Τα λαβράκια ανήκουν στην οικογένεια Serranidae και στο γένος Dicentrarchus και υπάρχουν σε δύο είδη: το Dicentrarchus labrax που φθάνει σε μήκος το 1 μέτρο και του οποίου τα νεαρά άτομα φέρουν μελανά στίγματα, που τελικά χάνονται και το Dicentrarchus punctatusα, που φθάνει το 0,5 μ. και γενικά φέρει μελανά στίγματα. Πρόκειται για ψάρι που σπάνια συναντάται ή αναγνωρίζεται.
Το λαβράκι είναι ο κύριος κυνηγός της ακτής από την οποία σπάνια απομακρύνεται πολύ. Κυνηγά παντού, στον αφρό, στα μισόνερα αλλά και στον βυθό. Το συναντάμε σε κάθε λογής βυθό, στην άμμο, στη λάσπη, στα βότσαλα, στην πέτρα, στον βράχο, αρκεί να υπάρχει τόπος για καρτέρι και αφθονία τροφής. Ο οργανισμός του ψαριού αυτού αντέχει σε μεγάλες αλλαγές της αλατότητας του νερού, γι αυτό και το προσελκύουν οι λιμνοθάλασσες, οι εκβολές ποταμών, μέσα στα οποία επιβιώνει συχνά σε περιβάλλον με σχεδόν μηδενική αλατότητα. Περιοχές όπου εκβάλει ή πηγάζει γλυκό νερό, ανεξάρτητα από την ποσότητα ή τις διαστάσεις του χώρου, είναι βέβαιο ότι θα προσελκύσουν τα λαβράκια κάποιες εποχές και ώρες της ημέρας.
Το λαβράκι είναι ψάρι που βρίσκεται σχεδόν παντού σε κάθε μορφής ακτή, σε μικρούς ή μεγάλους αριθμούς, από κοφτά βραχώδη νερά, μέχρι πολύ ρηχή αμμουδιά αλλά δεν φαίνεται, διότι σπάνια πιάνεται τυχαία από ψαρά που όμως δεν ψαρεύει γι αυτά. Είναι ψάρι που συχνάζει σε σημεία που υπάρχουν δυνατά ρεύματα, όπως σε κάβους, σε ξέρες, σε πόρθους, σε δίαυλους, σε κυμματοθραύστες. Τα ανταμώνουμε επίσης σε τόπους όπου υπάρχει κίνηση από πλεούμενα, όπως σε πορθμεία και σε λιμάνια, μικρά ή μεγάλα. Είναι βέβαιο ότι σε κάθε λιμάνι με καϊκια και ψαρόβαρκες, θα υπάρχουν λαβράκια, μικρά ή μεγάλα, που θα περιπολούν τα ρεμέντζα, τα σχοινιά από τις άγκυρες και τους κάβους που έχουν πέσει στο νερό, αλλά για να τα δει κανείς θα πρέπει να πάει νωρίς το πρωί με μπουνάτσα και να φροντίσει να μην τα θορυβήσει. Τροφή του αποτελούν τα μικρά ψάρια, οι γαρίδες, τα καβούρια, τα μαλάκια και οποιοσδήποτε άλλος θαλάσσιος οργανισμός του ερεθίσει τα αρπακτικά του ένστικτα ή η ανάγκη της επιβίωσης το οδηγήσει να τα καταπιεί. Τρώει και περίεργα πράγματα, όπως κρέας από σουβλάκι, που χρησιμοποιείται σαν δόλωμα από ερασιτέχνες ψαράδες σε πορθμεία και πολλές φορές τα λαβράκια πιάνονται σε αρματωσιές δολωμένες με ψωμί. Τρώει και νεκρά ψάρια όταν τα βρει μπροστά του γι αυτό και μαζεύεται κάτω από ψαροκάϊκα, όπου καθαρίζουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες και πετούν τα χαλασμένα ψάρια στην θάλασσα. Πολλοί λένε δε, πως αν χρειαστεί ή όταν πρέπει, πως τρώει και χορτάρια. Η αλήθεια είναι πως το λαβράκι, εκτός από το κυνήγι βρίσκει την τροφή του με την βοσκή, «καβουρολογώντας» όπως λένε οι ψαράδες, ψάχνοντας δηλαδή ανάμεσα στα φύκια, τα χορτάρια, τις πέτρες και τα χαλίκια για διάφορους οργανισμούς όπως καβούρια, γαρίδες, σκουλήκια, με αποτέλεσμα να καταπίνει και κομμάτια από φυτά.
Οι βιότοποι που ευνοούν την ανάπτυξη αλλά και την παρουσία του λαβρακιού είναι οι λιμνοθάλασσες, όπου και παρατηρούνται μεγάλες συγκεντρώσεις αυτού του είδους. Ένα περιβάλλον πλούσιο σε τροφή, όπου το λαβράκι είναι ο μόνος θηρευτής με αποτέλεσμα σε τέτοιους τόπους να παρουσιάζει πιο γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τα ψάρια ανοικτής θάλασσας.
Είναι ψάρι όμορφο, με γκρι-μολυβί στην ράχη και ασημί στα πλευρά. Τα ψάρια που ζουν σε περιοχή με πολλά φύκια και σε λιμνοθάλασσες χρωματίζονται με σκούρο καφέ ή πράσινο στη ράχη και χρυσό στα πλευρά τους.
Στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου οι ψαράδες τρέφουν μεγάλο σεβασμό γι αυτό το ψάρι κι αυτό φαίνεται από τα ονόματα που χρησιμοποιούν για το ψάρι αυτό, ονόματα που έχουν σχέση με το βάρος του. Αποκαλούν το ψάρι αυτό «χανίδι», όταν εμφανίζεται την άνοιξη κι έχει μήκος ελάχιστα μόνο εκατοστά. Μέχρι τα 150 γρ. ονομάζεται «τσιγκριδάκι», μέχρι τα 300 εκ. γίνεται «τσιγκρίδι». Τα ψάρια του μισού κιλού λέγονται «λαβρακόπουλα» για να ονομαστούν «μισολαύρακα» στα 700 γρ. και μέχρι να φθάσουν τα 900 γρ. ονομάζονται «γλιαράδες». Από δω και πέρα ονομάζονται «λαβράκια» και συνηθίζεται το πολύ μεγάλο λαβράκι να αποκαλείται απλώς «ψάρι». Συχνά ακούς ψαράδες σε αυτή την περιοχή να λένε πως έπιασαν 5 λαυκίνους, 3 κεφάλια, 6 χέλια, 2 μισολάβρακα και ένα ψάρι 3 κιλά, είναι σίγουρο ότι μιλούν για λαβράκι.
Τον Γενάρη τα λαβράκια σχηματίζουν μικρά ή μεγάλα κοπάδια και μετακινούνται προς τους τόπους αναπαραγωγής τους. Τα κοπάδια αυτά αποτελούνται από ψάρια του ίδιου φύλου και συνήθως τα ψάρια έχουν το ίδιο μέγεθος. Στις ακτές πρώτα εμφανίζονται τα αρσενικά ψάρια που είναι και πιο μικρά από τα θηλυκά, σπάνια βρίσκουμε αρσενικό λαβράκι πάνω από 1500 γρ. Τα ψάρια αυτά είναι ώριμα για αναπαραγωγή κι επειδή αυτή την εποχή έχουν σπέρμα, ονομάζονται «γαλάρια». Το κοπάδι των αρσενικών ψαριών θα διαλέξει κάποιο χώρο, σημείο στην ακτή όπου θα εγκατασταθεί και καρτερικά θα περιμένει την εμφάνιση του κοπαδιού των μεγάλων σε μέγεθος θηλυκών ψαριών, που είναι γεμάτα αυγά. Όταν αυτό θα συμβεί τα δυο κοπάδια θα αναμειχθούν αμέσως και θ? αρχίσουν να τρίβουν το ένα με το άλλο τα σώματά τους σαν σε χορό. Ταυτόχρονα τα θηλυκά θα αποχύσουν μέσα στα ρεύματα τα αυγά τους και τ? αρσενικά θα τα περιλούσουν με το γάλα τους. Τα γονιμοποιημένα πια αυγά θα σκορπίσουν με τα ρεύματα και το κύμα και θα παρασυρθούν σ? ένα ταξίδι για να επιστρέψουν την άνοιξη στην ακτή, τώρα πια σαν γόνος λαβρακιού ή «χανίδι» όπως ήδη το ονομάσαμε.
Αυτή είναι η αρχή του κύκλου της ζωής του λαβρακιού ενός ψαριού, που πάντα ενθουσιάζει τον ερασιτέχνη ψαρά και τον παρασύρει σε απίστευτες περιπέτειες για να ψαρέψει.