Χτες έπαιξε ένα διατροφικό ατόπημα μεγατόνων, το οποίο με έστειλε στο διάολο όλο το βράδυ - οπότε κάπου στο ενδιάμεσο και για να ξεχαστώ, είπαμε να δούμε/να βάλουμε να παίξει anyway κάτι αδιάφορο και εύπεπτο → οπότε η κερά πρότεινε το παρακάτω (λόγω buzz που είχε ακούσει λέει να κάνει στους fans των romcom πριν κάμποσο καιρό + για το ότι φαινόταν να είναι όντως κάτι εύπεπτο και χαλαρό)

Για κάποιο λόγο σκάλωσα και το είδα όλο (!) - βασικά όχι για κάποιο λόγο έτσι γενικά και αόριστα (ούτε για τον προφανή, θα πει κανείς
) αλλά με το πόσο κακό σε κάθε του επίπεδο ήταν… δεν ήταν απλά κακό, ήταν κάτι που με έκανε να αισθάνομαι ντροπή που το βλέπω, ενώ δεν έφταιγα ο κακομοίρης σε τίποτα στο κάτω κάτω της γραφής.
Η συγκεκριμένη ταινία είναι από τα χειρότερα πράγματα που έχω δει στη ζωή μου, ήταν τόσο προφανές το zero effort και το “πάμε για εισιτήρια με Sydney Sweeney μονίμως με μπικίνι και Glen Powell μονίμως χωρίς ρούχα, να ανταλλάζουν cringe-ο-ατάκες που ίσως κάνουν γκελ σε ένα ακατανόητης ηλικίας και πνευματικής διαύγειας κοινό - το οποίο SOMEHOW ΥΠΑΡΧΕΙ” που δεν μπόρεσα να βρω τίποτα θετικό… ήταν ένα τρελό waste of time, που όμως το χρειαζόμουν στη φάση μου (του εμετού δηλαδή).
Τεσπά ναι - το χειρότερο πράγμα που έχω δει εδώ και χρόνια, πραγματικά ντροπιαστικό από κάθε άποψη… επίσης Glen Powell, που τον είδα προσφάτως στο Hitman και ήταν
, εδώ ήταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου - μηδέν χημεία με Sydney Sweeney, της οποίας δεν έχω δει τίποτα πλην ενός θρίλερ πριν κάνα χρόνο (που ήταν οκ, legit) και εδώ ήταν απλά 0.
Γενικά όχι.-
Μετά λοιπόν, πιο αργά, καθώς ήμουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (και ο μοναδικός ξάγρυπνος ένοικος της πολυκατοικίας μου apparently, κάπου στις 4 που ξύπνησα από τους πόνους) είπα να δω το Welcome to the Dollhouse του Todd Solondz (ο οποίος, για όποιον ενδιαφέρεται δηλαδή, μπορεί να σας καταστρέψει ολοκληρωτικά τη ψυχή και το είναι με πολλούς τρόπους - και ένας από αυτούς είναι με το αριστουργηματικό Happiness του 1998) στο Cinobo, το οποίο είχα να το δω κοντά 20-25 χρόνια χρόνια:
Το Welcome to the Dollhouse δεν κοιτάζει την εφηβεία με νοσταλγία ή γλυκύτητα, αλλά αντιθέτως παίρνει τις ρομαντικές αυτές φαντασιώσεις και τις ισοπεδώνει με τρόπο ειρωνικό και έναν κυνισμό, ο οποίος χωράει τόσο – όσο στα διευρυμένα πλαίσια μιας καυστικής και κλινικά αποστειρωμένης ματιάς, πάνω στην πραγματική εφηβεία της Αμερικανικής suburbia…
Πρωταγωνίστρια μια δωδεκάχρονη μαθήτρια που δεν φαίνεται να ταιριάζει πουθενά: στο σχολείο είναι ο εύκολος στόχος για πειράγματα, ενώ στο σπίτι οι γονείς της την αγνοούν, η μικρή αδελφή της είναι το «καλό παιδί» της οικογένειας και ο μεγαλύτερος αδερφός της είναι κι εκείνος βυθισμένος στις δικές του εμμονές. Η Dawn προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει μια χαραμάδα αποδοχής, αλλά ο κόσμος γύρω της φαίνεται να είναι μονίμως σε μια κατάσταση άρνησης.
Το «κουκλόσπιτο» που παραπέμπει σε ασφάλεια, ομορφιά και αθωότητα, είναι ακριβώς ό,τι δεν βρίσκει ποτέ η Dawn - ολόκληρος ο κόσμος της μοιάζει περισσότερο με φυλακή, παρά με κουκλόσπιτο.
Η στατική κάμερα με τους χαρακτήρες ελεύθερους να «ξεγυμνωθούν» μπροστά της από μόνοι τους, δίνει μια εικονοπλαστική λιτότητα και ένα ψευδό-ντοκιμαντερίστικο feel στη ταινία συνολικά – σαν ο θεατής να είναι actual μέτοχος μιας πραγματικής ιστορίας, που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιοδήποτε προάστιο της Αμερικής.
Η μουσική της ταινίας ενισχύει το ειρωνικό της πνεύμα, με ανάλαφρα pop κομμάτια να παίζουν διαρκώς πάνω σε σκηνές ταπείνωσης και (σκληρής) μοναξιάς, υπογραμμίζοντας το πραγματικό μέγεθος της διάστασης ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πραγματικά είναι.
Σταδιακά, στον μικρόκοσμο του Solondz, όλοι οι χαρακτήρες καταλήγουν παγιδευμένοι στο δικό τους «κουκλόσπιτο» και δεν δείχνουν ότι μπορούν να βγουν αλώβητοι από εκείνο (ο σκληρός συμμαθητής που αρχικά φαίνεται να τρομοκρατεί την πρωταγωνίστρια καταλήγει να αποκαλύπτει και τη δική του εύθραυστη πλευρά, ενώ και οι γονείς της, παγιδευμένοι στις μικροαστικές τους εμμονές, μοιάζουν το ίδιο ανίκανοι να αγαπήσουν ή να στηρίξουν την κόρη τους κτλ).
Το μεγάλο στοίχημα του Solondz είναι να δείξει την εφηβεία όπως τη βιώνουν οι περισσότεροι, αλλά λίγοι τολμούν να το πουν: με αμηχανία, μοναξιά, σκληρότητα, χωρίς ίχνος εξιδανίκευσης ή κάποιας ρομαντικοποιημένης νοσταλγίας των ελάχιστων καλών στιγμών που ίσως έζησαν κάποτε (σε μια μικροαστική Αμερική των προαστίων που δείχνει να μην καταλαβαίνει τι της γίνεται).
Το χιούμορ είναι μαύρο και πικρό, σε σημείο που συχνά γελάς με σκηνές που κανονικά θα έπρεπε να σε κάνουν, ακόμα και να ανατριχιάσεις.
Στο τέλος, έχει καταφέρει να δώσει φωνή σε μια πλευρά της εφηβείας που ο κινηματογράφος συνήθως αποσιωπά ή τείνει να ρομαντικοποιεί εύκολα - ή ακόμα και να προσπαθεί να αφουγκραστεί αλλά χωρίς πραγματικά «κότσια».
Η εφηβεία παρουσιάζεται συνολικά όχι ως ένα στάδιο μετάβασης της ζωής, αλλά ως περίοδος βαθιάς οδύνης, μια δοκιμασία που δεν υπόσχεται καμία σίγουρη ανταμοιβή ή λύτρωση – και η Heather Matarazzo, με την αφοπλιστική ερμηνεία της, γίνεται το ιδανικό πρόσωπο – φορέας αυτού του σιωπηλού μαρτυρίου.
Η δεκαετία του ’90 στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά έφερε στο προσκήνιο δημιουργούς που δεν δίστασαν να εκθέσουν τις πιο άβολες, κυνικές και σκληρές πτυχές της καθημερινότητας – και ο Solondz ήταν ανέκαθεν ένας από τους πιονέρους αυτού του σινεμά, μαζί με τους Harmony Korine, Larry Clark και σια… υπάρχει στο Cinobo και δεν ξέρω για πόσο ακόμα – επενδύστε άφοβα, εγώ το έκανα κάτω από πολύ κακές συνθήκες και τελικά δεν πήρα αναρρωτική σήμερα! Αν είχα μείνει όμως στο παραπάνω κουράδι, μάλλον θα ήμουν σπίτι ξάπλα όλη μέρα
(ίσως, εν τέλει, να έκανα και μαλακία
)