Κλασικά, Μέρος Α:
Θάνος Μικρούτσικος/ Δημήτρης Μητροπάνος – Στου Αιώνα Την Παράγκα (1996)
Συνύπαρξη δύο τοτέμ της εγχώριας σκηνής η οποία ορίζει μια εποχή αλλά πολλές γενιές
Αυτός ο δίσκος είναι ιδιάζουσα περίπτωση. Όχι, αυτό δεν σχετίζεται με το μουσικό ύφος στο οποίο κινείται. Κακά τα ψέματα, μερικά καλλιτεχνικά έργα είναι δύσκολο να αποτιμηθούν, όταν έχουν χαραχθεί στο μάρμαρο (ή δέρμα μια νύχτα;) του συλλογικού υποσυνείδητου. Η πρώτη συνεργασία του Θάνου Μικρούτσικου με τον Δημήτρη Μητροπάνο, είναι ένας λαϊκός δίσκος, όχι επειδή περιέχει λαϊκό, αλλά επειδή είναι λαϊκή μουσική. Είναι από τους πιο πετυχημένους εμπορικά δίσκους στην ιστορία του εγχώριου τραγουδιού. Είναι ένας δύσκολος δίσκος. Και αυτό διότι έχει την ατυχία και κατάρα να περιλαμβάνει εντός του το πιθανώς πιο γνωστό τραγούδι του ερμηνευτή που επέλεξε ο Μικρούτσικος για να υλοποιήσει την post-υπουργιλίκι καλλιτεχνική του απόπειρα. (δείτε Υ.Γ.)
Συνεπώς, πως μπορεί ένα προσωπικό βίωμα να συγκριθεί με μια καθολικά αποδεκτή άποψη για ένα δημιούργημα; Κατά τις ακροάσεις αυτού του άλμπουμ μου γεννήθηκαν αρκετά φιλοσοφικά ερωτήματα. Κάποια, θεωρώ πως τα είχε στο μυαλό του και ο φίλτατος @Dr.Feelgood όταν επέλεγε το άλμπουμ. Αξίζει να επισημάνω πως εδώ δεν θα ασχοληθώ με την σημασία των συνθέσεων, ενώ οφείλω να υπενθυμίσω, πρωτίστως στον εαυτό μου, πως η τελευταία φορά που άκουσα προσεκτικά αυτό το άλμπουμ, δεν είχα μάθει ακόμη τι είναι η Διακρίνουσα. Όμως χάριν αυτής της στήλης βρήκα ξανά αυτό το βινύλιο. Και προσπάθησα,να επισκεφτώ ένα τόσο δημοφιλές έργο, αρνούμενος να μιλήσω για ερμηνείες, ηχοχρώματα, στίχους, ζεϊμπέκικα, δεκαετία των ‘90s κλπ.
Ηχητικά, αρκεί να δείτε το tracklist και θα νιώσετε την μουσική, καθώς επαναλαμβάνω αυτή είναι χαραγμένη στο υποσυνείδητο αυτής της παράγκας στην ανατολική Ευρώπη. Υπάρχει η συχνή παρανόηση σε κάθε λογής μουσικολογική συζήτηση περί ελληνόφωνης σκηνής, να μην ορίζεται ο όρος «έντεχνο». Θα επιλέξω να τον αγνοήσω εντελώς. Επίσης, θα επιλέξω να αγνοήσω την μανία του νεοέλληνα να ταυτίζει ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα με τον ερμηνευτή των στίχων. Εδώ θα γίνει μια παύση όμως γιατί πρόκειται για τον τεράστιο Μητροπάνο. Γιατί είναι τεράστιος; Γιατί, μεταξύ άλλων εδώ «βρήκε τον δάσκαλό του» από τον Μικρούτσικο και συνεισέφερε, αυτοπεριοριζόμενος, τα μέγιστα στο μουσικό fusion που επιχείρησε ο τελευταίος. Ο στόμφος του δημιουργού, συνάντησε την βαρυσήμαντη σκιά της φωνής, και με προσάναμμα την συνθετική ιδιοφυία του Άλκη Αλκαίου παρέδωσαν ένα εύπεπτο, πυκνού ύφους, με τα μεγάλα τραγούδια, τους πελώριους στίχους, με όσα (δεν) θα ήθελε κανείς από αυτόν τον χώρο.
Ανέκαθεν θεωρούσα πως ο τίτλος ήταν αποτέλεσμα του ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε στα «νεκρά χρόνια» του 20ου αιώνα. Με εντυπωσίαζε το γεγονός πως είχε σαφή χωροχρονικό στίγμα, πως πριν κατεβάσεις την βελόνα είχες ήδη περιοριστεί εντός της πρότασής του. Με το πέρας των ετών, και με τις πρόσφατες ακροάσεις, που συνειδητά κράτησα στον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό για προσωπικούς λόγους, αντιλήφθηκα πως ο Μικρούτσικος ήθελε να πραγματοποιήσει μια δήλωση. Ξετυλίγοντας το κουβάρι των στίχων, οι αναφορές σε πρόσωπα, μέρη, γεγονότα, είναι αρκετές ώστε να αποκτά όλο και πιο συνειδητό πλαίσιο το άλμπουμ. Μουσικά, οι ρυθμοί είναι αργοί, το παίξιμο στα τύμπανα στιβαρό (ναι, δεν γίνεται μόνο στο metal αυτό), και οι μελωδίες όχι ιδιαίτερα εύκολες αν και, αν έπρεπε να γίνω αυστηρός και βλάσφημος, υπάρχουν αυτούσιες επαναλήψεις ενορχηστρωτικών σημείων. Οι φωνητικές μελωδίες όμως, προσδίδουν ένα έντονο άρωμα crossover που επιτρέπουν σε κομμάτια όπως το τιτάνιο “Σαν Πλανόδιο Τσίρκο” να ξυπνά αισθήματα πέραν μουσικών περιχαρακωμάτων.
Καθώς όμως η μια σύνθεση διαδέχεται την άλλη, αναδεικνύεται μια αίσθηση κριτικής πικρίας. Δεν θα βρείτε εύκολους έρωτες, εκτός από τους μεγάλους. Και μεγάλοι έρωτες είναι αυτοί που μπλέκονται με τις συγκυρίες, αυτοί που όταν ακούς το “Πατησίων Και Παραμυθιού Γωνία”, και προσπεράσεις την γλαφυρότητα των στίχων, θα βρεις στους χτύπους και το ακορντεόν, τα δικά σου βιώματα, εκεί, σε μια στάση το βράδυ, να περιμένεις το πρόσωπο, ή να μην θες να το αποχωριστείς. Να μην ξέρεις αν θα είναι η τελευταία φορά. Και να πρέπει μετά να γυρίσεις σπίτι σου, απευχόμενος «να ενωθείς με όλης της γης τα κατακάθια», ή τους καταραμένους θα πω εγώ.
Δεν θα βρείτε επίσης και εύκολες ιδέες, εκτός από τις μεγάλες. Συνεπώς, αυτό που επιτυγχάνεται με αυτό το άλμπουμ, υπό το προσωπικό μου πρίσμα, είναι να εκλαϊκεύσει την νύχτα. Όχι την νύχτα του επαγγελματικού συναφιού του Μητροπάνου, αλλά αυτή που τον έχασε όταν αυτός πέθανε. Αυτή, που είδε ιδέες, συναισθήματα, ιδεολογίες και μανιφέστα, να ξεχύνονται από στόμα σε στόμα, από “Γελαστούς Και Γελασμένους” πάσης φύσεως, που «θέλησαν να γίνουν με τον Χάρο φίλοι» αλλά που αυτός ποτέ δεν δέθηκε με τους παρτενέρ του.
Αυτή που ριζώνει επαναστάσεις στο θυμικό του κόσμου που τις χρειάζεται αλλά δεν τις αναζητά.
Ο δίσκος, που προς το τέλος του αναδεικνύει, μακριά από τα φώτα των hits, την συνθετική μαεστρία του Μικρούτσικου, όπως γίνεται στο ηλεκτρισμένο “Δημώδες” όπου ακούγεται η γνώριμη χροιά του δημιουργού. Η προαναφερθείσα πικρία, δεν κοιτάει αφ’ υψηλού τον άνθρωπο, ούτε τον δασκαλεύει, αλλά τον συντροφεύει, αφού του εξηγεί πως «στα κρυφά και ταπεινά ψάξε τα παντοτινά». Η αυτοκριτική, είναι εμφανής, επειδή υπάρχει μια αύρα ταπεινότητας στην ατμόσφαιρα. Όχι ταπεινότητας χάριν μεγαλείου, αλλά ταπεινότητας γιατί υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της κρισιμότητας κατά την δημιουργία. Νιώθεις πως αυτό που ακούς θέλει να σου πει πολλά, αλλά πρώτα θέλει να σε κάνει να προσέξεις. Να συνειδητοποιήσεις την παράγκα πίσω από το επίπλαστο και απατηλό παρόν.
Αν εν τέλει, μένει κάτι από μια ετεροχρονισμένη ακρόαση του “Στου Αιώνα Την Παράγκα”, είναι πως αδικείται εν μέρει από τις μεγάλες επιτυχίες (sic) αλλά ταυτόχρονα, έχοντας τες ως Δούρειο Ίππο, προσφέρει απλόχερα μια από τις κορυφαίες στιγμές στην δισκογραφία των εμπλεκομένων, καθώς και στην συνολική αποτίμηση του ελληνόφωνου τραγουδιού. Οι τελευταίες στροφές στο πικαπ ανήκουν στο “Τα Πλοία Των Ερώτων”, γιατί, όταν έχεις αυτό το πιάνο και σαξόφωνο θες, μετρημένα, να μην γίνουν σιωπή αλλά να μείνουν στην ιστορία.
Υ.Γ. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην αναφερθώ στον κράχτη της εισαγωγής, την “Ρόζα”. Ίσως όμως το τραγούδι που βρήκε τον ακλόνητο Μητροπάνο να χορεύει επί σκηνής, να κρύβει εντός του ένα κακό, πικρό και παγωμένο αστείο, αναφορικά με το πώς εξετάζεται από τον κόσμο πλέον, προϊόν μιας νεοτερικής κοινωνίας που κοιτάει τις μεμονωμένες περιπτώσεις έναντι του συνόλου. Ίσως, και κλείνω με αυτήν την υπόθεση, η περίσταση που έφερε στο φως αυτή τη σύνθεση, ως μέρος ενός τέτοιου δίσκου, να ήταν η πηγαία ανάγκη εξευμενισμού της ψυχής ενός δημιουργού, που δεν ήθελε να βλέπει τις νέες εποχές και να μοιάζει με κρετίνο.
Youtube (ή στη δισκοθήκη σας, δεν ξέρω )
Μέρος B:
Όταν ο @Dr.Feelgood πόσταρε την οπτική του πάνω στο “Death of Actiacus” εντυπωσιάστηκα. Όχι γιατί είδε έναν ανίερο συνδυασμό Primordial με post metal και crust-punk. Αυτά είναι σχετικά. Όσο γιατί, προερχόμενος από μια εντελώς διαφορετική ηχητική γωνιά, συνέλαβε την ουσία του, τρομακτικά εύστοχα. Ναι, αυτά τα τύμπανα σπάνε δεσμά, σε ωθούν να καβαλήσεις αυτό το τιμημένο d-beat και να αφήσεις κάθε λογής μελωδία, μελαγχολική, πολεμική, σκοτεινή, ανάλαφρη, να γίνει επική. Επική με την έννοια του ότι απαιτεί προσήλωση, θυσίες, υψωμένο κεφάλι και μάτια που βλέποντας το ταβάνι ενός υπογείου αγναντεύουν τον ουρανό.
Στιγμές όπως το δεύτερο λεπτό του εναρκτήριου που δίνουν νόημα στην ατελή, άρα και με προσωπικότητα, μουσική αυτή να βρίσκει πειθήνιο ακροατήριο στα πιο περίεργα μέρη. Οι Autarch, που πέρσυ κυκλοφόρησαν ένα ακόμα καλύτερο άλμπουμ (edit: εδώ η άποψή μου για δαύτο), αποτέλεσαν μέρος ενός ρεύματος, του, τρίτου ή τέταρτου, που μετέτρεψε, για μένα, αυτήν την σκηνή, ως την πλέον ζωτική του ανεξάρτητου και ακραίου ήχου. Αυτός ο δίσκος είναι ένα πειστήριο του ότι ο πειραματισμός και η τέχνη δεν είναι προνόμιο συγκεκριμένων ειδών, αλλά κρύβεται εκεί όπου οι δημιουργοί πρώτα στοχεύουν και μετά μπαίνουν στα στούντιο να ηχογραφήσουν. Το space crust των Autarch σε 33 λεπτά είναι ικανό να αποτελέσει δήλωση, και να ξεχωρίσει επειδή ακριβώς μπλέκει ατμόσφαιρες με οργή.
Υ.Γ. Χαίρομαι που βλέπω και αρνητικές κριτικές, μου φαίνεται προσωπικά ειλικρινές και υγιές να υπάρχουν και τέτοιες, αφού, αν και δεν μου έχει τύχει ακόμη, θεωρώ ανθρωπίνως κατανοητό το βίωμα του ενός να είναι ξένο για τον άλλον, πόσο μάλλον λαμβάνοντας υπόψη την αισθητική συνιστώσα της μουσικής.