμερικανικής Δικαιοσύνης, όταν η τελευταία την τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί. Ολα αυτά φυσικά για να ελαφρύνει τη θέση της, που δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, κυρίως μετά τις έρευνες που διεξήγαγε το FBI για το κύκλωμα της ντόπας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται μετά τις συνταρακτικές ομολογίες της Τζόουνς είναι φυσικά το αυτονόητο. «Μα καλά, αφού ήταν ντοπαρισμένη, πώς βγήκε καθαρή από τους “φοβερούς και τρομερούς” ελέγχους ντόπινγκ που διεξάγονται σ’ αυτές τις κορυφαίες διοργανώσεις;».
Εδώ, λοιπόν, οι γνωρίζοντες σκάνε στα γέλια, αφού με την ομολογία της Τζόουνς, αλλά και με άλλες παρόμοιες στο παρελθόν, αποδεικνύεται περίτρανα αυτό που χρόνια διαλαλώ σε όλους τους τόνους? ότι, δηλαδή, οι έλεγχοι ντόπινγκ που διεξάγονται στους μεγάλους αγώνες αποτελούν το μεγαλύτερο άλλοθι του ντόπινγκ και συμβάλλουν στην ουσιαστική νομιμοποίησή του.
Και αυτό συμβαίνει για τρεις κυρίως λόγους:
Ολοι οι ντοπαρισμένοι αθλητές φροντίζουν, όταν παίρνουν μέρος στους αγώνες, να έχει λήξει ο κύκλος ημιζωής των παράνομων ουσιών που βάζουν στον οργανισμό τους. Αυτό σημαίνει ότι το τεστ στο οποίο θα υποβληθούν θα αποδειχθεί αρνητικό. Θα είναι δηλαδή τη δεδομένη στιγμή καθαροί, ενώ στην πραγματικότητα θα έχουν επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της ντόπας, τα οποία δεν είναι στιγμιαία, αλλά διαρκή –όπως ακριβώς διαρκής είναι και η χρήση των απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων.
Επειδή η λεγόμενη επιστήμη του ντόπινγκ είναι πάντα πιο προοδευμένη από την επιστήμη του αντιντόπινγκ, πολλοί αθλητές διαφεύγουν από τον έλεγχο απλά και μόνο επειδή χρησιμοποιούν ουσίες και μεθόδους που δεν έχουν καταγραφεί και φυσικά δεν ανιχνεύονται από τα μηχανήματα.
Είναι αποδεδειγμένο ότι οι αθλητικές αρχές δεν ανακοινώνουν τα ονόματα όλων των αθλητών που πιάνονται ντοπαρισμένοι. Και το κάνουν αυτό γιατί δεν είναι διατεθειμένες να θέσουν σε κίνδυνο μια βιομηχανία θεάματος η οποία παράγει δόξα και χρήμα για πάρα, πάρα πολλούς. Οι ντοπαρισμένοι, για παράδειγμα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν υπερβαίνουν τους 15-16, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί μόλις στο 0,15% των συμμετεχόντων (συνήθως 10.000) αθλητών. Ετσι, λοιπόν, η ΔΟΕ, με τόσο μικρό ποσοστό «λερωμένων» αθλητών αποκτά το δικαίωμα να διατυμπανίζει ότι «οι Αγώνες είναι καθαροί» και να διατηρεί πολύ ψηλά την εμπορική τους αξία.
Στην ανεπάρκεια των ελέγχων ντόπινγκ αναφέρθηκε και ο άνθρωπος που εκ του ρόλου του γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα. «Πολύ εύκολα νικάει κανείς τους ελέγχους. Πάρα πολλά από τα παγκόσμια ρεκόρ και από τα Ολυμπιακά μετάλλια κερδήθηκαν από αθλητές οι οποίοι, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιούσαν εμφανώς απαγορευμένες ουσίες», δήλωσε ο περιβόητος Βίκτορ Κόντε λίγο μετά την ομολογία της Μάριον Τζόουνς, η οποία, κατά τη γνώμη του, «πρέπει να κρατήσει τα μετάλλια γιατί κι αυτές που τη συναγωνίστηκαν ήταν επίσης ντοπαρισμένες»!
Για ποιαν, άραγε, χτυπά η καμπάνα; Ο υπεύθυνος Τύπου της IAAF, Νικ Ντέιβις, σχολίασε ως εξής την πιθανότητα να περάσει στη δική μας Κατερίνα Θάνου το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο που κατέκτησε η Τζόουνς στο Σίδνεϊ: «Αν συμβεί αυτό, θα είναι αποτυχία του συστήματος, αφού και η δεύτερη αθλήτρια έχει εμπλακεί σε σκάνδαλο ντόπινγκ».
Αν δεν το καταλάβατε από μόνοι σας, εδώ ακριβώς είναι το σημείο που πρέπει να βάλουμε όλοι τα γέλια. Πώς το είπε; Αποτυχία του συστήματος; Και έπρεπε να επιστρέψει τα μετάλλια η Τζόουνς και να υπάρξει πιθανότητα επιβράβευσης της Θάνου για να καταλάβει η IAAF ότι το σύστημα κινδυνεύει;
Η αλήθεια είναι μία όσον αφορά την περίπτωση της Θάνου (αλλά και του Κεντέρη). Οι αδυναμίες του συστήματος ήταν αυτές που επέτρεψαν στην Ελληνίδα πρωταθλήτρια να αποφύγει την καταδίκη για άρνηση ελέγχων ντόπινγκ και να έλθει σε ένοχο συμβιβασμό με την IAAF χάρη στον οποίο διατήρησε τα κεκτημένα.
Κι αν με ρωτήσει κανείς ποιο από τα δύο μέρη που συμβιβάστηκαν είναι περισσότερο ένοχο από το άλλο, χωρίς κανέναν ενδοιασμό θα απαντήσω «η IAAF». Γιατί η Θάνου (και ο Κεντέρης και ο Τζέκος, που έπαιρνε τις αποφάσεις και έδινε τις κατευθύνσεις…) απλώς εκμεταλλεύθηκε τις αδυναμίες του συστήματος, όπως έχουν κάνει τόσοι και τόσοι αθλητές μέχρι σήμερα και όπως, ασφαλώς, θα κάνουν και στο μέλλον πολλοί περισσότεροι.
Αυτό, λοιπόν, το περίφημο σύστημα, που δίνει τη δυνατότητα σε ύποπτους αθλητές να δηλώνουν ότι είναι στο Σικάγο και να βρίσκονται στο Λέχαιο ή να κατασκευάζουν τροχαία ατυχήματα για να καταφύγουν στο νοσοκομείο και να αποφύγουν, έτσι, τον έλεγχο, δεν το έφτιαξαν οι αθλητές, αλλά η ίδια η IAAF. Και το πιθανότερο είναι ότι το έφτιαξε έτσι, πολύπλοκο (μέχρι σπαζοκεφαλιάς) και ευάλωτο, για να δώσει τη δυνατότητα στους αθλητές να το εκμεταλλεύονται και να διαφεύγουν.
Αλλωστε, είπαμε νωρίτερα και είναι κοινά παραδεκτό ότι καμιά αθλητική αρχή δεν έχει την πρόθεση να πιάσει και να τιμωρήσει όλους τους παραβάτες των κανόνων που αφορούν τον έλεγχο ντόπινγκ. Γιατί ο αποτελεσματικός έλεγχος δεν ευνοεί τις επιδόσεις, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποδώσει η βιομηχανία του αθλητικού θεάματος. Και γιατί, εν τέλει, ενδεχόμενο άγριο κυνηγητό των αθλητών θα είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν οι παράγοντες και οι χορηγοί μόνοι! Και τότε πώς θα γέμιζαν τα στάδια και πώς ο κόσμος θα καρφωνόταν μπροστά στις τηλεοράσεις;
Οι έλεγχοι, λοιπόν, χρησιμεύουν μόνο για να μπορούν οι αθλητικές αρχές να διαφημίζουν τα προϊόντα τους ως καθαρά και να συντηρούν έτσι ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με τον αθλητισμό. Μερικές φορές μάλιστα, όταν τα αφεντικά του αθλητισμού θέλουν να προστατεύσουν κεφαλαιώδη συμφέροντα, δεν διστάζουν να ρίξουν ακόμα και δημόσια τις μάσκες. Οπως για παράδειγμα ο θλιβερός Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, ο οποίος, για να γεμίσουν τα στάδια της Αθήνας στους Ολυμπιακούς του 2004, συμβούλευσε έγκαιρα τους διοργανωτές ότι ο καλύτερος κράχτης θα ήταν κάποιο ελληνικό μετάλλιο την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα των Αγώνων. Λες και το μετάλλιο θα μπορούσε να παραγγελθεί ώστε να τεθεί στην υπηρεσία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (και της Γιάννας…). Ή μήπως τελικά μπορούσε να γίνει κι αυτό και πραγματικά έγινε;
Οπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, δεν φταίνε οι αθλητές που, επί της ουσίας, πιόνια του συστήματος είναι. Δεν φταίνε, μάλιστα, ούτε καν καθοδηγητές τους σαν τον Χρήστο Τζέκο, οι οποίοι, γεμάτοι αλαζονεία, πίστεψαν κάποια στιγμή ότι μπορούσαν να αποδειχθούν ισχυρότεροι και από το ίδιο το σύστημα!
Το έγραψα πριν από πολύ καιρό και θα το ξαναγράψω τώρα: πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ο Τζέκος εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής τα σχέδιά του για συγκομιδή πλήθους μεταλλίων. Οι πατέρες του έθνους όμως, αντί να φωνάξουν την Αστυνομία να τον συλλάβει, του επέτρεψαν να αποχωρήσει για να συνεχίσει το εθνικόν έργον του!
Αλλά μια και φθάσαμε μέχρις εδώ, ποιος ήταν, άραγε, ο ρόλος των ελληνικών αρχών και ειδικότερα της Δικαιοσύνης μετά τις αποκαλύψεις ότι ο Τζέκος είχε πάρε-δώσε με την BALCO και τον Κόντε; Απ’ ό,τι ξέρω, κανείς δεν ασχολήθηκε.
Πολύ περισσότερο δε, ουδέποτε ζητήθηκε η συνδρομή της αμερικανικής Δικαιοσύνης, η οποία ερεύνησε το θέμα σε βάθος και ενδεχομένως να διαθέτει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βαρύτατες καταδίκες. Οχι μόνο του προπονητή, αλλά και των αθλητών του.
Γιατί όμως τόση αδιαφορία για ένα ζήτημα με τουλάχιστον ίση βαρύτητα με αυτό της Τζόουνς, του οποίου οι Αμερικανοί πέτυχαν την πλήρη διαλεύκανση; Μα γιατί στις ΗΠΑ το κράτος δεν έχει καμιά ανάμειξη στο σύστημα που παράγει αθλητές υψηλών επιδόσεων, αντίθετα εδώ έχουμε καταντήσει Ανατολική Γερμανία. Με κίνητρα που κόβουν την ανάσα, από μια Πολιτεία η οποία θα έπρεπε να αρκείται στον ελεγκτικό της ρόλο και μόνο σ’ αυτόν.
Αν δεν το έχετε καταλάβει, επί της ουσίας νιώθουν όλοι ένοχοι. Γι’ αυτό και δεν κουνιέται φύλλο συκής!
Ετσι για να απομυθοποιουμε Ολυμπιαδες και λοιπα πανηγυρια…