Και μια που ήδη έχουν αναφερθεί στο θρεντ (πέραν των fails) αρκετά καθαρόαιμα γαλάζια παιδιά, πιστεύω ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μνημονευτούν και ορισμένες πιο εξεζητημένες περιπτώσεις, κάποια πιο μπασταρδεμένα παραδείγματα.
Αρχίζω μ’ έναν παλιό γνωστό που σίγουρα θα υπάρξουν αντιδράσεις που ποστάρεται, οπότε διευκρινίζω: ουσιαστικά δεν είναι αυτό που λέμε 100% Δαπίτης, αλλά περισσότερο συνοδοιπόρος. Ακολουθεί μίνι-διήγημα με τη διαδρομή του στις τάξεις της ανανεωτικής παράταξης.
[SPOILER]Στο πρώτο έτος, άντε και λίγο στις αρχές του δεύτερου, τα παιδιά της παράταξης τον βλέπανε και σκιάζονταν. Περίεργος τυπάς με ακόμα πιο περίεργες ιδέες και ανησυχίες, ήταν μάλλον ο “δεν-ξέρω-τί-θέλω-και-τί-είμαι”, στις συνελεύσεις έσκαγε μύτη και πότε ψήφιζε Αριστερή Ενότητα, πότε το πλαίσιο των ανεξάρτητων από το “Στέκι” και πότε απλά έπαιρνε το λόγο, τους έκραζε όλους και έφευγε λέγοντας “βλέπετε το δέντρο και χάνετε το δάσος, το θέμα είναι ότι από φιλοσοφικής σκοπιάς δεν είσθε Άνθρωποι με την έννοια του άνω-θρώσκω”. Όταν έβλεπε Δαπιτάκια πάντα θα πέταγε την ειρωνική ατάκα του, θα έλεγε κάτι του στυλ “πώς πάνε τα πάρτι, αλλοτριωμένα ανθρωπάρια;” και μετά θα άραζε με το φρικιό από το έτος του συζητώντας για το Μάη του '68 και τις εξω-πολιτικές προεκτάσεις του κινήματος των Καταστασιακών. Οι κοπελίτσες της παράταξης τον βλέπανε και φτύνανε στον κόρφο τους, ο Πρόεδρος τον κοίταγε με μισό μάτι, ο Ταμίας όταν τον έβλεπε να μπαίνει στην αίθουσα ενστικτωδώς προστάτευε τον πάκο με τις σημειώσεις, μην κάνει ο άλλος καμιά καφρίλα.
Ώσπου μπήκε στη ζωή του ο ΕΡΩΣ και ξαφνικά κάτι σα ν’ άλλαξε μέσα του. Αναθεώρησε κάποια πράγματα και πήγε από μόνος του στους Δαπίτες μια μέρα στο τραπεζάκι, λέγοντας “καλημέρα παιδιά, θα ήθελα να γίνω ένας από σας”. Φυσικά όλοι τον αντιμετώπισαν με καχυποψία, του θέματος επιλήφθηκε προσωπικά ο αντιπρόεδρος της ΟΝΝΕΔ από ΠΑΝΩ και τελικά αποφασίστηκε να μη γίνει μέλος, αλλά παρ’ όλα αυτά μπήκε στο ψηφοδέλτιο, άρχισε να αράζει με τα άλλα τα παιδιά στο τραπεζάκι, να έρχεται στα πάρτι, στις εκδρομές στη Μύκονο κτλ. Στις κουβέντες με συμφοιτητές του πλέον η πιο συνηθισμένη του ατάκα ήταν “κοίτα να δεις αδερφέ, το ότι πήγα με τη ΔΑΠ δε σημαίνει ότι τώρα πια μ’ ενδιαφέρουν μόνο τα πάρτι και να περνάω καλά, έχω ακόμα -και πάντα- τους προβληματισμούς μου και τις ανησυχίες μου, απλά τώρα με ενδιαφέρει περισσότερο η προσωπική, εσωτερική ανύψωση και βελτίωση”. Φυσικά δε σταμάτησε να είναι απρόβλεπτος και από καιρό σε καιρό έσκαγε χουνέρια στους συνοδοιπόρους του, τύπου να πετάγεται σε γενικές συνελεύσεις και να καταγγέλει τους πάντες και τα πάντα και μαζί και τη ΔΑΠ, σοκάροντας έτσι τα γαλάζια τα παιδιά, αλλά πάντα μετά από μια άλφα κατήχηση ερχόταν στα συγκαλά του, επανεθεμελίωνε τη σχέση του με την παράταξη και τα πράγματα κατέληγαν να είναι όλα μέλι-γάλα.
Η πιο δύσκολη περίοδος ήταν η μετα-μνημονίου. Παρ’ όλο που όλη η παράταξη κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να εμφανίζεται αντι-μνημονιακή και λαϊκοπατριωτική, ο φίλος μας ήταν αγκάθι. Συχνά-πυκνά άφηνε διάφορα υπονοούμενα, ξέσπαγε απροσδόκητα στο τραπεζάκι με ισοπεδωτικά λογύδρια, και έφτασε στο σημείο να δηλώνει δεξιά και αριστερά ότι “μόνη λύση και ελπίδα απέναντι στο παλιό σάπιο πολιτικό σύστημα είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και ο Γιώργος Καμμένος”. Οι (λεκτικές) συγκρούσεις με τα ανώτερα στελέχη της παράταξης στις -συνηθισμένες- προσπάθειες για κατήχηση ήταν πλέον πιο βίαιες και απόλυτες από ποτέ, με αποτέλεσμα ο φίλος μας να θεάται στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων με περιβολή ελληνικής σημαίας, t-shirts όπου ανάμεσα στα πρόσωπα που είχαν φάει “Χ” ήταν και ο ίδιος ο Πρόεδρος του Κόμματος, ενώ σε μία απ’ αυτές έφτασε στο σημείο μπροστά στην κάμερα του Mega Channel (καθαρά αυθόρμητο περιστατικό) να σκίζει συμβολικά -αλλά με περισσή μανία- δύο σημαίες, τη μία της ΔΑΠ και την άλλη της ΝΔ, διπλωμένες μαζί.
Πλέον τα γαλάζια τα παιδιά τον είχαν ξεγραμμένο και συνέχιζαν την παρέμβασή τους για ένα καλύτερο πανεπιστήμιο, για μια καλύτερη Ελλάδα, χωρίς αυτόν, ώσπου μια μέρα χαμογελαστός πλησιάζει το τραπεζάκι φορώντας μπλουζάκι “ΔΑΠΑΡΑ ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΤΖΕΓΚΕΒΑΡΑ” και έχοντας στον ώμο φορητό cd-player από όπου ακουγόταν το νέο σουξέ του Παντελή του Παντελίδη. Όπως μπορεί να φανταστεί ο καθένας, η έκπληξη ανάμεσα στα παιδιά ήταν μεγάλη και ο Πρόεδρος βγήκε μπροστά με σφιγμένα χείλη και βλοσυρό βλέμμα. Η ερώτηση ήταν κοφτή, αμείλικτη. “Τί θες εσύ εδώ πέρα, ρε”. Και τότε, ω, η συγκίνηση. Ο φίλος μας παίρνοντας ένα ύφος [] είπε τα εξής: “Καλέ μου Παύλο, δεν πίστευες στ’ αλήθεια ότι σ’ αυτή τη δύσκολη αλλά ευγενική προσπάθεια που κάνει η χώρα κάτω από την καθοδήγηση του Μεγάλου Αρχηγού μας Αντώνη Σαμαρά, θα σας άφηνα μόνους, έτσι δεν είναι;” Οι στιγμές που ακολούθησαν είναι δύσκολο να περιγραφούν. Με δάκρυα χαράς όλοι, ο ένας μετά τον άλλο, τον αγκάλιασαν, ενώ η δευτεροετής συντρόφισσα, την οποία είχε οργανώσει προσωπικά ο ίδιος στην παράταξη μόλις την προηγούμενη χρονιά, την ημέρα της εγγραφής της, και η οποία πάντα του έκανε τα γλυκά μάτια, τον πλησίασε ντροπαλά-αλλά-και-λίγο-πουτανιάρικα (σαν γνήσιο γαλάζιο κορίτσι) και με κοκκινισμένα μαγουλάκια του είπε ψιθυριστά “απόψε αν θες έλα να μου χτυπήσεις το κουδούνι”. Η Οδύσσεια ενός “γαλάζιου στην καρδιά” είχε αίσιο τέλος και πλέον οι σύντροφοί του περίμεναν το επόμενο απρόβλεπτο ξέσπασμά του με ελαφριά καρδιά…
[SPOILER][/SPOILER]
[/SPOILER]