The Blues ? (traditional, modern & contemporary, acoustic, electric & rock)

Μπλουζ, η ψυχή της μαύρης μουσικής και ένας από τους θεμέλιους λίθους της σύγχρονης μουσικής. Μπορείς να τα ακούσεις είτε στην κλασική τους μορφή ως μια από τις πολλαπλές παραλλαγές του ήχου του Μισισιπή είτε μεταλλαγμένα, μέσα από τον αυτοσχεδιασμό της τζαζ, τον χορευτικό ρυθμό του r&b, τη μελωδικότητα της σόουλ και την επιτηδευμένη αλητεία του ροκ. Σε αυτό το θρεντ, ενδιαφέρουν οι αναφορές στην πρώτη κατηγορία, την κλασική (συν την μπλουζ-ροκ εκδοχή), άλλωστε η υποσημείωση του τίτλου είναι διαφωτιστική. Όσον αφορά τα περιεχόμενα, τα πράγματα είναι απλά: αναφορά σε επιφανείς ή αφανείς μουσικούς του είδους (βιρτουόζους ή όχι), παρουσίαση δίσκογραφίας ή μεμονομένων δίσκων μιας κάποιας καλλιτεχνικής αξίας, ενημέρωση για παλαιότερες, νεότερες ή τρέχουσες ειδήσεις που έχουν σχέση με φεστιβάλ, συναυλιακούς χώρους και γνωστά κλαμπ. Επίσης απορίες και διαφωνίες ως προς την ποιότητα, την αξία και την αποδοχή υποειδών, μουσικών, δίσκων, τραγουδιών. Οι λίκνοι που μας εισάγουν στον θαυμαστό κόσμο του βίντεο και της εικονικής πραγματικότητας είναι καλοδεχούμενοι, αρκεί η χρήση τους να γίνεται με μέτρο.


Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που να έχει μια πολύεπίπεδη παρουσία στον χώρο του μπλουζ τα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου τότε αυτός νομίζω ότι είναι ο Willie Dixon. Τεχνικός παίκτης (ακουστικό μπάσο), σπουδαίος συνθέτης, ικανοποιητικός τραγουδιστής, ευφυής ενορχηστρωτής και καταρτισμένος παραγωγός, δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο το γεγονός, να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Willie Dixon μπορεί βάσιμα να ονομαστεί ως ο πραγματικός δημιουργός του ήχου του Σικάγο μπλουζ. Γεννημένος στο Βίκσμπεργκ του Μισισιπή (1η Ιουλίου 1915) διαμόρφωσε τα πρώτα του ακούσματα από τον πιανίστα Little Brother Montgomery και από την μητέρα του που του έκανε μαθήματα μουσικής. Το 1936 εγκατέλειψε τον Μισισιπή και πήγε να δοκιμάσει την τύχη του ως πυγμάχος στο Σικάγο όπου μάλιστα είχε αρκετές επιτυχίες (χρυσά γάντια το 1937), μέχρι να τα παρατήσει ύστερα από διαφωνίες, υποθέτω οικονομικής φύσεως, που είχε με τον μάνατζέρ του. Έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα στα τέλη της δεκαετίας του '30 μαζί με τον κιθαρίστα Leonard Caston και οι Five Breezes θα κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους δίσκο τον Νοέμβριο του 1940. Μετά το τέλος του πολέμου θα φτιάξει ένα άλλο συγκρότημα με το όνομα The Big Three και θα ηχογραφεί μαζί τους διασκευές, αλλά και δικιές του συνθέσεις. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 που η μουσική αλλάζει και εξηλεκτρίζεται σε μεγάλο βαθμό, ο Willie προσαρμόζει τον ήχο των τραγουδιών του όχι μόνο στη νέα εποχή, αλλά και μπροστά από αυτήν, αφού τα τραγούδια του ακούγονται μέχρι σήμερα χάρη στις νέες ερμηνείες, κυρίως από ονόματα του ροκ, που πάντα είχαν την τάση να καταφεύγουν για έμπνευση στις πρωτόλειες πηγές. Το 1951 είναι η χρονιά που μπαίνει για τα καλά στη μουσική βιομηχανία, αφού υπογράφει συμβόλαιο με την Chess Records και αναλαμβάνει καθήκοντα πλήρους απασχόλησης με αρμοδιότητες κυνηγού νέων ταλέντων, παραγωγού των ηχογραφήσεων, δημιουργού συνθέσεων και μπασίστα για τους μουσικούς που ήταν συμβεβλημένοι με την εταιρεία. Η συνεργασία του με την Chess οδήγησε στην ανάμειξή του σε ηχογραφήσεις καλλιτεχνών, όπως οι Otis Rush, Βο Diddley, Chuck Berry, Muddy Waters, Howlin’ Wolf, Little Milton, Eddie Boyd, Koko Taylor, Little Walter, Sonny Boy Williamson, Lowell Fulson, για τους οποίους έγραφε τραγούδια και έπαιζε μπάσο. Το πρώτο τραγούδι που έγραψε για τον Muddy Waters, ήταν το Hootchie Cootchie Man, ακολούθησαν τα Ι’m Ready, You Shook Me. Για τον Howling Wolf έγραψε, μεταξύ άλλων, τα Ι Ain’t Superstitious, Little Red Rooster, Back Door Man, Spoonful, για τον Little Walter το My Babe και το Crazy For My Baby.

Στα τέλη της δεκαετίας του ?60 ο Willie Dixon θέλησε να επανέλθει στο προσκήνιο με την περσόνα του αυτόφωτου μουσικού και επιδίωξε να το κάνει ακολουθώντας τον παραδοσιακό δρόμο της κυκλοφορίας ενός νέου δίσκου υπό το ονοματεπώνυμό του. Το γεγονός ότι χρησιμοποίησε ως πρώτη ύλη για τη δουλειά αυτή, καινούργιες διασκευές πασίγνωστων τραγουδιών, που ο ίδιος είχε συνθέσει για τους μεγάλους μπλουζίστες όλης της προηγούμενης δεκαπενταετίας, δεν αφήνει αφήνει αμφιβολίες γιατί κατέληξε στον τίτλο:

I Am the Blues [Columbia 1970]

Τα κομμάτια που υπάρχουν στον δίσκο είναι ένα κι ένα αλλά το στοιχείο στο οποίο δόθηκε στοχευμένα περισσότερη προσοχή, είναι η ενορχήστρωση και η παραγωγή. Από τη στιγμή που όλα τα κομμάτια προϋπήρχαν σε άλμπουμ κυρίως των Muddy Waters και Howlin? Wolf και αντίστοιχα είχαν γίνει γνωστά με τη μορφή που τα ηχογράφησαν αυτοί, ο Willie Dixon τα μετάλλαξε δίνοντας μεγαλύτερο χώρο στα υπόλοιπα όργανα (μπάσο/Willie Dixon, πιάνο/Sunnyland Slim, φυσαρμόνικα/Big Walter Horton, ντραμς/Clifton James) σε σχέση με την κιθάρα (Johnny Shines) που φαίνεται να έχει έναν πιο δευτερεύοντα ρόλο. Επιπλέον το τεχνικό παίξιμο και η διάκριση στον καθαρότητα του ήχου στο κάθε όργανο μαζί με τα φωνητικά, που έχουν ένα τζαζ ύφος, προωθείται σε σχέση με την σκληράδα του ήχου που υπάρχει μεν αλλά σε μικρές ελεγχόμενες δόσεις. Ωραίες διασκευές, σε καμία περίπτωση καλύτερες από τις ας πούμε αυθεντικές εκτελέσεις, ούτε όμως και εξ ορισμού χειρότερες, απλώς διαφορετικές.

Στον λίκνο ολόκληρος ο δίσκος: http://www.youtube.com/watch?v=V1BRHThhESs

πολύ ωραίο το αφιέρωμα , αναμένουμε συνέχεια ! :smiley:

Interesting ήταν, βασικά πολύ ωραία τα λες.
Απλά με την ανάγνωση του βιβλίου του Buddy Guy μου δημιουργήθηκε η εξής απορία. Ήταν όντως δικά του όλα αυτά τα τραγούδια? Αναφέρεται συνέχεια στα writing credits και στο ότι πολλά από τα κομμάτια που αναγράφεται το όνομα του Dixon δεν ήταν δικά του, απλά μέσα στην άγνοια τους οι μουσικοί όσον αφορά τα δικαιώματα και τις χρηματικές απολαβές που θα εξασφάλιζαν μέσω αυτών, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα.
Είμαι πεπεισμένος πως έχει γράψει πολλά τραγούδια θρύλους αλλά έχω μπει και σε σκέψεις με βάση τα παραπάνω. Δεν έχω διαβάσει όμως κάτι ανάλογο για τον Dixon αλλού, οπότε αν θέλετε, βοηθάτε. :roll:

Εκείνη την εποχή που η πλειοψηφία των μουσικών ήταν μισοαναλφάβητοι δεν είναι και τελείως εκτός πραγματικότητας η πρακτική της κλοπής ή καλύτερα της οικιοποίησης τραγουδιών από τους πονηρούς. Άσε που μερικοί μπορεί να υπογράφανε συμβόλαια που δεν είχαν καν διαβάσει (γιατί δεν ήξεραν να διαβάζουν) και στα οποία πιθανόν να υπήρχαν όροι που αφορούσαν τα πνευματικά δικαιώματα. Τώρα ο Willie Dixon από τη στιγμή που ήταν άνθρωπος γενικών καθηκόντων και ευθυνών μέσα στις δισκογραφικές, δεν αποκλείεται να λειτούργησε κι αυτός έτσι για λόγους προσωπικού συμφέροντος, όλα παίζουν. Άλλωστε κανένας δεν είπε οτι μιλάμε για έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, στην ιστορία έχει μείνει για τις ικανότητές του, τις σχετιζόμενες με τα μουσικά πράγματα. Ο Buddy Guy ίσως να μιλάει εκ του ασφαλούς τώρα που είναι αδύνατον να υπάρξει αντίλογος χωρίς αυτό να σημαίνει οτι έχει εκ προοιμίου δίκαιο ή άδικο. Εφόσον δεν υπάρχουν περισσότερες μαρτυρίες από άτομα που έζησαν από κοντά τα γεγονότα, είναι δύσκολο να μάθουμε πως έχει η αλήθεια.

[B]Koko Taylor
South Side Lady [/B][Black & Blue 1973]

Μετά από μια οκταετία στην Chess που ήταν στο πρόθυρα της οριστικής διάλυσης, η Κόκο Τέιλορ βρήκε μια προσωρινή διέξοδο για την καριέρα της στη γαλλική Black & Blue, μια εταιρία που κυκλοφορούσε δίσκους χρησιμοποιώντας σε σταθερή βάση αμερικανούς μουσικούς, που για διάφορους λόγους βρίσκονταν εκτός του μέινστριμ της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σχετικά παραγνωρισμένη ηχογράφηση στον χώρο του Σικάγο μπλουζ. Στα κομμάτια που περιλαμβάνονται, είναι δύο συνθέσεις της Κόκο που αποτελούν και τις κορυφαίες στιγμές στον δίσκο (?What Kind of Man Is This??, ?I?m Gonna Get Lucky?), καθώς και καινούργιες εκτελέσεις είτε από το 60?s ρεπερτόριό της στην Chess, κυρίως συνθέσεις του Willie Dixon (?Love Me to Death?, ?I Got What It Takes?, ?Twenty-Nine Ways?), είτε διάφορα στάνταρντς των Lillian Offitt, Lowell Fulson και Jimmy Reed (?Big Boss Man?). Ο ήχος γενικά είναι cool και έχει ένα ωραίο mid-tempo στο κλασικό στυλ που εφαρμοζόταν κατά κόρον στην παραγωγή των μπλουζ ηχογραφήσεων τη δεκαετία του ?70, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει βάλει το χεράκι της και η εξαιρετική μπάντα που συνοδεύει την τραγουδίστρια. Στην κιθάρα ακούμε τους Jimmy Rogers (1) και Louis Mayers (2), στο πιάνο τον Willie Mabon (3), ενώ τον ρυθμό δίνουν ο γνωστός και μη εξαιρετέος μπασίστας Dave Myers (4) και ο ντράμερ Fred Below (5). Μια από τις καλύτερες γυναικείες φωνές, δύο bandleaders (1,3), το κλασικό τρίο (2,4,5) που ακούει στην ονομασία Aces και μερικά μπλουζ στάνταρντς, είναι αρκετοί και καλοί λόγοι για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του φιλόμουσου :-s ακροατή ακόμα κι αν δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με το αντικείμενο. Νομίζω?

Δείγμα για να δοκιμάσετε πριν αγοράσετε :slight_smile: :

[COLOR=“RoyalBlue”][I]I?m A Little Mixed Up[/I][/COLOR]

[COLOR=“royalblue”][I]What Kind of Man Is This[/I][/COLOR][COLOR=“royalblue”]?[/COLOR]

[COLOR=“royalblue”][I]Black Night[/I][/COLOR]

[COLOR=“royalblue”]I Got What It Takes[/COLOR]

[COLOR=“royalblue”][I]Big Boss Man[/I][/COLOR]

[COLOR=“royalblue”][I]I?m Gonna Get Lucky[/I][/COLOR]

Υπενθύμιση της χρησιμότητας τουτου του φόρουμ το θρεντ.Μπαίνω μεσα και “μαθαίνω”

:slight_smile:

[B]Howlin? Wolf
Message to the Young [/B][Chess 1971]

Το 1971 εξελίχθηκε φυσιολογικά (!) σε μια ακόμη ταραχώδη και συνάμα ενδιαφέρουσα χρονιά για τον θρύλο του Σικάγο μπλουζ, Χάουλιν Γουλφ. Η υγεία του βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση μετά την δεύτερη καρδιακή προσβολή που είχε υποστεί, ενώ και η νεφρική ανεπάρκεια που είχαν διαγνώσει οι γιατροί, ήταν αναβλητικοί παράγοντες σε κάθε υποψία σκέψης για τη συμμετοχή του σε ζωντανές εμφανίσεις, ίσως και για το υπόλοιπο της ζωής του. Παρόλα αυτά, τρεις μήνες μετά τις ιατρικές εντολές για τη διακοπή κάθε δραστηριότητας με οποιοδήποτε κόστος, αυτός, πέρα από κάθε προσδοκία, ήταν το πρώτο όνομα για την εναρκτήρια ημέρα στο Ann Arbor Blues Festival. Ταυτόχρονα η ίδια χρονιά σηματοδότησε και την κυκλοφορία της δεύτερης στη σειρά, ?πειραματικής? του δουλειάς με την ονομασία Message to the Young (η πρώτη σε αυτό το στυλ ήταν τo [U]The Howlin? Wolf Album[/U], δύο χρόνια πριν) από την ετικέτα της νέας Chess Grt που είχε εξαγοραστεί από την καλιφορνέζικη General Recorded Tape. Ο δίσκος αυτός που καταχωρήθηκε ως το νο2 (ch 50002) στον κατάλογο κυκλοφοριών υπό το νέο καθεστώς (το νο1 ήταν το [U]Another Dimension[/U] / ch 50001 του Bo Diddley), ηχογραφήθηκε κατά τα 7/8 σε μόλις μια μέρα τις 6 Οκτωβρίου 1970, στα στούντιο Ter-Μar του Σικάγου και τοποθετήθηκε από κριτικούς και κοινό στη μικρή λίστα των καλλιτεχνικά επιτυχημένων psych-blues δίσκων -όχι ότι ηχογραφήθηκαν και πολλοί τέτοιοι, το αντίθετο-, αφού ο ήχος του κάνει διαρκώς βόλτες γύρω από το άσιντ ροκ, έχει στη βάση του τα μπλουζ κι από κει ρίχνει λοξές ματιές στο heavy φάνκ που έπαιζε την ίδια χρονική περίοδο ο Bo Diddley. Για την ακρίβεια στην πρωτότυπη βινυλιακή μορφή του, η πρώτη πλευρά ροκάρει στη λογική της ψυχεδέλειας ([I]?If I Were A Bird?, ?I Smell A Rat?, ?Miss James?, ?Message to the Young[/I]?), ενώ η δεύτερη κατά τα ¾ γκρουβάρει σε πιο μαύρους ρυθμούς (?[I]She?s Looking Good?, ?Romance without Finance?, ?Turn Me On[/I]?*). Μια από τις τελευταίες προσπάθειες, ίσως και η τελευταία, να παιχτεί κάτι πέρα από την αμιγώς κλασική φόρμα στο χώρο του μπλουζ.

Guitar: John Stocktin, Bryce Robertson
Drums: Bob Crowder, Tyrone Smith
Organ: John Jerimiah
Piano: Sonny Thompson
Horns*

[I][COLOR=“RoyalBlue”]I Smell A Rat[/COLOR][/I]

To ?West side guitar style? του Σικάγου με το συρτό, εναλλασσόμενο παίξιμο και την διαστρέβλωση στις χορδές, δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ως επί το πλείστον από τον Otis Rush και τον Magic Sam. Αρχικά υιοθετήθηκε ως τεχνική επειδή οι μικρές μπάντες που είχαν αρχίσει να γίνονται ο κανόνας στην τοπική σκηνή, δεν ήταν σε θέση να αντέξουν το οικονομικό κόστος της ταυτόχρονης διατήρησης στο δυναμικό τους ενός lead και ενός ρυθμικού κιθαρίστα. Αυτή η κατ? ανάγκη επιλογή είχε σημαντική συμβολή στην μετεξέλιξη του ιδιώματος, αφού οδήγησε στο ξεπέταγμα μιας σειράς σπουδαίων κιθαριστών μέσα στην επόμενη δεκαετία, από τους οποίους ξεχώρισαν ιδιαίτερα ανάμεσα σε άλλους ονόματα όπως ο Freddie King (γνωστός περισσότερο για την πορεία του στα ηλεκτρικά μπλουζ του Τέξας), o Luther Allison, o Jimmy Dawkins και ο Mighty Joe Young, που είχαν πλασαριστεί στην πιάτσα ως οι κορυφαίοι στυλίστες. Ένα λιγότερο γνωστό όνομα ήταν ο Luther ?Guitar Jr? Johnson, ο οποίος αφού ακολούθησε μια μακρά θητεία ως sideman κατάφερε να εξελιχθεί σε αυτόφωτο μπλούζμαν με προσωπικό στυλ και ισχυρή ερμηνευτική ικανότητα. Κατά ειρωνικό τρόπο πάντως, σημαντικό βήμα στον δρόμο για την καταξίωση αποδείχτηκε η ένταξή του στην κορυφαία South Side μπάντα της εποχής που δεν ήταν άλλη από αυτή του Muddy Waters.

Η ιστορία του ?Guitar Jr?, όπως και κάμποσων ακόμα μουσικών της γενιάς του, ξεκίνησε από τον Μισισιπή. Γεννήθηκε [1939] και μεγάλωσε στην Itta Bena ενώ οι πρώτες μουσικές εμπειρίες του προήλθαν από τα γκόσπελ και τις τοπικές εκκλησιαστικές χορωδίες καθώς και από τις εμφανίσεις των ντόπιων καταξιωμένων μπλούζμεν όπως ο Sonny ?Boy? Williamson, o Robert Nighthawk και ο Muddy Waters. Η μητέρα του, του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα, μια Roy Rogers και ένας ξάδελφος του τον μύησε στα πρώτα μυστικά της. Το 1955 πήγε στο Σικάγο με τη σιγουριά ότι θα δουλέψει ως τραγουδιστής, εξακολουθώντας να βελτιώνει την τεχνική του στην κιθάρα και τελικά προσελήφθει για τα φωνητικά στην μπάντα του ντράμερ Ray Scott. Εκεί συνάντησε και τον Floyd Murphy που ήταν αρκετά γνωστός ως πρώην σέσσιον κιθαρίστας της Sun Records. Στη συνέχεια ο Luther πήρε τη θέση του τραγουδιστή/μπασίστα στην μπάντα του Milton Sheldon. Όταν ο Sheldon αποσύρθηκε από τη μουσική για να γίνει κήρυκας [1962], ο Johnson επανενεργοποιήθηκε στην κιθάρα και ανέλαβε τα ηνία του σχήματος. Αφού έπαιξε σε κάθε δυνατό χώρο που θα μπορούσε να παίξει, βρέθηκε κάτω από την επιρροή του Magic Sam εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας που αυτός αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Δυτικής όχθης μαζί με τον Sunnyland Slim.

Το 1972 του δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία, αφού μπήκε στην μπάντα του Muddy Waters και προσπάθησε να δημιουργήσει όνομα ως κιθαρίστας με σκοπό να ξεκινήσει κάποια στιγμή ηχογραφήσεις για τη δημιουργία ενός προσωπικού δίσκου. Για το λόγο αυτό υιοθέτησε καταρχήν την ονομασία Luther Johnson Jr και στη συνέχεια Luther ?Guitar Jr? Johnson για να αποφύγει την όποια σύγχυση με τον συνονόματο, επίσης ικανότατο και πρώην κιθαρίστα του Waters, Luther ?Snake Boy? Johnson. To 1980 με τη διάλυση της υπάρχουσας μπάντας από τον Waters, o ?Guitar Jr? εγκατάστάθηκε οριστικά στη Βοστόνη όπου δημιούργησε δικό του σχήμα (The Magic Rockers) βασιζόμενο και στο προσωπικό κύρος που αποκόμισε από τη συμμετοχή του στη μεγάλη επιτυχία της κυκλοφορίας μιας σειράς δίσκων με την ονομασία Living Chicago Blues από την Alligator Records. Δισκογραφικά πάντως η πορεία του είχε ξεκινήσει ήδη από το 1976 από τις γνωστές ευρωπαικές ετικέτες που ασχολούνταν μανιωδώς με την μαύρη αμερικανική μουσική. Από τις δουλειές του θα μπορούσα να ξεχωρίσω και να συγκαταλέξω άνετα σε μια τοπ λίστα που θα αφορούσε τα μπλουζ γενικά ή τα ηλεκτρικά Σικάγο μπλουζ ειδικότερα, τα παρακάτω τέσσερα άλμπουμ:

[B]Luther?s Blues [/B][Black & Blue 1976]

[I][COLOR=“RoyalBlue”]Luther?s Blues[/COLOR][/I]

[I][COLOR=“royalblue”]I Can?t Stop[/COLOR][/I]

[I][COLOR=“royalblue”]Nobody Wants to Loose[/COLOR][/I]

[B]Living Chicago Blues Vol. IV [/B][Alligator 1980], (σε lp είναι το Vol. 6)

[I][COLOR=“RoyalBlue”]Just Like Mama Said[/COLOR][/I]

[B]Doin? the Sugar Too [/B][Rooster Blues 1984]

[I][COLOR=“RoyalBlue”]Doin? the Sugar Too[/COLOR][/I]

[I][COLOR=“royalblue”]I Need Some Air[/COLOR][/I]

[B]Slammin? On the West Side [/B][Telarc 1996]