Αν κάποιος αναζητήσει στα κιτάπια της κινηματογραφικής ιστορίας -αλλά και την pop κουλτούρας, που διαχρονικά «διαβάζει» με τα δικά της γυαλιά το σινεμά ως κάτι πιο μαζικό, που επηρεάζει όσο λίγα καλλιτεχνικά ή πολιτιστικά φαινόμενα τις τάσεις των καιρών - το σπουδαιότερο cut όλων των εποχών, θα καταλήξει, σχεδόν νομοτελειακά σε εκείνες τις περίφημες σεκάνς του 2001: A Space Odyssey και του Lawrence of Arabia – δηλαδή το κόκκαλο/δορυφόρο και σπίρτο.
Θα μείνω σε αυτό του σπίρτου, το οποίο κατ΄εμέ, ότι φαίνεται να «χάνει» ελάχιστα σε ιστορικό αλλά κυρίως pop culture status quo, κερδίζει όμως ελάχιστα σε μεγαλοπρέπεια και «κλάση».

Όταν λοιπόν ο, ακόμα νεαρός υπολοχαγός Lawrence ενημερώνεται για την μετάθεσή του στο Κάιρο, ανάβει ένα πούρο παρουσίας του διπλωμάτη που κανόνισε αυτή την κίνηση. Το σπίρτο εν προκειμένω, κινηματογραφείται με τέτοιο τρόπο από τον David Lean ώστε αυθόρμητα και σχεδόν αστραπιαία αναδύεται ως ένα τελετουργικό μικρό-γεγονός που συγκεντρώνει πάνω του αμέσως την προσοχή του θεατή. Τα δάχτυλά του Lawrence κρατούν τη φλόγα με προσοχή, σα να κρατούν κάτι πολύτιμο ή επικίνδυνο, ενώ το μελαγχολικό του «άδειο» βλέμμα επικεντρώνεται πάνω στη λάμψη, με μια μικρή ακίδα ειρωνείας να πεταρίζει για κλάσματα του δευτερολέπτου από τα μάτια του τεράστιου αυτού ηθοποιού που λεγόταν Peter O’ Toole.
Το σπίρτο, σε μια επίδειξη κινηματογραφικής λιτότητας και σεναριακής οικονομίας, χωρίς να ασπάζεται με τόσο προφανή και «εύκολο» τρόπο τον συμβολισμό, αποτελεί την σύντομη σύνδεση του Lawrence με τον Δυτικό πολιτισμό – απλό εργαλείο που παράγει φως και φωτιά. Γνώση αλλά και καταστροφή. Κάτι που μπορεί να επιβληθεί σε κόσμους που λειτουργούν κάτω από διαφορετικούς ρυθμούς και κανόνες.
Η υπαρξιακή βαρύτητα του σπίρτου τονίζεται από τη στατικότητα του συγκεκριμένου πλάνου από τον Lean και την φωτογραφία του Freddie Young που παίζει με το φως και την αντίθεσή του με το τριγύρω σκοτάδι, για να φορτίσει ολοένα και περισσότερο (αλλά τόσο – όσο) το συμβολικό και συναισθηματικό βάρος της σκηνής.
O Lawrence επικοινωνεί για πρώτη φορά (για τον θεατή τουλάχιστον) την επιθυμία του να ανήκει κάπου και ταυτόχρονα η ανικανότητά του να συνδεθεί πλήρως είτε με τους Άγγλους είτε με τους Άραβες. Η ηγετική του φύση ακουμπάει ανεπαίσθητα την οθόνη, καθώς παράλληλα υπονοείται φευγαλέα ο τρόμος του για την εργαλειοποίηση αυτής του της πτυχής, ως κάτι ανεξέλεγκτα καταστροφικό. To ηχητικό «χαλί» του σπίρτου (το άναμμα, το «κρακ» της φλόγας, η σιωπή καθώς εκείνη «ανακατεύει» τον αέρα του δωματίου και «χορεύει» γύρω από τον δημιουργό της) εντείνει την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γένεση, μπροστά στον Χρόνο που μόλις ξεκίνησε να μετράει:
Όλος ο κόσμος της ταινίας μέχρι τώρα είναι το ξυλάκι του σπίρτου.
Ο Lean έχει την προσοχή του θεατή και είναι έτοιμος να αλλάξει τη ρότα της αφήγησης.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου η ταινία ανοίγεται στον θεατή (ο δυϊσμός του Δυτικού πολιτισμού, η θολή φύση της εκάστοτε ταυτότητας, η ματαιοδοξία της εξουσία κτλ) ενώ με μια πιο συμπυκνωμένη αμεσότητα προϊκονομεί το μέλλον του ήρωα – και ολόκληρου του Αραβικού κόσμου: o Lawrence κρατάει τη φλόγα, καθώς δεν είναι πια ταχυδρόμος ή αποστολέας και λήπτης μηνυμάτων των ανωτέρων του, αλλά ο πρωταγωνιστής. Το σπίρτο η πρώτη σοβαρή ένδειξη πως οι όποιοι μετέπειτα πολιτικοί σχεδιασμοί και αποφάσεις που θα ορίσουν τη μοίρα του τόπου αυτού, θα πηγάζουν από τον άνθρωπο και τους φόβους/επιθυμίες/ανάγκες του.
Ξαφνικά ο Lawrence φυσάει το σπίρτο και ο Αραβικός ήλιος ανατέλλει πάνω από την ξένη ήπειρο.
Η έρημος απευθείας προβάλλει πάνω στο ασυνείδητο του θεατή χιλιάδες χρόνια ιστορίας, χιλιάδες πολιτισμούς και αγώνα. Το σπίρτο «σπάει» την συμβατική Δυτική εικονογραφία και προσγειώνει τον Lawrence και τον θεατή στο ξένο και ανοίκειο – όλοι οι φόβοι, ανησυχίες και εσωτερικά συμπλέγματα αποδοχής/καταπίεσης/εξουσίας/ματαιότητας/ανασφάλειας βρίσκονται πλέον σε ένα «εξωγήινο» μέρος με κατάμαυρη γη και έναν πορτοκαλο-κόκκινο ουρανό. Η φλόγα σβήνει και ο θεατής γνωρίζει πλέον και εκείνος σε ακόμα πιο απόλυτο βαθμό, την αλήθεια του Lawrence: η επικίνδυνη, στιγμιαία και ακατάληπτη φλόγα φωτίζει προσωρινά ένα απύθμενο σκοτάδι - η φλόγα θα ανάψει όλη την έρημο με τρόπο σοκαριστικά κυριολεκτικό.
Το ιδιοφυές αυτό cut ανήκει στην Anne V. Coates: το αρχικό πλάνο ήταν μια μετάβαση μεταξύ σκηνών, όπου η μία σκηνή ξεθωριάζει σταδιακά στην επόμενη. Σήμερα, κάτι τέτοιο γίνεται εύκολα με ψηφιακό μοντάζ. Εκείνη την εποχή όμως, οι σκηνοθέτες έπρεπε να παραγγείλουν πρόσθετα κομμάτια φιλμ, να τα εκθέσουν και να τα ενώσουν προσεκτικά, δημιουργώντας το fade away effect που έχουμε στο μυαλό μας οι περισσότεροι.
Η δοκιμαστική προβολή έπεισε τον Lean πως το απότομο cut ήταν η κατάλληλη επιλογή για τη συγκεκριμένη σκηνή, αφού ήδη το πρωτότυπο film έμοιαζε με κάτι-σαν-απότομο-cut λόγω της επιλογής της Coates να χρησιμοποιήσει από μόνη της λιγότερα κομμάτια film στο edit. Ο Lean αφαίρεσε νομίζω άλλα 2 και προέκυψε το τελικό αποτέλεσμα.
Επίσης η Coates είχε πείσει πρόσφατα εκείνη την εποχή τον Lean να ασχοληθεί με το Γαλλικό Νέο Κύμα, το οποίο έβριθε jump cuts και παραδόξως ο πιο παραδοσιακός και άλλης σχολής Βρετανός σκηνοθέτης το αγκάλιασε πλήρως – εξού και η εσκεμμένη επιλογή να εκμεταλλευτεί το κάτι-σαν-jump-cut της Coates και να δημιουργήσει το iconic (μέχρι και σήμερα) match cut: το pairing δύο εικόνων που συνδέονται οπτικά και κάνουν το cut σχεδόν αόρατo.
Και αυτό είναι και άλλο ένα πλεονέκτημα της κινηματογραφικής επεξεργασίας του post-production με αναλογικά και όχι ψηφιακά μέσα όπως σήμερα -η αναλογική επεξεργασία σε οδηγεί να εξερευνάς σκηνές ουσιαστικά, όχι να πηδάς ψηφιακά από τη μία στην άλλη. Λίγοι σκηνοθέτες σήμερα (μιλάω για το πιο mainstream κινηματογραφικό τοπίο, ακόμα και για εκείνο του mainstream που έχει αγγίξει το auteur level) έχουν τέτοια εμμονή στη λεπτομέρεια αλλά και στη διαδικασία.
Αυτά, θα επανέλθω σταδιακά με διάφορα, η συγκεκριμένη σκηνή με έχει σημαδέψει όσο λίγες από πολύ μικρή ηλικία - μίλησε κατευθείαν εκεί που έπρεπε να μιλήσει, ακόμα και χωρίς να είχα πλήρη αντίληψη τότε για το τι ήθελε να πει…
