Χτες, με κινήσεις Kyrie ανάμεσα σε 3 παίκτες των Clippers απέφυγα να πάω το βράδυ θερινό σε… Γαλλική κωμωδία μετά Κυρίας και παρέας ΑΚΑ “απλά ας με πυροβολήσει κάποιος στο δόξα πατρί” οπότε υποσχέθηκα στο σπίτι ΚΑΛΗ ταινία από Cinobo → βαρβάτα κλασσική και κάτι που δεν θα άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης της ποιότητας της.
Δηλαδή, κάτι τόσο κλασσικό όσο και ο Παρθενώνας ή το Screaming for Vengeance.
Οπότε χωρίς να τα πολυλογώ, λέω αράξτε καναπέ -προφανώς μην τρώτε, τσικι-τσικι, χρατσα-χρουτσα κτλ γιατί some heads are gonna roll- σβήστε φώτα και πάρτε εδώ όλο δικό σας ένα έργο που άλλαξε το παγκόσμιο σινεμά - και μετά από μιάμιση ώρα πιθανόν και εσάς:
Οκ το έχω δει καμιά 50αριά φορές (καθότι, πάνω κάτω από τα 18-19 μέχρι και τα 22-23 μου, πέρασα μια περίοδο 2-3 ετών όπου Σινεμά = αποκλειστικά Nouvelle Vague για εμένα) αλλά ποτέ δεν είναι κακή στιγμή να επισκεφτεί κανείς ξανά το εμβληματικό coming of age αριστούργημα του Francois Truffaut.
Από τις πρώτες ταινίες του Γαλλικού Νέου Κύματος που άλλαξαν το σινεμά με το να συστήσουν μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, το 400 Χτυπήματα εμπνέεται τον τίτλο του από την ρήση “faire les quatre cents coups”, η οποία ειπώθηκε για τους κατοίκους της Montauban όταν άντεξαν μια ολοήμερη ομοβροντία κανονιών από τον Λουδοβίκο τον ΙΓ. Φράση όχι τυχαία και ούτε άσχετη με την ταινία, αφού και σε εδώ, ο μικρός της πρωταγωνιστής Antuan δέχεται διαρκώς χτυπήματα από παντού (από το σχολείο, από τους συμμαθητές του, από τους γονείς του, από τους κοινωνικούς λειτουργούς κτλ) ώσπου τελικά να πάρει την απόφαση ωα εξεγερθεί απέναντι σε όλα και σε όλους - ορθώνοντας ανάστημα απέναντι σε ένα σύστημα που τον αντιμετωπίζει διαρκώς χωρίς ίχνος αγάπης ή συμπάθειας.
Ο μικρός Antuan -και κατά προέκταση ο ίδιος ο Truffaut, σε μια ούτως ή άλλως βαθιά προσωπική ταινία που δανείζεται πολλά στοιχεία από την παιδική ηλικία του ιδίου- αυθαδιάζει και βγάζει προς τα μπροστά αντίδραση με άκρως επιθετικό τρόπο, αρνείται διαρκώς να καταβροχθισθεί από την αδικία και τον αυταρχισμό και βάζει στόχο να “δραπετεύσει” προς τη θάλασσα που δεν έχει δει ποτέ - το απόλυτο σύνορο που χωρίζει την καταπίεση από την ελευθερία και ανεξαρτησία.
Ο Truffaut γίνεται κοινωνός των ενεργειών του μικρού Antuan και της αναζήτησης της νεανικής ελευθερίας με τρόπο ουσιαστικό, κινηματογραφώντας τις περιπέτειές του με μικρά δάνεια από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό αλλά αναμεμιγμένα με μια νέα γλώσσα, αυτή της Nouvelle Vague - δηλαδή απελευθερώνοντας και εκείνος τον ίδιο τον κινηματογράφο από φιλμικούς κανόνες κανόνες, στενά αφηγηματικά πλαίσια και καταπιεστικά πρότυπα (καθώς ήδη η Αμερικανική σχολή με την τυπική ανάπτυξη μιας ιστορίας και η αναμενόμενη έκβαση θεωρούνταν τετριμμένη, ενώ και η Νεορεαλιστική Ιταλική σχολή είχε πλέον αξιοποιηθεί στο έπακρο μέχρι τα τέλη του ‘50): γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, φυσικός φωτισμός, ερασιτέχνες στη πλειοψηφία τους ηθοποιοί, κάμερα στο χέρι, zoom in/zoom out/gros plan σε πρόσωπα και καταστάσεις, πηγαίος και αβίαστος ρεαλισμός στο κάδρο, η αφήγηση δεν σκιαγραφεί συμβατικά τους πρωταγωνιστές ούτε ξετυλίγει με συμβατικό και γραμμικό τρόπο την πλοκή κτλ κτλ.
Το σινεμά του Truffaut με το 400 Blows κοιτάει μπροστά, ατενίζει το μέλλον με ανατρεπτική διάθεση και σηματοδοτεί ένα νέο σημείο 0 για το παγκόσμιο σινεμά -το οποίο θα επικύρωνε ένα χρόνο μετά ακόμα πιο εμφατικά ο Goddard με το Α bout de souffle (Breathless) που θα έκανε ουσιαστικά τον αυτοσχεδιασμό πρωταγωνιστή της ταινίας -και κατ’ επέκταση του ιδίου του σινεμά έκτοτε.
Το συγκλονιστικό φινάλε της ταινίας και το αξέχαστο τελικό της πλάνο, επικυρώνουν απλά ότι έχει ήδη προηγηθεί - ότι μοναδική διέξοδος απέναντι στο οτιδήποτε που περιορίζει την ελευθερία σου είναι η αντίδραση. Έτσι, Antuan και Truffaut ορθώνουν ανάστημα απέναντι στην καταπίεση, στο παλιό και ξεπερασμένο και αλλάζουν τον κόσμο - ο καθένας με τον τρόπο του.
Αποκάλυψη ο νεαρός τότε Jean-Pierre Léaud, ο οποίος θα συνεργαζόταν πολλές φορές μετά με τον Truffaut (μεγαλώνοντας επίσης δούλεψε με όλους σχεδόν τους μεγάλους Ευρωπαίους δημιουργούς του 20ου αιώνα), ενώ η φωτογραφία της ταινίας από τον Henri Decaë (επίσης πιονέρο της σύγχρονης κινηματογραφικής φωτογραφίας και μόνιμο συνεργάτη πολλών σπουδαίων δημιουργών του Γαλλικού Νέου Κύμματος) είναι από μόνη της σχεδόν λόγος να δει κανείς αυτή τη ταινία.
Αυτά εν ολίγης, το προτείνω κάργα τώρα που είναι και καλοκαιράκι, κυλάει φοβερά εύκολα για ταινία του 1959, δεν έχει χάσει χιλιοστό film από τη μαγεία του, φαντάζει διαολεμένα επίκαιρο ακόμα και πάνω από όλα είναι μια ταινία, που όπως είπα και στο πρόλογό μου, εφόσον κάποιος θέλει να δει το Σινεμά με άλλο μάτι μπορεί κάλλιστα να ξεκινήσει από αυτήν.
Την είχα δει πρώτη φορά στο σχολείο στο Δημοτικό θυμάμαι και με είχε γοητεύσει από τότε (προφανώς για άλλους λόγους), φοβερό πως με τα χρόνια όποτε την επισκέπτομαι ξανά την “διαβάζω” διαφορετικά αλλά και πάλι νιώθω το αρχικό συναίσθημα κάπου στο βάθος να μην με έχει εγκαταλείψει ακόμα.
Υγ. Την ταινία η παρέα την λάτρεψε, οπότε νίκησα και εγώ και μάλλον επήλθε μια όρεξη για Nouvelle Vague - οπότε πιθανολογώ ότι μέχρι την Κυριακή θα έχει υπάρξει και άλλη προβολή (μάλλον το Hiroshima mon Amour του Alain Resnais, μια από τις μάλλον 5 αγαπημένες μου ταινίες ever δλδ )