Χθες, λοιπόν, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, με κρύο και βαρεμάρα, περιφερόμουν στις πλατφόρμες ψάχνοντας να δω κάτι. Εντέλει, έπεσα πάνω στο “The Substance” και -αν και δεν το συνηθίζω- αποφάσισα να χρεωθώ τιμή εισιτηρίου σινεμά για να δω, επιτέλους, το πόνημα της Fargeat που έχει προκαλέσει τόσον ντόρο.
Ας ξεκινήσουμε κάπως αδόκιμα, από τις δύο πρωταγωνίστριες:
Για την Moore, μόνο καλά λόγια έχω για τη διαχρονική πορεία της. Αναντίρρητα, ο ρόλος της και η ερμηνεία της αποτελούν ορόσημο στην καριέρα της, καθότι αφενός μεν οι «σοβαροί» ρόλοι της εντοπίζονται σε τελείως διαφορετικά είδη, αφετέρου δε διότι μιλάμε για μία γυναίκα η οποία έχει υπάρξει ένα από τα μεγαλύτερα sex symbol της εποχής της, στοιχείο πολύ ενδιαφέρον σημειολογικά, αν λάβουμε υπ’ όψιν τον χαρακτήρα που υποδύεται στο “The Substance”. Σε μία στιγμή, μού ήρθε στο μυαλό ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους της καριέρας της, αυτός στο “Disclosure”, και ομολογώ ότι μειδίασα ελαφρώς, σκεπτόμενος ότι το “Disclosure” δεν θα γυριζόταν τα τελευταία 5-10 χρόνια ούτε με την προώθηση και το budget όλου του πλανήτη, ενώ η αντίθεση των κεντρικών ιστοριών μεταξύ των δύο ταινιών είναι τόσο ηχηρή, που είναι αδύνατον να την παραβλέψεις. Όπως και να ‘χει, ξαναλέω ότι η Demi έχει υπάρξει αρκετά περισσότερα από τον χαρακτήρα της στο “Striptease” και είναι ευτυχές που βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό για να το τερματίσει και να βουλώσει τα όποια στόματα.
Για την Qualley, ομολογώ ότι διάβασα λίγο, καθότι, παρότι σίγουρος ότι την έχω ξαναδεί (όπως κι επιβεβαιώθηκε από το βιογραφικό της), ήθελα να μάθω περισσότερα. Κόρη, λέει, της ωραιοτάτης και ανέκαθεν συμπαθούς Andie MacDowell, νομίζω ότι θα την αφήσει χιλιόμετρα πίσω τη μητέρα της, καθώς απ’ ό,τι φαίνεται είναι το νέο, καυτό next big thing του χώρου. Και όχι άδικα σε μεγάλο βαθμό, καθώς πέρα από την εμφάνιση, η οποία -για να το θέσουμε κομψά και να μη χτυπήσει το γραφικόμετρο καφενειακά επίπεδα- είναι το λιγότερο σαγηνευτική (να ανάψει κι ένα κεράκι, βέβαια, στην κινηματογράφηση και την κάμερα, με τα μνημειώδη πλάνα που της χαρίζουν εδώ), η κοπέλα στέκεται εξαιρετικά κι ερμηνευτικά. Αναμένουμε τα καλύτερα.
Στα αμιγώς της ταινίας τώρα, εκκινώ αναφέροντας ότι προσωπικά το “Revenge” το είχα βρει καλό κι επαρκές στην ουσία του, δηλαδή στην ανάδειξη της βασικής θεματικής του και τον προβληματισμό επί αυτής. Θεωρώ πως η ακροβασία της Fargeat ανάμεσα στο (μπόλικο, η αλήθεια είναι/αλλά πλήρως δικαιολογημένο από την εποχή, σωστά;) γυμνό και τα μηνύματά της γίνεται με μπόλικη δόση μαεστρίας και χωρίς να «κλέβει» τελικά από το ουσιαστικό της υπόθεσης. Να πω ότι συμφωνώ 100% με αυτό που σχολίασε και ο @Lupin, ήτοι ότι το “The Substance” σού αφήνει μία αίσθηση διττής ερμηνείας, καθώς εγώ δεν μπόρεσα να βρω αν στο ζύγι υπερέχει η αδηφάγα, σεξιστική, φαλλοκρατική κ.λπ. κ.λπ. βιομηχανία ή αν εντέλει η ευθύνη έγκειται στην προσωπική επιλογή και στο κατά πόσο ο καθένας αφήνει τον εαυτό του έρμαιο σε καταστάσεις που ξεκάθαρα (ή και όχι, αν το δούμε φαινομενικά και βραχυπρόθεσμα) τον παρασέρνουν σε έναν βούρκο ουσιαστικής απώλειας. Σίγουρα την λες επίκαιρη την ταινία. Επίσης, να τονίσω ότι η εξαιρετική χρήση της κάμερας και τα σκηνοθετικά πλάνα προσθέτουν πολύ σε όλο αυτό που η ταινία κομίζει. Για εμένα, αυτό που κάπως μού «κλώτσησε» ήταν ο χαρακτήρας Quaid και το υπέρμετρο γκροτέσκο σε σημεία, αλλά αυτό το θεωρώ προσωπικό μου ζήτημα και δεν αφαιρεί εν γένει από μία ταινία, η οποία χαρακτηρίζεται πολύ καλή, χωρίς να σου αλλάζει τη ζωή.
Στα του body horror τώρα και του πολυσυζητημένου κλεισίματος της ταινίας, εκκινώ με το πρώτο, λέγοντας ότι χωρίς να είμαι ο πλέον ειδικός στο είδος, θαρρώ πως η ταινία βλέπεται σχετικά άνετα από τον μέσο θεατή, εκτός αν το κόλλημα με συγκεκριμένα στοιχεία (βελόνες, αίμα ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο) είναι σε πολύ υψηλά όρια. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει χρονικά σημείο που να εστιάζει τόσο πολύ σε κάτι, ώστε να είναι ικανό να σε κάνει να κλείσεις την τηλεόραση ή να φύγεις από την αίθουσα. Ναι, υπήρξε στιγμή που έκλεισα κι εγώ τα μάτια (στην σκηνή με τον αφαλό, καθότι έχω τεράστιο κόλλημα με το «πείραγμα» του συγκεκριμένου σημείου του σώματος), αλλά αυτό δεν διήρκεσε τόσο. Αναφορικά με το κλείσιμο της ταινίας, εγώ δεν το βρήκα τόσο «τρελό», ώστε να δικαιολογεί όλον τον ντόρο που γίνεται, αλλά σίγουρα είναι αξιομνημόνευτο και σου μένει. Τα στοιχεία που βρήκα εξαιρετικά είναι α) το λούσιμο του κοινού με το αίμα, ως ευθεία αναφορά, απάντηση κι εκδίκηση στο σχόλιο περί των 50 και της εμμηνόπαυσης, που αποτέλεσε ίσως το σημαντικότερο trigger point για την όλη διαδικασία του διπλασιασμού, β) το τέρας, το οποίο μού έφερε στο μυαλό κατευθείαν το “The Elephant Man” (υποθέτω ότι θα έχει αναφερθεί και από άλλους αυτό). Την τελική σκηνή αρχικά την βρήκα λίγο υπερβολική και στημένη, αλλά σε μία δεύτερη ανάγνωση ανταποκρίνεται πλήρως στην υπερβολή της ίδιας της βιομηχανίας, άρα, εντέλει, θαρρώ πως μία χαρά εξυπηρετεί τον σκοπό της και την τελική επίγευση που αφήνει η ταινία.
Μια χαρά.