Στρίβω τσιγάρο, ανάβω, κάνω τζούρα…
Οι Bongripper δημιουργήθηκαν το 2005 στο Σικάγο από τους Dennis Pleckham (κιθάρα), Nick Dellacroce (κιθάρα), Ronald Petzke (μπάσο) και Daniel O’Connor (ντραμς). Η μουσική τους κινείται, κυρίως, γύρω από το ντουμ/σλατζ και επεκτείνεται μέχρι το ποστ ροκ και το ντρόουν. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν καθόλου φωνητικά (πλην ενός κομματιού αλλά και διάφορα σαμπλαρισμένα), οι μεγάλες διάρκειες των τραγουδιών τους αλλά και ότι παίζουν το πιο γαμημένα ΧΕΒΙ σλατζ του σύμπαντος.
Έχουν κυκλοφορήσει 5 αυτοχρηματοδοτούμενα άλμπουμ (αν είναι δυνατόν!!!) και ένα EP σε συνεργασία με τους συμπολίτες τους, Winters In Osaka.
The Great Barrier Reefer (2006)
Αρχή γίνεται με ένα πολύ απλό σαμπλάκι που όμως περικλείει όλη την ουσία των Bongripper: Το άναμμα ενός “τσιγάρου”, που αυτό δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει το επικό, 80λεπτο κομμάτι/ντεμπούτο τους. Αν και όλα τα άλμπουμ των Bongripper, χαρακτηρίζονται από την εκπληκτική δομή τους, αυτό εδώ είναι ίσως το μοναδικό που υστερεί ελαφρώς. Και αυτό συμβαίνει διότι, ενώ δεν είναι χωρισμένο σε κομμάτια αλλά είναι ένα ενιαίο, δεν ακούγεται σαν ένα αλλά σαν πολλά μαζί. Οπότε σαν επιλογή το ένα ενιαίο κομμάτι, κρίνεται ανεπιτυχής. Αυτό όμως, επί της ουσίας (και αυτό είναι που μας νοιάζει), δεν ισχύει και για το περιέχομενο. Γιατί αυτό είναι κάτι παραπάνω από επικό. Ξεκινώντας με μια 8λεπτη, ακουστική, μονότονη μελωδία με σαμπλαρισμένες ομιλίες από πάνω, οδηγεί στον όλεθρο. Έναν όλεθρο περίπου 35 λεπτών, γεματό από ισοπεδωτικές ντουμ ριφάρες, σλατζ ατμόσφαιρες και οργιαστικά ντραμς, ενώ ντρόουν μελωδίες κάνουν την εμφάνιση τους που έχουν κυρίως μεταβατικό ρόλο ανάμεσα στα πολλά θέματα/κομμάτια που χωρίζεται ο δίσκος. Ο όλεθρος καταλαγιάζει και δίνει τη σκυτάλη σε μια υπνωτιστική, πανέμορφη μελωδία που λειτουργεί σαν intermission για κάνα δεκάλεπτο. Μετά ξεκινάει νέος όλεθρος που μας γαμάει τα μυαλά μέχρι το φινάλε, χωρίς σταματημό, με μερικά μεταβατικά ποστ περάσματα που και που.
Η παραγωγή είναι καλή, αν και στα σημεία που χώνει ο δίσκος, ακούγεται λίγο μπουκωμένη και γίνεται βαβούρα (εγώ, βέβαια, για κάποιο λόγο, γουστάρω κάργα με αυτό).
Γενικότερα, πρόκειται για δισκάρα, που αν και έχει κάποια μειονεκτήματα, δεν αμαυρώνουν στο ελάχιστο το σύνολο. Στα συν και ο ευρηματικός τίτλος (παράφραση του Great Barrier Reef, του μεγαλύτερου συμπλέγματος υφάλων στον κόσμο που βρίσκεται στην Αυστραλία, με την λέξη reefer που είναι η μαριχουάνα).
Hippie Killer (2007)
Ένα χρόνο μετά το σοκ του The Great Barrier Reefer, τα παλικάρια, όντας σούπερ καυλωμένα, κυκλοφορούν νέα δισκάρα με επίσης ευρηματικό τίτλο. Πλεόν έχουμε 10 κομμάτια, πάλι συνολικής διάρκειας 80 λεπτών, που όμως, αυτή τη φορά συνδέονται τέλεια μεταξύ τους. Εδώ πειραματίζονται περισσότερο με το ντρόουν και το ποστ ροκ, σε σχέση με το ντεμπούτο τους, που είχαν πιο περιορισμένο ρόλο, δημιουργώντας έτσι, τον πιο πολυεπίπεδο δίσκο τους. Εδώ όλα κυλάνε όπως πρέπει: Από τον 18λεπτο, ποστ θρίαμβο του Charlie, Burnt Reynolds Has Got Shit On You (καλά, όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών τους είναι ένας κι ένας), που σχεδόν Mogwai-ίζει, μέχρι το Her Highness που είναι η επιτομή του σλατζ, και από το ντροουνίζον Thanks For Sticking Around, μέχρι το πανέμορφο The People Mover όπου το μπάσο κάνει θαύματα, όλες οι συνθέσεις είναι φανταστικά δομημένες. Εδώ συναντάμε και το ένα και και μοναδικό κομμάτι, στη δισκογραφία των Bongripper, που έχει φωνητικά, το εκπληκτικό, Iron Monkey-κο, Terrible Bear Attack, που αν και είναι μόλις 3 λέπτα, προλαβαίνει και κόβει κώλους. Όλη η μαγεία όμως βρίσκεται στο 16λεπτο Reefer Sutherland (άλλη μία τρομερή παράφραση), που βάζει στο καζάνι σλατζ και ποστ με μερικές απίστευτες ριφάρες, με αποτέλεσμα να συνουσιάσει το μυαλό μου, γλυκά και τρυφερά. Επιπλέον, εφιαλτικά σαμπλαρίσματα, ακούγονται καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, δημιουργώντας μια heavy psych, αποπνικτική ατμόσφαιρα που φέρνει σε Ufomammut.
Επίσης, η παραγωγή εδώ είναι κρύσταλλο και όλα τα όργανα ακούγονται τέλεια.
Αυτός εδω, παίζει να είναι και ο καλύτερος τους δίσκος. Και τριπάρισμα και βαλτώδες, χέβι σλατζ, όπως μας αρέσει.
Reefer Sutherland (Live)
Her Highness
Heroin (2007)
Κάπου εδώ ξεκινάει η κατηφόρα.
Μοναδικό θετικό όσον αφορά αυτό το άλμπουμ είναι το φανταστικό packaging της σπέσιαλ έκδοσης. Για περιορισμένα αντίτυπα, το άλμπουμ βρισκόταν μέσα σε μια κασετίνα, μαζί με όλα τα σύνεργα που χρειάζονται για να βαρέσει κάποιος τη δόση του.
Από εκεί και πέρα, τα παλικάρια, αποφάσισαν να πειραματιστούν περισσότερο με το ντρόουν και έτσι δημιουργούν ένα συνοθύλευμα από ενοχλητικούς ήχους, χωρισμένους σε 12 κομμάτια, διάρκειας 76 λεπτών. Εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα ριφ της προκοπής, ούτε καν ντραμς. Βασικά, δεν είναι ούτε καν ντρόουν. Είναι κάκιστης ποιότητας θόρυβος. Δεν ξέρω αν αυτοί που αρέσκονται σε ντρόουν/νόιζ ακούσματα, βρίσκουν κάτι καλό σε αυτό το άλμπουμ, εγώ πάντως, αδυνατώ.
Hate Ashbury (2008)
Άλλος ένας εξαιρετικός τίτλος (παράφραση του Haight-Ashbury, συνοικίας του Σαν Φρανσίσκο), που όμως είναι, κι αυτός, δυσανάλογος με το περιεχόμενο.
Οι πειραματισμοί με το ντρόουν συνεχίζονται, ευτυχώς, όμως, επιστρέφει και το σλατζ/ντουμ, αν και έχει πιο περιορισμένο ρόλο απ’ όσο θα έπρεπε.
Υπάρχουν κάποια ωραία ριφάκια και η παραγωγή είναι, για άλλη μια φορά εξαιρετική, αλλά σαν σύνολο, ο δίσκος δεν πείθει. Σίγουρα έχει κάποια ωραία κομμάτια, όπως τα Part 2, Part 3 που ποστίζει κιόλας λίγο και το γαμάτο 10λεπτο φινάλε, Part 8. Σίγουρα είναι αρκετά καλύτερος δίσκος από το Heroin. Σίγουρα όμως δεν είναι, κιόλας, αυτό που γουστάρουμε από τους Bongripper.
Meat Ditch, collaboration EP - Bongripper / Winters In Osaka (2008)
EP με ένα 20λεπτο κομμάτι (ομότιτλο) μόνο, που μοιάζει να βγήκε από το Hate Ashbury, αν και ακούγεται καλύτερο, από οποιοδήποτε κομμάτι από εκεί. Το ντρόουν έχει περιοριστεί αρκετά και εδώ βασικά έχουμε ένα καθαρόαιμο ντουμ/heavy psych κομμάτι με πολλά στοιχειωτικά σαμπλαρίσματα, που φέρνει μπαμ σε Ufomammut.
Αρκετά καλό, αν και δεν τρελαίνομαι κιόλας.
Satan Worshipping Doom (2010)
Και εκεί που φαίνεται να έχουν πάρει την κατιούσα και τους έχω ξεγραμμένους και σχεδόν ξεχασμένους, σκάει τούτο έδω φέτος, σαν κεραυνός εν αιθρία και παθαίνω παροξυσμό.
Αριστουργηματικό εξώφυλλο, εκπληκτικός τίτλος και μαλάκαδενυπάρχειπουθενά περιεχόμενο. Τρία στα τρία, τζακπότ!
Εδώ δεν υπάρχουν υπεκφυγές και μαλακίες. Δεν υπάρχουν ποστ και ντρόουν πειραματισμοί. Εδώ υπάρχει μόνο γαμημένα και -όσο δεν πάει άλλο- χέβι ΝΤΟΥΜ/ΣΛΑΤΖ.
Δεν υπάρχουν χιουμοριστικά λογοπαίγνια και μεταβατικά κομμάτια να 'χαμε να λέγαμε. Μόνο τρελή έμπνεση και τον ίδιο τον Διάβολο (με κεφαλαίο Δ, για να γουστάρουμε) να προσκυνάει.
Εδώ έχουμε τέσσερις, πάνω από 10 λέπτα η κάθε μία, υπερκομματάρες που κλιμακώνουν και χτίζονται με διαολεμένα τέλειο τρόπο, με εκπληκτικής ομορφιάς ριφάρες να σκάνε απίστευτα συγχρονισμένα, με ρυθμό πολυβόλου, ενω το rhythm section είναι πιο μελετημένο από ποτέ.
Μιλάμε για το αυθεντικό σάουντρακ της Αποκάλυψης. Ένα δίσκο που και ο ίδιος ο ιησούς χριστός θα γούσταρε και θα χτυπιόταν μαζί του. Μιλάμε για την τελειότητα την ίδια!
Ένα πολύ πετυχημένο σχόλιο που βρήκα στο ίντερνετ και περιγράφει ωραία και λακωνικά το άλμπουμ είναι αυτό:
“I don’t understand why there are so many shitty bands out there. I mean, seriously… name your band Bongripper, name your album Satan Worshipping Doom, play heavy as fuck doom-riffs, and put titties and fire on your album cover. This isn’t rocket science.”
Καλύτερο άλμπουμ τους πιστεύω ότι πλέον είναι το Satan Worshipping Doom, όπως επίσης παίζει να είναι, πλέον και το αγαπημένο μου, αλλά επειδή δεν έχει καταλαγιάσει στο ελάχιστο ο ενθουσιασμός γι’ αυτό, θα ψηφίσω το The Great Barrier Reefer που είχα πάθει μεγαλό σοκ όταν το είχα πρωτο ακούσει. Εννοείται πως τα 2 αυτά μαζί με το Hippie Killer είναι τα αδιαμφησβήτητα έπη τους και τα υπόλοιπα δεν τα πλησιάζουν καν.
Εν κατακλείδει, μιλάμε για μια τρομερά υποτιμημένη μπάντα, που έχει τα πάνω της και τα κάτω της, αλλά στην τελική περνάμε γαμημένα τέλεια μαζί της. Βασικά, μου φαίνεται ότι ζουν για να κάνουν μπάφους και να καταστρέφουν το σύμπαν. Και αυτό το κάνουν καλά.
ΥΓ. Νομίζω το θρέντι θα πάει άπατο, αλλά δεν γαμιέται, όλα για την καύλα γι’ αυτή τη μουσική γίνονται.