Τι ταινία είδατε σήμερα στο cinema?

Όσοι λένε πως “δεν υπάρχει κακό φρούτο”, σίγουρα δεν έχουν δοκιμάσει ντούριαν. Η μόνη και πρώτη φορά στη ζωή μου που έχω φτύσει σχεδόν αντανακλαστικά μπουκιά.

Μπόνους, θυμάμαι να έχω αγοράσει και blindly παγωτό σκεπτόμενος “ε δεν καταλαβαίνω τι γεύση είναι, παγωτό είναι όμως, μάλλον μάνγκο αν κρίνω από το χρώμα, γαμώ”. Ξυλάκι αυτό, συσκευασμένο. Αφού το άνοιξα και μύριζε περίεργα (νόμιζα όμως πως η σκουπιδίλα ήταν περιρρέουσα), τρώω την επικάλυψη (σοκολάτα ορ σαμθιν) και με το που δοκιμάζω το από μέσα, το “μάνγκο”, μου έρχεται αναγούλα και το σουτάρω απευθείας. Μετά έπαιξε google αναζήτηση και κατάλαβα το ολέθριο λάθος μου.

Το πεπόνι συγκριτικά είναι αμβροσία.

3 Likes

αυτό είναι ρε σαν ένα φρούτο που είναι άρρωστο και νοσηλεύεται στον Ευαγγελισμό
Εμετικό σε γεύση, υφή, όψη, τα πάντα

3 Likes

Εμένα και το ακτινίδιο δεν μ’ αρέσει

Όλα τα υπόλοιπα τα τρώω, κανένα πρόβλημα

Τέλειο είναι το ακτινίδιο.

Εμένα δεν μ’αρέσει το σύκο. :confused: Σαν υφή, μου προξενεί ανατριχίλες :"( + γεύση καθώς είναι τρομακτικά γλυκό. Μ’αρέσει όμως η μυρωδιά του σε καλλυντικά και διάφορα. Ό,τι να ναι.

3 Likes

Σύκο παραδόξως ούτε εμένα μου αρέσει («παραδόξως» γιατί είμαι γλυκατζής και το σύκο είναι υπέρ το δέον γλυκό, αντικειμενικά)
Αποξηραμένο όμως :ok_hand: όπως και σε γλυκό κουταλιού (αλλά και εδώ είναι άλλο ένα παράδοξο μου, τρώω τα πάντα αν γίνουν γλυκό κουταλιού - ακόμα και το πεπόνι που λέει ο λόγος)

Ακτινίδιο σνόμπαρα χρόνια, τώρα τελευταία όμως το έχω εκτιμήσει κάργα…

Σύκα βασιλικά Ευβοίας :100:

4 Likes

Yep

1 Like

Δεν πάει σινεμά ο κόσμος and it shows

2 Likes

Πήγα εχθές θερινό και είδα μια παλιά καλή ταινία με τον Alain Delon (Μr Klein, 1976) , εγκεφαλική, επίκαιρη, γεμάτη καθρέφτες, συμβολισμούς και καφκικές αναφορές, ψιλοαριστούργημα μάλλον, όχι η καλύτερη επιλογή για μια τόσο ζεστή βραδιά αλλά ΟΚ. Συνεχίστε.

3 Likes

Και να φανταστείτε, ρε μαλάκες, ότι εγώ κάποτε είχα φάει έναν μήνα μπαν επειδή σπάμαρα στο “βαριέμαι, πείτε ό,τι σας κατέβει” :exclamation:

Και το πεπόνι είναι σκέτη ανωμαλία - χαίρομαι που δεν είμαι μόνη μου σ’ αυτό.

2 Likes

Μετά από τσιπουροτσιμπούσι στο γνωστό στέκι του Πάνου (Χαριλάου, όποιος είναι από εδώ κοντά πηγαίνει και θενκς μη λεητερ) μας φέρνει το κλασικό γλυκάκι στο τέλος με τον λογαριασμό, όμως αυτή τη φορά το παγωτό έχει μια πράσινη απόχρωση, τι είναι αυτό ρε τρελέ, α το μάθαμε από ένα ρεστωράν στην Αθήνα, είναι παγωτό μέντα “για να καθαρίσει η γευστική παλέτα μετά τα ψάρια”, άντε καλά λέμε, εγώ ήμουν ο ήρωας που έφαγε μια μπουκιά και την έφτυσα κατευθείαν, οι άλλοι δεν ασχολήθηκαν καν, πήγαμε Φρέτζιο καπάκι μετά τον Πάνο, ο Πάνος δεν έφερε ποτέ ξανά παγωτό μέντα αφού του είπαν και άλλοι ότι τέτοια μπούρδα πρώτη φορά έτρωγαν, όλα καλά.

Με καρπούζι-πεπόνι έχω παιδικά τραύματα από γονείς που το έτρωγαν με τυρί φέτα και τους κοιτούσα ελπίζοντας να είμαι υιοθετημένος, οπότε προτιμώ άλλα φρούτα.

1 Like

Για το απόλυτο κροσσοβερ, ο μαν μπροστα μου στο κυλικειο του θερινου, πηρε ΖΕΣΤΗ μπυρα.
Οβερ εν αουτ

6 Likes

Γίνατε και viral και influencers ρε μπαγάσηδες:

4 Likes

Είδα χτες σε θερινό σινεμά το “Cool hand Luke” (1967). Ήταν η μόνη παλιά ταινία που ήθελα να δω φέτος στο θερινό, καθώς η υπόθεση μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Κι, ευτυχώς, δικαιώθηκα. Ο Luke είναι ένας κατάδικος που φέρνει με την προσωπικότητά του μία άλλη αύρα στην καθημερινότητα των συγκρατούμενών του. Ενώ δεν λείπουν οι αστείες στιγμές και γίνεται σύντομα το επίκεντρο, δεν κρύβει και τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι αναφορές στην παιδική του ηλικία. Το τέλος, γλυκόπικρο. Η σκηνοθεσία είναι απλή, αλλά προσεγμένη. Οι ερμηνείες είναι αυτές που σε κερδίζουν. Προσωπικά, μου θύμισε την ιστορία από την ταινία “Η φωλιά του κούκου”. Ίσως, ως μεταγενέστερη, να επηρεάστηκε από την ιστορία του Luke.

2 Likes

Ψιλοεπιβεβαιωνω και συμφωνώ με το review, Σάββατο βράδυ, θερινό, 22.15 προβολή, 3 ποτά διαφορετικά (μοχιτο, τζιν, ρούμι) για να ζαλιστείς σωστά, ζεστουλα και αεράκι, ταινία χωρίς πολλή σκέψη, απλά την βλεπεις χαλαρά, ένα ιδανικό Σαββατακι να την περάσεις στην Αθήνα όσο περιμένεις τις διακοπές

2 Likes

To The Man Who Knew Too Much (1956) αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές αλλά και ιδιότυπες δημιουργίες του του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρόκειται για το remake της ομότιτλης Βρετανικής ταινίας που είχε γυρίσει ο ίδιος το 1934 και πλέον, στην αμερικάνικη της version (με πρωταγωνιστές τον James Stewart και τη Doris Day) ο Χίτσκοκ διαπραγματεύεται εκ νέου την ίδια βασική ιδέα - με περισσότερη συναισθηματική ένταση, πιο ώριμη και βιρτουοζιτε αφηγηματική δομή και πάνω από όλα, μια πιο στοχοπροσηλωμένη θεματική διερεύνηση πάνω στην οικογενειακή αγάπη.

Η πλοκή ακολουθεί το ζευγάρι των Ben και Jo McKenna, Αμερικανών τουριστών που ταξιδεύουν με τον γιο τους στο Μαρόκο. Μια τυχαία γνωριμία με έναν μυστηριώδη Γάλλο, ο οποίος λίγο αργότερα δολοφονείται μπροστά στα μάτια τους, τους εμπλέκει σε μια διεθνή συνωμοσία.
Ο δολοφονημένος προλαβαίνει να τους αποκαλύψει πως πρόκειται να διαπραχθεί μια δολοφονία στο Λονδίνο ενός σημαίνοντος πολιτικού προσώπου.
Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, το παιδί τους απάγεται από τους δολοπλόκους, σε αντάλλαγμα την σιωπή τους.
Έτσι γίνεται η εκκίνηση ενός αγωνιώδους - αλλά και αρκούντως κωμικού ανά στιγμές - κατασκοπευτικού “ταξιδιού”, όπου οι γονείς καλούνται να σώσουν το παιδί τους από την μια και από την άλλη, να αποτρέψουν μια δολοφονία.

Αυτό που ξεχωρίζει στον τρόπο που ο Χίτσκοκ διηγείται την ιστορία δεν είναι το σεναριακό εύρημα καθαυτό, αλλά αυτονόητα (για όσους έχουν εμπειρία με την εργογραφία του) η δεξιοτεχνία με την οποία δημιουργεί και συντηρεί την ένταση.
Η μετάβαση από τον ανέμελο τουρισμό της εισαγωγής στην αγωνία και την απειλή γίνεται σταδιακά, και σχεδόν ανεπαίσθητα. Η αλλαγή τόνου (από το εξωτικό και ελαφρώς φολκλορικό κλίμα του Μαρόκου στην ψυχρή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του Λονδίνου) αποτυπώνεται όχι μόνο μέσα από τη φωτογραφία και τα σκηνικά, αλλά και μέσα από την ψυχολογική εξέλιξη των χαρακτήρων.
Ο Ben είναι ένας καθημερινός γιατρός, άνθρωπος της λογικής, που ξαφνικά βρίσκεται να κυνηγά εγκληματίες και μυστικούς πράκτορες, ενώ η Jo, πρώην τραγουδίστρια, καλείται να ξαναβρεί τη φωνή της – κυριολεκτικά και μεταφορικά – για να σώσει τον γιο της.

Η σκηνή στην Royal Albert Hall αποτελεί το αποκορύφωμα της χιτσκοκικής δεινότητας - και ένας από τους λόγους που αξίζει κάποιος να επενδύσει 2 ώρες από το χρόνο του στην ταινία.
Χωρίς κανέναν διάλογο, για πάνω από δέκα λεπτά, η κάμερα παρακολουθεί μια συμφωνική ορχήστρα να ερμηνεύει το δραματικό Storm Clouds Cantata (η ορχήστρα του Bernard Hermann, όπως μας πληροφορούν οι αφίσες έξω από το θέατρο, σε ένα φοβερό meta κλείσιμο του ματιού, όπως μόνο ο Χίτσκοκ ήξερε να κάνει) ενώ ο Ben, που γνωρίζει πως η δολοφονία θα γίνει με τον ήχο του κυμβάλου, αναζητά απεγνωσμένα τον δολοφόνο ανάμεσα στο πλήθος.
Η αλληλουχία των βλεμμάτων, η κίνηση της κάμερας, το στήσιμο του χώρου, και η εναλλαγή κοντινών και γενικών πλάνων δημιουργούν μια ανεπανάληπτη σκηνή σασπένς, που δεν βασίζεται ούτε σε διαλόγους ούτε σε δράση - αλλά “μιλάει” μια γλώσσα αυστηρώς κινηματογραφική.

Εξίσου αξέχαστη είναι και η στιγμή που η Jo τραγουδά το “Que Sera, Sera (Whatever Will Be, Will Be)” για να επικοινωνήσει με τον γιο της, που βρίσκεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Το τραγούδι, που κέρδισε Όσκαρ και έγινε εμβληματικό στη συνέχεια, δεν λειτουργεί απλώς ως μουσική επένδυση, αλλά εντάσσεται οργανικά στην πλοκή και εντείνει τη συναισθηματική φόρτιση.
Η ερμηνεία δε της Doris Day – άλλοτε ανάλαφρη, άλλοτε ραγισμένη από την αγωνία – προσδίδει στον χαρακτήρα της Jo βάθος και ουσία, καθώς μετατρέπει μια φαινομενικά αφελή μπαλάντα σε εργαλείο λύτρωσης.
Ο James Stewart, από την άλλη (ο Tom Hanks των 50s και 60s) αποδίδει με ακρίβεια τον εσωτερικό αγώνα του Ben, που καλείται να υπερβεί τα όρια του μέσου ανθρώπου και να λειτουργήσει σαν ήρωας, χωρίς όμως ποτέ να μετατραπεί σε καρικατούρα.
Ο ρεαλισμός της ερμηνείας του κάνει την αγωνία του πιο πειστική, και δίνει στη δράση μια ανθρώπινη διάσταση που απουσιάζει από πολλές ταινίες κατασκοπείας εκείνης της εποχής.

Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η ταινία ίσως υστερεί, είναι ο κάπως αργός ρυθμός στο πρώτο μέρος και η ελαφρά κλίση στο μελόδραμα (σε ελάχιστες βέβαια σκηνές της ταινίας).
Επιπλέον, για τους πιο “σύγχρονους” θεατές, η συνωμοσία αυτή καθαυτή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ούτε αποτελεί τον βαθύ πυρήνα της ταινίας - είναι κυρίως το μέσο για να ξεδιπλωθεί ένα ψυχολογικό και συναισθηματικό θρίλερ με έμφαση στο σασπένς.
Δεν το αναφέρω αμιγώς σαν “μειονέκτημα”, καθώς είναι συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη να μετατοπίσει το κέντρο βάρους του (από ένα αμιγώς κατασκοπευτικό θρίλερ με πολιτικά στοιχεία και ίντριγκα, σε κάτι πιο προσωπικό και “οικογενειακό”).

Σε σύγκριση με την πρώτη έκδοση του 1934, η ταινία του 1956 είναι πιο ώριμη και σκηνοθετικά πληρέστερη. Η στιλιστική αυστηρότητα και το λακωνικό ύφος της πρώτης ταινίας δίνει τη σκυτάλη σε μια εκδοχή με πιο έντονη συναισθηματική φόρτιση και πιο “στέρεες” ερμηνείες. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτσκοκ επέλεξε να ξανασκηνοθετήσει την ταινία, την καθιστά μοναδική περίπτωση στη φιλμογραφία του, και αντικείμενο ξεχωριστού ενδιαφέροντος για τους φαν του σκηνοθέτη.
Συνοπτικά, το The Man Who Knew Too Much είναι ένα παράδειγμα της ικανότητας του Χίτσκοκ να μετατρέπει μια σχετικά απλή ιστορία σε αγωνιώδες και βαθύτατα ανθρώπινο κινηματογραφικό αφήγημα. Δεν είναι η πιο περίπλοκη ή σκοτεινή δουλειά του, αλλά παραμένει εξαιρετικά επιδραστική, χάρη στην υποδειγματική σκηνοθεσία, τις ερμηνείες, και τη μοναδική ικανότητά του να προκαλεί αγωνία και φόβο σε αντιδιαστολή με τη ραστώνη της καθημερινότητας.

12 Likes

…και άλλες 2 ώρες από τον χρόνο του όταν βρεθεί Λονδίνο για να πάει εκεί :heart_eyes:

4 Likes

Έμενα 5 λεπτά από εκεί τα Χριστούγεννα γαμώτο αλλά δεν είχε κάτι να πάω - περνούσα κάθε μέρα απέξω και έλεγα στην κερά “ΕΔΩ ΠΑΙΞΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΙ ΗΧΟΓΡΑΦΗΘΗΚΕ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ” (δεν την ενδιέφερε καθόλου :wilted_flower: αλλά φευ, το χρέος μου το έκανα)

2 Likes

Επειδή πήγα να το δω και εγώ, θέλω μόνο να συμπληρώσω πως είναι εντυπωσιακό το οπτικό κομμάτι της ταινίας. Από τις πιο καθαρές, έντονες, ζωντανές εικόνες που έχω δει σε ταινία της εποχής.

1 Like

Ελπίζω τώρα ΣΚ να καταφέρω το Schastye (Ευτυχία) του Μεντβέντκιν, το οποίο προτείνω από τώρα σε όποιον ψάχνει κλασσική ταινία για θερινό (και διάρκεια 1 ώρα περίπου ε)… ε και Superman σε IMAX, γιατί θέλω να τσεκάρω IMAX

1 Like