Απαντηση εστω και μετα από 3 χρονια γιατι είναι [B][SIZE=“3”]ο πιο υποτιμημενος ελληνας ποιητης [/SIZE][/B](ακομη και ο σεφερης όταν τον συναντησε καποια στιγμη στο πλοιο που δουλευε , δεν πηγε καν να τον χαιρετησει)
Ισως ο μοναδικος ελληνας ποιητης που εξεφρασε τοσο καλα
-την [B]αισθηση του ανικανοποιητου[/B],
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
Χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαντράς τη Σιγκαπούρη τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
Θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
Κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
Θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει
Κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
-Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει.
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
Κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
Θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
[B]Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
Σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
Θα έχω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες[/B]
-του [B]ανεκπληρωτου (ιδανικου) ερωτα[/B] ,
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ-λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
“Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!”
[B]Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω[/B]
-του [B]πα8ους της περιπετειας και του κινδυνου[/B],
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγας γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουν οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.
[B]Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια.[/B]
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…
Ο πιο στερνός μ? ένα αυλό με νανουρίζει
αυτα, μην σας κουρασω αλλο :roll: