Το ξανάδα τις προάλλες μετά από πολλά χρόνια.
Βέβαια, εντάξει… τι ακριβώς να πει κανείς για το Εις το Όνομα του Πατρός.
Ίσως η καλύτερη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ για το βορειοϊρλανδικό. Αυτό και η Ματωμένη Κυριακή.
Μπορεί σύντομα η έμφαση να φεύγει από το πολιτικό σκέλος και να πηγαίνει στο καθαρά προσωπικό και οικογενειακό δράμα του Τζέρι Κόνλον (λογικό άλλωστε απ’ τη στιγμή που η ταινία βασίζεται στην αυτοβιογραφία του), μπορεί ο “τόνος” να είναι επί της ουσίας απολίτικος (αθώοι από δω-αθώοι κι από κει, και γύρω τους αδίστακτοι ιμπεριαλιστές/αποικιοκράτες και εξ’ ίσου αδίστακτοι “τρομοκράτες”), μπορεί να πηγαίνουμε ακόμα και σε ψιλομελοδραματικές καταστάσεις ώρες-ώρες…
…αλλά, διάολε, δεν υπάρχει άλλη ταινία που να αποτυπώνει τόσο ωμά και ανατριχιαστικά το τι σήμαινε επί δεκαετίες το να είσαι Ιρλανδός γεννημένος στο Ούλστερ στη “λάθος” πλευρά των θρησκευτικών διαχωρισμών. Το να σύρεσαι βίαια μέσα στη διαμάχη ακόμα κι αν δεν θέλεις/δεν είσαι πολιτικοποιημένος, το να θεωρείσαι εκ προοιμίου από τη βρετανική κυβέρνηση εχθρός, και ακόμα περισσότερο, σκουπίδι. Ασήμαντος. Κρέας για την πανίσχυρη πολεμική μηχανή, εργαλείο για μια δικαστική/πολιτική επίδειξη δύναμης. Κάποιος “αχρείος” που μπορείς απλά να του φορτώσεις τα πάντα και να ξεμπερδεύεις. Ένα τίποτα.
Και μπορεί το ίδιο το θέμα να είναι πολύ δυνατό, αλλά και ο Σέρινταν πίσω από την κάμερα έκανε τα πάντα για να το κάνει δεκάδες φορές πιο ισχυρό με μια αριστοτεχνική αφήγηση. Μπορεί όπως είπα και πριν η γενική διάθεση να είναι απολίτικη, αλλά ακόμα και εκείνα τα απολίτικα μάτια του τότε νεαρού Τζέρι Κόνλον μπόρεσαν να αιχμαλωτίσουν στην εντέλεια το κλίμα της εποχής. Και το ότι μπορούμε να συζητάμε με τις ώρες για τις αμφιλεγόμενες πλευρές της δράσης των ένοπλων του IRA, αλλά η Ιστορία έχει καταγράψει ότι για τουλάχιστον δύο δεκαετίες πραγματικά είχε από πίσω του ένα ολόκληρο έθνος συσπειρωμένο. Έτσι, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι από τα καλύτερα στην ιστορία του σινεμά από άποψης νεύρου/κινηματογραφικής ενέργειας, απλά νιώθεις σα να έχεις βρεθεί ο ίδιος μέσα στο βρετανοκρατούμενο αλλά και ανυπόταχτο Μπέλφαστ και Κ-Α-Β-Λ-Ω-Ν-Ε-Ι-Σ, μετά ακολουθεί μια εξονυχιστική και πρακτικά αψεγάδιαστη μελέτη χαρακτήρων… και στα τελευταία δέκα λεπτά, όταν έρχεται η “κάθαρση”, απλά κλαις.
Πλέον δύσκολα μπορεί να προβάλει κανείς αντεπιχειρήματα στην άποψη ότι ο Daniel Day Lewis είναι ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο την τελευταία τριακονταετία, αλλά εκείνη την εποχή, που δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο και ήταν ακόμα στο δρόμο προς την απόλυτη και καθολική αποθέωση που γνωρίζει πλέον, έδωσε σ’ αυτή την ταινία μια πραγματικά συνταρακτική ερμηνεία που δικαίως έχει περάσει στο πάνθεον του σινεμά. Ίσως ακόμα πιο συνταρακτικός είναι εδώ στο ρόλο του πατέρα του ο συχωρεμένος Pete Postlethwaite, ένας πραγματικά υποτιμημένος ηθοποιός - είμαι σίγουρος ότι πάρα πολλοί όπως κι εγώ τον έχουν καταχωρήσει στο υποσυνείδητό τους ως τον ολίγον τρομακτικό Κομπαγιάσι από τους Συνήθεις Ύποπτους, αλλά το βλέμμα του εξέπεμπε πάντα μια γνήσια ανθρωπιά, και πουθενά αλλού δεν αναδεικνύεται αυτό το στοιχείο καλύτερα απ’ ότι στο Όνομα του Πατρός, όπου είναι κυριολεκτικά σπαρακτικός/συγκινητικός στο ρόλο του -φαινομενικά- “ανθρωπάκου” που όμως κρύβει μέσα του πολύ περισσότερη δύναμη και θέληση απ’ όσο νομίζει ο γιος του, κερδίζοντας έτσι το σεβασμό και το θαυμασμό του. Σχετικά απλοϊκό το μήνυμα, αλλά πανίσχυρο. Και τέλος έχεις τη διαχρονική Emma Thompson που μπορεί να μην εμφανίζεται και πάρα πολύ, αλλά στα δικά της λεπτά τα δίνει όλα και μάλλον δίκαια το όνομά της φιγουράρει ακριβώς δίπλα σ’ αυτό του D. D. Lewis.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω για να πείσω όποιον δεν έχει δει αυτή την ταινία (ακόμα;!), να το κάνει ΧΤΕΣ.
Δεν ξέρει τι χάνει.