Όντας από μικρή ηλικία μέσα στα γεγονότα του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, αρχικά ως οπαδός και όταν πια κρίθηκα ηλικιακά έτοιμος, ως παίκτης, με βασάνιζε χρόνια τώρα ο εξής προβληματισμός: Πώς εξηγείται το συνεχόμενα μειωμένο ενδιαφέρον του κόσμου για το άθλημα αυτό; Και με τη λέξη κόσμος, δεν αναφέρομαι μόνο στους φιλάθλους, αλλά και στους ίδιους τους ποδοσφαιριστές. Και εξηγούμαι.
Σχετικά με τους φιλάθλους, στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, η χαμηλή προσέλευση του κόσμου στα γήπεδα ερμηνεύτηκε ως απόρροια της οικονομικής κρίσης. No money, no party δηλαδή, αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ακόμα και στις καφετέριες ή οπουδήποτε αλλού προβάλλεται κάποιος ποδοσφαιρικός αγώνας, η ολοένα αυξανόμενη αδιαφορία του κόσμου, είναι φανερή. Έχοντας μεγαλώσει άλλωστε σε μια σχετικά κλειστή κοινωνία, μπορώ πολύ εύκολα να κάνω τους ανάλογους συσχετισμούς και να σκεφτώ τι πανικός γινόταν πριν από κάποια χρόνια όταν ο Γαύρος υποδεχόταν το Βάζελο και τι αδιαφορία (σχετικά πάντα με την προηγουμένως αναφερθείσα περίπτωση) επικρατεί σήμερα, στον ίδιο χώρο, μπροστά στην ίδια τηλεόραση, τρώγοντας τα ίδια σουβλάκια στην ώρα του ματς. Η αδιαφορία του φιλάθλου, σήμερα, είναι κάτι δεδομένο πλέον για εμένα και δεν περιμένω κανένα «Goal» να μου πει με κάποιο πινακάκι ότι η μείωση των εισητηρίων οφείλεται στην έφοδο της Τρόικας ή στα μαστίγια του Μπούλμπασαρ.
Οι φίλαθλοι του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, από την άλλη, επιβεβαιώνουν απόλυτα την αδιαφορία αυτή. Όταν κάποιος υποστηρίζει κάποια ερασιτεχνική ομάδα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, πρόκειται για τη δικιά του ομάδα, για την ομάδα που εδρεύει στο χωριό του, για την ομάδα στην κάποτε ονειρευόταν να παίξει. Κάτι που ίσως πολλοί να μην γνωρίζουν, είναι ότι η ομάδα αυτή, συνήθως, τον πονά περισσότερο από τον κάθε Παντοδυναμικό που έχει σαρώσει τα πρωταθλήματα της Super league. Γυρίζω, λοιπόν, ξανά κάποια χρόνια πίσω, για να θυμηθώ τα γεμάτα ερασιτεχνικά γήπεδα και την ατμόσφαιρα που σου δημιουργούσε την αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει εδώ. Ζούσαν όλοι τότε για ένα γκολ, για αυτό το γκολ που αρκετές φορές ερχόταν με το καλάμι, αλλά ήταν χίλιες φορές σημαντικότερο από το φάουλ του Λουτσιάνο από το κέντρο. Τα χρόνια πέρασαν όμως και ο κόσμος έπαψε πια να νοιάζεται. Κανείς στο γήπεδο πια. Μόνο κάποιοι τελευταίοι, ελάχιστοι. Μα κι εκείνοι κουρασμένοι και σαφώς απογοητευμένοι από την εξέλιξη του αθλήματος που αγαπούν. Και αυτή η κάτω βόλτα δεν ήρθε με κανένα ΔΝΤ. Ήρθε σταδιακά από τότε που θυμάμαι να έχω όραση. Και ποιος ξέρει πώς ήταν τα πράγματα ακόμα πιο παλιά;
Και περνάω στους παίκτες. Εδώ δεν έχει χωρισμένες παραγράφους, μόνο για ερασιτεχνικό μπορώ να μιλήσω. Άτομα της προηγούμενηες γενιάς υποστηρίζουν πως μετά από ήττα της ομάδας τους δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι για δύο - τρεις ημέρες. Όχι μόνο για να γλιτώσουν την κατακραυγή, μα επειδή και η ίδια τους η ψυχολογία δεν προσφερόταν για βόλτα ούτε μέχρι την αυλή. Κάθε παιχνίδι ήταν ζήτημα τιμής και ειδικά σε τυχόν ντέρμπι, το κλίμα ήταν πράγματι πολεμικό. Και για να προλάβω ενδεχόμενα σχόλια του τύπου «Αυτά μάγκα μου τα άκουσες, δεν τα είδες με τα μάτια σου», τα είδα. Έχω ευτυχώς κάποιες αναμνήσεις από πολύ μικρή ηλικία που με κάνουν να θλίβομαι κάθε φορά που παρακολουθώ σήμερα ερασιτεχνικό αγώνα. Γιατί σήμερα αυτό που μας νοιάζει, είναι να μας πιάσει ο φωτογράφος πάνω στο τάκλιν ή στο πλασάρισμα και να έχουμε μια cool φωτογραφία προφίλ στο facebook μέχρι να μας πιάσει σε ακόμα καλύτερη στιγμή. Το πάθος άφησε τη θέση του στην προσπάθεια για προσωπική ανάδειξη, έτσι ώστε η περιοχή να εκθιάζει τον ήρωά της για κάποιο διάστημα και εκείνος να περιφέρεται σαν άρχοντας. Αμ, έτσι νόμιζε όμως, γιατί μειωμένο ενδιαφέρον, σημαίνει μειωμένο ενδιαφέρον και οι ντομάτες στους τοπικούς Ρονάλδους δεν θα αργήσουν να πέσουν.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το σκηνικό της συζήτησης που είχα σήμερα με ένα φίλο και με οδήγησε στην εξής παρατήρηση: Το ποδόσφαιρο πεθαίνει. Κάθε μόδα έχει ένα τέλος. Μπορούμε να σκεφτούμε όλοι μας διάφορα. Μόδες που κράτησαν μια πενταετία, μια εικοσαετία, έναν αιώνα. Το ποδόσφαιρο φαίνεται ότι υπάγεται στην τελευταία κατηγορία, εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι με κάποιο μαγικό τρόπο, οι κερκίδες θα ξαναγεμίσουν. Μιλάμε για ένα άθλημα που έφτασε να λατρεύεται σαν θεός. Τώρια πια εξευτελίζεται σε τέτοιο βαθμό, που ο αφανισμός του είναι σαν λύτρωση για όσους γνωρίσαμε τι αξία είχε κάποτε.