Αν και γενικά δεν είμαι πολύ φίλος με τα special editions και τους κατακερματισμούς, και θεωρώντας ότι μπορούσαμε το συγκεκριμένο topic να το εντάξουμε ως μία θεματική εβδομάδα στην original νοσταλγία, παρ’ όλα αυτά, εννοείται πως θα τιμήσω την πρωτοβουλία του φίλτατου Ian, καθότι θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο πια για όσους μ’ έχουν γνωρίσει ή μ’ έχουν αποκωδικοποιήσει μέσω της οθόνης τους, ότι τέτοια ευτράπελα τα απολαμβάνω περισσότερο και από ανόθευτο, τευτονικό metal (υπερβολή, αλλά ΟΚ).
Να πω, βέβαια, πως διατηρώ το πλεονέκτημα να έχω μεγαλώσει με δύο αρκετά μεγαλύτερους αδερφούς, οι οποίοι στα ντουζένια της εφηβείας τους ήταν χωμένοι στη φάση, άρα, αφενός μεν μπήκα από πάρα πολύ νωρίς στον όμορφο κόσμο (Ανθολόγιο και Metal Hammer πλάι-πλάι/ πραγματική εικόνα αυτή), αφετέρου δε οι δυο τους λειτούργησαν σαν κυματοθραύστης, δεδομένου ότι όταν εκκίνησαν οι συναυλίες και τα λοιπά καλούδια για εμένα, οι γονείς μου ήταν ήδη βετεράνοι της κατηγορίας “Το παιδί μου ακούει metal”. Και για να μην τους αδικώ, επειδή θυμάμαι πεντακάθαρα τις εποχές που τα αδέρφια μου ξεκίνησαν τις συναυλίες, τις βόλτες στα δισκάδικα, το “σάπισμα” στα rock/metal στέκια, το “περίεργο” ντύσιμο, το μακρύ μαλλί και τις εκκωφαντικές ακροάσεις στο σπίτι, τους το δίνω ότι ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερο θέμα με οτιδήποτε από αυτά, ούτε μουρμούριζαν πολύ (αν και η εν γένει σχέση τους με την ξένη μουσική άγγιζε το απόλυτο μηδέν/για σκληρό ήχο, ούτε λόγος), αρκεί να ήμασταν ΟΚ με τις υποχρεώσεις μας. Μολαταύτα, έχω κάποια όμορφα που μου (ξανα)ήρθαν στο μυαλό.
Εκκινώντας κάπως παράδοξα κι επαγωγικά και καθώς έχουμε Μεγάλο Σάββατο, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ εκ νέου στους μακαρίτες παππού και γιαγιά εκ της πατρικής μεριάς, και να υπενθυμίσω το περσινό viral post. Τι δεν θα έδινα να ζούσαν οι ψυχάρες και να τους έλεγα “Γιαγιά και παππού, γίνατε viral στο rocking forum!”, μόνο και μόνο για να σας μεταφέρω τις top αντιδράσεις/ατάκες τους μετά.
Maiden-ικό Πάσχα στο χωριό: “Άγια Πάθη” τρίτης ηλικίας και troll αντεπιθέσεις από το πουθενά
Επίσης, να αναφερθώ εκ νέου (αν και αντίθετο από το κεντρικό νόημα του νήματος) στη θεά μεταλλο-μάνα μου, η οποία μετά την πρώτη συναυλία μου ever (όπου μας πήγε και μας πήρε, εμένα και την παρέα), μάς κέρασε σουβλάκια για να επισφραγιστεί το εορταστικό της ημέρας.
Το ίδιο πρόσωπο, όμως, έναν μήνα μετά στην ημέρα του Rockwave με Prodigy, QotSA κ.λπ., πήρε στο κινητό που είχε μέλος της παρέας, την ώρα της εμφάνισης των Βρετανών και μας διέταξε να αποχωρήσουμε άμεσα από το χώρο (όπερ κι εγένετο/γενικά, η μάνα μου στα νιάτα της δεν ήταν ο άνθρωπος που μπορούσες εύκολα να πεις όχι), διότι ήταν απ’ έξω και μας περίμενε και γινόταν της καρα-πουτανάρας από επεισόδια. Εκεί έγινε και ο ιστορικός διάλογός της μ’ έναν φέρελπι νέο που έσπαγε. “Σε παρακαλώ, βρε αγόρι μου. Μην πειράξεις το αυτοκίνητό μου. Εγώ το παιδί μου και την παρέα του έχω έρθει να πάρω, που είναι μέσα στη συναυλία”. “Μην ανησυχείτε, κυρία μου. Εγώ μόνο τα ακριβά σπάω και καίω”. Renault Clio S και saved, λοιπόν.
Να κλείσω, λοιπόν, με τον πατέρα μου και την ατάκα-μαχαιριά, η οποία ματαίωσε τα όνειρά μου να γίνω rock star. Το '98 αγοράζω ηλεκτρική κιθάρα, δεκαπεντάρι ενισχυτή και είμαι έτοιμος να κατακτήσω τον μουσικό κόσμο τα επόμενα χρόνια. Ξεκινάω και μαθήματα και μετά από κάποιους μήνες βαπτίζω και το όραμά μου, με τον διόλου βαρύγδουπο τίτλο Hecatomb. Ως ιδρυτής, βασικός συνθέτης και ηγέτης των Hecatomb, λοιπόν, προτείνω στον κολλητό της εποχής να αναλάβει τα φωνητικά, γιατί τραγουδάει καλά είναι απλά ο κολλητός. Κανονίζουμε πρόβα μία ημέρα στο δωμάτιό μου, για να δουλέψουμε το ομώνυμο έπος, με την ατμοσφαιρική εισαγωγή του, το ξέσπασμά του και τα όλα του. Στίχοι του τραγουδιάρη (μέρος των οποίων θυμάμαι ακόμη και σήμερα). Τέλος πάντων, κλείνουμε και την πόρτα, για να εξασφαλίσουμε την απρόσκοπτη εργασία μας. Όλα σημειωμένα σε πεντάγραμμο: Στίχοι και -ο Θεός να την κάνει- ταμπλατούρα.
Κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα και εισβάλλει ο πατέρας μου. Αντιδρώ εγώ για την τιμή των όπλων της εφηβείας, στο στυλ: “Μη μας διακόπτεις. Δουλεύουμε τώρα”. Μας κοιτάζει, μας μετράει και λέει: “ΟΚ, εσύ ας υποθέσουμε ότι παίζεις κιθάρα. Εσύ (παραλείπεται το όνομα του φίλου) τι παριστάνεις; Τον αοιδό της κομπανίας;”. Μειδιά, κάνει μεταβολή και αποχωρεί, κλείνοντας και την πόρτα. Νιώσαμε λες κι έπεσε το αμόνι από τον ουρανό και μας πλάκωσε. So much for parent encouragement, δηλαδή. Πάνε και τα όνειρα, πάνε και οι μουσικές καριέρες, φύγανε όλα. Τι κι αν κάναμε πρόβες, τι κι αν μπήκαμε και στο studio, τι κι αν επιχειρήσαμε κι άλλη μπάντα μετά τη διάλυση των Hecatomb υπό το όνομα Necroslaughtering Butchers (στην οποία έπαιξα μπάσο υπό το ψευδώνυμο Bloodsucking Vampire/θα σέβεστε). Εκείνη η ατάκα και το άδειασμα του πατέρα μου μάς έκοψε τα φτερά, μια για πάντα.