Για να γίνει αυτό θα πρέπει και να αξίζουν να αναπτυχθούν κιόλας ώστε να έχουν ξεχωριστή υπόσταση. Πόσες από αυτές τις ιδέες θεωρείς ότι ήταν τόσο καλές που χαραμίστηκαν που δεν αναπτύχθηκαν περισσότερο;
Spot on το review, αντανακλα τις σκεψεις μου σε τεραστιο βαθμο.
Εγώ το βλέπω από την άλλη πλευρά του διαστήματος μάλλον…
Συμφωνώ κι εγώ στην αποτύπωση του δίσκου μέσω της παρουσίασης. Προσεγγίζω κάποια σημεία από διαφορετική οπτική αλλά αυτό νομίζω ότι έχει να κάνει με το μουσικό μου γούστο. Εκεί που θα βάλω αστερίσκο είναι ότι το πρώτο τραγούδι μου αρέσει πάρα πολύ αφήνοντας χώρο μόνο για πολύ, πολύ μικρά παράπονα. Αν ο δίσκος είχε ένα ανάλογο δεύτερο κομμάτι, ή ακόμα κι αν δεν είχε δεύτερο κομμάτι (), προσωπικά θα τον έκανα σημαία για τη μέχρι σήμερα χρόνια. But that is not the case. Oh well, it is what it is.
Tι είναι η Disconnected version που τη δίνει λέει για downloading σε “χαμηλή τιμή” ως την Πέμπτη;
Η έκδοση που παίζει στα streaming sites σε CD. Στην ουσία οι ενότητες των δύο κομματιών ως ξεχωριστά τραγούδια με λίγο διαφορετικά fades. Νομίζω έχει και ένα τραγούδι από τα sessions του To the Bone.
Οπότε έχω ήδη πρόσβαση μέσω Spotify.
Μετά από αρκετές μέρες που το ακούω συστηματικά, νομίζω ότι μπορώ να πω μερικά πράγματα για το νέο άλμπουμ του Wilson.
Στην αρχή δεν μ’ άρεσε, και αυτό εν πολλοίς οφειλόταν σε ένα κακό mp3 rip που είχα κατεβάσει, το οποίο δεν κατάλαβα ότι είχε πρόβλημα, καταστρέφοντάς μου έτσι τις πρώτες ακροάσεις. Αφενός, είχαν προηγηθεί και τα “Future Bites” και “Harmony Codex” τα οποία ήταν σοβαρά λειψά κατά τη γνώμη μου, όπως και το μέτριο “C/C” των PT, οπότε είχε κλονιστεί η πίστη μου στον Wilson (ένα ίνδαλμά μου, έτσι;). Αφετέρου, είχε πληγεί και η εμπιστοσύνη στην κρίση μου: κι αν απλώς άλλαξα εγώ ως ακροατής; Αν απλώς δεν με ψήνει το είδος όσο παλιά;
Το “The Overview” δεν είναι ούτε πρώιμοι PT, ούτε αντίστοιχο του “The Raven that…”. Αν συγγενεύει με κάτι, κατ’ εμέ, αυτό είναι το ομώνυμο απ’ το “Harmony Codex” και το “Staircase”, το οποίο είναι κι απ’ τα καλύτερα κομμάτια εκείνου του δίσκου. Αποτελεί φυσική συνέχεια αυτών των δύο. Απ’ αυτήν την άποψη, πρόκειται για έναν δίσκο σύγχρονο του Steven Wilson, κι όχι κάποια επιστροφή σε prog παρελθόν (όπως ήταν το ξεδιάντροπο “Impossible Tightrope”). Έχει σαφώς σημεία που με κάνουν να λέω “Α, “H.C.E.” εδώ, “Half Light” εκεί, “Raven…” παραπέρα”, αλλά αυτό έχει να κάνει με μελωδίες ή ενορχηστρωτικές επιλογές, και πολύ λιγότερο απ’ το ύφος καθαυτό.
Ξεκινώντας απ’ τα θετικά, έχει τρομερό sound design. Ο τρόπος που πλέκονται τα synths, η ηλεκτρονική μουσική, τα εφέ, και τα όργανα είναι αριστουργηματικός, και δημιουργεί μία ολόκληρη εμπειρία γύρω απ’ τις μελωδίες, που δικαιολογεί στο έπακρο τις πιο focused ακροάσεις που θέλει για τον συγκεκριμένο δίσκο ο Wilson. Επίσης, έχει αλληλουχίες που ανάλογα τις ακροάσεις βγάζουν ή δεν βγάζουν νόημα. Βλέπω το ομώνυμο να θάβεται ως ασύνδετο, όμως νομίζω ότι έχει πιο απλή δομή και ιδέες, οι οποίες καταλαβαίνεις πού και πώς ενώνονται, και οι εναλλαγές θυμίζουν πραγματικά τη δομή ενός συμβατικού κομματιού: main riff, verse, chorus, verse, γέφυρα / κορύφωση, επιστροφή σε main riff, και μετά ατμοσφαιρικό outro. Πού είναι το ακατανόητο εδώ;
Τρίτον, έχει ωραίες ιδέες, με μελωδίες που είχαν λείψει απ’ τον Wilson. Είναι δίσκος που μ’ έκανε να πιστέψω ότι υπάρχει ακόμη μία κάποια ισορροπία στο σύμπαν, και αποκατέστησε την εμπιστοσύνη και σ’ εκείνον, και σ’ εμένα. Θες τον τρόπο που λέει I said yes, cause you’re playing too hard to get με την τυπική του αγγλική μελαγχολία; Θες το ambience που ντύνει όλο αυτό το μέρος; Το εντελώς “Echoes” των Floyd στυλ που ακολουθεί στο 4:42 και sto 8:52; Θέλεις για τον ΠΟΛΥ ιδιαίτερο ήχο ηλεκτρικής (είναι το αστειάκι μου ότι θυμίζει το μπουζούκι του Χιώτη, αλλά παραμένει ΓΑΜΑΤΟΣ). Τα ίδια μπορώ να πω και για το “Overview”, το οποίο συγγνώμη, αλλά έχοντας μεγαλώσει με το “Albedo 0.39” του Vangelis καθόλου δεν με χαλάει, ενώ το βρίσκω πολύ πιο πλήρες απ’ την προσπάθεια του 'Harmony Codex". Να πούμε ότι τα electronics εκεί θυμίζουν το “Waking the Witch” της Kate Bush όταν παθαίνει τον παροξυσμό; Βεβαίως!
Το σημείο, δε, που φωνάζει στο κενό There’s no reason for any of this / Just a beautiful infinity μπορεί να ακουστεί απίστευτα καθαρτικό, μετά απ’ το οποίο ξεκινάει ένα σταθερό αλλά στακάτο και νευρωτικό drumming το οποίο σε πιάνει και σε παρασέρνει σε μία υπαρξιακή δίνη, που δεν σταματά σε τίποτα, απόλυτη απουσία νοήματος που νιώθεις πως μουσικά γιορτάζεται. Το κλείσιμο σε στυλ Bohren είναι απλά το κρασί για το σβήσιμο.
Τέταρτον, στιχουργικά νιώθω ότι o Wilson βρίσκεται σε τρομερή φόρμα, και η αφήγηση μικρών βινιετών καθημερινότητας πλάι σε κοσμικά γεγονότα είναι τόσο απλά δομημένη αλλά και τόσο σωστά βαλμένη, που εμένα με κερδίζει.
Εν ολίγοις: ο Wilson νιώθω ότι προσγειώθηκε σε ένα υψίπεδο που η ηλεκτρονική και η παλαιική prog του βγάζουν πολύ νόημα, και τα έχει φιλτράρει για πρώτη φορά πολύ καλά και τα δύο, κυκλοφορώντας έναν πανέμορφο δίσκο, ο οποίος θέλει χρόνο για να αφομοιωθεί. Όμως μόλις αυτό γίνει, καταλαβαίνεις ότι είναι πραγματικά ακόμη κάτι νέο για την δισκογραφία του, και δεν μοιάζει σε τίποτα με τα προηγούμενα, ακόμη κι αν συνδέεται μαζί τους. I see myself in relation to it all.
Γαμώ, τι ωραία μουσική έβγαλε
Τρεις καρδιες με τη μια για τα οσα λεει ο Μάνος.
Συμφωνω με ολα και οταν βρω χρονο θα προσθεσω καποια ακομα.