Πάντα έτσι έγραφε ο Γιοβανίτης. Στριφνό, απαιτητικό ύφος που προϋπέθετε από τον αναγνώστη να είχε εντρυφήσει ήδη σε συγκεκριμένους ήχους, συγκροτήματα, γνωστικά πεδία κλπ. Ούτε εγώ έπιασα όλες τις αναφορές του, αλλά υποθέτω για όποιον το κατάφερε, αυτό το στυλ γραφής είναι full-on γοητευτικό γιατί καταφέρνει να δημιουργεί έναν ιδιαίτερο δίαυλο «επικοινωνίας»-οικειότητας μεταξύ πομπού και δέκτη.
Τέλος πάντων, ας πω κι εγώ την αποψάρα μου αφού είναι το album που ακούω περισσότερο τον τελευταίο καιρό.
Λοιπόν, πέρα από την προηγούμενη κληρονομιά των DHG, το “Black medium current” είχε να συναγωνιστεί κι έναν φοβερό προκάτοχο, το “A umbra omega”. Το τελικό σκορ νομίζω ότι (προς το παρόν, τουλάχιστον) διαμορφώνεται υπέρ του τελευταίου -ένα album που έχει κερδίσει το στοίχημα του χρόνου και σοκάρει ακόμα και σήμερα κυρίως για τον όγκο της πληροφορίας που προσφέρει, την τολμηρή ριζοσπαστικότητά του και την περιπετειώδη, πειραματική φύση του. Τώρα, όλη αυτήν τη σύγκριση μην την παρεξηγείτε, δε βάζω τα δύο albums στο ζύγι· απλά αυτός ο τρόπος σκέψης με βοηθάει ώστε να «ερμηνεύω» κάθε φορά την κατεύθυνση και τα ποιοτικά standards των αγαπημένων μου συγκροτημάτων.
Για παράδειγμα, μία σκέψη που με «ταλαιπώρησε» ακούγοντας το “Black medium current”, ήταν που «στέκεται» αυτό (υφολογικά) μέσα στη δισκογραφία των DHG και αν «κουβαλά» τον χαρακτηριστικό τους ήχο (π.χ. ο Ninpo παραπάνω έκανε μία τέτοια παρατήρηση). Ακόμα πιο πέρα, αναρωτήθηκα αν, τελικά, υπάρχει «χαρακτηριστικός» DHG ήχος και ποιος είναι αυτός.
Για να μην τα πολυλογώ («ήδη πολυλογείς!»), μου φαίνεται ότι οι περίοδοι του συγκροτήματος είναι τρεις (με, ίσως, απλουστευτικούς και μπακαλίστικους όρους): τα “Kronet til konge” και “Monumental possession” που, παρ’ όλες τις διαφορές τους, κινούνται σε κάποια οικεία black metal πλαίσια της εποχής· η περίοδος “Satanic art” EP-“666 international”-“Supervillain outcast” που χαρακτηρίζεται από τη μοντέρνα τους αισθητική· και τα πιο «ώριμα» “A umbra omega” και “Black medium current” που μεταξύ τους μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά και σίγουρα διαφέρουν σε κομβικά σημεία από τη μεσαία, πειραματική τους φάση (άσχετα αν κι αυτά έχουν πολύ πειραματισμό μέσα τους). Στο “A umbra omega”, τώρα, είναι ηλίου φαεινότερο πως ο Vicotnik «πιέστηκε» με το ζόρι να βγάλει το πιο σχιζοφρενικό και μεγαλεπήβολο album της καριέρας του (το έχει ψιλο-παραδεχτεί και ο ίδιος σε συνέντευξή του): «έπρεπε» μετά από τόσα χρόνια απουσίας να μην «κηλιδωθεί» η κληρονομιά του “666 international”, «έπρεπε» να επιβεβαιωθεί ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας τους κλπ. Παρ’ όλο που αυτή η επιτήδευση (κατά τη γνώμη μου πάντα) δεν μπορεί να κρυφτεί και είναι υπεύθυνη για κάποια κραυγαλέα μειονεκτήματα του album, το στοίχημα κερδήθηκε: νομίζω ότι, κατά γενική ομολογία, μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας.
Και κάπως έτσι, νομίζω, καταλήγουμε και στο χαρακτηριστικό ύφος του “Black medium current”: ο πιο άμεσος, μελωδικός και εύληπτος δίσκος τους που δε θα μπορούσε παρά να βγει τώρα, στην πιο «ώριμη» (μην το παίρνετε σαν «ξενέρωτη») περίοδό τους, αφού ενσωματώνει εργαλεία από όλες τις προηγούμενες περιόδους τους, διαδέχεται έναν δίσκο που ξεχείλωσε τα όρια της τραγουδοποιίας σε σημείο υπερβολής (άρα δε θα μπορούσε να πάει «πιο μακριά» το πράγμα, έπρεπε να κοιτάξει προς αλλού) και, κυρίως, δεν έχει ν’ αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Έτσι εξηγείται (στο κεφάλι μου) η εξόφθαλμη μελωδικότητα των black metal riffs με καθαρά φωνητικά των “Et smelter” και “Tankespinnerens smerte” ή του παρομοίου ύφος mid-tempo περάσματα στην αρχή των “Interstellar nexus” και “Halow” -ένας είδος μελωδίας αδιανόητο για τους DHG περασμένων εποχών (καμία σχέση με το «Vicotnik-ίσιο riff» που λέει κι ο Γιοβανίτης) που θα κολλούσε περισσότερο σε δίσκους των… Panopticon π.χ. Έτσι εξηγούνται οι εντελώς απενοχοποιημένες, easy-listening εμπνεύσεις της εισαγωγής του “It does not follow” ή του τελειώματος του “Et smelter” -σημεία που προσωπικά ακόμα με cring-άρουνε. Κι έτσι εξηγούνται οι, σωστά υπολογισμένες, δόσεις από το παρελθόν: ελάχιστα beats για να θυμηθούμε ότι κάποτε αυτά έκαναν τους DHG αυτό που είναι στο μυαλό μας, κάμποσα blastbeats που ξυπνάνε αναμνήσεις του ασπρόμαυρου (αισθητικά) ντεμπούτου, πιανιστικά ιντερλούδια που παραπέμπουν στη σχιζοφρενική μουσική δωματίου που χρησιμοποίησε η μπάντα σαν «διαλείμματα» μεταξύ των «κανονικών» τραγουδιών του πιο σχιζοφρενικού τους δίσκου, κι ένας Vicotnik που, παρά τις κάποιες υπερβολές κι αστοχίες (ε, δεν είναι όλοι Mr. Doctor, ρε μεγάλε), «Aldrahn-ίζει» υπέροχα σε σημεία και, κατά τη γνώμη μου, κερδίζει κι αυτό το «προσωπικό» στοίχημα -θυμίζοντας κάποιες φορές κι ένα άλλο κομμάτι του παρελθόντος του, αυτό των Ved Buens Ende και του στυλ του συνοδοιπόρου του Carl-Michael Eide (αυτή η παρατήρηση δεν ισχύει μόνο για τα φωνητικά αλλά και για κάποιες μελωδίες κι ατμόσφαιρες).
Οπότε εδώ ερχόμαστε και στο αφοπλιστικό ερώτημα: κομίζει κάτι καινούριο αυτό το album στην πορεία τους; «Έπαψαν» οι DHG να είναι η μπάντα που ήταν επειδή «τόλμησαν» ν’ απλοποιήσουν τις δομές τους (αν είναι δυνατόν, εντωμεταξύ, να το λέμε αυτό για ένα δίσκο σαν το “Black medium current”…); Γνώμη μου είναι πως, ηθελημένα ή μη, έχουμε «ταυτίσει» τον «κλασικό» DHG ήχο με τις εξτραβαγκάντσες του “666 international” -κάτι φοβερά περιοριστικό για ένα συγκρότημα με την πορεία των DHG. Στην τελική υπάρχει και η εξτραβαγκάντσα του “A umbra omega” -διαφορετικής αισθητικής, υφής και περιεχομένου, αλλά γιατί η μία να «υπερτερεί» (από άποψη ιστορικότητας/κεντρικότητας) της άλλης; Το “Black medium current” πάνω σ’ αυτήν την τελευταία εξτραβαγκάντσα πατάει, στα «παράθυρα» εσωτερικότητας που άνοιξε, στο γκρίζο χρώμα που εισήγαγε στην παλέτα του συγκροτήματος, στην αφοπλιστική συγκίνηση των μελωδιών. Αυτά που στο ‘A umbra omega” δίνονταν με το σταγονόμετρο μέσα σε μία δίνη αλλεπάλληλων και δυσκολοχώνευτων μουσικών θεμάτων, εδώ παρουσιάζονται σ’ όλη τους τη μεγαλοπρέπεια και απλότητα ταυτόχρονα, συνδυασμένα και με την καλά κρυμμένη (; ) θλίψη κι επικότητα του “Kronet til konge”.
Τελικά, το “A umbra omega” παραμένει ένα αξεπέραστο έπος, αλλά κρίνω πως η ένταση και η συγκίνηση που εκπορεύονται από τις μελωδίες του “Black medium current” θα μας κάνουν ν’ ανατρέχουμε σ’ αυτό πολύ συχνότερα. Καθαρά από ανάγκη.