Μακρινάρι alert (το είχα σωσμένο, ας φύγει λοιπόν) →
Ο Πάπας πεθαίνει και η διαδικασία διαδοχής του, ξεκινάει, με project manager τον Καρδινάλιο Lawrence - o οποίος βρίσκεται ήδη σε ένα πνευματικό τέλμα- ενώ κρυμμένα μυστικά έρχονται στο φως για να διαταράξουν τις λεπτές ισορροπίες του κλήρου.
Ο Edward Berger κέρδισε το 2022 το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για το Ουδέν Νεότερο Από το Δυτικό Μέτωπο, ένα remake της επίσης Οσκαρικής ταινίας του 1930, το οποίο είχε με εντυπωσιάσει με την τεχνική του αρτιότητα, αλλά και τη σεναριακή θεματική ενίσχυση μιας πιο ολοκληρωμένης και σφαιρικής αντίληψης των συνθηκών της εποχής -τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό-ταξικό επίπεδο.
Στο Conclave συμμαχεί με τον Peter Straughan (τον σεναριογράφο του Tinker Taylor Soldier Spy, ΑΚΑ αριστουργηματικό κατασκοπευτικό θρίλερ για όποιον δεν το γνωρίζει, που έπαιξε με τη φόρμα τόσο - όσο, τιμώντας τις ρίζες του και παράλληλα επαναπροσδιορίζοντάς το είδος) για την κατάδυση σε έναν κόσμο γεμάτο καλά κρυμμένα μυστικά -ένα αινιγματικό σύμπαν, αφενός μεν πιο απλοϊκό από τον δαιδαλώδη λαβύρινθο ειρμών και σκέψεων που απαιτούσε η μεταφοράς του προαναφερθέντος βιβλίου του John le Carré, αφετέρου δε πιο προσγειωμένο στο σήμερα και στις απαιτήσεις ενός mainstream κοινού που αποζητά την ίντριγκα πίσω από τη σκιερή δράση της Καθολικής Εκκλησίας.
Η σύμπραξη αυτή τελικά παραδίδει ένα υποδειγματικό mainstream θρίλερ δωματίου, καθώς το στιβαρό, ψυχρό και παράλληλα βιρτουοζιτέ ύφος του Berger μπλέκει ιδανικά με ένα σενάριο που γνωρίζει τους βασικούς κανόνες του είδους και ξεδιπλώνεται με αργό, νωχελικά μεθυστικό ρυθμό σε δύο γεμάτες ώρες που ρέουν στρωτά και εύρυθμα. Η εκτεταμένη χρήση του φανταστικού soundtrack από τον Volker Bertelmann ( Όσκαρ Καλύτερου Soundtrack επίσης για το Ουδέν Νεότερο Από το Δυτικό Μέτωπο, ο οποίος εδώ κρατάει σε 2ο χρόνο τα ηλεκτρονικά του ambients και γράφει ένα πιασάρικο παραδοσιακό θέμα εγχόρδων) συνάδει υπέροχα με το ύφος της ταινίας -καθώς τα πλάνα που στήνει ο Berger αποπνέουν διαρκώς και ανεξαρτήτως περίστασης μια Kubrick-ική κλινική υφή. Σε αυτό σαφέστατα βοηθάει πολύ και η εξαιρετική φωτογραφία του Stéphane Fontaine, καθώς και το εξωφρενικά σφικτό μοντάζ του σχετικά νεόκοπου Nick Emerson.
Οι υποψήφιοι Πάπες παίζουν κυνικά παιχνίδια εξουσίας που αντηχούν πέραν των τεσσάρων τοίχων της Cappella Sistina και αρκετά απροκάλυπτα ευθυγραμμίζονται συμβολικά με τους αντίστοιχους πολιτικούς μακιαβελισμούς των διαφόρων ηγετών των μεγάλων Δυτικών χωρών. Η ανθρωπογεωγραφία εντός Βατικανού θυμίζει χαρακτήρες από το Goodfellas με ράσα (χωρίς αιμοβόρικες υπερβολές, μιας και η ταινία πατάει πολύ γερά στον ρεαλισμό που απαιτεί μια ταινία ανάλογης θεματολογίας), με προσωπικές κρυφές ατζέντες και μια κουστωδία που ακολουθεί και εφαρμόζει κατά γράμμα τις όποιες οδηγίες του εκάστοτε υποψηφίου για την επίτευξη του τελικού στόχου -την ανάληψη δηλαδή της εξουσίας και κατ’ επέκταση μια εκ νέου διαμόρφωση των βασικών αρχών της καθολικής εκκλησίας.
Στη μέση όλων, ο Lawrence της εξαιρετικά μετρημένης και βαθιά εσωτερικής ερμηνείας του Ralph Fiennes, ένας χαρακτήρας με βαριά αίσθηση ευθύνης αλλά και αμφιβολίας, τόσο για τον δρόμο που έχει πάρει η εκκλησία όσο και για την ίδια του την πίστη σε αυτήν - ένας ελαφρώς απρόθυμος “διαιτητής” που επιθυμεί πάραυτα τη στροφή του καθολικισμού προς μια “αλήθεια” που εγείρει αμφιβολίες (και άρα εκπληρώνει τον σκοπό της θρησκείας, η οποία κατ’ εκείνον πρέπει να είναι μια διαρκής δογματική αμφισβήτηση).
Η ιστορία έχει αρκετές ανατροπές, μια παλλόμενη υπόγεια ένταση και μερικές εξόχως γραμμένες λεκτικές “μονομαχίες” μεταξύ των βασικών «πιονιών» της «σκακιέρας». Προς το φινάλε δε, έρχεται μια καλό-δουλεμένη ανατροπή, η οποία ίσως ξενίσει με την ελαφρώς διδακτική της χροιά - παραμένει όμως ένα καλογραμμένο και καλό-υπολογισμένο twist που δένει το “γλυκό” και κορυφώνει με αδιαπραγμάτευτη μαεστρία το θρίλερ.
Συνοποπτικά το Conclave δεν επαναπροσδιορίζει το είδος του, ούτε στέκεται επί ίσοις όροις απέναντι στις προηγούμενες δουλειές των Berger και Straughan -απόρροια κυρίως μιας, κάπως συζητήσιμης τελευταίας πράξης και ελλείψει της θεματικής βαθύτητας και βαρύτητας μιας ταινίας όπως το Tinker Tayler Soldier Spy. Αποτελεί όμως ένα πρώτης τάξεως “γειωμένο” mainstream θρίλερ δωματίου (πας σινεμά, περνάς 2 ώρες καλά.-) που αναμένεται να “χτυπήσει” κάποια καλά Oscars φέτος + να δώσει (με δυνατές πιθανότητες θα πω εγώ, σε όποιον παίζει στοίχημα
) στον Fiennes το πρώτο του χρυσό αγαλματίδιο.