Μια μαρτυρια για τις συνθηκες που επικρατουν στην Παρνηθα:
[SIZE=“5”]
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΧΤΙΖΟΥΝ ΠΑΛΑΤΙΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ[/SIZE]
ή αλλιώς
πώς η ελληνική δημοκρατία αντιμετωπίζει έναν περίπατο στο δάσος
με παρακολουθήσεις, απειλές με όπλα και κλοπές προσωπικών αντικειμένων
Το απόγευμα της Πέμπτης 2 Αυγούστου, κατεβαίνοντας την πλαγιά της Πάρνηθας ως ένας λάτρης της φυσικής ομορφιάς του βουνού και των μονοπατιών του, αντιλήφθηκα -όταν πλέον έφτασα στην καταπατημένη περιοχή των Θρακομακεδόνων- να με παρακολουθούν επίμονα επιβαίνοντες σε αυτοκίνητα κάτοικοι της περιοχής (ηλικιωμένοι και άλλοι). Από την στιγμή λοιπόν που βρέθηκα να περπατώ στους πρώτους αστικούς δρόμους που συνάντησα, διαπίστωσα ότι με παρακολουθούσαν οχήματα και πρόσωπα τα οποίο και ολοένα ενίσχυαν την παρουσία τους τριγύρω μου. Σε μία άσπρη mercedes μεταξύ των οχημάτων που με «επιτηρούσαν», αναγνώρισα το πρόσωπο του δημάρχου Θρακομακεδόνων Θέμη Οικονόμου, γνωστού από τις τελευταίες τηλεοπτικές του εμφανίσεις.
Λίγο αργότερα ένας άντρας 60 περίπου χρονών σταμάτησε με το αυτοκίνητό του δίπλα μου και δίχως να μου δηλώσει την ιδιότητά του ξεκίνησε επίμονα να με ανακρίνει με ερωτήσεις «ποιος είμαι», «που μένω», «τι γυρεύω στην περιοχή». Στην προσπάθειά μου να αντιληφθώ την ιδιότητα ενός αγνώστου που με ανακρίνει σε έναν δημόσιο δρόμο, επέμενα να ερωτώ την ιδιότητά του, αν δηλαδή ο ηλικιωμένος αυτός «κύριος» είχε την ιδιότητα αστυνομικού, κατοίκου ή αν επιτελεί κάποιο έργο κατάδοσης ορειβατών στα πλαίσια των νέων σωμάτων και αρμοδιοτήτων της πρόσφατα εξαγγελθείσας αγροφυλακής ή «αστυνομίας της οικολογίας». Ως απάντηση, μου γνωστοποιήθηκε ύστερα από πολύ ώρα από τον ίδιο ότι είναι κάτοικος της περιοχής και ότι κάνει περιπολίες. Λίγα λεπτά αργότερα, κι ενώ ο διάλογός μας είχε τελειώσει, ξεκίνησα και πάλι να περπατώ προς την ίδια κατεύθυνση με πρόθεσή μου να φτάσω σε στάση αστικού λεωφορείου όπου βρίσκεται λίγα οικοδομικά τετράγωνα παρακάτω. Δεν πρόλαβα να περπατήσω πέρα από κάποια μέτρα, όταν και εμφανίστηκε μπροστά μου άλλος άγνωστος άντρας ηλικίας περίπου 35 ετών ο οποίος και προσπάθησε να με σταματήσει μπαίνοντας μπροστά μου. Ο άγνωστος αυτός «κύριος» (ο οποίος δεν ήταν ένστολος) δίχως να μου επιδείξει ταυτότητα αστυνομικού επικαλέστηκε την αστυνομική του ιδιότητα και επιχείρησε να με ακινητοποιήσει σωματικά. Εγώ συνέχισα να του ζητώ να μου δηλώσει την ιδιότητά του, να μου υποδείξει την ταυτότητα αστυνομικού και να πάψει να με κρατά και να μου ασκεί σωματική πίεση. Αφού δεν μου υπέδειξε την ταυτότητά του και δεν υπήρχε κάποιος λόγος κράτησής μου από έναν άγνωστο, διεκδίκησα το δικαίωμά μου να συνεχίσω την πορεία μου. Όμως ο εν λόγω «κύριος» (ακόμη άγνωστος για μένα όσον αφορά την ιδιότητά του) συνέχισε να με ακολουθεί και να με παρενοχλεί λεκτικά. Εκατό περίπου μέτρα παρακάτω και πάντα στον ίδιο δρόμο, συνάντησα σταματημένο περιπολικό της αστυνομίας έξω από το οποίο βρίσκονταν δύο αστυνομικοί οι οποίοι μου ζητήσανε να σταματήσω. Στη συνέχεια με έλεγξαν σωματικά αλλά και μου αφαίρεσαν δίχως να μου το ζητήσουν το προσωπικό μου σακίδιο. Όλη αυτή η έρευνα έγινε δίχως να μου ανακοινώσουν τον λόγο. Στη συνέχεια με έβαλαν βίαια εντός του περιπολικού και πάλι δίχως να μου ανακοινώσουν τον λόγο προσαγωγής μου, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκα ζητώντας να με αφήσουν ελεύθερο.
Με οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα Αχαρνών όπου και ζήτησα από τους αστυνομικούς που με «παρέλαβαν» να μου ανακοινώσουν τους λόγους προσαγωγής μου, να με αφήσουν ελεύθερο ή να μου επιτρέψουν να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με συγγενικά μου πρόσωπα. Δεν με άφησαν, μου τραβούσαν τα χέρια και μου κατέβαζαν το τηλέφωνο στην προσπάθειά μου να επικοινωνήσω από καρτοτηλέφωνο του διαδρόμου του αστυνομικού τμήματος με συγγενικά και φιλικά μου πρόσωπα. Τις διαμαρτυρίες μου για όλη αυτήν την απροκάλυπτη συνθήκη, ακολούθησαν προσωπικές απειλές από πλήθος ένστολων αστυνομικών για άσκηση σωματικής βίας επάνω μου. Οι απειλές αυτές συνεχίζονταν καθώς μεγάλωνε ο αριθμός των μπάτσων γύρω μου. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε άτομο το οποίο δήλωσε την ιδιότητα του διοικητή του τμήματος και ο οποίος έδωσε εντολή να μου επιτρέψουν να τηλεφωνήσω, κάτι το οποίο όμως δεν τα κατάφερα καθώς όσοι αστυνομικοί με συνόδευσαν στο καρτοτηλέφωνο μου έκλειναν διαρκώς το ακουστικό. Διαμαρτυρήθηκα και πάλι έντονα και δυνατά για αυτήν την συνθήκη και λίγο αργότερα αποφασίσανε να με μεταφέρουν από το ισόγειο (όπου με είχαν έως τότε όμηρο) στον πρώτο όροφο του τμήματος.
Καθόλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο τμήμα, με μετέφεραν σε διάφορα δωμάτια όπου και βρίσκονταν διάφοροι αστυνομικοί. Με ρωτούσαν αν είχα σχέση με την πορεία της Κυριακής και τι έκανα στην περιοχή των Θρακομακεδόνων την ημέρα εκείνη. Ως απάντηση προς όλους, επέμενα στο ότι από την στιγμή που έχω δηλώσει τα στοιχεία μου και τα είχαν στη διάθεσή τους θα έπρεπε να με αφήσουν ελεύθερο, ότι δεν επιθυμώ να μιλήσω μαζί τους για οτιδήποτε άλλο, ότι πρέπει να μου ανακοινώσουν τον λόγο της παράτασης της κράτησής μου, ότι πρέπει να μου επιτρέψουν να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με δικηγόρο και συγγενείς και ότι δεν έχω λόγο να απολογηθώ σε κανέναν για το δικαίωμά μου να περπατώ ελεύθερος στο βουνό ως λάτρης της φυσικής του ομορφιάς και των μονοπατιών του. Απέναντι σε αυτήν την στάση μου, οι περισσότεροι των αστυνομικών γίνονταν πιο πιεστικοί και απειλητικοί για τη διαμονή μου στο «ευαγές» αυτό παράρτημα της ελληνικής αστυνομίας ή τη μεταφορά μου στο κτίριο της γενικής αστυνομικής διεύθυνσης Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια της απόπειρας τρομοκράτησής μου από διάφορα αστυνομικά όργανα που μπαινόβγαιναν στα δωμάτια όπου με κρατούσαν, σημειώνω ότι άσκησαν επάνω μου ψυχολογική και σωματική βία η οποία και προσπαθούσε να εκδηλώνεται ελεγχόμενα. Χαρακτηριστική είναι η στιγμή κατά την οποία με είχαν περικυκλώσει τέσσερις αστυνομικοί οι οποίοι και ασκούσαν πίεση στο σώμα μου και στο πρόσωπό μου, μη θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αφήσουν μώλωπες πάνω στο σώμα μου και λέγοντάς μου «να είμαι συνεργάσιμος», ότι «εδώ είναι Μενίδι», ότι «θα σου φορτώσουμε κατηγορίες» και άλλα απειλητικά και υβριστικά μηνύματα. Στη συνέχεια με οδήγησαν βίαια σε ένα κελί του τμήματος όπου ειρωνικά μου υπόδειξαν ότι αυτός είναι ο χώρος όπου θα βρω τα δικαιώματά μου αλλά αμέσως μετά με οδήγησαν σε ένα άλλο γραφείο.
Σε αυτό το γραφείο εκδηλώθηκε το αποκορύφωμα της αστυνομικής τρομοκράτησης που δέχτηκα όλες αυτές τις ώρες. Ενώ βρισκόμουν καθισμένος και είχα απέναντί μου έναν αστυνομικό με πολιτικά, ξαφνικά στο ίδιο δωμάτιο μπήκε ένας άλλος αστυνομικός με πολιτικά ο οποίος και κρατούσε ένα όπλο μήκους ενός περίπου μέτρου (μάλλον κυνηγετικό) και ο οποίος άρχισε να επεξεργάζεται το όπλο, να το οπλίζει και να στοχεύει προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλά και προς εμένα. Ο ίδιος αυτός ο αστυνομικός ο οποίος επιδείκνυε το όπλο του μέσα στο γραφείο με ζήλο και υπερηφάνεια και δοκίμαζε τον στόχο του ενώπιόν μου αλλά και προς το μέρος μου, ρώτησε τον άλλον αστυνομικό ο οποίος βρισκόταν ήδη μέσα στο γραφείο αν το συγκεκριμένο όπλο είναι καλό και αξιόπιστο. Η απάντηση που πήρε από τον συνάδελφό του ήταν ότι είναι «ωραίο» και ότι «τρυπάει και αυτιά». Και οι δυο αστυνομικοί αποφασίσανε (και πάλι ενώπιόν μου) ότι το όπλο αυτό χρειάζεται να μείνει και να φυλαχτεί εντός του δωματίου στο οποίο με φρουρούσαν. Είναι προφανές ότι το περιστατικό αυτό ξεπερνάει κάθε όριο κρατικής τρομοκρατίας και κάθε πρόσχημα δημοκρατικής διαχείρισης των προσαγόμενων ή κρατούμενων στα αστυνομικά τμήματα και αναδεικνύει με τη σειρά τουτις πραγματικές συνθήκες επιτήρησης και εγκλεισμού σε όλα τα «σωφρονιστικά» ιδρύματα και αστυνομικά τμήματα της δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια της χρονοβόρας ομηρίας μου στο αστυνομικό τμήμα Αχαρνών έγινε και έλεγχος στο προσωπικό μου σακίδιο.Όταν μου παραδόθηκε (λίγο πριν την ενημέρωσή μου από τον διοικητή ότι σιγά σιγά μπορώ να αποχωρήσω από το τμήμα) πραγματοποίησα έλεγχο του περιεχομένου του σακιδίου μου και διαπίστωσα ότι έλειπαν από αυτό προσωπικά μου αντικείμενα. Για αρκετή ώρα ζητούσα επίμονα να μου δώσουν πίσω αυτά που μου είχαν κλέψει. Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος έκανε πως δεν γνωρίζει και απαντούσε με αφαιρετικές υπεκφυγές, ενώ ταυτόχρονα ένας ολιγομελής αστυνομικός περίγυρος γελούσε και σχολίαζε ειρωνικά. Στο σημείο αυτό γνωστοποίησα και προς τον διοικητή αλλά και προς τους υπολοίπους ρητά και δυνατά πως έχουν ασκήσει επάνω μου ψυχολογική και σωματική βία, έχουνε παρακρατήσει προσωπικά μου αντικείμενα και πως επιφυλάσσομαι για κάθε δικαίωμά μου.
Είναι γνωστό πως στην περιοχή των Θρακομακεδόνων υπήρχε ένα πυκνό δάσος στο παρελθόν. Στη θέση αυτού ορθώνονται πλέον πολυτελείς επαύλεις οι οποίες μέσω των εμπρησμών, των αποχαρακτηρίσεων της δασικής γης και των αδειών οικοδόμησής τους, κατοχύρωσαν την ύπαρξή τους στην περιοχή. Πολυτελείς επαύλεις οι οποίες όχι μόνο εγκαταστάθηκαν αλλά και επεκτείνονται μέσα στο δάσος με τη συναίνεση και τη σιωπή των κεντρικών και τοπικών αρχών. Οι ιδιοκτήτες αυτών των πολυτελών επαύλεων κάνουν πλέον περιπολίες για να διώχνουν τους «ανεπιθύμητους περιπατητές», ορειβάτες και λάτρεις της φύσης, εγκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο ένα ιδιότυπο καθεστώς στην περιοχή στο οποίο τον μόνο λόγο έχουν οι μπάτσοι, οι σεκιουριτάδες, οι ρουφιάνοι, οι επιφανείς ιδιοκτήτες και οι δημοτικοί άρχοντες. Ένα καθεστώς το οποίο αυτό που θέλει είναι να απαγορεύσει την επαφή του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον της περιοχής έτσι ώστε να διαγραφεί μέσα στον χρόνο η μνήμη για τον φυσικό αυτό πλούτο της περιοχής και να αντικατασταθεί με τον πλούτο του τσιμέντου, των σιδερόφραχτων αυλών και των πολυτελών παλατιών των νεόπλουτων κατοίκων που έρχονται και εδραιώνουν την παρουσία τους στη δασική αυτή έκταση. Αυτοί που εγκαθιστούν και υπερασπίζονται αυτό το ιδιότυπο καθεστώς στους Θρακομακεδόνες -και όχι μόνο- είναι συνένοχοι για τους εμπρησμούς και την εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι οι ίδιοι που αργότερα εμφανίζονται ως προστάτες και τιμητές αυτού του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο δήμαρχος των Θρακομακεδόνων, γνωστός για τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, προασπίζει την ιδιοκτησία των καταπατητών, στοχοποιεί ως εμπρηστές τους ίδιους τους μετανάστες που δουλεύουν στα κάτεργα των ανεγειρόμενων βιλών και λοιδορεί αγωνιστές.
Στις 29 Ιούλη ο δήμαρχος των Θρακομακεδόνων (Θέμης Οικονόμου), μια μερίδα καταπατητών της περιοχής και όλα τα σώματα του στρατού της ελληνικής αστυνομίας, συνέβαλαν αποφασιστικά στην καταδίωξη, τον ξυλοδαρμό και στη σύλληψη 27 ανθρώπων (ανάμεσά τους και εγώ) που κατηγορούνται για τη διαδήλωση υπεράσπισης του φυσικού περιβάλλοντος της Πάρνηθας, μια διαδήλωση που εναντιώθηκε έμπρακτα στην ύπαρξη και επέκταση του καζίνου του Μον Παρνές. Μια διαδήλωση που σπιλώθηκε βάναυσα από πολιτικούς, μέσα μαζικής ενημέρωσης, αστυνομικούς: «οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με κράνη και λοστούς και προξένησαν φθορές σε αυτοκίνητα», «κάνανε έλεγχο σε διερχόμενους πολίτες», «άφησαν σκουπίδια πίσω τους», «είναι εμπρηστές και ληστές» (σημ: από αναφορές και δηλώσεις στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο τις πρώτες ημέρες μετά τη διαδήλωση).
Όμως οι κοινωνικοί αγώνες δε συκοφαντούνται, δεν απειλούνται, δεν τρομοκρατούνται. Αντίθετα συνεχίζονται και εντείνονται πέρα από τη δικαιοσύνη και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς των ισχυρών. Απέναντι στα σχέδια τρομοκράτησης και ποινικοποίησης των αγώνων και των αγωνιστών, οι συλλογικές απαντήσεις και η ενδυνάμωση της αλληλεγγύης θα είναι η απάντηση προς όλους αυτούς που λεηλατούν, εκμεταλλεύονται και καταστρέφουν τη φύση, προς όλους αυτούς που επιχειρούν να τρομοκρατήσουν τον αγώνα για ελευθερία.
[SIZE=“2”]
ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ[/SIZE]
[SIZE=“5”]ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΦΑΓΟΥΣ[/SIZE]
[SIZE=“2”]ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΑΥΤΟΚΛΗΤΟΥΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΥΣ[/SIZE]
ένας από τους 27 κατηγορούμενους για τη συμμετοχή
στη διαδήλωση στην Πάρνηθα στις 29 Ιούλη