Αγαπημένα μας albums (Πως και γιατί)

Δηλαδη εισαι σε φαση:Τελειωνει το Eyes of a stranger και χτυπαει το κινητο σου με ρινγκτοουν [I][B]αποψε εισαι τα παγακια στο ποτο μου[/B][/I];

Α όλα κι όλα τα παγάκια είναι το αγαπημένο μου απ’τον Πάνο!!:p:p
Αλλά όχι ringtone έχω Testament!

οποιος δεν το εχει διαβασει ας κανει εναν κοπο να διαβασει αυτο το ποστ… ειναι στη [B]σελιδα 24[/B]… πολλα μπραβο για την καταθεση ψυχης στον jm rotten.
μου θυμισες τον δικο μου παππου που το λιγοτερο που μπορω να πω για αυτον ειναι οτι ηταν τουλαχιστον πατερας μου…

Για άλλη μια φορά, The Gathering - Sleepy Buildings, A Semi-acoustic Evening. Live ηχογράφηση της συναυλίας τους με κομμάτια από όλους τους δίσκους. Απλά έχει σημαδέψει πολλές στιγμές της ζωής μου. Είανι ο δίσκος που θέλω να ακούω απ’ όταν θα ξυπνήσω μέχρι και όταν θα κοιμηθώ. Η φωνή της Αnneke Van Giersbergen είναι απλά μαγευτική σα να έρχεται από άλλο πλανήτη και η με τη μουσική συνδέονται τόσο αρμονικά! Τον συνδυάζω κυρίως με τον καλό καιρό (βροχή, χιόνια, συννεφιά κ.ο.κ) και μου έχει δώσει απίστευτη έμπνευση για το βιβλίο που γράφω. Δε μπορώ να γράψω λέξη αλλιώς… Αξίζει να τον ακούσετε από το πρώτο λεπτό μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο…

[FONT=“Verdana”][B][SIZE=“4”]Cynic - Focus[/SIZE][/B] (1993)

Άντε ας γράψω κι εγώ καμιά παπαριά εδωπέρα (αν και το ποστ του jm_rotten έχει δικαίως στοιχειώσει το θρεντ…).

Το Focus των Cynic λοιπόν. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 16 όταν το πρωτο-άκουσα.
Ψάρακας ακόμη τότε στα μέταλς, με πολλές απορίες και άγνωστες λέξεις, μα με ατελείωτη όρεξη για ψάξιμο και για νέα ακούσματα.
Ήταν η περίοδος που ήμουν στα βαθειά με το thrash (έφηβος-έβραζε το αίμα κλπ…).
Διάβαζα λοιπόν διθυραμβικά λόγια γι’αυτό το (διαλυμένο τότε) συγκρότημα που είχε μείνει στην ιστορία έχοντας κυκλοφορήσει ένα μόνο δίσκο. Το πετύχαινα συχνά-πυκνά το όνομα αυτό, ώσπου κάποια φορά είπα “α στο διάλο, πρέπει επιτέλους να τους ακούσω αυτούς!”, πήγα στο ροκ σίτυ (αν θυμάμαι καλά) και το τσίμπησα.
Δεν είχα επαφή με death τότε και οφείλω να ομολογήσω πως δεν είχα αρχίσει ακόμη να εκτιμώ τα μη-καθαρά φωνητικά…
Πήγα σπίτι λοιπόν και έβαλα το cd στο στερεοφωνικό. Σοκ και δέος.
Ανάμικτες εντυπώσεις από αυτόν τον “αχταρμά” που έβγαινε από τα ηχεία. Περίεργα πράματα. Ηχητική συνουσία για τα παρθένα αυτιά μου. Το άκουσα μερικές φορές και το άφησα στην άκρη χωρίς να έχω καταλήξει αν μου άρεσε ή όχι.

Κάνοντας ένα fast-forward στο παρόν, αναλογίζομαι πώς αυτός το συγκρότημα έφτασε να είναι ένα από τα αγαπημένα μου και το συγκεκριμένο άλμπουμ να είναι από αυτά που σκιαγραφούν θα έλεγα τον μουσικό μου χαρακτήρα.
Ας μελετήσουμε λίγο αυτό το δίσκο παρέα (γι’αυτούς που δεν έχουν ασχοληθεί):

[SPOILER]Οι Cynic είχαν ξεκινήσει γύρω στο '87 από το Miami της Florida.
Είχαν ηχογραφήσει 4 demos μέχρι το '91 όπου παίζανε ατόφιο death metal.
Οι Paul Masvidal (κιθάρα,φωνή) και Sean Reinert (drums) όμως είχαν κάνει εντύπωση όταν πιτσιρικάδες τότε είχαν αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα τους πλάι στον μεγάλο Chuck Schuldiner με το album ορόσημο των Death, το “Human” του '91.
Παράλληλα τότε, δούλευαν τις συνθέσεις για να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους full-length δίσκο. Το “Focus” όμως αν και σχεδόν έτοιμο, κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα λόγω διαφόρων κωλυμάτων: Οι Masvidal/Reinert ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τους Death στην περιοδεία για την προώθηση του Human, ο εξοπλισμός τους κατασχέθηκε προσωρινά σε ένα μπλέξιμο κατά τη διάρκεια της περιοδείας, ο τότε μπασίστας τους Tony Choy (κάτι θυμίζει αυτό το όνομα ε?) αντικαταστάθηκε από τον Sean Malone και σα να μην έφταναν όλα αυτά ένας τυφώνας (!) διέλυσε το προβάδικο και το σπίτι του κιθαρίστα τους Jason Gobel. Shit happens που λένε.[/SPOILER]

[B]Veil Of Maya[/B]. To ιδανικό opening track που δίνει μια πρόγευση γι’αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, συνοψίζοντας μουσικά τον δίσκο.
O Masvidal λόγω προβλήματος με τις φωνητικές του χορδές έχει αφήσει στο παρελθόν τα death φωνητικά των demos για να τα αναλάβει εδώ ο Tony Teegarden, ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί vocoder δίνοντας μια πρωτότυπη, μοναδική χροιά στις συνθέσεις.
Στιχουργικά ερχόμαστε σε πρώτη επαφή με τον κόσμο του Masvidal.
Ο Πορτορικανής καταγωγής frontman έτρεφε από τότε μεγάλο ενδιαφέρον για φιλοσοφικούς προβληματισμούς, μεταφυσικές αναζητήσεις, αρχαίες θρησκείες και πολιτισμούς. O δίσκος κινείται γενικά σε τέτοια πλαίσια, με ποιητική γλώσσα, βαθειά νοήματα και αλληγορίες που βάζουν το μυαλό σε σκέψη. Θεματολογία εντελώς παράταιρη συγκριτικά με τη συνήθη για το death metal ιδίωμα.

[I][FONT=“Georgia”]“Balance every joy with a grief
Earth’s unending law of polarity”[/FONT][/I]

Τα death growls εναλλάσονται αρμονικά με τα “ρομποτικά” φωνητικά τονίζοντας ακόμη περισσότερο αυτή τη δυικότητα που αναφέρεται στους στίχους.
[B]Celestial Voyage[/B]. Εδώ ξεχωρίζει μονομιάς το εξαιρετικό percussion του Reinert σε συνδυασμό με το στιβαρό μπάσο του Malone. Οι στίχοι αποτυπώνουν ένα όραμα διαλογισμού του Masvidal.
[B]The Eagle Nature[/B]. Εμπνευσμένο από την μυθολογία και την ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής ([I]wiki[/I]), προτρέπει να ζούμε το παρόν, να απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή και όπως λέγανε και οι δικοί μας "“οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ”.
[B]Sentiment[/B]. To rhythm section χτίζει μια τζαζίστικη βάση και το τραγούδι ξεκινάει με την Sonia Otey καλεσμένη σαν κορυφαία του χορού σε αρχαία τραγωδία θα λέγαμε, να απαγγέλλει στίχους οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από ποίημα ενός ινδουιστή γκουρού ([I]wiki[/I]).

[SPOILER][FONT=“Georgia”][I]"Cosmic mother awaken us in
Thine impartial love for all
Bless us that we be free from
The sway of greed and delusion
Inspire us to build a new world
One in which famine, disease and ignorance
Will be only memories of a dismal past

Creative mother arouse us to know
That we be not lost in the sands
Open our eyes

Creative mother arouse us to know
Inspire us to build a new world
Since forever we’ve yearned to
Quench what’s never fulfilling
Lost endeavors found in a stilled
Mind if we be willing"[/I][/FONT][/SPOILER]
Πολύ όμορφοι στίχοι. Επίσης εδώ γίνεται εμφανής η χρήση του Chapman stick από τον παικταρά Malone.
[B]I’m But A Wave To…[/B]Το Sentiment σβήνει με σιγά-σιγά με fade-out και συνεχίζει ομαλά το I’m But A Wave To… με αιθέριους ήχους που φέρνουν στο μυαλό το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα, το κύμα. Αξιομνημόνευτο το solo κιθάρας του Jason Gobel στη μέση του τραγουδιού.
[B]Uroboric Forms[/B]. Κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του με το που ξεκινάει. Ζόρικο, γρήγορο, το πιο επιθετικό κομμάτι του δίσκου που φλερτάρει περισσότερο από τα υπόλοιπα με death. Ο Ουροβόρος Όφις ([I]wiki[/I]), το μυθολογικό φίδι που τρώει την ουρά του σχηματίζοντας έναν κύκλο με το σώμα του. Σύμβολο της αιωνιότητας, του αέναου κύκλου της ζωής. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος, η ψυχή είναι αθάνατη.
Το κλείσιμο με τις φρενήρεις δίκασες είναι απλά ηδονικό, ένα σημείο εκτόνωσης.
[B]Textures[/B]. Το instrumental κομμάτι του album. Η τεχνική αρτιότητα των μελών της μπάντας σε όλο της το μεγαλείο. Η ουσία των Cynic.
Τα χαρακτηριστικά breaks με τα fusion solos στην κιθάρα, το φανταστικό solo μπάσο και το mini-ξέσπασμα που ακολουθεί. Φοβερή κλιμάκωση της έντασης. Από τα πιο δημιουργικά ορχηστρικά τραγούδια που έχουν γραφτεί.
[B]How Could I ?[/B] Άψογος συγχρονισμός, η μπάντα σαν μια γροθιά εντυπωσιάζει από κάθε πόστο σε μια μοναδική σύνθεση που κλείνει τον δίσκο. Τύμπανα ασύλληπτα, ακανόνιστα κιθαριστικά solos, πλήκτρα, synth κιθάρες, τα πάντα όλα. Στη μάπα.

Συγκλονιστικός δίσκος που μέσα σε σκάρτα 35 λεπτά κρύβει τόσους τόνους έμπνευσης που άλλοι δεν καλύπτουν με ολόκληρες δισκογραφίες. Death metal/prog/fusion jazz/ambient/tribal/latin…
Με κάθε ακρόαση ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο, κάτι που δεν είχες ίσως προσέξει.
Γι’αυτό με συγκινεί ακόμη το “Focus”. Επειδή δεν έχω αποκρυπτογραφίσει κάθε λεπτομέρεια που κρύβει. Μουσικό σεμινάριο από εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς (ενδεικτικά, ο Sean Malone έχει διδάξει μουσική θεωρία σε πανεπιστήμιο της Florida ενώ και ο Jason Gobel υπήρξε λέκτορας σε πανεπιστήμιο…) και στιχουργική θεματολογία που απαιτεί μελέτη για να αντιληφθείς. Και βέβαια όλα αυτά καταγεγραμμένα με τον καλύτερο τρόπο στα θρυλικά Morrisound studios με παραγωγό τον Scott Burns.

Ναι, το Focus είναι νομίζω το album που διεύρυνε τους μουσικούς μου ορίζοντες, μού άνοιξε νέες πόρτες και μονοπάτια και με έκανε ακόμη πιο ανοικτόμυαλο μουσικά.

[I]http://www.youtube.com/watch?v=GEo8IrU5MQk[/I]

[B]Truth. Integrity. Strength.[/B]

[SPOILER]Sorry για το tl;dr.
Ελπίζω να βγάλει κανα νόημα σε όποιον αποπειραθεί να το διαβάσει…[/SPOILER][/FONT]

Aυτο βασικα.

[SPOILER]Bump γιατί το χάζευα και γιατί είναι thread-άρα!Πάρτε κι ένα post μου από τις μπουρδολογίες.[/SPOILER]

Οι μουσικές που αγαπάμε,είναι οι αναμνήσεις μας…?

Όταν ακούω το Mirrorball του Neil Young (δέκα χρόνια περάσανε σχεδόν από την πρώτη φορά), απολαμβάνω το παραμικρό δευτερόλεπτο.Έχοντας ασχοληθεί όμως με την μουσική εντατικά όλα αυτά τα χρόνια, έχω αναπτύξει ένα κάποιο αισθητικό κριτήριο, μια κάποια κριτική ικανότητα, μπορώ να ξεχωρίσω ένα άλμπουμ ανάμεσα σε υποδεέστερά του. Αν κάποιος με ρώταγε “να ακούσω το Mirrorball ή το Comes a Time” πχ. θα απαντούσα το δεύτερο. Το Mirrorball έχει αδυναμίες,το καταλαβαίνω,δεν είναι Harvest,ούτε Freedom καλά καλά.
Όταν το είχα ακούσει όμως δεν ήταν για μένα ένα αδύνατο άλμπουμ.Ήταν ο γαμάτος καλλιτέχνης που μου πρότεινε ο φίλος μου ο Γιώργος(όντας κολλημένος ο πατέρας του με την πάρτη του, το μετέδωσε και στον γιο του). Ήταν αυτός ο τύπος με την ακουστική και την φυσαρμόνικα (και ενίοτε την απίστευτη παραμόρφωσή του). Ήταν το πιασάρικο μπάσιμο του Song X, η αγαπημένη μελωδία του I’m the Ocean, το rock’n’roll του Downtown,η ρεφρενάρα του Peace and Love και τα απίστευτα πλήκτρα του.

Ακόμα περισσότερο όμως ήταν οι κοπάνες από το φροντιστήριο.
Ήταν τα τσιγάρα που ανάβαμε το ένα μετά το άλλο στο μπαλκόνι του (Assos Mild κυρίως, φθηνό τσιγάρο, που να βρίσκαμε λεφτά για ακριβότερα?).
Ήταν τα μαθήματα Άλγεβρας που μας έκανε η μητέρα του για τις Πανελλήνιες Β’ λυκείου (με αντάλλαγμα να μας βγάλει μετά για σουβλάκια,λες και μας έκανε χάρη :roll: ).
Ήταν οι ασταμάτητες μουσικές συζητήσεις (metal o ένας, rock o άλλος αλλά με ανοιχτά μυαλά και οι δύο).
Ήταν το κλάμα της αδερφής του όταν στα ψεύτικα παιδικά ντραμς της(δώρο του πατέρα της) έπαιζα την εισαγωγή του Dogs of War (και κλαίγαμε από τα γέλια).
Ήταν το διάβασμα για τις πανελλήνιες Γ’ λυκείου που πάντα γινόταν με συνοδεία μουσικής.
Ήταν το Highway to Hell αντεγραμμένο σε κασσέτα, επίσημος χορηγός 3ης λυκείου.
Ήταν το Monkey Island (ποτέ δεν το τερμάτισα).
Ήταν τα σάντουιτς, με πατάτες-μαγιονέζα μόνο, στην Γεροκωστοπούλου (1 ευρώ έκανε, τα άλλα πήγαιναν σε τσιγάρα σχεδόν πάντα).
Ήταν τα βράδια στην Αγίας Σοφίας, τα ούζα στον “Κουλό” ενώ την επόμενη είχαμε σχολείο, τα σκαλιά πολυκατοικιών που αράζαμε όταν ήμασταν ταπί και η υπόλοιπη παρέα πήγαινε για καφέ.

Ακόμα και τώρα που το ακούω τα ίδια πράγματα θυμάμαι. Όταν σκέφτομαι Mirrorball (για να μην πω Neil Young γενικότερα) θυμάμαι αυτά τα 2-3 χρόνια του λυκείου και τον φίλο μου τον Γιώργο που μπορεί τον βλέπω 2-3 φορές τον χρόνο πλέον αλλά που πάντα αναφέρομαι σε αυτόν σαν ο κολλητός μου.

Οι μουσικές που αγαπάμε πραγματικά είναι σε μεγάλο βαθμό αυτές που συνδέονται με έντονες εμπειρίες συνήθως ή καταστάσεις, όσα ζούσαμε όταν πρωτομπήκαμε στον κόσμο τους, καλά ή άσχημα πολλές φορές. Μπορεί να συγκλονιστείς από άλμπουμ μέτρια αρκεί να βρέθηκαν την κατάλληλη στιγμή, στις κατάλληλες συνθήκες ακρόασης στο διάβα σου.
Τελειώνει το Fallen Angel με την μελωδία του I’m the Ocean την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές.Ιδανικό σημείο να κλείσω αυτό το ποστ μου.

Συγγνώμη Tonight’s the Night. Θα έρχεσαι πάντα μετά το Mirrorball…:roll:

1 Like

Ωραίο κείμενο Hopeto!!:slight_smile:

Hopeto και από τα δικα μου αγαπημένα - αλλά παραγκωνισμένα - άλμπουμ.


Λιτό εξώφυλλο, αλλά μουσική ποικιλία.
Προειδοποιώ ότι ό,τι γράψω είναι από τη σκοπιά μιας απλής και υποκειμενικής ακροάτριας με μουσικές γνώσεις που δεν ξεπερνούν και πολύ το φεγγαράκι μου λαμπρό στην κιθάρα:p.
Κάπου εκεί στη μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο ένιωσα την ανάγκη να διευρύνω τα ακούσματα μου πέρα από ροκ και πιο “κλασική” μέταλ. Τότε λοιπόν την εποχή που οι επισκέψεις μου στα δισκοπωλεία ήταν συχνότερες και αποτελούσαν ευκαιρία για να ξεχαστώ από το σχολείο αποφάσισα να ασχοληθώ με το κεφάλαιο Pain Of Salvation. Το πράγμα όμως το πήρα κάπως ανάποδα και αποφάσισα να ακούσω το be στις πρώτες επαφές με το συγκρότημα. Και φυσικά δεν το μετάνιωσα γιατί αποδείχτηκε για μένα ένα από τα καλύτερα concept albums που έχω ακούσει από πλευρά μουσικής αλλά και θεματολογίας και το μοναδικό που έβαζα στο στερεοφωνικό και το άκουγα μέχρι το τέλος με το booklet στο χέρι.
Η φωνή του Daniel γοητευτικότερη από ποτέ, διαφορετική από κομμάτι σε κομμάτι ακόμα και από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο και κυρίως εναρμονισμένη με το χαρακτήρα που υποδύεται.
Τα μουσικά είδη που εμπλέκονται πολλά. Ακόμη και gospel, folk & blues στοιχεία, instrumental σημεία με πνευστά και πιάνο, ραπάρισμα και ενσωματωμένα τηλεφωνικά μυνήματα. Όλα τα κομμάτια όμως σε απόλυτη συνοχή και συνέχεια το ένα με το άλλο αν και διαφορετικά μεταξύ τους. Ο δίσκος με κάνει να σκεφτώ βαθύτερα, να συγκινηθώ, να ξεσπάσω. Ακόμη και να κουνηθώ με το imago, που κάθε φορά που το έβαζα η μαμά μου ενθουσιαζόταν! Ανάλυση τραγουδιών ένα προς ένα δε θα κάνω γιατί νομίζω δεν έχω την ικανότητα αλλά και δε θεωρώ ότι είναι εφικτό στο be.
Όσοι έχουν ζήσει αυτό το ταξίδι από τη γέννηση, την κατάκτηση και τη δόξα στην απόλυτη καταστροφή και μοναξιά καταλαβαίνουν γιατί μπορεί να θεωρηθεί αγαπημένος δίσκος, στους υπόλοιπους προτείνω να το ακούσουν. Εξάλλου είναι μια πολύ προσεγμένη δουλειά με πολλούς μουσικούς να εμπλέκονται και τον Daniel να αναφέρει ότι ζει με αυτό από το 1996 (ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2004). Εγώ πάλι συνεχίζω να ζω με αυτό από τότε που το πρωτοάκουσα.
Μένω όμως ακόμα με το ερώτημα We can change…?

όρισε ημερομηνία…

? Δεν καταλαβαίνω αν απευθύνεσαι σε μένα.

Να σε παντρευτεί θέλει. Μην κάνεις την ανήξερη.

ελα που δεν κατάλαβε.
θα επανέλθω για το άλμπουμ γιατί δεν είμαι στο πσ μου

Πρέπει πρώτα να γνωρίσεις τους γονείς μου να δω αν σε εγκρίνουν και μετά. Παραδοσιακά πράγματα.:smiley:
Και κανόνισε μη σε συναντήσω καμιά μέρα στο Πανεπιστημιακό γιατί ξεκινήσαμε κλινικές. Όταν θα κάνουμε εξέταση κοιλιάς και καρδιάς θα σε περιποιηθώ δεόντως.
Σκέφτομαι να κάνω και άλλη ανάλυση αγαπημένου αλμπουμ για να μην ξεφύγω από το θέμα.

Αν υπήρχε κάποια τερατώδης, υπερπλήρης υπερ-εγκυκλοπαίδεια του μέταλ, και αν υπήρχε σ’ αυτήν λήμμα “δίσκοι που έχουν εντυπωσιακά περιτυλίγματα, ψαρωτικά κόνσεπτς κτλ. αλλά στην πραγματικότητα είναι ο ορισμός της δηθενιάς, της έλλειψης ουσίας και της σπατάλης υπάρχοντος ταλέντου και ικανοτήτων”, τότε το εξώφυλλο του Be θα ήταν πάνω-πάνω, δίπλα στο λήμμα. Είναι πολύ κρίμα. Ο Gildenlow (τουλάχιστον εκείνη την εποχή) είχε πάρα πολλά να πει και να δώσει από μουσικής πλευράς αλλά για κάποιον λόγο (μάλλον η μεγαλομανία του, λέω εγώ) χαράμισε έναν ολόκληρο δίσκο με το να καταπιαστεί με τις υπαρξιακές του ανησυχίες και αναζητήσεις ΧΩΡΙΣ να ασχοληθεί το ίδιο ενδελεχώς με τη μουσική επένδυση, και φυσικά τα έκανε ΣΚΑΤΑ. Επαναλαμβάνω, είναι κρίμα: μέσα στο δίσκο υπάρχουν κάποια πραγματικά τρομερά κομμάτια (ουσιαστικά διαλείμματα μέσα στο βαρετό παραλήρημα του Daniel υπό την υπόκρουση “ηχοτοπίων”) που δείχνουν ότι αν ο δίσκος φτιαχνόταν κανονικά, δηλαδή με μια στιβαρή δομή τραγουδιών και βέβαια ΟΚ, και με την ιστορία του να διατρέχει όλα αυτά τα κομμάτια, θα μπορούσε να έχει βγει αριστούργημα. Αλλά με τα “αν”, ως γνωστόν… η πραγματικότητα είναι ότι ο δίσκος είναι η μεγαλύτερη πατάτα/απογοήτευση που έχω φάει στη ζωή μου, καθώς μέχρι τότε ήμουν φανατικός των Pain of Salvation και του Gildenlow (τρομάρα του).

Γαμιέται ο Γράκχος Μπαμπέφ…

:(:(:(:frowning:

Δεκτό και αυτό. Εμένα μου αρέσει σαν ολότητα, αν είναι να βάλω π.χ. το omni να παίζει μόνο του είναι κάπως. Δε θεωρώ το κόνσεπτ καμιά τρομερή ψευτοκουλτούρα γιατί υπάρχει και μια ιστορία ενός ανθρώπου που κάνει το θέμα πιο συγκεκριμένο. Σίγουρα μπορεί να υπήρχαν καλύτερες μουσικές ιδέες αλλά πώς να το κάνουμε προσωπικά έχω δεθεί με το δίσκο και δεν είμαι συχνά λάτρης της τελειότητας.

Αυτό το τελευταίο με την τελειότητα πώς ακριβώς το εννοείς; Ότι ας πούμε “ΟΚ δεν είναι τέλειος δίσκος το Be αλλά τί να κάνω που έχω δεθεί μαζί του σε προσωπικό επίπεδο”; Γιατί αν ναι, η παρατήρηση είναι ψιλοανούσια: δεν υπάρχουν ουσιαστικά “τέλειοι” δίσκοι, μόνο δίσκοι με τους οποίους δενόμαστε και δίσκοι που τους προσπερνάμε γιατί δε μας λένε και πολλά πράγματα.