Χτες γύρισα από τη δουλειά σπίτι 21.15 περίπου, με περίμεναν κάτι burger και παρέα, είδαμε First Dates (γιατί νο1. αυτός είμαι και νο2. το χτεσινό ΦΥΣΑΓΕ (παρένθεση μέσα στη παρένθεση → θα έπρεπε να θεσπιστεί ένα τύπου ειδικό επίδομα για κάθε Κρητικό, ως ανταμοιβή της ετήσιας συνεισφοράς του νησιού σε τηλεοπτικό trash content κάθε χρόνο)) και μετά που όλοι έσπασαν και η κερά κοιμήθηκε (κατά τη 01.00 δηλαδή) → είπα να κάτσω να δω τίποτα που έχω δει 1000 φορές με τα corn flakes και τους κουραμπιέδες μου (γιατί ναι, τρώω ασταμάτητα apparently και δεν με απασχολεί και το mix-up φαγητών ή γλυκών) για καμιά ωρίτσα και μετά να την πέσω.
Οπότε εντελώς τυχαία έπεσε το μάτι μου (στο Αpple TV+ ? Δεν θυμάμαι, έχω και 200 streaming platforms να πληρώνω κάθε μήνα για τα τερτίπια μου) στο Sunset Boulivard του Billy Wilder του 1950 → λέω άντε, μπουμπούνα το, μα θα πάω και σε Αφιέρωμα David Lynch των Νυχτών Πρεμιέρας τις επόμενες μέρες, why not. Οπότε ναι:
Το πτώμα που βλέπουμε στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας να ατενίζει τον πάτο μιας πισίνας, ξεκινάει μια ρηξικέλευθη ανάποδη αφήγηση πως έμπλεξε η μοίρα του, ως ένας (πρώην ζωντανός apparently ) άφραγκος και ασήμαντος σεναριογράφος με πολλά οικονομικά προβλήματα, με εκείνη της Norma, μιας πάλαι ποτέ τεράστια diva του Hollywood -πλέον μια ηλικιωμένη, εκκεντρική και ξεχασμένη από όλους star της παλιάς εποχής, η οποία ζει μόνη με τις φαντασιώσεις της σε μια μοναχική πελώρια γοτθική έπαυλη που διατηρεί στην Sunset Boulevard.
Μια σχέση εξάρτησης, πάθους, εκμετάλλευσης και ζηλοτυπίας δεν θα αργήσει να ξεκινήσει μεταξύ των δύο, με μοιραία αποτελέσματα.
Έχουν περάσει 75 σχεδόν χρόνια από τη κυκλοφορία του άχρονου αριστουργήματος του Billy Wilder και είναι σοκαριστικό το πόσο σκοτεινή, ατόφια σαρδόνια και αυτό-σαρκαστική, ανατρεπτική και to the point πολύπλοκη είναι η αλληγορία που κουβαλάει.
Έχει δώσει δεκάδες επιγόνους (μεταξύ τους και πολλά αριστουργήματα όπως τα The Player, το Mullholland Drive, What Ever Happened to Baby Jane, Ed Wood, Barton Fink και η λίστα δεν συμμαζεύεται) και πάλι όμως στέκεται ως η πιο ακριβής και σύνθετη τομογραφία του μικρόκοσμου του Χολυγουντιανού star system έναντι όλων.
Η λίστα των αληθινών ονομάτων - star του πάλαι πότε βωβού που παρελαύνουν και κυρίως το πως αυτά χρησιμοποιούνται εντός ταινίας, ή η λίστα με τα real references που μπλέκουν την πραγματικότητα με το fiction κομμάτι της ταινίας είναι επίσης ένα αδιανόητο επίτευγμα - όχι “επίτευγμα” με τεχνικούς όρους ή gimmick-ιές (καμία απολύτος σχέση), επίτευγμα καθαρά σεναριακό/το πως γίνεται ένα οργανικό και ζωντανό κατασκεύασμα που “τρώει” τις σάρκες της εποχής του και μαζί τις δικές του.
To κυρίαρχο επίτευγμα της ταινίας -και η συνολική της θεματική κατακλείδα- είναι ο τρόπος με τον όποιον συμπυκνώνει την βαθιά ουσία του Hollywood της δόξας και των ειδώλων - για να το παραδώσει στη συνέχεια στο ανθρωποφάγο δεύτερο μισό του αιώνα, των εμπορικών βλέψεων και τον studio που καραδοκούσαν έτοιμα να “δαγκώσουν”.
Όλη η ταινία ζέχνει μια μαυρίλα και μια έντονη μυρωδιά σήψης, ενώ ο τρόπος που κινηματογραφεί τις πολλές του κλασσικές σεκάνς ο Wilder βρίθει πολλαπλών αναλύσεων (τόσο σε καθαρά αισθητικό κομμάτι όσο και σε νοηματικό). Οι δύο κεντρικοί ήρωες βαδίζουν χέρι χέρι μέσα στο σκληρό δράμα και την τραγωδία, ενώ μέσα σε όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία ανθρωποφαγίας και κακομοιριάς η ταινία εδραιώνεται ως το αρχέτυπο film noir - το οποίο ενισχύεται τα μάλα από το φοβερό του φινάλε.
Από τις πιο τολμηρές ταινίες που μπορεί να δει κανείς διαχρονικά (προφανώς το Hollywood έσκισε πατόκορφα τη ταινία τότε και τον ίδιο τον Wilder, αλλά ευτυχώς ο σκύλος δεν μάσησε) , από εκείνες τις ταινίες που αρνούνται να γεράσουν και ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να ξεπεραστούν με τίποτα, η Λεωφόρος της Δόξας είναι ένα από τα απόλυτα, ΑΠΟΛΥΤΑ must του παγκόσμιου σινεμά.
Χαλάλι το ξενύχτι λοιπόν - το έχω δει τριψήφιο αριθμό φορών, το ξανάβλεπα και σήμερα άμα λάχει, i guess θα βρίσκει για πάντα τον τρόπο να με κρατά καθηλωμένο για 110 λεπτά.
Αυτά