δεν εχουν ειπωθει μεγαλυτερα ψέμματα στα ιντερνετς / επισης αδικεις την ταινια και θα επανελθω
Summary

δεν εχουν ειπωθει μεγαλυτερα ψέμματα στα ιντερνετς / επισης αδικεις την ταινια και θα επανελθω

Ναι, “την αδικώ” γιατί βυζιά
![]()
ξαναδιαβασα με ηρεμία το παραπάνω ποστ.
Σε βρισκω πολυ σκληρο κ άδικο. Μοιαζει να εχεις προαποφασισει οτι δεν σαρεσει η Σουινι και μετα πηρε την μπαλα και την ταινία.
Το καλό λοιπον που εχει, ειναι το 0 effort. ειναι effortless. προσωπικά θεωρώ πιο ρεαλιστικές τις κομεντί, που ένας κουκλος αγαπιέται με μια κουκλα, παρα τις ταινίες του συφερτού, που ο νερντουλας ριχνει την θεαρα με την καλοσυνη του.
Εμενα μου αρεσε, για τον απλουστατο λογο που βλεπουμε κινηματογραφο - βλεπουμε δυο πανεμορφους ανθρωπους, να γραφουν υπεροχα στην οθονη. and that’s fine. δεν ειναι ταινια αξιωσεων (οπως σχεδον καμια του ειδους), και ναι το Hitman ηταν υπεροχο (άλλη θεση όμως, που λενε και στο ραδιοφωνικό fight club), αλλα για αυτο που ειναι, ηταν καλο. Οχι σουπερ, αλλα καλο. Αν επαιζε στην τv θα το χαζευα παλι.
btw βυζιά ορ νοτ, οι ωραίες στις κριτικές ξεκινάνε από το -2 - γι αυτο ασχημαινουν μπας και παρουν κανα οσκαρ.
είναι το γνωστό TVZAΡΕΣ ![]()
συνεχίστε
Κοίτα, επιβίωσα σκηνής όπου → επί 5 λεπτά μια τύπισσα είχε το χέρι της στον κώλο ενός τύπου και τούμπαλιν, με σκοπό να πείσουν μια παρέα ανθρώπων στα 2 μέτρα ότι είναι ζευγάρι (με, όπως επισήμανε και ένας φίλος, ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ PENETRATION).
Αυτοί δεν τους έδιναν σημασία γιατί κοιτούσαν ένα κοάλα που αυτό με τη σειρά του ήταν το μόνο που κοίταζε το “ζευγάρι”, ώσπου ξαφνικά, η τύπισσα βρήκε μια αράχνη στον κώλο (!) του τύπου.
Αυτός θεώρησε την πιο λογική κίνηση ever να ξεγυμνωθεί εντελώς και να πετάξει τα ρούχα του στον κοντινό γκρεμό και μετά για 2 λεπτά η τύπισσα να ψάχνει μέσα στον κώλο του (!) εάν υπήρχε κάτι άλλο…στο ενδιάμεσο δεν τους έπαιρνε ακόμα χαμπάρι η παρέα που χάζευε το κοάλα, που με τη σειρά του αυτό χάζευε τις “περιπέτειες” του “ζευγαριου”, μέχρις ωσότου η τύπισσα αποφασίσει να δανείσει το σορτσάκι της στον τύπο (το οποίο του έκανε ίσα ίσα) και να μείνει και εκείνη με το σορτσάκι, ώστε να γυρίσει μετά κεφάλι η παρεά και να τους δει με αλλοπρόσαλλα ρούχα και ημίγυμνους (entering laughter) - ενώ παράλληλα παίζει στο backgroung μουσικό θέμα “κακή pop διαφήμισης H&M” και όλο αυτό κινηματογραφείται σχεδόν αποκλειστικά με drones, που θυμίζουν παραγωγή youtube…
Και το παραπάνω δεν είναι καν (!) η μόνη εξωφρενική (και διεκπεραιωτικά γυρισμένη) σκηνή της ταινίας, που προσπαθεί να πουλήσει με τον πιο φθηνό τρόπο 2 ωραία κορμιά σε εντελώς ασύνδετα και άσχετα μεταξύ τους σκηνικά - “παρεξηγήσεις” μέχρι να “ερωτευτούν”, για να βγάλει εισιτήρια - κάθε 5 λεπτά υπήρχε κάτι που έδινε αφορμή να βγάλει κάποιος τα ρούχα του και να ποζάρει στη κάμερα, ενώ και σε (ωιμε) επίπεδο βασικής γραφής, το σενάριο ήταν κάτι-σαν-ή-και-όχι-ΑΙ generated προς αυτόν τον σκοπό…
Είναι όντως 0 effort, απλά καμιά φορά το 0 effort μπορεί να μην είναι ούτε σινεμά σε πολύ βασικό επίπεδο, ούτε τίποτα - απλά marketing, εν προκειμένω κακή διαφήμιση “προϊόντος” και συνολικά ανυπόφορο overall σαν θέαμα… από την άλλη δεν θυμάμαι τελευταία φορά που άφησα ταινία στη μέση (να ήμουν σχολείο ακόμα; ούτε και εκεί το έκανα ποτέ νομίζω) για να το κάνω τώρα, οπότε ναι, μάλλον φταίω και εγώ κάπου ![]()
Όμως ακόμη και στα πιο στενά, συμβατικά πλαίσια ενός romcom - “ξεπέτας” (που είμαι γενικά πολύ fan του είδους, όπως και όλου του ευρύτερου φάσματος τους) το παραπάνω είναι κάτω από το 0 → είναι για εμένα, σαν κάτι που δημιουργήθηκε από ΑΙ για να αποτελέσει όχημα διαφήμισης 2 ηθοποιών (όχι ηθοποιών μάλλον, star καλύτερα/γιατί δεν έχει ούτε ερμηνείες έστω να προσφέρει, ούτε καν την ελάχιστη χημεία μεταξύ τους αλλά προσπαθεί απλά να ενισχύσει το star power τους).
Κατά τα άλλα, αμήχανο slapstick πασπαλισμένο με πολύ κακό σεξοχιούμορ και υπέρ το δέον flashy κινηματογράφηση (επιπέδου ταξιδιωτικού ντοκιμαντέρ για youtube) της Αυστραλιανής ενδοχώρας (με, όπως είπαμε, pop soundtrack - χαλί πολυκαταστήματος).
Αυτά, ουφ, ξαλάφρωσα - καιρό είχα να κάνω τόσο αναζωογονητικό rant
![]()
Καλα πες απλά ότι μισείς εμάς τους όμορφους ![]()
λίγο γρήγορο shitposting για κατι χθεσινο + 1
Τι καπνίζεις ρε μπαρμπα Μπεσον στα γεραματα, οπως και στο Βαλεριαν το να παιξεις μπαλιτσα με “ευρωπαικο χολυγουντ” δεν παει πολυ καλα, οκ αυτο ειναι διασκευη σε κοπολα οχι στοκερ, πολλες καλλιτεχνικες/σεναριακες ελευθεριες, σε σημεια επιννοει βαμπιρικα πραγματα και αντι για αγγλια εχουμε γαλλια και διαφωτισμο και μπουρλεσκ και θεατρικη παρανοια, τρομερα κακο πεισινγκ αλλοτε παει να κανει κατι αρκετα αρτιστικ και ξεχνας τι βλεπεις και γιατι, και αλλοτε νιωθεις σαν να βλεπεις σειρα σταρ για μεσημερι. Α παιζει και κριστοφ γουολτς τον κατι σαν βαν χελσινγκ. Βλεπεται, για φανατικους, δεν κακο, αλλα ναι.
Συντνει Σουινι να παιζει την βλαχα σερβιτορα με τραυλισμο που ονειρο της ειναι να ηχογραφησει στο Νασβιλ δισκο καουντρι, Χολσει την απο συντηρητικη ακροδεξια οικογενεια περιθωριακη πανκισσα, dld ντουετο φωτια, ενα πιτσιρικι - γιο της χολσει που την ειδε μετενσαρκωση Καθιστου Ταυρου, η καλυτερη ταραντινικη ταινια που δεν ειδατε ποτε (φετινη ειναι γενικα), ληστεια στη ληστεια και αποικιοκρατια/πιστολιδια, καλες μουσικες. Συντνει ξανα μονη διασωθεισα οπως και στο φετινο Eden, που και αυτο ηταν αξιοπρεπες.
Επισης φετος το καλοκαιρι ειδα πρωτη φορα το Moonlight (2016) και απορώ τι έκανα με τη ζωή μου στο ενδιάμεσο.
Αυτο ειναι τοσο κακη κοπια Coppola απο το τρέηλερ ακομη… πραγματικα για φανατικους του Κομη
Remake cult ταινίας του 1984, με χρονολογία κυκλοφορίας 2023 και το βλέπουμε 2 χρόνια μετά και πριν το μισάωρο παίζει Hall of the Mountain King, δεν αξίζει τίποτα λιγότερο από ένα συγκρατημένο 11/10.
Αρονόφσκι, '90s ΝΥ, top cast, μουσικάρες (ο άλλος στην επισημη πλευλιστ εβαλε King Diamond - γιατι δεν επαιξε στην ταινια όμως; ερώτημα - plus ολοκαίνουριο soundtrack album από Idles), ένα γατί σε κομβικό ρόλο, δραση, ούλτρα βία, νορμάλ διάρκεια, τι μπορεί να πάει στραβά; Εν τέλει, είμαι πεπεισμένος πως ο τύπος δεν μπορεί να φτιάξει ταινία που δεν σου ρουφάει την ψυχή από μια μικρή τρύπα στον μυελό, αν και εδώ όντως υποβόσκει μια γενναία δόση ανθρωπιάς, μάλλον και για αυτό την χαρακτήρισε την πιο πανκ ταινία του. Εν τέλει, ένα Γκάι Ρίτσι - Ντάνι Μποιλ - Σπαικ Λι μασαπ με ένα σενάριο που όσο προβλέψιμο γίνεται συχνά, άλλο τόσο είναι οι μικρές του εκπλήξεις και κυρίως η άρνηση για οποιοδήποτε exposition που το καθιστούν, μαζί με τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών και το τρομερό, γκαζιάρικο pacing του κυρίου σκηνοθέτα που παραδόξως δεν νιώθεις πως σε κοροϊδεύει (τόσο όσο αλλού) με δηθεν σουρρεάλ και προκλητικές τροπές και πλάνα, ως τα ωφέλη της ταινίας. Δεν ειναι από τις καλύτερές του, μάλλον ούτε από τις μνημειώδεις του, αλλά σίγουρα από τις πιο απολαυστικές του. Βέβαια, και εγώ αν συνέδεα ένα σκληρό μου ατύχημα με μουσική των Σκόρπιονς, μάλλον θα είχα φρικάρει χειρότερα, οπότε δικαιολογώ πολλά.
Μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς για μένα, κοινώς το είχα σταμπάρει καιρό, ήθελα καιρό να το δω, κάπως τα έφερε το χθεσινό βράδυ για να ενδώσω πλήρως. Λοιπόν, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Μια απλή, σαφής ιδέα, ένας απλός, σαφής παραλληλισμός, ένα απλό, ασφαλές, σενάριο, τρεις ηθοποιοί που δίνουν πολύ καλές ερμηνείες, μια σκηνοθεσία που κάπου το χάνει λίγο σε pacing αλλά και σε απουσία πραγματικών εντάσεων, body horror που ανά στιγμές σε πιάνει, κυρίως όμως λειτουργεί συμβολικά οπότε είσαι σε φάση ναι οκ να τελειώσει το πετσόκομμα το πιάσαμε το νόημα, και όλα κυλούσαν ευχάριστα, έρχεται ένα τέλος που με ψιλοξενερώνει διότι, αφού φτάνεις που φτάνεις εκεί, γιατί πας για το safe. Τέλος πάντων, το “Together” είναι πολυ καλή ταινία, που έξυπνα (οριακά κυριολεκτικά) προσεγγίζει το θέμα των βαλτωμένων, χρόνιων σχέσεων όπου όλη σου η ύπαρξη είναι η δυναμική σου με το άλλο πρόσωπο, πετάει διάφορα πλατωνικά τυράκια (I mean, κυριολεκτικά ένα σπήλαιο είναι κομβικό, μεταξύ άλλων - ισοδύναμα βέβαια του διάβασα πλάτωνα και δεν ξέρω τι να αναλύσω πέρα από το να παραθέσω τσιτάτα), για να το δέσει ωραία και διατηρεί μια καλή ισορροπία ρομάτζου και χόρρορ, αλλά, δεν ήξερε πως να κλείσει για μένα. Αυτή η μάστιγα. Προχωράμε.
Κάνω edit προηγούμενο σχόλιο για να μην σπαμμάρω:
Κόντρα στο αξίωμα που λέει πως κάθε ιστορία του (λατρεμένου King) αξίζει μεταφορά σε κάποια οθόνη, και αναμένοντας πως η έκλαμψη ποιότητας στο είδος που ήταν το Longlegs δεν έχει νόημα να επαναληφθεί, εκτίμησα πως ο Πέρκινς σε αυτό το απολαυστικό σπλάττερ, με ψιλοβαρετή πλοκή όμως που το κανει να μοιαζει σαν ανολοκλήρωτη ιστορία, διατήρησε επάξια ένα απολύτως ταιριαστό τέμπο, σε σημείο που συντονίζεσαι με το τι πιθανώς να συμβεί, και οι θάνατοι δεν σοκάρουν τόσο, αν και άρτια σκηνοθετημένοι, αλλά οριακά δίνουν πόντους διασκέδασης. Μάλλον έτσι αναδεικνύει και τον ιδεοψυχαναγκασμό και τη διαχείριση τραύματος που βρίσκονται στο επίκεντρο. Όσο για το φινάλε, καλή ψυχεδέλεια. Καλούλι, εύκολα το ξεχνάς.
Δεν το λέω εύκολα δυνατά, αλλά να μια ταινία που θα προτιμούσα να την είχα δει θερινό όταν μπορούσα, κυρίως γιατί πείστηκα από τα σχόλια μερικών (και) εδώ μέσα (μπορείτε να βρείτε ποιοί είστε). Το σημαντικό με το “Sorry, Baby”, για μένα, προσπαθώντας να αποφύγω τα σποιλερς, είναι το πως μπορείς να πεις μια καθημερινή (δυστυχώς) ιστορία, από μια οπτική γωνία που, εμένα τουλάχιστον, μου σφίγγει το στομάχι, δίχως να πέσεις σε υπερβολική δραματουργία, χαντακώνοντάς την. Από το απλανές βλέμμα, μέχρι την τρομερή δόμηση χρονολογικά της πλοκής και το μοντάζ, από την σκηνοθεσία που επιτρέπει απλούς διαλόγους να προκαλούν κρότο στο κενό εξαιτίας ακριβώς του πως συγκρούονται με την κενότητα πολλών συζητήσεων, από την άρνηση των απλών λύσεων ή λυτρωτικού φινάλε, και από τα dark comedy στοιχεία και τον αιχμηρό σαρκασμό μέχρι την απογύμνωση κοινωνικών (και γραφειοκρατικών) συσχετισμών που διαιωνίζουν μια συστημική πατριαρχία, το “Sorry Baby”, κάνει πολλά, με πολύ λίγα. Και αυτό είναι κατόρθωμα, ακόμη και αν πρέπει να αποδεχθείς πως μια τόσο έντονη πορεία προσωπικής εκμηδένισης, κακοποίησης και ανασυγκρότησης, δεν θα αποτυπωθεί με κινηματογραφικές εντάσεις, και άρα θέλει προσοχή. Ευχάριστη (λολ) έκπληξη, και χάρηκα (και είμαι ευγνώμων) που δεν προσπέρασα την ταινία.

Καινούρια ταινία του Tim Mielants (Small Things like These) με ξανά Murphy and co στους ρόλους και τον ίδιο σε σενάριο - διασκευάζοντας το βιβλίο Shy του Max Porter, με τον ίδιο τον Porter στο σενάριο…
Η ταινία παρουσιάζει με έντονο ρυθμό και αρκούντως νευρική ενέργεια –ιδίως στο πρώτο της μισό– ένα εξαιρετικά δύσκολο 24ωρο στη ζωή του ομότιτλου πρωταγωνιστή της.
Ο Steve, διευθυντής ενός ιδιωτικού ιδρύματος/πειραματικού σχολείου-οικοτροφείου-αναμορφωτηρίου στη Βρετανία του 1996, πέρα από τα συνηθισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά (έλλειψη πόρων, γραφειοκρατικά εμπόδια, εφήβους με βίαιες ή αντικοινωνικές τάσεις αλλά και αυτοκαταστροφικές σκέψεις, καθώς και τα δικά του ψυχολογικά θέματα που προσπαθεί να καταπνίξει με χάπια και αλκοόλ), πρέπει τώρα να διαχειριστεί και την παρουσία ενός τηλεοπτικού συνεργείου που κάνει ρεπορτάζ για το ίδρυμα.
Την ίδια στιγμή, μαθαίνει ότι το ίδρυμα πρόκειται να κλείσει – γεγονός που σημαίνει πως τα παιδιά, πολλά από τα οποία έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους, θα βρεθούν χωρίς στέγη και καμία προστασία.
Αν πάσχει κάπου η ταινία (καθώς εν τέλει, είναι ελαφρώς άνιση συνολικά) είναι μάλλον στην επιλογή έμφασης στην νευρωτική της σκηνοθεσία, παρά στο σενάριο: “πάσχει” τώρα εντός εισαγωγικών, καθώς ναι μεν από τη μια θυμίζει αρκετά τα Βρετανικά ρεαλιστικά δράματα των 50s και 60s (του κοινωνικού ρεαλισμού της καθημερινότητας της εργατικής τάξης) υπό ένα πιο σύγχρονο, 90ς ας πούμε πρίσμα - από την άλλη όμως, όλο αυτό “καταπίνει” χαρακτήρες και καταστάσεις ανά διαστήματα, κάνοντας συνολικά το έργο άνισο απέναντι σε θεματικές και πρωταγωνιστές του (ενώ όμως φαίνεται να είναι πολύ focused στην κεντρική του θεματική).
Aυτό δούλευε καλά στο πολύ χαμηλών τόνων Small Things Like These, που η σιωπή και τα βλέμματα έλεγαν ολόκληρες ιστορίες και ξεγύμνωναν συναισθηματικά τους χαρακτήρες απέναντι στους θεατές, εδώ όμως ήθελα νομίζω μια διαφορετική αντιμετώπιση σε κάποια πράγματα/ή απλά έναν καλύτερο τρόπο συνύπαρξης αυτού του ύφους (που υπάρχει και εδώ έντονα) με το υπάρχον πλαίσιο (ταινία με πολλούς χαρακτήρες και “έντονη” σε ρυθμό και κινηματογράφιση)… ίσως να κάνω και λάθος βέβαια ή να μην το είδα σωστά, όμως αυτή την εντύπωση μου αποκόμισε συνολικά η ταινία.
Κερδίζει στα σημεία και κυρίως στις πιο χαμηλόφωνες στιγμές του - εκεί που σε επηρεάζει πραγματικά και σε κάνει μέτοχο, τόσο του δράματος όσο και των μύχιων σκέψεων και φόβων των πρωταγωνιστών του…
Τα 90 του λεπτά είναι προφανώς ένα δείγμα του πόσο “σπηντάτο” είναι - και πραγματικά είναι πολύ αεικίνητο έργο, το οποίο μπλέκει και το ψευδο-ντοκιμαντερίστικο μέσα σε όλα αυτά και διαρκώς καταφέρνει να σε κρατάει μαζί του.
Ερμηνείες top - notch (Emily Watchon σταθερά ένα απίθανο εργαλείο στα χέρια ενός σκηνοθέτη που ξέρει να την χειρίζεται) με μπροστάρη τον Cillian Murphy… νομίζω έχει βρει τα κουμπιά του ο Mielants για τα καλά και τον “κουρδίζει” αναλόγως, ενώ και ο ίδιος ο ηθοποιός είναι φοβερός σε ρόλους που απαιτούν έντονη εσωτερικότητα και όχι πομπώδης θεατρινισμούς ή υπερβολές (που συνήθως οι Βρετανοί ηθοποιοί, λόγω θεατρικών καταβολών, τείνουν να αγκαλιάζουν με το καλημέρα σε παρόμοιες περιπτώσεις)… μπορεί να πήρε στο Oppenheimer το Oscar του, αλλά στις 2 επόμενές του ταινίες (την παρούσα δηλαδή και ειδικά στο Small Things Like These) νιώθω σαν να έδωσε πραγματικά την ψυχή του…
Εν τέλει, παρά τις αρκετές του αδυναμίες, το Steve μου άφησε overall θετική εντύπωση με το εξής: ενώ κλείνει με μια γλυκόπικρη, γαρ ελαφρώς αισιόδοξη νότα, εν τέλει το όποιο “επιμύθιο” είναι κάτι σαν ένα μικρό “σκατά στην τοξική θετικότητα” και ένα “ναι” στην αλληλεγγύη σαν τρόπο ζωής - η οποία δεν υπόσχεται απαραίτητα λύσεις (γιατί προφανώς δεν γίνεται να λυθούν όλα τα ζητήματα της ψυχικής σου υγεία με κάποιον μαγικό τρόπο) αλλά είναι σημαντικό να μπορείς να μιλάς ελεύθερα για τα προβλήματά σου, σε άτομα που θέλουν να σε ακούσουν και να σε βοηθήσουν… όλο αυτό, όχι με το πρόσχημα της “ταινίας μηνύματος” αλλά ως κάτι στα αφηγηματικά πλαίσια ενός μετά-μοντέρνου Βρετανικού kitchen sink ρεαλισμού (και οργανικά δοσμένο κατά κύριο λόγο, τουλάχιστον στο μεγαλύτερό του μέρος)
Αυτά, ενδιαφέρουσα ταινία, όχι ακριβώς αυτό που περίμενα μετά το Small Things Like These από το ίδιο team (μια από τις καλύτερες ταινίες της περασμένης σεζόν κατ’ εμέ) αλλά αν μη τι άλλο καλώς έπραξαν να τολμήσουν κάτι, ναι μεν στα κυβικά τους αλλά και δε πιο ριζοσπαστικό αφηγηματικά/σκηνοθετικά - κι ας μην βγήκε απόλυτα… looking forward και σε επόμενες τους μελλοντικές συνεργασίες, ενώ το συγκεκριμένο θα ήθελα να το ξαναδώ κάποια στιγμή (γιατί ήμουν και λίγο κουρασμένος χτες βράδυ)
Σάββατο βράδυ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας λέμε να πάμε σινεμά - ντυνόμαστε κτλ, σκύβω να δέσω κορδόνια και μένω εκεί… οπότε με συνοπτικές, oliviotic, πυτζάμες, 2 μαξιλαράκια να με πιέζουν προς τα πάνω τόσο-όσο και πολυθρόνα αντί καναπέ, λέμε να δούμε αναγκαστικά καμιά ταινία σπίτι ![]()
Πολλές οι προτάσεις όμως η διάθεση ζητούσε κάτι αρκούντως αμερικάνικο - όχι απαραίτητα “Αμερικανιά” αλλά κάτι anyway πιο αυθεντικά fun και εύκολο στη ροή του… όπερ και εγένετο A House of Dynamite, καθώς δεν μιλάμε για ότι κι ότι αλλά για Kathryn Bigelow (η πρώτη γυναίκα με Oscar σκηνοθεσίας στο Hurt Locker) - ΑΚΑ, ακόμα και στις πιο χλιαρές (ή κακές) της στιγμές, μιλάμε για μια master στην κινηματογραφική αφήγηση και μια απόλυτη κυρίαρχο της ροής και του σασπένς.

Το είχα σταμπάρει καιρό προφανώς, αν και η προηγούμενη της ταινία δεν μου άρεσε ιδιαίτερα (Detroit) ενώ δεν είναι και καμιά φοβερή υπερβολή να πω πως όσο και αν απολαμβάνω ταινίες σαν το Hurt Locker, τις ανταλλάζω χτες κιόλας για την πιο pulp, b-movie φιλμική υφή της πρώιμης της περιόδου: Point Break θα είναι, για εμένα προσωπικά, πάντα η καλύτερη περιπέτεια των 90s, το Near Dark υπερβολικά ψηλά στη λίστα με τα καλύτερα vampire movies ever, το Blue Steel άλλη μια υποδειγματική περιπετειά-ρα που ξεχνάμε πολλές φορές να αναφέρουμε στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες δράσης των 90s και το Strange Days ένα γαμημένο sci-fi αριστούργημα.
Τι παίζει τώρα εδώ: σε μια ταινία, κάπως σαν το κλείσιμο μιας άτυπης τριλογίας (Hurt Locker και Zero Dark Thirty) από το πουθενά μια πυρηνική κεφαλή εισέρχεται στον Αμερικανικό εναέριο χώρο. Στο ελάχιστο χρονικό διάστημα που απομένει, από τον εντοπισμό μέχρι και το χτύπημα της σε μια μεγαλούπολη των ΗΠΑ (18 μόλις λεπτά) η ταινία χρησιμοποιεί το Rashomon effect και εξετάζει σε real time, ρεαλιστικά πλαίσια και όσο περισσότερο μπορεί ρεαλιστικές βάσεις, την αντίδραση της Κυβέρνησης σε 3 επίπεδα - POVs → το χαμηλότερο (αυτό της πρώτης κατηγορίας κυβερνητικών υπηρεσιών, που την πρωτoεντοπίζει) το μεσαίο (την στρατιωτική ηγεσία και τους αρμόδιους υπουργούς) και το υψηλότερο (εκείνη του Προέδρου).
Σε γενικές γραμμές → ωραίο, σφικτό και στακάτο πολιτικό θρίλερ υψηλών οκτανίων σασπένς και έντασης - χωρίς, επί του πρακτέος, να βλέπεις ποτέ δράση με την παραδοσιακή έννοια (αυτή ξεδιπλώνεται σε αίθουσες συνεδριάσεων, γραφεία, διαδρόμους και επιχειρησιακά δωμάτια).
Είναι από εκείνα τα όχι τόσο ανθρωποκεντρικά θρίλερ, αλλά από της μεθόδου, των preceduals, του derayled ρυθμού και του επιθετικού μοντάζ που σε βυθίζουν ολοένα και πιο βαθιά σε ένα κυκεώνα πληροφοριών και διαδικασιών - που προφανώς αγνοείς (ή απλά δεν καταλαβαίνεις στον απόλυτο βαθμό) αλλά σε “παγιδεύουν” με τον τρόπο τους και σε κάνουν πιο ενεργητικό μέτοχο των γεγονότων…
Επί της ουσίας τώρα, η ταινία στερείται κάποιας συγκεκριμένης πολιτικής τοποθέτησης πάνω στα τι και πως του σύγχρονου γεοπολιτικού χάρτη… προφανώς οι μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις παίζουν το ρόλο τους κατά τη διάρκειά της, όπως και η “μεγάλη εικόνα” των σχέσεων μεταξύ τους, όμως (καταφανώς εσκεμμένα) το βασικό μέλημα είναι το να υπογραμμίσει την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στο αναπόφευκτο (?) ενός πυρηνικού ολέθρου… και το κάνει, κατ’ εμέ, εξαιρετικά, έχοντας την Bigelow τον απόλυτο κυρίαρχο του σασπένς και την κινηματογράφησης αυτού - ποτέ μελοδραματική και ποτέ να παρεκλίνει σε μια πιο συμβατική καταστροφολαγνική πλευρά (ξαναλέω, η ταινία δεν έχει ούτε εκρήξεις, ούτε “ήρωες” και “κακούς” ούτε δράση όπως την εννοούμενη σε μια πιο φορμαλιστική ταινία καταστροφής - αλλά αντιθέτως μια ψευδο-ντοκιμαντερίστικη αισθητική φόρμα και το ανάλογο νευρωτικό pace).
Η ταινία βαδίζει με τους πρωταγωνιστές της ολοταχώς προς την καταστροφή και τους απογυμνώνει σταδιακά και μεθοδικά (ένα πελώριο ensemble ηθοποιών) από κάθε ψήγμα ηρωικών χαρακτηριστικών - όλοι γειωμένοι και ανήμποροι, σε μια πραγματικότητα που σου σφίγγει διαρκώς το στομάχι.
Θα έλεγα πως, μιας και η ταινία είναι απόλυτα ειλικρινής στις προθέσεις της και στα υλικά κατασκευής της, δεν με ενόχλησε τίποτα ιδιαίτερα - αναφέρομαι προφανώς στην απουσία σαφής πολιτικής τοποθέτησης και πολιτικού “χρωματισμού” προσώπων και καταστάσεων: ο στόχος είναι η κατάδειξη της απειλής του πυρηνικού ολοκαυτώματος, ως αυτό καθαυτό σαν πιθανό γεγονός με τόσες υπερδυνάμεις που έχουν πυρηνικά στη διάθεσή τους σήμερα και αυτό. Και το καταφέρνει μια χαρά - το οποίο “πακέτο” αυτομάτως την κάνει πολιτική, αν όχι απαραίτητα πιο συγκεκριμένα πολιτικοποιημένη.
Από κει και πέρα, οι (ευτυχώς) λίγες, πιο συμβατικές δραματικές πινελιές της ταινίας, περνάνε και ακουμπάνε τόσο-όσο, γιατί και η λειτουργία τους είναι καθαρά δομικής σημασίας στο (εξαιρετικά προσεγμένο στη λεπτομέρεια σενάριο).
Και παρά το ότι γνωρίζεις (? - ένα σημείο που η ταινία μπορεί να διχάσει τους θεατές που κοιτάνε λίγο παραέξω από τη μεγάλη εικόνα και κολλάνε πιο πολύ στα facts και τις συμβατικές γραμμές/λεπτομέρειες πλοκής) την έκβαση και των τριών παράλληλων ιστοριών, η κεντρική πλοκή αναβαθμίζεται διαρκώς με νέες πληροφορίες, νέες οπτικές και περισσότερο σασπένς. Καλή η χρήση, κοινώς, του Rashomon Effect - ένα αφηγηματικό εργαλείο που εύκολα μπορεί να κάψει ολοσχερώς μια ταινία και να βυθίσει το μεγαλύτερό της μέρος σε μια ανούσια επανάληψη.
Το μόνο που με “ενόχλησε” ήταν ότι η ταινία είναι ξεκάθαρα φτιαγμένη για σινεμά και μεγάλη οθόνη και κόσμο που τρώει τα νύχια του από αγωνία. Στην τηλεόραση και δη κάτω από την σφραγίδα του Netflix (και τις πιο flat του οπτικής παλέτας ή των άκομψων επεμβάσεων σε τίτλους/κάρτες κατά τη διάρκεια της ταινίας που δηλώνουν το που βρισκόμαστε κτλ) η ταινία ναι, χάνει.
Τα ίδια, είμαι σίγουρος, θα ισχύουν και το Frankenstein του Del Toro μεθαύριο…
Το μεγαλύτερο όμως + της ταινίας, το άφησα για το τέλος - είναι το soundtrack του Volker Bertelmann
(Όσκαρ στο Ουδέν Νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο και Κονκλάβιο).
Όποιος έχει δει αυτές τις 2 ταινίες, καταλαβαίνει τι λέω: synth λούπες από το υπερπέραν σε φαινομενικά άκυρα σημεία, που προκαλούν άγχος και ένα main theme με βιολιά σε παράκρουση, που αυξάνει το στρες στα ύψη.
Μεγάλο soundtrack και μεγάλος συνθέτης είδους - ανυπομονώ για κάθε του μελλοντική δουλειά!!
Αυτά - γενικά ναι από εμένα, ωραίο, στακάτο, ντελικάτο και πολύ, πολύ σφικτό θρίλερ - η καλή “αμερικανιά” που λέμε, για να κλείσω και όπως ξεκίνησα. Κρίμα που δεν θα βγει στις αίθουσες - είναι ταινία φτιαγμένη για αυτές.
I second that.
Περίμενα ότι δε θα μου άρεσε.
Δεν περίμενα όμως να είναι τόσο μα τόσο βαρετή ΠΑΠΑΡΙΑ.

Βαρετο το Hail to England? Δεν ειμαστε με τα καλα μας…

Για το soundtrack γνώμη;
Απλά ΦΟΒΕΡΟ!
Ο μόνος λόγος να καθίσεις να δεις την ταινία.
Μόνο τα ΖΙΑΒΥ άξιζαν τύπε
(εν τάξει κι η μουσική
)