Καλά ο Αλκαίος είχε προ πολλού ξεφύγει από την κατηγορία “στιχουργός”. Ήτανε κανονικά και με το νόμο ποιητής.
[SPOILER]Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες
Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα
Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
[SIZE=3][B]πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα[/B][/SIZE]
Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ?αντίκρισα
και μού?κλεψες το φως μου
ό, τι με πνίγει ν?αγαπώ
είν?η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια, μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου[/SPOILER]
Ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες
και μεντεσέδες κρατάνε τη γη
γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες
και στον κουβά τους αράζεις εσύ
αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή
αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί
και η ελπίδα μας έχει θαφτεί
σαν τον Ντορή μέσ? στο παχνί.
Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα
μ? ένα τικ τακ μου ματώνει τ? αυτιά
όλα με πρόγραμμα όλα με σχέδιο
πρωτοκολλήσανε τον έρωτα
και θες να πετύχω με μια μπαταριά
χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
για να σου χαρίσω μαντάτα καλά
να `χεις αγάπη μου λεφτά.
Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους
και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους
και θυσιάστηκες πατριωτικά
σου στέλνω μύνημα μ? ένα ταμ ταμ
να μαγειρεύεις με βιτάμ
κι ήσουνα γόησα κι έκανες μπαμ
κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ.
Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας
στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
συνηθισμένοι ο καθένας στο ρόλο του
κι η φαντασία μας έχει χαθεί
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ.
Μία διαδήλωση δέκα μικρόφωνα
και τα μεγάφωνα στη διαπασών
χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα
κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
ξεπουληθήκαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
κι ο εαυτούλης σας πέταξε βζούμ
ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ.
Ω εποχή μού θυμίζεις τον Καίσαρα
κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα
τα τροχοφόρα με προσπερνούν
φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ
τον σύντροφό μου τον Κινκ Κονκ
μές στο μυαλό μου βαράνε τα γκόγκ
μοιάζω με μπάλα του πινκ πογκ
Μας εκτελούνε με σφαίρες ντούμ ντούμ
σφαίρες ντούμ ντούμ, σφαίρες ντούμ ντούμ
κι εμείς ξεπουλιώμαστε στο γιουσουρούμ
ταρατατατζούμ για ένα κουστούμ.
[Tired souls hunched in familiar bricks
Drowned in sleeping sickness silver skeleton palace of mist
Heart-shaped carnival of sores locked up in cupboard doors
Looking up at the starry sky won?t make your scarred life
Light up bright
A thirst for questions have their black reply –
Hide in cloud-mouthed skyscraper
Haven for no thoughts but mine
A muscular memory of February
When proud absence left me
(We are alone amongst millions?)
Subway stations filled with forced equations for my earth to burst
The retina is so hungry I could eat a hearse
Peeling adverts perfumed with roman numerals
As we shuffle off to our jobs like funerals
Drawn by wounds to the throat of ghosts
(We) lost our way back to the vault of youth
Codes forged in my minerals when the earth grew old
Love?s labours lost back when lives for lies were sold (our lives were sold)
Kodak coloured souvenirs
From a furnished furnace of fears
For learning to be mad
Is the poverty of happiness
And I know that it is clear
That I?m not here
In this cloud-formed invisible asylum of tears
I am ready to face my fears
As my consciousness disappears
To the internal sanctuary of seers
Where the clouds last for years & years](https://www.youtube.com/watch?v=taciiVhGTuw)
You’ll lose your way
A boy child rides upon your back
Take him away
Through mirrors dark and blessed with cracks
Through forgotten courtyards
Where you used to search for youth
Old gets a new life
Reach out you can touch it’s true
He’s not a shadow of shadows
Like you, you see
Hearts hold on holding
If you stay one, you’ll stay free
Go seek the lady
Who will give, not take away
Naked with stillness
On the edge of dawn she stays
Night starts to empty
That’s when her song begins
She’ll make you happy
She’ll take you deep within her
Window lights for wanderers
Hide hard in your swollen eyes
Echoes of laughter
Hide in the cities thighs
Love catch these fragments
Swirling through the winds of night
What can it cost
To give a boy child back his sight
Extensions through dimensions
Leave you feeling cold and lame
Boy child mustn’t tremble
Cause he came without a name
Sitting here like uninvited company
Wallowing in my own obscenities
I share a cigarette with negativity
Sitting here like wet ashes
With Xs in my eyes and drawing flies
Bathed in perspiration drowned my enemies
Used my inspiration for a guillotine
I fire a loaded mental cannon to the page
Leaning on the pedestal that holds my self denial
Firing the pistol that shoots my holy pride
Sitting here like wet ashes
With Xs in my eyes and drawing flies
I said, “Hey, what you yellin’?
About conditions, permission, mirrored self affliction
Hey, what you yellin?
About sadists co-addiction, perfect analogies
Hey, what you yellin?
About conditions, permission, mirrored self affliction”
Leaning on the pedestal that holds my self denial
Firing the pistol that shoots my holy pride
Sitting here like wet ashes
With Xs in my eyes and drawing flies
Sitting here like uninvited company
Wallowing in my own obscenities
I share a cigarette with negativity
Leaning on the pedestal that holds my self denial
Firing the pistol that shoots my holy pride
Sitting here like wet ashes
With Xs in my eyes and drawing flies
Πρωινο ξυπνημα (στις 6 παρα) μουδιασμενος ακομα απο την νυστα μ’ενα καρο σκεψεις ,συναισθηματα κι αλλες βλακειες μπερδεμενα σ’ενα σουρεαλ γαιτανακι μες το κεφαλι μου … μετα η πρωτη τζουρα τσιγαρου , καφε και οι απροθυμες ‘‘καλημερες’’ στην δουλεια…
Paradise Lost - Yearn for Change
…δίσκος Draconian Times
Life is all the pain we endeavour
Life is all the pain we endeavour
Life is all the pain we endeavour
Life is all the pain we endeavour
Life is all the pain we endeavour
Nothing λέμε ρε, nothing
Nothing that you learned from ash and debris
αλλά πάνω απ’ όλα
All that’s lost never found, remains of all this…
Never crossed are the ones that see
Taken to the ground, because you’re honest
Stripped and bound for your honesty
[I][B]How can I be lost, if I’ve got nowhere to go?[/B]
Search for seas of gold,
How come it’s got so cold?
How can I be lost? In remembrance I relive
[B]And how can I blame you,
When it’s me I can’t forgive?[/B][/I]
“I know you haven’t got the thread of the story so far. Just throw your luggage into the back of the car. We’ll drive around until you think I’ve gone too far but you can’t go home, no, there’s no way home. You haven’t lost the plot but there’s detail you lack. This is a one-way trip and there’s no turning back. No protestation can divert us from the track we’re set upon. Soon it’s done and dusted and we’re gone. No-one ever knows the road they’re on.” I’m driven by my younger self into a corner. I remember dreaming the open road. I liked to think I had control but my hands on the wheel were guided by some outside force as my future revealed. I slalomed through life’s obstacles more on instinct than feel. I picked myself up as a hitcher and it’s really quite a deal to see this lifelong journey through his eyes. Just as we got going we’ve arrived. We’re driven by our older selves into what we become and all our careful planning turns out strictly rule of thumb. We’re driven by ourselves but dream we’re free, on the open road. Free, on the open road.