[B]Immortal Beloved (1994)[/B]
Αντικείμενο: η ζωή ενός συνθέτη. Κάποιου Λούντβιχ φαν Μπετόβεν.
Ο τίτλος της ταινίας είναι παρμένος από ένα ερωτικό γράμμα που είχε στείλει κάποτε ο Μπετόβεν “στην Αιώνια Αγαπημένη”, χωρίς όμως να την κατονομάζει. Η ταυτότητα αυτής της “Αιώνιας Αγαπημένης” αποτελεί μέχρι και σήμερα αντικείμενο έρευνας, υποθέσεων και αντιπαραθέσεων από ιστορικούς και μελετητές της ζωής του Μπετόβεν.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας είναι κάποιος Bernard Rose, τον οποίο δεν είχα ξανακούσει στο παρελθόν και απ’ ότι διαπίστωσα, δεν έχω δει τίποτα άλλο απ’ αυτόν. Πρωταγωνιστής, όπως είναι φανερό, ο μεγάλος Γκάρι Όλντμαν.
[SPOILER][U]Ήθελα πάρα πολύ[/U] να μ’ αρέσει αυτή η ταινία, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, επειδή πραγματεύεται τη ζωή του μοναδικού συνθέτη που ανά καιρούς βάζω ακριβώς δίπλα στον Μότσαρτ, αν όχι του καλύτερου, τότε σίγουρα του σημαντικότερου συνθέτη όλων των εποχών.
Εν τέλει, αν και δεν μπορώ να πω και ότι απογοητεύτηκα ακριβώς, έμεινα ανικανοποίητος.
Κατ’ αρχάς είναι φανερό βλέποντας την ταινία ότι ο σκηνοθέτης φιλοδοξούσε να φτιάξει κάτι αντίστοιχο με το κλασσικό [B][B]Amadeus[/B][/B] του Μίλος Φόρμαν, κατά κάποιον τρόπο δηλαδή μια ιστορικομουσική βιογραφία-αντίπαλο δέος του Μότσαρτ. Υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές ομοιότητες: κυρίως, η εξερεύνηση της τρέλας και της απόγνωσης ως κινητήριων δυνάμεων και ταυτόχρονα ως τροχοπέδης στην έμπνευση, η απεικόνιση της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας ως μιας ποιότητας αδύνατο να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί πλήρως στην εποχή που εκδηλώνεται (κάτι έτσι κι αλλιώς ιστορικά ακριβές για τις περιπτώσεις τόσο του Μότσαρτ όσο και του Μπετόβεν), αλλά και… η πλήρης διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και στις δύο περιπτώσεις (κάτι που όμως στην περίπτωση του Immortal Beloved δε θα εξηγήσω περισσότερο γιατί μιλάμε για super spoilers). Βέβαια η ιστορική ακρίβεια δεν είναι το κύριο ζητούμενο σε ταινίες που το αντικείμενό τους είναι κατά βάση η τέχνη, οπότε σκοπός είναι όπως πάντα, τι άλλο, η αφήγηση μιας ιστορίας με σαφήνεια και συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η ταινία αρχικά σου δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια λίγο πολύ “ακαδημαϊκή” βιογραφία, κατά βάση αγιογραφικού χαρακτήρα που θα καταρρίπτει χωρίς πολλές δυσκολίες τις “αντίθετες γνώμες” και τις “σκοτεινές σελίδες” της ιστορίας του προσώπου που προσεγγίζει. Φυσικά απογοητεύτηκα, αλλά δεν άργησα να διαπιστώσω ότι τελικά η ταινία ήταν πολύ πιο περιπετειώδης και τολμηρή στην αφήγησή της για τον Μπετόβεν απ’ όσο αρχικά νόμιζα, κάτι που με καθήλωσε. Αυτό μπορώ να το εγγυηθώ για την ταινία: είτε ασχολείται κάποιος με τη μουσική του Μπετόβεν είτε όχι, πολύ δύσκολα θα βαρεθεί κατά τη διάρκεια της ταινίας. Η αφήγηση είναι πραγματικά πολύ σφιχτή, όσο και σωστή σε ρυθμό και δομή.
Υπάρχουν όμως κάποια σοβαρά προβλήματα: το κυριότερο είναι μάλλον ότι τα βασικά θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία δε δένουν και πολύ μεταξύ τους με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να κατανοηθούν πλήρως στο συνολικό πλαίσιο της ζωής του Μπετόβεν. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι επαναστατικές δημοκρατικές πεποιθήσεις του Μπετόβεν, η απέχθειά του για την αριστοκρατία και τη μοναρχία και ο θαυμασμός του για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη που σύντομα μετατράπηκε σε οργή, πίκρα και περιφρόνηση, είναι σχηματικός. Η ταινία αφιερώνει ένα εύλογο χρονικό διάστημα για την αφήγηση των γεγονότων και των περιστατικών που σχετίζονταν μ’ αυτά τα ζητήματα, αλλά η σύνδεση αυτής με τις υπόλοιπες ενότητες της ιστορίας είναι μηδενική με αποτέλεσμα να μοιάζει εντελώς ξεκάρφωτη, κάτι σαν ένα άλλοθι ιστορικής πιστότητας για τον σκηνοθέτη, έναν τρόπο να ξεμπερδεύει μ’ αυτή τη πτυχή του Μπετόβεν ώστε να μιλήσει γενικά μόνο για τα ερωτικά σκάνδαλα, τις απογοητεύσεις, τα προσωπικά δράματα.
Αλλά και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το προσωπικό σκέλος δεν είναι λιγότερο προβληματικός. Ο Bernard Rose θεώρησε ότι τον έπαιρνε να δώσει μια δική του απόλυτη απάντηση σ’ ένα αναπάντητο ερώτημα για τους μελετητές του Μότσαρτ και από κινηματογραφική άποψη καλά έκανε, μόνο που στην πράξη δε θα μπορούσε να τα κάνει περισσότερο σαλάτα. Και ο Φόρμαν στο δικό του biopic για το άλλο ιερό τέρας της μουσικής, τον Μότσαρτ, διηγήθηκε τα γεγονότα μ’ έναν τρόπο που δεν αντιστοιχούσε καθόλου στην πραγματικότητα, αλλά η διαφορά, αυτό που έκανε το Amadeus να λειτουργεί ήταν ότι το επίκεντρο της ιστορίας στην πραγματικότητα δεν ήταν ο Μότσαρτ αλλά η υποτιθέμενη Νέμεσή του, ο Σαλιέρι, που απλά δρούσε με φόντο τη μουσική και την προσωπικότητα του Μότσαρτ. Έτσι, οι ιστορικές ανακρίβειες λειτούργησαν εκεί υπέρ του αποτελέσματος. Εδώ αντίθετα ο Μπετόβεν δεσπόζει σε κάθε τετραγωνικό εκαστό της οθόνης, σε κάθε στροφή της ιστορίας, και όσο για την ιστορία την ίδια, είναι τόσο τραβηγμένη που τείνει στο κουτσομπολίστικο και στο να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα φτηνό μελόδραμα. Άσε που σ’ όλα αυτά τα “μη γενόμενα” αποδίδεται η έμπνευση για τη δημιουργία των μεγαλύτερων αριστουργημάτων του Μπετόβεν (και της μουσικής εν γένει), κάτι που απλά δεν πείθει.
Η ταινία έχει και αρετές, οι οποίες δεν περνούν απαρατήρητες. Ο τρόπος με τον οποίο μας αφηγείται την κώφωση του Μπετόβεν και το αντίκτυπο που είχε αυτή στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά του συνθέτη είναι άριστος και σε στιγμές αποδίδεται με γνήσια ποιητικές μεθόδους. Ο Γκάρι Όλντμαν, αν και φυσικά δεν είχα καμία αμφιβολία, στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, αποδίδει δικαιοσύνη στην πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη περσόνα του Μπετόβεν και προσδίδει ζωή στην τραγικότητα του μεγαλύτερου μέρους της ζωής του. Και φυσικά η Μουσική είναι υπεράνω κριτικής. Στην ταινία ακούγονται οι περισσότερες φημισμένες συνθέσεις του Μπετόβεν και εικάζω ότι η προβολή της φτάνει ώστε να ωθήσει κάποιον να ασχοληθεί με το έργο του Τιτάνα της Μουσικής. Καλύτερη σκηνή της ταινίας, μάλλον αναμενόμενα, η πρώτη εκτέλεση της Ενάτης και συγκεκριμένα της τελευταίας της κίνησης, της “Ωδής στη Χαρά”, που εναλλάσσεται με φλάσμπακς από την ταραγμένη παιδική ηλικία του Μπετόβεν. Η σκηνή είναι τόσο δυνατή που σε κάνει να νιώθεις σε όλο της το μεγαλείο την τραγική υπόσταση ενός υπέρ το δέον χαρισματικού συνθέτη αλλά δυστυχισμένου ανθρώπου. Μοιάζει με την ύστατη προσφορά του: αφού σε όλη του τη ζωή δεν μπόρεσε να βρει την ευτυχία, αποφάσισε να την παρέχει απλόχερα σε όλο τον κόσμο μέσω της μουσικής, μέσω της “Ωδής στη Χαρά”, σχεδόν σαν μια μορφή ανακούφισης και λύτρωσης, σαν τον μοναδικό τρόπο που είχε να κάνει ειρήνη με τους δαίμονές του.
Την ταινία θα την πρότεινα σε όσους ενδιαφέρονται για τη ζωή, την προσωπικότητα και το έργο του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν - σε όσους θέλουν απλά να δουν μια ταινία που αξίζει, μάλλον όχι. Αν κάποιος θέλει να δει μια πραγματικά καλή ταινία που να χει σχέση με τον Μπετόβεν, καλύτερα να δει την “Ερόικα”, τηλεταινία του BBC του 2003, η οποία αν και αφορά σ’ ένα μεμονωμένο επεισόδιο της ζωής του Μπετόβεν (την πρώτη εκτέλεση της 3ης Συμφωνίας του ή αλλιώς “Ηρωικής”) καταπιάνεται με τρόπο αρκετά πιο πυκνό και συνεκτικό, και εν τέλει πιο έγκυρο και πειστικό, τις βασικότερες παραμέτρους που διαμόρφωσαν το παζλ της προσωπικότητας του συνθέτη.[/SPOILER]