Tελευταία ταινία σε σινεμά 11/8 - καλά πάμε
Λοιπόν με τα πολλά πήγα χτες σε Δαναό για τη νέα ταινία του Joachim Trier (The Worst Person in the World) και πριν πω τι και πως, να πω το εξής:
Γενικά Δαναό πήγαινα (και πάω) πάντα γιατί έμενα αφενός στα 150 μέτρα από πίσω του για 8 χρόνια, αφετέρου γιατί φέρνει καλές ταινίες και ο κόσμος δεν είναι αούγκανος*.
Ο αστερίσκος αφορά το 80% του κοινού της ηλικίας μου± μερικά χρόνια, που έχουν το γνώθι σαυτόν πως ο Δαναός, όχι ότι είναι κανένα τέμενος υψηλής διανόησης και άλλα τέτοια κομπλεξικά, αλλά είναι anyway ένας κινηματογράφος που και είναι μέρος της όλης διοργάνωσης των Νυκτών Πρεμιέρας και κατά βάση στηρίζει παραγωγές από όλο το κόσμο (με ίσως καμιά φορά και πιο καλλιτεχνικές βλέψεις) και είναι ανοικτός στη διοργάνωση διαφόρων θεματικών προβολών κτλ…
Ο αστερίσκος αφορά λοιπόν το 20% κάποιων, κατά βάση 60άρηδων+ θεατών που (υποθέτω) μένουν εκεί γύρω, που έρχονται σινεμά και μιλάνε δυνατά καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ή βήχουν από πίσω σου και νιώθεις κάνα σάλιο στο σβέρκο σου - και έχουν και αυτή την αύρα του “πάω Δαναό να δω μια σινεφίλ Ευρωπαϊκή ταινία και δεν είμαι καμιά πλεμπαρία, ενώ κάπως και εγώ με τα σχόλια μου συμβάλλω στη μαζική απόλαυση μιας τέτοιας ταινίας σε τέτοια αίθουσα”
Ωραία, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥΣ - μακάρι σαβούρα στα σκαλιά προς την τουαλέτας και “αντίο ισχίο” για πάντα!
ΟΚ το να μιλάει κανείς το αντιμετωπίζω - γιατί (όσοι με ξέρουν, ξέρουν) δεν έχω κανένα πρόβλημα να σηκωθώ και όρθιος και να τραβήξω ένα στοχευμένο “σκάστε” εκεί που πρέπει - ή να το πάω και πιο μακριά αν χρειαστεί.
Δεν θα έπρεπε να μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία αλλά οκ, τουλάχιστον μπορώ αν χρειαστεί.
ΑΛΛΑ ΡΕ ΜΛΚ ΓΑΜΩΓΕΡΕ, ΠΟΥ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΟΝ ΑΠΑΝΤΑ → ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΦΤΑΡΝΙΣΤΕΙΣ Ή ΒΗΞΕΙΣ, Ε ΒΑΛΕ ΤΟ ΓΑΜΩΧΕΡΟ ΣΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ - ΕΙΔΑΛΛΩΣ ΒΑΛΤΟ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΕ ΠΟΥΛΟ!!!
ΟΤΑΝ ΒΗΧΟΥΜΕ ΒΑΖΟΥΜΕ ΧΕΡΙ ΜΠΡΟΣΤΑ - ΕΙΔΙΚΑ ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΣΑΛΙΑ!!! 
Δεν μιλάω τώρα για τη μαζική απόλαυση που προσφέρει η αίθουσα, την κοινή κινηματογραφική εμπειρία, τον παλμό των θεατών κτλ - μιλάω για πολύ βασικούς κανόνες συμπεριφοράς (και υγιεινής
)
Αν δεν είχα την κερά χτες να πρέπει να είμαι ψύχραιμος και να μην κάνω σκηνή, δεν θα είχα δει ταινία αλλά θα έτρεχα ΓΑΔΑ βραδιάτικα για εξύβριση και ξυλοδαρμό ηλικιωμένου.
Τεσπά ναι, Jiachim Trier και Affeksjonsverdi (ή αλλιώς Συναισθηματική Αξία)
Η πρώτη σπουδαία ταινία της χειμερινής σεζόν, ανταποκρίθηκε πλήρως στο hype και μπαίνει από τώρα μάλλον στις 10 καλύτερες ταινίες που έχω δει φέτος.
Στα χνάρια του σινεμά του Bergman με γενναίες τζούρες από Ίψεν και Τσέχωφ (για τους φίλους) ο Trier στήνει μια ταινία για τα θεμέλια της οικογένειας σε άμεση αντίστιξη με τα θεμέλια ενός σπιτιού και το σινεμά/τέχνη ως το “σπίτι” του καθενός…
Το Affeksjonsverdi έρχεται να επιβεβαιώσει τη φήμη του σκηνοθέτη που γνωρίζει τον ουσιαστικό τρόπο να σκαλίζει τις λεπτές και ευαίσθητες πολύχρωμες αποχρώσεις των ανθρώπινων σχέσεων - με ένα πιο άμεσα οικογενειακό και εσωστρεφές αφήγημα (συγκριτικά με τη προηγούμενή του ταινία) όπου η μνήμη, το τραύμα και η τέχνη πλέκονται περιτέχνως και δημιουργούν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και “τραχύ” μωσαϊκό.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται η Νόρα, επιτυχημένη ηθοποιός στη Νορβηγία που βιώνει τον χαμό της μητέρας της. Η επιστροφή του πατέρα της, Γκούσταβ, ενός διάσημου σκηνοθέτη που είχε εγκαταλείψει την οικογένεια, αναμοχλεύει μνήμες και ανοίγει ξανά πληγές που δεν είχαν ποτέ πραγματικά κλείσει. Η πρότασή του να τη βάλει πρωταγωνίστρια σε μια αυτοβιογραφική ταινία που θέλει και ο ίδιος να γυρίσει μέσα στο “στοιχειωμένο” τους πατρικό λειτουργεί σαν καταλύτης: φέρνει την ίδια αντιμέτωπη όχι μόνο με τον ρόλο της κόρης που πληγώθηκε, αλλά και με εκείνον της καλλιτέχνιδας που καλείται να δανείσει την ίδια της την ψυχή σε ένα έργο που αναπαράγει τις οικογενειακές τους εντάσεις.
Αυτό που κάνει τη Συναισθηματική Αξία ξεχωριστή είναι η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Ο Trier τονίζει διαρκώς, διακριτικά αλλά αρκούντως δυναμικά, το πόσο εύθραυστη είναι η γραμμή ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην προσωπική ζωή, αφήνοντας να φανεί ότι κάθε έργο τέχνης, όσο καθολικό κι αν παρουσιάζεται, κουβαλά τις σκιές και τα αποτυπώματα εκείνων που το γέννησαν.
Η ταινία, με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο μια ιστορία οικογενειακής αποξένωσης, αλλά και ένα διακριτικό μα καίριο σχόλιο για την ίδια τη φύση του σινεμά (το οποίο συμπλέει με φοβερή συνέπεια με την “κύρια” θεματική του έργου που ανέφερα πριν): ποιανού η φωνή ακούγεται, ποιος αποφασίζει τι καταγράφεται και τι ξεχνιέται…
Σκηνοθετικά, ο Trier παραμένει πιστός στο ύφος του και ξεδιπλώνει την αφήγηση με αργούς ρυθμούς, δίνοντας χώρο στη σιωπή, στα βλέμματα και στις ανεπαίσθητες κινήσεις που φανερώνουν περισσότερα από τους (επίσης πολλούς, πυκνούς ανά στιγμές και εξαιρετικά δομημένους) διαλόγους. Υπάρχουν στιγμές που η ταινία μοιάζει να «παγώνει» σε μικρά στιγμιότυπα καθημερινότητας, σαν να μας υπενθυμίζει ότι τα σημαντικότερα δράματα δεν εκρήγνυνται πάντα, αλλά υποβόσκουν μέσα σε μικρές χειρονομίες και ανομολόγητα συναισθήματα - χωρίς να αμελεί την ενσωμάτωση κάποιων γλυκόπικρων χιουμοριστικών ιντερλουδίων σε καίρια σημεία, τα οποία λειτουργούν και εκείνα υπέρ της πλοκής και των βαθύτερων θεματικών της.
Οι χώροι του σπιτιού, σημαδεμένοι από τον χρόνο με κάποιες ρωγμές, λειτουργούν σαν καθρέφτης της φθοράς στις οικογενειακές σχέσεις. Οι σκηνές των προβών ή του γυρίσματος αντιπαραβάλλονται με πιο προσωπικές στιγμές, δημιουργώντας ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στο ψεύτικο και το αληθινό. Αυτή η αντιστικτική δομή ενισχύει τα μάλα και την κεντρική ιδέα της ταινίας, ότι δηλαδή ζωή και τέχνη δεν μπορούν να αποκοπούν μεταξύ τους.
Οι ερμηνείες επίσης, αναμφισβήτητα και προφανέστατα παίζουν καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Η Renate Reinsve (φοβερή ηθοποιός) δίνει στη Νόρα μια εντυπωσιακή γκάμα συναισθημάτων: είναι ταυτόχρονα δυνατή και εύθραυστη, πεισματάρα και πληγωμένη. Ο Stellan Skarsgård στον ρόλο του Γκούσταβ καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη γοητεία ενός χαρισματικού καλλιτέχνη και το βάρος ενός πατέρα που έχει αποτύχει να σταθεί δίπλα στην οικογένειά του. Οι δυο τους, στις κοινές τους σκηνές, δημιουργούν μια ηλεκτρισμένη ένταση - και μερικές φοβερές σεκάνς ανθολογίας.
Η παρουσία της Elle Fanning ως Αμερικανίδας σταρ που μπαίνει στο οικογενειακό σύμπαν για Χ λόγους, προσφέρει επίσης μια ενδιαφέρουσα διάσταση στο όλο σκηνικό - όμως αν και λειτουργεί φαινομενικά ως κάτι-σαν-συμβολισμός της διεθνούς, πιο εμπορικής διάστασης του σινεμά, κάποιες φορές φαίνεται να αποσπά την προσοχή περισσότερο από όσο χρειάζεται, από το κεντρικό δράμα. Παρ’ όλα αυτά, προσθέτει έναν τόνο ειρωνείας για το πώς η βιομηχανία χειρίζεται τις προσωπικές ιστορίες, μετατρέποντάς τες σε προϊόντα που μάλλον βρίσκει το στόχο - αν και σίγουρα, από ένα σημείο και μετά αποτελεί μια ελαφρώς λιγότερο “ενδιαφέρουσα” πτυχή του όλου δραμεντί…
Ένα από τα μεγάλα προτερήματα της ταινίας είναι η ικανότητά της να αποφύγει πάντως τις εύκολες λύσεις. Δεν υπάρχει μια τελική κάθαρση ούτε μια απλή απάντηση για το αν οι σχέσεις overall επουλώνονται.
Ο Trier δείχνει ξεκάθαρα ότι η συμφιλίωση δεν σημαίνει λήθη, αλλά συνύπαρξη με τις πληγές. Έτσι, η ταινία κατορθώνει να μιλήσει για την απώλεια και την αγάπη με τρόπο πιο αληθινό και πιο ανθρώπινο από ό,τι μια κούφια, συμβατική ίσως μελοδραματική κορύφωση - και παράλληλα απευθύνεται και σε κοινό που είναι πρόθυμο να σκαλίσει την επιφάνεια/κάτι αυτονόητο από τα πρώτα κιόλας λεπτά, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικά κάποια “επιφάνεια”, μόνο θεματικό βάθος.
Η σκιά του Bergman όπως είπα και πριν πλανάται εμφανώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, όχι όμως ως μίμηση, αλλά ως διάλογος με μια παράδοση που ξέρει να εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις με αυστηρότητα και τρυφερότητα ταυτόχρονα.
Οπότε ναι, η “Συναισθηματική Αξία” δεν είναι μια ταινία εύκολη, ούτε φτιαγμένη για όλους.
Απαιτεί υπομονή, συγκέντρωση και διάθεση να αφεθεί κανείς σε μια ιστορία που λειτουργεί πιο πολύ σαν διαδικασία κατανόησης - παρά σαν ξεκάθαρη αφήγηση.
Με μια εναρκτήρια σεκάνς ανθολογίας και ένα φανταστικό φινάλε, το νέο έργο του Trier είναι για εμένα, όπως είπα και στην αρχή, μια από τις καλύτερες ταινίες που είδα φέτος σινεμά - και το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Νικήτρια του φετινού Grand Prix των Καννών - και κάτι μου λέει πως δεν θα μείνει μόνο σε αυτό.
Υγ. Έσωσε την παρτίδα επίσης χτες βράδυ και κάπως ξέχασα μετά τον μαλάκα από πίσω…
… μέχρι τώρα που τον θυμήθηκα πάλι
Aν μια στις τόσες διαβάζεις rocking εσύ που φταρνίστηκες χτες από πίσω (παραπάνω από μια φορά) και έβηχες και με πήραν (παραπάνω από μια φορά) τα σκάγια, αν σε πετύχω ξανά και είμαι solo την έχεις γαμήσει!