To The Man Who Knew Too Much (1956) αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές αλλά και ιδιότυπες δημιουργίες του του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρόκειται για το remake της ομότιτλης Βρετανικής ταινίας που είχε γυρίσει ο ίδιος το 1934 και πλέον, στην αμερικάνικη της version (με πρωταγωνιστές τον James Stewart και τη Doris Day) ο Χίτσκοκ διαπραγματεύεται εκ νέου την ίδια βασική ιδέα - με περισσότερη συναισθηματική ένταση, πιο ώριμη και βιρτουοζιτε αφηγηματική δομή και πάνω από όλα, μια πιο στοχοπροσηλωμένη θεματική διερεύνηση πάνω στην οικογενειακή αγάπη.
Η πλοκή ακολουθεί το ζευγάρι των Ben και Jo McKenna, Αμερικανών τουριστών που ταξιδεύουν με τον γιο τους στο Μαρόκο. Μια τυχαία γνωριμία με έναν μυστηριώδη Γάλλο, ο οποίος λίγο αργότερα δολοφονείται μπροστά στα μάτια τους, τους εμπλέκει σε μια διεθνή συνωμοσία.
Ο δολοφονημένος προλαβαίνει να τους αποκαλύψει πως πρόκειται να διαπραχθεί μια δολοφονία στο Λονδίνο ενός σημαίνοντος πολιτικού προσώπου.
Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, το παιδί τους απάγεται από τους δολοπλόκους, σε αντάλλαγμα την σιωπή τους.
Έτσι γίνεται η εκκίνηση ενός αγωνιώδους - αλλά και αρκούντως κωμικού ανά στιγμές - κατασκοπευτικού “ταξιδιού”, όπου οι γονείς καλούνται να σώσουν το παιδί τους από την μια και από την άλλη, να αποτρέψουν μια δολοφονία.
Αυτό που ξεχωρίζει στον τρόπο που ο Χίτσκοκ διηγείται την ιστορία δεν είναι το σεναριακό εύρημα καθαυτό, αλλά αυτονόητα (για όσους έχουν εμπειρία με την εργογραφία του) η δεξιοτεχνία με την οποία δημιουργεί και συντηρεί την ένταση.
Η μετάβαση από τον ανέμελο τουρισμό της εισαγωγής στην αγωνία και την απειλή γίνεται σταδιακά, και σχεδόν ανεπαίσθητα. Η αλλαγή τόνου (από το εξωτικό και ελαφρώς φολκλορικό κλίμα του Μαρόκου στην ψυχρή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του Λονδίνου) αποτυπώνεται όχι μόνο μέσα από τη φωτογραφία και τα σκηνικά, αλλά και μέσα από την ψυχολογική εξέλιξη των χαρακτήρων.
Ο Ben είναι ένας καθημερινός γιατρός, άνθρωπος της λογικής, που ξαφνικά βρίσκεται να κυνηγά εγκληματίες και μυστικούς πράκτορες, ενώ η Jo, πρώην τραγουδίστρια, καλείται να ξαναβρεί τη φωνή της – κυριολεκτικά και μεταφορικά – για να σώσει τον γιο της.
Η σκηνή στην Royal Albert Hall αποτελεί το αποκορύφωμα της χιτσκοκικής δεινότητας - και ένας από τους λόγους που αξίζει κάποιος να επενδύσει 2 ώρες από το χρόνο του στην ταινία.
Χωρίς κανέναν διάλογο, για πάνω από δέκα λεπτά, η κάμερα παρακολουθεί μια συμφωνική ορχήστρα να ερμηνεύει το δραματικό Storm Clouds Cantata (η ορχήστρα του Bernard Hermann, όπως μας πληροφορούν οι αφίσες έξω από το θέατρο, σε ένα φοβερό meta κλείσιμο του ματιού, όπως μόνο ο Χίτσκοκ ήξερε να κάνει) ενώ ο Ben, που γνωρίζει πως η δολοφονία θα γίνει με τον ήχο του κυμβάλου, αναζητά απεγνωσμένα τον δολοφόνο ανάμεσα στο πλήθος.
Η αλληλουχία των βλεμμάτων, η κίνηση της κάμερας, το στήσιμο του χώρου, και η εναλλαγή κοντινών και γενικών πλάνων δημιουργούν μια ανεπανάληπτη σκηνή σασπένς, που δεν βασίζεται ούτε σε διαλόγους ούτε σε δράση - αλλά “μιλάει” μια γλώσσα αυστηρώς κινηματογραφική.
Εξίσου αξέχαστη είναι και η στιγμή που η Jo τραγουδά το “Que Sera, Sera (Whatever Will Be, Will Be)” για να επικοινωνήσει με τον γιο της, που βρίσκεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Το τραγούδι, που κέρδισε Όσκαρ και έγινε εμβληματικό στη συνέχεια, δεν λειτουργεί απλώς ως μουσική επένδυση, αλλά εντάσσεται οργανικά στην πλοκή και εντείνει τη συναισθηματική φόρτιση.
Η ερμηνεία δε της Doris Day – άλλοτε ανάλαφρη, άλλοτε ραγισμένη από την αγωνία – προσδίδει στον χαρακτήρα της Jo βάθος και ουσία, καθώς μετατρέπει μια φαινομενικά αφελή μπαλάντα σε εργαλείο λύτρωσης.
Ο James Stewart, από την άλλη (ο Tom Hanks των 50s και 60s) αποδίδει με ακρίβεια τον εσωτερικό αγώνα του Ben, που καλείται να υπερβεί τα όρια του μέσου ανθρώπου και να λειτουργήσει σαν ήρωας, χωρίς όμως ποτέ να μετατραπεί σε καρικατούρα.
Ο ρεαλισμός της ερμηνείας του κάνει την αγωνία του πιο πειστική, και δίνει στη δράση μια ανθρώπινη διάσταση που απουσιάζει από πολλές ταινίες κατασκοπείας εκείνης της εποχής.
Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η ταινία ίσως υστερεί, είναι ο κάπως αργός ρυθμός στο πρώτο μέρος και η ελαφρά κλίση στο μελόδραμα (σε ελάχιστες βέβαια σκηνές της ταινίας).
Επιπλέον, για τους πιο “σύγχρονους” θεατές, η συνωμοσία αυτή καθαυτή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ούτε αποτελεί τον βαθύ πυρήνα της ταινίας - είναι κυρίως το μέσο για να ξεδιπλωθεί ένα ψυχολογικό και συναισθηματικό θρίλερ με έμφαση στο σασπένς.
Δεν το αναφέρω αμιγώς σαν “μειονέκτημα”, καθώς είναι συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη να μετατοπίσει το κέντρο βάρους του (από ένα αμιγώς κατασκοπευτικό θρίλερ με πολιτικά στοιχεία και ίντριγκα, σε κάτι πιο προσωπικό και “οικογενειακό”).
Σε σύγκριση με την πρώτη έκδοση του 1934, η ταινία του 1956 είναι πιο ώριμη και σκηνοθετικά πληρέστερη. Η στιλιστική αυστηρότητα και το λακωνικό ύφος της πρώτης ταινίας δίνει τη σκυτάλη σε μια εκδοχή με πιο έντονη συναισθηματική φόρτιση και πιο “στέρεες” ερμηνείες. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτσκοκ επέλεξε να ξανασκηνοθετήσει την ταινία, την καθιστά μοναδική περίπτωση στη φιλμογραφία του, και αντικείμενο ξεχωριστού ενδιαφέροντος για τους φαν του σκηνοθέτη.
Συνοπτικά, το The Man Who Knew Too Much είναι ένα παράδειγμα της ικανότητας του Χίτσκοκ να μετατρέπει μια σχετικά απλή ιστορία σε αγωνιώδες και βαθύτατα ανθρώπινο κινηματογραφικό αφήγημα. Δεν είναι η πιο περίπλοκη ή σκοτεινή δουλειά του, αλλά παραμένει εξαιρετικά επιδραστική, χάρη στην υποδειγματική σκηνοθεσία, τις ερμηνείες, και τη μοναδική ικανότητά του να προκαλεί αγωνία και φόβο σε αντιδιαστολή με τη ραστώνη της καθημερινότητας.