Τι ταινία είδατε σήμερα στο cinema?

Δεν το έχω δει ακόμα, αλλά ακόμα και αν διαφωνώ εντελώς μαζί σου δεν θα έχει σημασία.
Το review σου ήταν top class χείμαρρος

2 Likes

Ευχαριστώ, κάνω ό,τι μπορώ :exclamation:

Η αλήθεια είναι ότι σπάνια θα επεκταθώ ως προς τα αρνητικά π.χ. μιας ταινίας και ελπίζω να είναι κατανοητό ότι πρόκειται για ένα ξεκάθαρα υποκειμενικό take απέναντι σε στοιχεία που με “ενόχλησαν”.

1 Like

Δύο λόγια και μια μικρή ερμηνεία - χωρίς κάποιο spoiler που χαλάει την εμπειρία- για ένα από τα πιο γοητευτικά “αινίγματα” του σύγχρονου Αμερικάνικου σινεμά:

Τo 1941 ένας νεαρός ιδεαλιστής συγγραφέας θεατρικών έργων στη Νέα Υόρκη δέχεται κρούση από το Hollywood και την Capitol Pictures. Καθώς τα χρήματα είναι υπερβολικά πολλά για να αρνηθεί, ο “ποιητής του απλού ανθρώπου” Barton Fink ταξιδεύει στο Los Angeles όπου και του ανατίθεται η συγγραφή ενός…b movie (προς απογοήτευσή του).
Πελαγωμένος από την εξέλιξη αυτή των πραγμάτων, το στενό, μικρό του κλειστοφοβικό δωμάτιο στο Hotel Earle αρχίζει να τον πνίγει. Ακούει θορύβους, οι τοίχοι στάζουν κόλλα και οι ταπετσαρίες ξεκολλάνε με έναν απειλητικά νωχελικό τρόπο, η έμπνευσή του εξαφανίζεται και η ζέστη γίνεται σταδιακά αφόρητη.

Η συνάντησή του με τον Charlie, τον θορυβώδη γείτονά του αποδεικνύεται καθοριστική: Eγκλωβισμένος σε μια φανφάρα περί μιας υψηλής τέχνης που θα αγγίζει την ψυχή του αληθινού προλετάριου βιοπαλαιστή, ο αλαζόνας Barton αγνοεί διαρκώς τον Charlie - την φαινομενική ρίζα της έμπνευσης του- όταν ο δεύτερος μάλιστα προτίθεται να μοιραστεί μαζί του καθημερινές ιστορίες. Σε ένα ξενοδοχείο που μοιάζει στοιχειωμένο, γεμάτο ενοίκους με τα παπούτσια τους αφημένα στους διαδρόμους αλλά εκείνους ποτέ παρόντες, ο Barton Fink αδυνατεί ακόμα και έτσι να αφουγκραστεί στην πραγματικότητα τον “απλό άνθρωπο”, βυθισμένος σε έναν κενό ιδεαλισμό για ιδανικά που στη πραγματικότητα δεν γνωρίζει επί τούτου.

Η ομορφιά της απλότητας τον κοιτάζει διαρκώς από τον τοίχο -μέσω μιας φωτογραφίας που μοιάζει να τον καθηλώνει περιστασιακά- όμως εκείνος αρνείται να ενδώσει.
Μετά από μια σειρά γεγονότων Hollywood-ιανής τρέλας και ανθρώπινης ματαιοδοξίας που θρυμματίζουν εντελώς την εύθραυστη ψυχολογία του Barton, αρχίζει να βιώνει μέσα στο πετσί του πλέον έναν υπαρξιακό καφκικό εφιάλτη - η πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς πρόσωπα με το κενό του ασυνείδητου και οι τοίχοι του μικρού του δωματίου, τον εγκλωβίζουν ολοένα και περισσότερο.

Εκεί λοιπόν, σε μια σκηνή εξαιρετικά προφανούς αλληγορίας αλλά και παράλληλα τόσο σαρδόνια δοσμένης, ο Barton “μπαίνει” στα παπούτσια του Charlie - αφήνεται από το “καλάμι” του και συνάπτει μια τύπου… συμφωνία με τον διάβολο. Η έμπνευση επανέρχεται, το έργο “γράφεται μόνο του” και το αριστούργημα του Fink ολοκληρώνεται. Το τίμημα όμως τον περιμένει - και τον οδηγεί σε μια φοβερή σκηνή ανθολογίας γεμάτη Βιβλικές αναφορές και σημασιολογικές αλληγορίες, πριν δώσει τη θέση της σε ένα εξωφρενικά to the point καθαρτήριο φινάλε, που ολοκληρώνει ιδανικά την… μάλλον καλύτερη ταινία των Coen -στο νήμα με το Miller’s Crossing, το οποίο βγήκε το 1990, ένα χρόνο νωρίτερα και ένα τσικ ίσως παραπάνω από το Fargo κατ’ εμέ.

Με ιδιαιτέρως έντονη την επιρροή του Polanski των Tenant και Rosemary’s Baby στη δομή και αύρα και φυσικά βουτηγμένο στην βιτριολική αλληγορία και το πνευματώδες μαύρο χιούμορ που έκαναν τους Coen ένα από τα φαινόμενα του σινεμά των 90s, το Barton Fink κάνει μια λεπτή ανατομία πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο που θέλει να δημιουργήσει τέχνη και να γίνει παράλληλα “δοχείο” της, σκαλίζει τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα της ατελούς του φύσης και συν τοις άλλοις, κερδίζει Χρυσό Φοίνικα (+ Σκηνοθεσία + 'Α Ανδρικό Ρόλο) στο 44ο Φεστιβάλ των Καννών -παραμένοντας μέχρι σήμερα μια από τις απατηλές κορυφές του Αμερικάνικου Σινεμά των τελευταίων 40 ετών.

Cinobo Πατησίων, το έχει ξανά νομίζω μια από τις επόμενες μέρες - μην το χάσετε οι fans ή όσοι δεν το έχετε δει.

10 Likes

Οκ Brutalist φαβορί για best picture θα έλεγα.

2 Likes

Δύο λογια για τη χθεσινή προβολή του Brutalist.
Η ταινία ήταν sold out στα πρώτα δευτερόλεπτα στις Νύχτες Πρεμιέρας και εντέλει για κάποιο λόγο. Η θεματολογία δε με είχε ιντριγκάρει πολύ, και είχα απορία πώς ακόμη μία ταινία για έναν Εβραίο μετανάστη στην Αμερική θα κέρδιζε το κοινό.

Το Brutalist του Brady Corbet ήταν μια απόλυτη κινηματογραφική εμπειρία.-

Ουσιαστικά, η ταινία είναι η ιστορία ενός Ούγγρου μετανάστη – εξαιρετικού αρχιτέκτονα – στην Αμερική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του και τον γάμο του.

Στην Αμερική των late ‘40s – ‘50s, που υπήρξε η Γη της Επαγγελίας για Ευρωπαίους και απανταχού εκδιωγμένους, ξαφνικά γέμισε με πολυτάλαντους και τρομερά καλλιεργημένους «ξένους», οι οποίοι και μπολιάσαν με το ταλέντο τους, ξανά, αυτή τη χώρα.
Μόνο που δεν έγινε από όλους αποδεκτό με τον ίδιο τρόπο.

Αυτό που με γέμισε είναι τα πόσα πολλά ζητήματα πραγματεύεται και φέρνει εις πέρας. Από τη ζωή των μεταναστών στην Αμερική, τον ακραίο ρατσισμό (εμφανή ή υποδόριο), τις σχέσεις των ανθρώπων και πώς αυτές μπορούν να επιβιώνουν στις πιο αντίξοες συνθήκες, την εμμονή σε μεγαλεπήβολα έργα που μπορούν να σε καταφάγουν από μέσα, τις εξαρτησεις, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης καλλιτεχνικής κουλτούρας και πλαισίου. Άλλο ένα ευαίσθητο θέμα είναι αυτό του Εβραϊσμού, το οποίο προσεγγίζεται στο πλαίσιο της διαφορετικότητας των μεταναστών εκείνης της εποχής. Τουλάχιστον σε εμένα, δεν φάνηκε ως σιωνιστική προπαγάνδα.

Ο Corbet εν μέρει έκανε αυτό που ο Κόπολα απέτυχε.

Η φωτογραφία ήταν πραγματικά εξαιρετική, και η τρομερή σκηνοθεσία με πλάνα έργα τέχνης ανά σημεία και γερή δόση brutal, δίνουν ρεσιτάλ. Οι ερμηνείες βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, με τον Brody να πηγαίνει καρφί για άλλο ένα αγαλματίδιο. Δυστυχώς, το Τριανόν είχε πολύ μουντή προβολή και εικόνα, οπότε έχασα πολλή από τη μαγεία των μαύρων και των σκιών, οποτε ανυπομονω τη 4Κ εκδοση να την χαρω στην OLED σπιτι :stuck_out_tongue:

Η τελική διάρκεια των 3,5 ωρών δε κούρασε. Αντίθετα, στο τέλος είχε χτίσει μια τόσο δυνατή και οργανική σχέση με τους χαρακτήρες, που ο επίλογος σε συγκινεί και σε αφήνει ολοκληρωμένο.

11 Likes

Σήμερα θα πάω, με έφτιαξες

1 Like

Στο φάσμα από σχεδόν TV movie (πες Juror#2 του Clint eastwood) που δεν χάνεις σχεδόν τίποτα αν δεν την δεις στη μεγάλη οθόνη …έως ποίηση της εικόνας που είναι φτιαγμένη για σινεμά (π.χ. διάφορες Ιταλικές, Ιαπωνικές παλιές κλπ) που βρίσκεται η ταινία;;

Ενδιάμεσα παραδείγματα π.χ. Anora αγαπημένη περσινή ταινία, την έβλεπα και σπίτι μου νομίζω χωρίς να χαθούν πολλά. Ενώ love lies bleeding το είδα στο κινητό, μάλλον ήταν για σινεμά.

Γιατί η γυναίκα μου μου έριξε χ λόγο διάρκειας και γενικά εύκολο εγχείρημα δεν το λες να πας να δεις ένα τέτοιο έργο.

Ειναι απο αυτες τις ταινιες που σε αγκαλιαζει, και για 3.5 ωρες εισαι μερος αυτου του κοσμου.
Γυρισμενη σε 70mm φιλμ, καθε καρε ειναι και ενας πινακας - αν βαλεις και τις ωραιες τοποθεσιες, τις καλλιτεχνικες brutal ληψεις τοτε δν εχεις λογο να τη χασεις απο τις αιθουσες! Δε ξερω για τους υπολοιπους, αλλα για μενα ειναι μια ταινια που θα μου μεινει και χαρηκα που την ειδα στη μεγαλη οθονη.

1 Like

Καλά ναι, πιο ταινία φτιαγμένη αποκλειστικά για σινεμά δεν παίζει φέτος

1 Like

Αμερικανικό έπος made in 70s για το σήμερα, με ευθείες αναφορές στο The Fountainhead της Ayn Rand και στο σινεμά του Coppola, του Visconti, του Bertolluchi και του Paul Thomas Anderson (αναφορικά με την επεξεργασία και απόδοση ορισμένων σεναριακών “αναχρονισμών” και ενός, ανά διαστήματα πιο συγκεκριμένου ύφους) τόσο σε δομικό επίπεδο όσο και θεματικό: γυρισμένο με VistaVision (υψηλής ανάλυσης widescreen κάμερα με film 35mm, η οποία χρησιμοποιήθηκε από το 1954 μέχρι το 1961 και σε ταινίες όπως North by Northwest, Vertigo, One-Eyed Jacks κτλ) και με εξωτερικά γυρίσματα στην Ευρώπη, το The Brutalist των 215 λεπτών και του ενσωματωμένου 15λεπτου διαλλείματος, διαδραματίζεται σε μια περίοδο 40 σχεδόν ετών και ακολουθεί τον László Tóth, έναν εβραίο αρχιτέκτονα, επιζών του Ολοκαυτώματος και πλέον μετανάστη στις ΗΠΑ, όπου προσπαθεί να ανακαλύψει και να κατακτήσει το Αμερικανικό Όνειρο.

O Tóth είναι γραμμένος στα πρότυπα ενός ήρωα κάποιου μεγάλου larger than life λογοτεχνικού κλασσικού έπους: ένας ποικιλόμορφος χαρακτήρας γεμάτος ενδιαφέρουσες αντιθέσεις, ένας μποέμ προλετάριος με εμφανέστατες τάσεις υποταγής στο κεφάλαιο και τις ευκαιρίες που φαίνεται να υπόσχεται η νέα του πατρίδα σε όλους τους εργατικούς ιδεολόγους που καταφθάνουν εκεί σωρηδόν μετά τον πόλεμο. Παράλληλα είναι και ένα άκρως αντιδραστικό άτομο απέναντι σε όποιον προσπαθεί να αλλοιώσει το όραμα του. Ένας άνθρωπος επιρρεπής στα πάθη του, δέσμιος ενός εφιαλτικού παρελθόντος και έτοιμος να δεσμευτεί σε ένα νέο αύριο, σε μια νέα Γη της Επαγγελίας. Η επεισοδιακή πρώτη συνάντησή του με τον κροίσο Harrison Lee Van Buren θα οδηγήσει σταδιακά σε μια σημαντική επαγγελματική συνεργασία, με σκοπό την ανέγερση ενός κτιριακού μνημείου – πολιτισμικού κέντρου προς τιμήν της αποθανούσας μητέρας του δεύτερου, στα πρότυπα του Bauhaus μπρουταλισμού με τον οποίον έγινε γνωστός στην πατρίδα του ο Tóth.

Ο Brady Corbet εξαργυρώνει τη μαθητεία του ως ηθοποιός δίπλα σε σκηνοθέτες όπως ο Lars Von Trier, Michael Haneke και φυσικά τον Stanley Kubrick, σε ένα μεγαλοπρεπές δημιούργημα που θυμίζει εσκεμμένα (αλλά όχι τεχνητά) ένα σινεμά «άλλων εποχών», το οποίο και καθηλώνει με την οπτική καθαρότητα των «μεγάλων» του πλάνων, την επιμέλειά στην εικονογράφηση ενός κινηματογραφικού έπους που ξεπερνάει τα σύγχρονα όρια του είδους αλλά κυρίως το «φύτευμα» σε αυτό μια πληθώρα χαρακτήρων, καταστάσεων και μικρών λεπτομερειών που ζωντανεύουν την μεταπολεμική Αμερική με τρόπο εντυπωσιακά αληθινό και «στέρεο». Η προσωπική σκηνοθετική ματιά του Corbet κυριαρχεί περιτέχνως πάνω στις επιρροές του και διατάζει το οπτικοακουστικό αυτό κρεσέντο μεγαλοπρέπειας και φιλοδοξίας προς την κατεύθυνση που επιθυμεί ο δημιουργός του – μεγάλο, στιβαρό σινεμά του δημιουργού από πολλές απόψεις.

Σεναριακά o Corbet και η Mona Fastvold δημιουργούν αρχέτυπα χαρακτήρων και τα τοποθετούν σε έναν μορφικό χάρτη μιας νεόκοπης Αμερικανικής υπαίθρου, της οποίας την τραχιά επιφάνεια εν συνεχεία σκαλίζουνπρος ανάδειξη διαχρονικών θεματικών που σμίλευσαν αυτό που ονομάστηκε αμερικάνικο όνειρο (αλλά και εφιάλτης): μετανάστευση, ξενοφοβία, ταξική ανισότητα, σχέσεις υποταγής και εξουσίας, σύζευξη παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος μέσω της ιστορικής ευθύνης, η σημασία της Τέχνης ως όχημα που ξεπερνάει τον χρόνο, τον χώρο και την ίδια την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που πραγματεύεται το The Brutalist, μακριά από κάθε ακαδημαϊκό φορμαλισμό του σήμερα και με το βλέμμα (και την καρδιά) στραμμένα προς στην άκρατη δημιουργική αυτονομία των μεγάλων σκηνοθετών των 70s.

Και καταφέρνει σε σημαντικό βαθμό να κοιτάξει αυτό το σινεμά και στη συνέχεια να γίνει μέρος του, χάνοντας όμως μερικώς την απόλυτη συνέπεια απέναντι στην ίδια την πελώριά του φιλοδοξία, καθώς ελλείψει μιας πιο συνεκτικής γραφής, το The Brutalist δεν αποφεύγει την φλυαρία ανά (ευτυχώς μικρά) διαστήματα, ενώ και η αρκετά προφανής αλληγορική του διάθεση κάνει ορισμένες σεκάνς να φαντάζουν σχηματικές, αχρείαστα προφανείς και… λίγο άκομψα άνευρες στην σημειολογία τους.

Σε έναν πολύχρωμο θίασο χαρακτήρων ο Adrien Brody βρίσκει τον ρόλο της καριέρας του (μια τρόπο τινά επέκταση του χαρακτήρα του από το The Pianist) και είναι συγκλονιστικός από όπου και να το εξετάσει κανείς – ένας πολύπλοκος άνθρωπος που διαρκώς που ανά τα έτη διαρκώς αλλάζει, κρατώντας παράλληλα την αρχετυπική του φύση ατόφια και ξεκάθαρη. Στους ώμους του σηκώνει ένα πολύ μεγάλο μερίδιο επιτυχίας της ταινίας, αφού καταφέρνει να ορθώσει ένα ισάξιο ανάστημα απέναντι στο όλο…μπρουταλιστικό μέγεθος της παραγωγής και ουδέποτε δεν «καταπίνεται» από εκείνην. Από το υπόλοιπο cast ξεχωρίζει η Felicity Jones σε μια ακαδημαϊκή μεν, μεστή δε ερμηνεία, ενώ ο Guy Pearce είναι μάλλον το «θύμα» των αρχετυπικών χαρακτήρων και της προφανούς φιλμικής αλληγορίας που αναφέρθηκε νωρίτερα – ένας χαρακτήρας μείζονος σημασίας στη πλοκή, γραμμένος όμως σαν μια ελαφρώς άψυχη καρικατούρα, που περιορίζει τον κατά τα άλλα εξαιρετικό Αυστραλό ηθοποιό σε μια αναιμική ερμηνεία χωρίς «ειδικές» εντάσεις ή ιδιαίτερες απαιτήσεις πέραν των προφανών.

Ο ήρωας του Corbet χτίζει ένα πελώριο μνημείο, το οποίο ανυψώνεται και γκρεμίζεται ταυτόχρονα, μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Η μοίρα του μπρουταλιστικού του magnus opus ορίζεται από εκείνους που μέσα στην ερεβώδη λαχτάρα τους για ολοένα και περισσότερα, δεν λογίζουν καμία ηθική αξία και βυθίζουν διαρκώς το ίδιο το μνημείο σε ένα ζοφερό σκοτάδι απανθρωπιάς και απληστίας. Το The Brutalist είναι μια εμπειρία κατασκευασμένη αποκλειστικά για τις αίθουσες και… μάλλον όλα όσα θα ήθελε να είναι το Megalopolis του Francis Ford Coppola (σε μια ιστορικής χρονικής συγκυρίας περίπτωση «παράδοσης και ανάληψης σκυτάλης»).

Ο Brady Corbet, με μια υπέρμετρη φιλοδοξία να επαναφέρει στο Αμερικάνικο σινεμά ένα θέαμα που, ίσως μόνο ο Paul Thomas Anderson έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής τον 21ο αιώνα, δημιουργεί εν τέλει την πιο μεγάλη ταινία της χρονιάς – μια ταινία που επαναφέρει εμφατικά το «σινεμά του δημιουργού» στο τραπέζι και με το πενιχρό budget των 10 εκ. δολαρίων και τα επτά χρόνια παραγωγής κάνει ακόμα πιο σημαντική τη δήλωση του κατά την απονομή της Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Δραματικής Ταινίας και Σκηνοθεσίας στα χέρια του: «Μου είπαν πως αυτό το φιλμ ήταν αδύνατο να διανεμηθεί. Πως κανείς δεν θα ερχόταν να το δει. Δεν κρατάω κακία, αλλά θέλω να χρησιμοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να ανυψώσω τους κινηματογραφιστές. Όχι μόνο τους συν-υποψήφιούς μου, αλλά και όλους τους σκηνοθέτες μέσα σε αυτήν την αίθουσα. Οι ταινίες δεν θα υπήρχαν χωρίς τους σκηνοθέτες. Σας παρακαλώ, ας τους υποστηρίξουμε. Κανείς δεν ζητούσε μία ταινία τρεισήμισι ωρών για έναν μεταπολεμικό αρχιτέκτονα, αλλά τελικά δούλεψε»

8 Likes

α, double post με μερικές βασικές οδηγίες χρήσεως :stuck_out_tongue: :

Μην τρομάξει κανείς με τη διάρκεια, η ταινία, εξαιρουμένου ενός… συγκεντρωτικού max 10λέπτου - 15λέπτου κυλάει νερό - η ροή της είναι to the point όσο δεν πάει, ακόμα και όταν φλυαρεί.
Να αγχωθεί καλύτερα που θα βρει 3,5 ώρες για να πάει σινεμά - δηλαδή…χμ, χμ, ένα 45λεπτο plus από το κάθε Marvel/StarWars/whatever κλωτσοπανηγύρι ή την κάθε σύγχρονη Hollywood-ιανή μπουρούχα…oh wait :stuck_out_tongue:
Και προφανώς, το τονίζω ξανά, αυτή η ταινία είναι κατασκευασμένη αποκλειστικά για μεγάλη οθόνη (σε αίθουσα με κόσμο ιδανικότερα). Αλλά αποκλειστικά σε αίθουσα με μεγάλο πανί.
Προφανώς όποιος το δει σπίτι του ή κάπου αλλού anyway, θα δει άλλη ταινία - νέτα σκέτα.-

3 Likes

:no_mouth:

όπως και το Megalopolis ε - και τα δύο δεν κάνουν μόνο αναφορές, βασίζονται εν πολλοίς σε εκείνο

Ναι, αλλα δεν θα πω άλλο πλαίσιο, δεν έχω δει καμία ταινία ακόμα. Απλά ναι.

Το “το να πουλήσεις την ψυχή σου είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο - αν σου ζητούσα όμως να την κρατήσεις, θα ήσουν σε θέση να καταλάβεις πόσο πιο δύσκολο είναι” που αναφέρεται στο μυθιστόρημα της Rand (credits σε έναν γνωστό που μου το επικοινώνησε καλύτερα :stuck_out_tongue: μετά την προβολή ) και η όλη διαδικασία αποδοχής ενός έργου/κατασκευάσματος/φορέα πολιτισμού που μοιάζει παράταιρο, υπό μια ευρεία έννοια, από τις κοινωνικές δομές μιας συγκεκριμένης χρονικής συγκυρίας, είναι μια καίρια θεματική που διαπνέει διαρκώς όλη τη συγκεκριμένη ταινία.
Και το Megalopolis “εκεί” κολυμπάει (και πνίγεται :neutral_face: )

Δεν θα κάνω κριτική στο βιβλίο, είναι οφ τοπικ, δεν θα πω γνώμη για ταινία που δεν έχω δει (ειδικά στο σινεμά :p) θα πω όμως καλοπροαίρετα πως οι ενστάσεις που έχω με αυτή την ιδέα, ειδικά σε νεοφιλελεύθερο πλαίσιο ατομικής ανέλιξης / διάσωσης και πόσο εύκολα συμβαίνει και στην εκάστοτε ταινία και στο βιβλίο καθεαυτό δεν θα επηρεάσει την κρίση μου, γιατί παρά πολύ καλά τα είπατε και οι δύο μπιστες και έχω ψηθεί.

Δεν χρειάζεται να κάνεις κριτική στο βιβλίο ούτε να περιπλέξει κανείς τα πράγματα, ίσως δεν ήταν σαφές (σαν έκφραση) πως το «ευθείες αναφορές» δεν είναι ισοδύναμο με «μεταφορά επί τούτου» ή τεσπα κάτι παρεμφερές → η εν λόγω ταινία (και το Megalopolis το ίδιο), δεν συνάδει σε κανένα επίπεδο το βαθύτερο πνεύμα της Rand (τις σαχλαμάρεςγια «ηθικούς εγωισμούς» κτλ) ούτε ενστερνίζεται κάπου την πολιτική της τάση (καμία απολύτως σχέση) αλλά πρωτίστως δανείζεται βασικά στοιχεία της κύριας πλοκής του Fountainhead (αυτό είναι προφανές από την περίληψη και μόνο) και δευτερευόντως παίρνει τον σκελετό κάποιων (αρχετυπικών, μιας και μιλάμε για αρχές του ‘30) θεματικών ενοτήτων του βιβλίου, τους οποίους εν συνεχεία προσαρμόζει στα δικά της μέτρα (σε μια αντίθετη πορεία 180 μοιρών από εκείνη της Rand, καθώς η εν λόγω ταινία -και… μάλλον το Megalopolis- σίγουρα δεν ενστερνίζεται σε κανένα επίπεδο την πίστη της στο καπιταλιστικό σύστημα).