Let's Play II : 52 Χρονια Μουσικης σε 52 Εβδομαδες

Προσωπικά συμφωνώ με μόνη πιθανή ένσταση το AMOLAD, αλλά δεν είναι και κάνα τρομερό κατόρθωμα αυτό :stuck_out_tongue_closed_eyes:

2 Likes

Χαχαχαχα ΣΟ ΤΡΟΥ!

1 Like

Ξεκάθαρη η πρωτιά μου γι αυτή τη χρονιά.
Κρίμα για το άλμπουμ που είναι στη δεύτερη θέση, θα του άξιζε το νο 1.

1995

Πολύ συνοπτικά. Μια εξαιρετική χρονιά για διάφορα παρακλάδια του μέταλ, τα οποία ουσιαστικά είδαν τον πιο επιδραστικο τους δίσκο, προτού σχεδον όλες οι μπάντες της λίστας μου προχωρήσουν και εξελίξουν τον ήχο τους με τέλειο τρόπο.

  1. Blind Guardian - Imaginations From The Other Side
    Ο δίσκος με τις καλύτερες εισαγωγές στην ιστορία ολόκληρης της μουσικής. Fight me. Και φυσικά, τα τραγούδια γαμάνε όλα και ολόκληρα, όχι μόνο οι εισαγωγές.

  2. Paradise Lost - Draconian Times
    Ο δίσκος είναι όσο αριστουργηματικός όσο και το εξώφυλλο. Ο καλύτερος τους μέταλ δίσκος πριν εξερευνήσουν καλύτερα χωράφια.

  3. Dream Theater - A Change Of Seasons
    Κάποτε υπήρχε μια Irish Pub στην Αστόρια με το όνομα McCann’s, που είχε τις καλύτερες κοτοφτερουγες του κόσμου, το πιο σάπιο decadent κοινό, και τις καλύτερες σερβιτόρες που απλά σε έκαναν να περνάς καλά με τις μαλακίες που έλεγαν. Το μεγάλο ατού βέβαια ήταν το ψηφιακό jukebox, το οποίο είχε άπειρη συλλογή από τραγούδια. Εγώ λοιπόν τρολλαρα τακτικά τους θαμώνες, πληρώνοντας μόλις μισό δολλάριο για να ακούσω τα 23 λεπτά του καλύτερου progressive metal τραγουδιού που έχει γραφτεί ποτέ. Απορώ πως δεν με είχε βρίσει κανένας. Άψογες και όλες οι διασκευές, και επ ουδενί αχρειαστες όπως έγραψε κάποιος.

  4. The Gathering - Mandylion
    Καλώς ήρθες στην μπάντα προδότρα. Ο πρώτος τεράστιος δίσκος του γκοθομεταλ με γυναικεία φωνητικά, πριν γεμίσουμε με γκοθοσυρφετο δεκάδων συγκροτημάτων που όλα ήθελαν να είναι έστω και στο 50% της γαμηστεροτητας των Γκαδεριν. Δεν τα κατάφερε καμία.

  5. Savatage - Dead Winter Dead
    Παραδόξως ο λιγότερο αγαπημένος μου δίσκος τους με τον Ζακαρι (προτιμώ Edge, Handful, Magellan, Poets), αλλά κι αυτός είναι υπέροχος. Έκοψα στο νήμα Alice In Chains, Oasis, Rammstein και μερικά ακόμα μη μέταλ, γιατι έτσι. Στην πραγματικότητα από το 1991 και μετά όλες οι λίστες θα μπορούσαν να είναι κατά τα 3/5 διαφορετικές, μιλάμε για δεκάδες δισκαρες κάθε χρονιά.

26 Likes

1995

(A Presentation In Four Parts)


Part 1: Εκτός Συναγωνισμού

Μήνες έχω να βάλω τέτοια ενότητα. Και γιατί τώρα; Γιατί είναι η κατάλληλη στιγμή. Γιατί το 1995 κυκλοφόρησαν όχι ένας αλλά δύο δίσκοι που αγαπάω πάρα πολύ αλλά θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να τους στριμώξω ανάμεσα σε ένα σωρό δίσκους μαλλιάδων που ακούω συνήθως. Διότι συμβαίνει να μην έχουν καμία σχέση (…δομικά τουλάχιστον - θα επεκταθώ πιο κάτω) ούτε με μέταλ, ούτε καν με ροκ, καθώς πρόκειται για musicals. Εκτός δε και αν κάτι μου διέφυγε πανηγυρικά, δεν πρέπει να έχει υπάρξει μέχρι τώρα στο παιχνίδι αναφορά στην πλούσια μεν αλλά εντελώς ξένη προς τον δικό μας “κόσμο” παράδοση του μουσικού θεάτρου, είτε μιλάμε για το West End του Λονδίνου, είτε για Broadway κ.ο.κ. Ωραιότατα… This could be a bumpy road. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω.

les miserables

ΟΚ, αυτό εδώ φαντάζομαι οι περισσότεροι το ξέρετε. Ακόμα κι αν δεν έχει τύχει να ακούσετε κάποια ηχογράφησή του σε δίσκο, αρκετοί έχετε δει την ταινία, ενώ ακόμα κι όσοι δεν έχετε δει την ταινία, ε δεν μπορεί, θα έχετε διαβάσει ή έστω ακούσει για τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.

Για όσους δεν έχουν επαφή, εν τάχει: Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη Γαλλική Επανάσταση να μοιάζει πια μακρινό παρελθόν, καθώς το παλινορθωμένο μοναρχικό καθεστώς τιμωρεί αμείλικτα τους φτωχούς και εξαθλιωμένους που “παραβιάζουν τον νόμο”. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιάννης Αγιάννης, ο οποίος μετά από 19 χρόνια φυλάκισης (επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί) αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους… τους οποίους δεν αργεί να παραβιάσει, απηυδισμένος από την αφόρητη ζωή στην οποία τον υποχρέωναν, και γίνεται πια φυγάς. Ένας αμείλικτος αξιωματικός της αστυνομίας, ο Ιαβέρης, θέτει σκοπό της ζωής του να εντοπίσει τον Αγιάννη, να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει “ενώπιον της Δικαιοσύνης”. Στην πορεία ο Αγιάννης γίνεται προστάτης πρώτα μιας φτωχής εργάτριας η οποία εξωθήθηκε στην πορνεία και έπειτα της κόρης της, και προσπαθεί να τη σώσει τόσο από τον ίδιο τον Ιαβέρη και την καταδιωκτική του μανία όσο και από τους επικίνδυνους - στα μάτια του - νεαρούς ηγέτες της επόμενης επανάστασης η οποία θα ξεσπούσε χρόνια μετά.

Και τώρα στο musical.

Αρχικά γράφτηκε και παρουσιάστηκε στα Γαλλικά (η μουσική από τον Claude-Michel Schönberg και οι στίχοι από τον Alain Boublil), ενώ αργότερα μεταφράστηκε και άρχισε να παίζεται στα Αγγλικά. Σε γενικές γραμμές ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα, αλλά σε μια αναμενόμενα απλουστευμένη μορφή. Η επιτυχία του ήταν σχεδόν ακαριαία και από το 1985 μέχρι σήμερα παίζεται ανελλιπώς στο Λονδίνο, με διαφορετικά καστ φυσικά. Η πιο επιτυχημένη όμως - με διαφορά - παρουσίασή του ήταν το 1995, με ένα all-star cast ώστε να γιορταστεί η επέτειος των 10 χρόνων από το πρώτο ανέβασμα στο West End. Η παράσταση κινηματογραφήθηκε και κυκλοφορεί σε dvd, cd κ.λπ.

Όσοι έχετε δει την ταινία, με τον Τζάκμαν, τον Κρόου, την Χαθαγουέι κ.λπ., ξεχάστε ό,τι ξέρατε για τις ερμηνείες. Γενικά η ταινία είναι πολύ κακή, κάκιστη σε αυτό το κομμάτι και αυτό θα το διαπιστώσετε αν δείτε/ακούσετε την παράσταση του 1995. Όλη η αλήθεια για τη μουσική του Les Miserables βρίσκεται εδώ.

Δικαιωματικά η πρώτη αναφορά γίνεται στον τραγουδιστή που υποδύεται τον Αγιάννη. Colm Wilkinson. Ένα όνομα που σίγουρα δεν λέει τίποτα στους περισσότερους ροκάδες. Κακώς. Ο άνθρωπος έχει μία από τις πιο συγκλονιστικές φωνές που (δεν) έχετε ακούσει. Μάλιστα τραγουδάει με αρκετά διαφορετικό στυλ απ’ αυτό που συνηθίζεται στο μουσικό θέατρο και το οποίο θυμίζει λίγο όπερα. Το δικό του είναι πολύ ιδιότυπο, ένα κράμα τενόρου, folk τροβαδούρου (η ιρλανδική καταγωγή του σίγουρα έχει κάποια σχέση μ’ αυτό) και κραυγών σχεδόν ροκ έντασης. Ακούστε λίγο τι κάνει σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της 1ης Πράξης του έργου, το Valjean’s Soliloquy, σε ένα σημείο όπου τον πνίγουν οι τύψεις για το γεγονός ότι προσπάθησε να ληστέψει τον επίσκοπο Μυριήλ, τον μοναδικό άνθρωπο ο οποίος του έδειξε αλληλεγγύη και τον φιλοξένησε ενώ όπου αλλού πήγαινε τον έδιωχναν σαν το σκυλί:

…και σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της 2ης Πράξης (και από τα πιο γνωστά του έργου γενικότερα), το Bring Him Home, όπου έχει γνωρίσει από κοντά τον έρωτα της υιοθετημένης κόρης του, τον Μάριο, έναν νεαρό επαναστάτη ο οποίος πολεμάει τις δυνάμεις του στρατού στα χαρακώματα. Ο Αγιάννης συνειδητοποιεί ότι η ευτυχία της εξαρτάται από την επιβίωσή του και προσεύχεται γι’ αυτό:

Η δεύτερη δικαιωματική αναφορά γίνεται στον τραγουδιστή που υποδύεται τον Ιαβέρη, τον Philip Quast. Σαφώς πιο κλασικός από τον Wilkinson, πιο συμβατικός για καταστάσεις μουσικού θεάτρου αν θέλετε, αλλά κι αυτός με πραγματικά αδαμάντινη φωνή και τρομακτικές ερμηνευτικές ικανότητες, όπως φανερώνει με μεγαλειώδη τρόπο στο πιο εμβληματικό κομμάτι του χαρακτήρα του, το Javert’s Suicide, όπου ο Ιαβέρης απλά δεν μπορεί να αντέξει το γεγονός ότι ο χειρότερος εχθρός του, Αγιάννης, αντί να τον σκοτώσει όταν είχε την ευκαιρία, του χάρισε τη ζωή - και μ’ αυτόν τον τρόπο τον “νίκησε” στην πολυετή τους αναμέτρηση:

Κάνοντας ορισμένα απαραίτητα περάσματα από τις ερμηνείες των άλλων βασικών χαρακτήρων, θαυμάζουμε την κρυστάλλινη Ruth Henshall, η οποία, στο απόλυτο ναδίρ της εκπόρνευσης της Φαντίνας, θρηνεί τον ξεπεσμό της, στο - μάλλον - πιο γνωστό κομμάτι του έργου, το I Dreamed a Dream:

Πάμε τώρα στo ερωτικό τρίγωνο του έργου: H φανταστική Lea Salonga υποδύεται την Επονίνη, τον πιο τραγικό χαρακτήρα μετά τον Ιαβέρη και την Φαντίνα. Η κοπελιά είναι ο φύλακας - άγγελος του επαναστάτη Μάριου, για τον οποίο τρέφει αισθήματα άνευ ανταπόκρισης, καθότι ο χλεμπονιάρης λιμπίζεται την Κοζέτ, υιοθετημένη κόρη του Αγιάννη. Τον Μάριο υποδύεται ο Michael Ball, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο μουσικό θέατρο, εξ ου και κλέβει εύκολα την παράσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Judy Kuhn που υποδύεται την Κοζέτ δεν είναι πολύ ικανή κι αυτή. Τα δύο πιτσουνάκια και η “φαναριώτισσα” στο In My Life και αμέσως μετά στο A Heart Full of Love:

Και επειδή ακόμα και ένα τόσο βαρύ έργο όπως το Les Miserables έχει ανάγκη από έναν-δυο κωμικούς χαρακτήρες, τους ρόλους αυτούς αναλαμβάνει το βδελυρό ζεύγος των Θεναρδιέρων, που πρακτικά είχαν καταντήσει την μικρή Κοζέτ δούλα τους (μέχρι που την …πούλησαν στον Αγιάννη) και συνέχισαν για χρόνια να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Τους υποδύονται ο Alun Armstrong και η Jenny Halloway, δίνοντας πραγματικά ρέστα στο διασκεδαστικό μέχρι αηδίας Master of the House:

Φυσικά, ένα κείμενο για το Les Miserables δεν θα μπορούσε να είναι πλήρες χωρίς μια αναφορά στο πιο εμβληματικό κομμάτι του έργου, το αθάνατο, ξεσηκωτικό, συγκινητικό Do You Hear The People Sing? Και η παράσταση του '95 πήρε αυτό το μεγαλείο και το πολλαπλασίασε επί χίλια, ανεβάζοντας στη σκηνή - στο τέλος - 17 τραγουδιστές από όλο τον κόσμο οι οποίοι έχουν υποδυθεί τον Αγιάννη, προκειμένου να τραγουδήσουν ο καθένας στη μητρική του γλώσσα:

Τα υπόλοιπα, για το περιεχόμενο του έργου, τα πανανθρώπινα μηνύματα που εκπέμπει για την αντίσταση στο άδικο και στην καταπίεση, για τη δύναμη της αλληλεγγύης και της ανιδιοτέλειας, για την επανάσταση ως έκφραση αγάπης και για την αγάπη ως πράξη επανάστασης, καλύτερα να τα βιώσει από μόνος του όποιος έχει την όρεξη να ασχοληθεί. Εγώ δεν μπορώ να τα εκφράσω κατάλληλα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το μαύρο δάκρυ που έχω ρίξει βλέποντας και ακούγοντας το Les Miserables δεν το 'χω ρίξει για άλλο μουσικό έργο.


jekyll

Σε πολύ διαφορετικό ύφος το έτερο “εκτός συναγωνισμού” μου. Πρόκειται για τη μελοποίηση άλλου ενός πασίγνωστου έργου, του Jekyll and Hyde. Δυστυχώς αυτό δεν το έχουμε σε οπτικοακουστική μορφή, καθώς ηχογραφήθηκε στο στούντιο. Το γεγονός αυτό όμως γρήγορα θα το ξεχάσει όποιος ανοίξει τα παρακάτω λινκς, καθώς η μουσική του δύναμη είναι απίστευτη. Δεν είναι τυχαίος αυτός ο υπότιτλος στην αφίσα, the gothic musical thriller. Αν και πρόκειται για musical, που νομίζω ότι οι περισσότεροι που ασχολούνται με ροκ/μέταλ τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι επειδή συνειρμικά σκέφτονται “πωωωω αμερικάνικες ταινίες του '50 με ξεκάρφωτα γλυκανάλατα τραγούδια και χορούς, μακριά από μένα”, το συγκεκριμένο έργο σε στιγμές είναι εντελώς μέταλ σε αισθητική και πάθος ερμηνειών.

Όλα τα λεφτά σ’ αυτό το έργο είναι φυσικά ο άνθρωπος που υποδύεται τόσο τον Χένρι Τζέκυλ, τον ιδεαλιστή γιατρό και επιστήμονα ο οποίος φιλοδοξεί να πετύχει έναν εργαστηριακό διαχωρισμό “των δύο ανθρώπινων φύσεων, της καλής και της κακής”, ώστε η ανθρωπότητα να απαλλαγεί από όλα τα δεινά της, και στην προσπάθειά του αυτή αποφασίζει να υποβάλει τον ίδιο του τον εαυτό του σε σχετικά πειράματα, όσο και τον Έντουαρντ Χάιντ, το σατανικό alter ego του που “απελευθερώνεται” ως αποτέλεσμα της ολέθριας αποτυχίας των πειραμάτων αυτών. Και ο άνθρωπος αυτός εδώ είναι ο Anthony Warlow. Ένας α-πί-στευ-τος τραγουδιστής, με μια μοναδική ικανότητα να κάνει τη φωνή του πότε ζεστή, συγκινητική, ταυτίσιμη, και πότε τρομακτική, υποχθόνια, evil.

Πρώτα μια γεύση από τον Τζέκυλ, ενώ προσπαθεί να πείσει ένα “Συμβούλιο Κυβερνητών” να δώσει έγκριση για να χρηματοδοτηθούν οι έρευνές του:

Η πραγματικά ανατριχιαστική στιγμή της “Μεταμόρφωσης” από Τζέκυλ σε Χάιντ:

Και, οδεύοντας προς τη δραματική κλιμάκωση της υπόθεσης, η - όνομα και πράγμα - μεταξύ τους “Αντιπαράθεση”:

Το έργο περιλαμβάνει πλήθος άλλους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, από τους οποίους κατ’ εμέ ο πιο συναρπαστικός είναι αυτός της πόρνης Λούσι, ενός από τα πολλά άτομα που καταστρέφονται από τον Χάιντ κατά τη διάρκεια του έργου. Την υποδύεται - γαμιώντας - η φανταστική Linda Ender, η οποία - σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης - θέλει να της “φέρουν όλους τους άντρες”. Τσκ τσκ τσκ…

Ξαναλέω, αυτό το musical είναι τίγκα μέταλ. Τολμήστε!


Part 2: Τα “καλοί είστε κι εσείς μωρέ”

20 - ζωή να 'χουν - αλφαβητικά

  • Τουλάχιστον μία σημαία εξακολουθεί να κυματίζει περήφανα στη Μόσχα. Είναι αυτή του πατροπαράδοτου heavy metal και την κρατάνε ψηλά οι αγαπημένοι Ария, που με το Ночь короче дня (Night is Shorter than Day) συνεχίζουν το σερί των εξαιρετικών δίσκων, όπως πάντα γεμάτοι ωραιότατες ιδέες και ριφ/μελωδίες/ρεφρέν που σε πείθουν για τις προθέσεις/διαθέσεις τους.

  • Χωρίς να αλλάξουμε γεωγραφικό πλάτος κατά πολύ, μεταφερόμαστε δυτικά και βρίσκουμε τον τιτάνα Leif Endling, ο οποίος δεν άργησε να βρει τι θα έκανε μετά τη διάλυση των Candlemass: Progressive doom metal, baby! Το τρομερά ιδιόρρυθμο αυτό υπο-υπο-υποείδος, με μετρημένους στα δάχτυλα εκπροσώπους ανά τις δεκαετίες, αποθεώνεται στο ομώνυμο άλμπουμ των Abstrakt Algebra, με συνεργάτες του Leif μια σειρά πολυπράγμονα στελέχη/γυρολόγους της σουηδικής σκηνής, μεταξύ των οποίων και τον “πάλι εσύ ρε;” Mats Leven.

  • Και τώρα αλλάζουμε εντελώς το κλίμα αλλά όχι και τις συνήθειες: Όπως λέει και εκείνο το meme, είμαι απλοϊκός σαν τύπος - βλέπω ότι έχουν βγάλει δίσκο μέσα στη χρονιά οι Autopsy, τον βάζω στο ποστ μου. Το γνωστό σάπιο, ροκάδικο ντεθμέταλ τους το βρίσκεις και στο Shitfun, όπως και το διασκεδαστικά ανώριμο splatter περιεχόμενο των στίχων τους. Κύκνειο άσμα της πρώτης περιόδου τους, μέχρι να επανενεργοποιηθούν κάποια χρόνια πριν.

  • Και πάλι θεαματική αλλαγή γιατί πρέπει να μιλήσουμε λίγο για power metal. Βασικά να μνημονεύσουμε το Imaginations from the Other Side των Blind Guardian, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, ως ελάχιστο χρέος απέναντι στον 20χρονο εαυτό μας, να μη νομίζει ότι τον έχουμε θάψει οριστικά επειδή δεν πολυακούμε πια τέτοια πράγματα. Χρέος είπα ε, όχι χατίρι: Υπάρχει λόγος που το Imaginations… θεωρείται από τόσο κόσμο το αποκορύφωμα των Βάρδων. Το έβαλα τις προάλλες να το ακούσω - μετά από χρόνια - και εντυπωσιάστηκα με το πόσο καλά το θυμόμουνα και πόσο καλά πέρασα μαζί του. (Σχεδόν) όπως τότε…

  • Κι αν δεν ακούς πια γερμανικό power ρε μαλάκα τι ακούς; Ε, ξέρεις, πιο σκοτεινά πράγματα, πιο “άτακτα”. Να, όπως τους Dødheimsgard. Βέβαια, μην πω ψέματα, για πιο κατοπινά πράγματα τους αγαπώ, πιο περιπετειώδη, αλλά και το Kronet Til Konge ντεμπούτο τους, παρότι εντελώς κλασικό νορβηγικό black metal, μια χαρά με πωρώνει όποτε συμβεί να το βάλω να παίξει. Και εντάξει έχεις τον Βικότνικ εγγύηση στα ριφ, αλλά μέχρι να αφήσει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του πλήρως ελεύθερες, ως βασική εγγύηση έχεις τον θεό Αλντράν, να κάνει πλάκα σε όλους τους υπόλοιπους bm vocalists, ό,τι κι αν παίζει από πίσω του.

  • Μιλώντας δε για bm vocalists, ένας που είχε αφήσει εποχή (for better or worse) με τις ερμηνείες του ήταν ο Αλεξάντερ των Fleurety, μόνο που έναν χρόνο πριν σε εκείνο το EP έφτασε σε τέτοιο σημείο η παράνοιά του και του γάμησε τόσο πολύ τον λαιμό, που στο ντεμπούτο αναγκαστικά άφησε τη δουλειά στον άλλον. Με άφησε έτσι με ένα μεγάλο “what if” - πώς θα συνδυαζόταν η ρηξικέλευθη, υπερβατική μουσική του Min Tid Skal Komme όχι με “κλασικά” bm φωνητικά αλλά με το Γεράκι της Κόλασης… Anyway, υποδοχή στο avant-garde black metal κάναμε; Κάναμε, έτσι; Ωραία. Παρακάτω.

  • Από power σε black κι από black σε power το πάω, αλλά τι να γίνει που πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί και το Land of the Free. Καθότι Gamma Ray μπορεί πια να ακούω σπάνια έως ποτέ, και επίσης μπορεί σε γενικές γραμμές να μου τη σπάει η χαρωπή μουσική, απ’ την άλλη όμως ο συγκεκριμένος δίσκος αφενός είναι υπεράνω αναθεωρήσεων, μ’ αυτή την αψεγάδιαστη τραγουδοποιία του στο πλαίσιο του τευτονικού power, αφετέρου μια που γίνεται για τους σωστούς λόγους μ’ αρέσει που με κάνει να χαμογελάω σαν μαλάκας - και για όσο παίζει ε, όχι μόνο εκεί που ο Kai ξηγιέται Hotel California.

  • Ώρα όμως να το σοβαρέψουμε λίγο το πράγμα, γιατί Dave motherfuckin’ Lombardo is back και οι Grip Inc. δεν αστειεύονται, όπως δείχνουν με το καλημέρα ή αλλιώς με το Power of Inner Strength. Φοβερό timing γενικά, πάνω που άρχισαν οι Slayer να φανερώνουν ρωγμές έσκασε μύτη το τέλειο υποκατάστατο, με σεληνιασμένο Waldemar Sorychta στην κιθαριστική θρασοκατάνυξη (© @Chaos) και στο μικρόφωνο έναν τύπο που μπορεί να είχε πανκ καταβολές, αλλά στην πραγματικότητα γεννήθηκε για να τραγουδήσει θρας. Γκας λείπεις…

  • Πολλή ώρα πέρασε χωρίς αναφορά σε “πειραγμένο” black συγκρότημα, χοχο. Συνεχίζουμε λοιπόν να κρατάμε ανοιχτή την πόρτα που γράφει “όσοι θέλετε - και μπορείτε - να επαναστατικοποιήσετε το bm, από δω” (κάτι σαν το “καλώς όρισες χέβι μέταλ” που παίζαμε στα 70s) για να περάσουν και οι In the Woods… με το Heart of the Ages ντεμπούτο τους, όπου οι Pink Floyd, το λοιπό prog rock και η ψυχεδέλεια των 60s ρίχνουν πολύχρωμες ανταύγειες στη μαυρίλα και γίνεται ένα πράγμα που “δεν θα έπρεπε να λειτουργεί, αλλά λειτουργεί”.

  • Ένα από τα συγκροτήματα λοιπόν που σαφέστατα άλλαξαν τη ζωή των προαναφερθέντων παλικαριών ήταν οι King Crimson. Τι δουλειά έχουν σε συζήτηση για τα 90s; Έχουν και παραέχουν, γιατί ο Ρομπ ο Φριπ δεν είναι των 70s, είναι παντός καιρού και συνεχίζει την παράδοση που λέει ότι “αν δεν βγει μία τουλάχιστον δισκάρα KC, δεκαετία δεν κλείνει”. Αυτό συμβαίνει στην παρούσα δεκαετία (και χρονιά) με το φανταστικό THRAK.

  • Παραμένοντας στο μοτίβο των μουσικών σπαζοκεφαλιών, οι Manitou με το Entrance θυμίζουν ότι “στη Νορβηγία δεν ακούμε μόνο Bathory και Hellhammer/Celtic Frost, ακούμε επίσης Watchtower και Psychotic Waltz”. Οργιώδες άλμπουμ, εξω-Theater-ικής progressive metal πανδαισίας, “είσοδος” χρονικά σε μια διαδρομή με κάμποσα ακόμα, σποραδικά μέσα στις επόμενες δεκαετίες αλλά πάντα πολύτιμα διαμάντια εγκεφαλικής σκληρής μουσικής, σχεδόν πάντα με τραγουδιστή τον Øyvind Hægeland. Btw, όποιος έχει βρει πουθενά κάνα ηχητικό/οπτικοακουστικό ντοκουμέντο από εκείνο το προ εικοσαετίας live των Arcturus στην Αθήνα με Hægeland, ας μου στείλει λινκ οκπλζθνξ.

  • Επειδή όμως πήξαμε λίγο στους κρυόκωλους βόρειους, ας τιμήσουμε και τον καθ’ ημάς ευρωπαϊκό νότο (τρομάρα μας). Βασικά μισό, όταν πρόκειται για το σκοτεινό το μέταλλο καθόλου τρομάρα μας, ήρθαν οι Moonspell ρε και το Wolfheart είναι αν όχι το καλύτερό τους, σίγουρα το πιο εμβληματικό. Με τη θαλπωρή που μας γεμίζουν οι “φιλελληνικές” τους κιθάρες, τη συγκίνηση από την αισθητική επιμεταλλωμένων fados που μπολιάζουν στο ατμοσφαιρικό μέταλ (με ολίγη και από black metal, because why the fuck not), τον θαυμασμό για τα μες-στην-γκάβλα, Quorthon-ικά κάφρικα φωνητικά του Φερνάντο (ΟΚ και τα καθαρά του καλά είναι I guess) και φυσικά - ε δεν γινόταν να μην αναφερθεί ξεχωριστά - το δέος απέναντι στο διαχρονικό Alma Matter… Πωπωπω ένα Alma Matter…

  • Προηγουμένως έγραφα για το power metal των Blind Guardian, των Gamma Ray, των έτσι, των αλλιώς, ε πετάγονται οι Morgana Lefay και φωνάζουν “έλα γάμησέ μας πια με τους Γερμανούς, δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα για λίγο POWER metal; Για τη σπορά των Metal Church, των Vicious Rumors, των Jag Panzer;”. Για να μη φάω λοιπόν (κι άλλο) ξύλο σηκώνομαι από την καρέκλα για ένα χειροκρότημα στο Sanctified, άλλον έναν υπέροχο δίσκο αμερικανοπρεπούς ατσαλιού από τους αρκετούς που μας επιφύλασσαν ακόμα αυτοί οι Σουηδοί θεούληδες.

  • Και μια που μερακλώσαμε, ας επιστρέψουμε στα καλωσορίσματα και ας υποδεχτούμε το blackened thrash metal! Βέβαια ακόμα δεν λεγόταν έτσι, για τα βαφτίσια πρέπει να περιμένουμε μια βδομάδα ακόμα (γουίνκ γουίνκ), σε κάθε περίπτωση όμως αυτό ακριβώς είναι που μας δίνουν οι Σουηδοί Nifelheim στο ομώνυμο ντεμπούτο τους. Έναν δίσκο που η λύσσα του πραγματικά δεν έχει προηγούμενο - ή μάλλον έχει προηγούμενο, στα 80s κάπως έτσι ήτανε τα πράγματα, την αλήθεια όμως ρε: Με τόσα που έχουν γίνει μουσικώς μέσα σε λίγα χρόνια στα 90s, δεν σου φαίνεται σαν να πέρασαν ήδη δεκαετίες από τα 80s;! Αυτό σου λέω κι εγώ. Γι’ αυτό λοιπόν υπάρχουν τέτοιοι δίσκοι. Για να μην ξεχνιέσαι.

  • Τι να το κάνεις όμως, η εποχή ανήκει σε άλλους. Σε κάτι τύπους που θυσιάζουν το χυμαδιό για να φτιάξουν (πιο πολύπλοκες) ατμόσφαιρες, να εξερευνήσουν προοπτικές, να γεφυρώσουν τάσεις, ιδέες, τεχνοτροπίες. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις… Και όσο κι αν εν έτει 1995 κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι οι Opeth θα άφηναν στη σκληρή μουσική του 21ου αιώνα το αποτύπωμα που (ξέρουμε πια ότι) έχουν αφήσει, ήδη από το Orchid έδειχναν ότι, αν μη τι άλλο, εδώ δεν είχαμε απλά άλλη μια μπάντα ατμοσφαιρικού death metal, ούτε καν άλλη μια μπάντα που προσπαθεί να συνδυάσει αυτές τις μουσικές με progressive rock νοοτροπίες και αισθητική - είχαμε κάτι πραγματικά ξεχωριστό…

  • Τώρα θα το ξεφτιλίσω λίγο, αλλά τις προσωπικές αδυναμίες δεν γίνεται να τις αγνοείς χάριν της έξωθεν καλής μαρτυρίας - όπως κι αν την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Και μία από τις δικές μου αδυναμίες είναι διαχρονικά το folk punk, κατ’ επέκταση δε και μία μπάντα που αποτελεί έναν από τους πιο συνεπείς εκπροσώπους του: Οι Σκωτσεζοκαναδοί Real McKenzies. Ναι, της Σκωτίας γίνεται εδώ, στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, και όχι της Ιρλανδίας όπως είναι ο κανόνας σ’ αυτό το subgenre - ήτοι, Great Highland bagpipes παντού, τσαμπουκαλεμένο “Άγγλοι μουνιά σας ψάχνουμε” attitude, εκφορά των στίχων με πολλά - αγαπημένα - τραβηγμένα “ρ”, θάλασσες single malt (λογικά για drinking game “πόσες φορές θα αναφέρει τη Σκωτία και παράγωγά της” ώστε να καταλήξεις στην εντατική από alcohol poisoning), πλήθος παραδοσιακών σκωτσέζικων σκοπών διασκευασμένων με υποτυπώδη punk rock ενορχήστρωση, επιπλέον όμως, ανάμεσά τους, διασκευή και σε Hendrix (!) και πιο συγκεκριμένα στο Fire, που εδώ γίνεται Pliers. Ό,τι να 'ναι λέμε ρε - αλλά και γαμώ τις φάσεις!

  • Και μετά απ’ αυτό το αψυχολόγητο όσο και ευχάριστο/πανηγυρτζίδικο διάλειμμα, επιστρέφω στα μαύρα σκοτάδια που είναι η μοίρα μου και το ριζικό μου στα 90s απ’ ό,τι φαίνεται. Τουλάχιστον ας ξαναβουτήξω με όρους μιας κατ’ επίφασιν οικειότητας, άρα Septic Flesh και Έσοπτρον. Στον δεύτερο full-length δίσκο τους συνεχίζουν από εκεί που το άφησαν στο Mystic Places of Dawn, κάτι που σημαίνει ακραίο doom να εναλλάσσεται με death metal ξεσπάσματα και ανάμεσά τους, κάθε τόσο, να σκάνε μύτη ατμοσφαιρικά περάσματα που ζωγραφίζουν εικόνες δεήσεων στη θεά Δήμητρα εν μέσω εκστατικών τελετουργικών, ή ίσως κάποιας σεβάσμιας πομπής που ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο για θυσίες στην Παλλάδα. Ναι, δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει αλλά αυτό το σχήμα “Septic Flesh = αρχαιοελληνικής αισθητικής doom/death metal χωρίς καμία χειροπιαστή ένδειξη” θα το χρησιμοποιήσω κάμποσο.

  • Μπορεί στο black metal να χωρέσει, εκτός του εφιάλτη, και το όνειρο; Μέχρι το 1995 η απάντηση, είμαι σίγουρος, ήταν κατηγορηματικά “όχι”. Τότε σκάσανε μύτη οι Ulver με το μυθικό Bergtatt - Et Eeventyr i 5 Capitler και η σκηνή, αφού μάζεψε τα σαγόνια της από το πάτωμα, αναθεώρησε. Ποιος είναι αυτός ο περίεργος τύπος που συστήνεται ως “Garm” και συνδυάζει τόσο αβίαστα στη μουσική του ηφαιστιακές bm εκρήξεις με παραδοσιακές μελωδίες - θροΐσματα φύλλων στα δέντρα των νορβηγικών δασών, την ίδια ώρα μεταμορφωνόμενος με την ίδια άνεση σε επίπεδο ερμηνειών από αποτρόπαιο δαίμονα σε βάρδο βγαλμένο από μεσαιωνικούς χρόνους; Αφήστε το, παιδιά, κι εμείς στο 2023 ακόμα προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη τι καπνό φουμάρει ο τύπος - κι ας έχει παίξει στο ενδιάμεσο πεντακόσιες χιλιάδες διαφορετικά πράγματα.

  • Κι ενώ όλα αυτά τα ενδιαφέροντα εκτυλίσσονται στη Νορβηγία, η ελληνική black metal σκηνή εξακολουθεί να τραβάει τον δικό της δρόμο και πολύ καλά κάνει - όσοι δεν το είχαν καταλάβει τότε, σίγουρα το έχουν καταλάβει στα περίπου 20 χρόνια που μεσολάβησαν. Μιλήσαμε για τους Rotting Christ, μιλήσαμε και για τους Necromantia, ώρα να πούμε κατιτίς και για τον τρίτο πυλώνα, τους Varathron. Μετά το εξαιρετικό His Majesty at the Swamp, τελειοποιούν τον ήχο τους στο δεύτερο άλμπουμ τους, το επίσης αριστουργηματικό Walpurgisnacht, όπου όλα φωνάζουν “Hellenic Black Metal” από χιλιόμετρα και κατ’ επέκταση οι παραλληλισμοί με Christ και Necromantia καθίστανται αναπόφευκτοι, με τους Varathron όμως παράλληλα να διατηρούν τον δικό τους χαρακτήρα, το δικό τους προσωπικό στυλ με το οποίο χρησιμοποιούν επί της ουσίας τα ίδια εκφραστικά εργαλεία αλλά παράγουν διαφορετικό αποτέλεσμα, δείγμα της ζωτικότητας της σκηνής εκείνη την εποχή. Δυστυχώς αμέσως μετά σίγησαν για χρόνια - ευτυχώς όχι για πάντα.

  • Και το (πρώτο) κατεβατό αυτό με τις τιμητικές αναφορές για το ‘95 ολοκληρώνεται με μια παλιά αγάπη / σταθερή αξία του πειραματικού μεταλλικού ήχου η οποία το ‘95 συνέβη να αλλάξει σελίδα στην ιστορική της διαδρομή: Στο Negatron οι Voivod εμφανίζονται για πρώτη φορά με καινούργιο τραγουδιστή, τον Eric Forrest, ο οποίος ακούγεται αισθητά πιο τραχύς από τον Snake και αυτό κολλάει γάντι με την σαφώς πιο επιθετική κατεύθυνση που παίρνει η γκρουπάρα σ’ αυτόν τον δίσκο σε σχέση με τους δύο προηγούμενους, πιο ροκάδικους - εκτός κι αν έχω μπλέξει αίτιο/αποτέλεσμα και έγινε το αντίστροφο, δηλαδή ο Piggy να εμπνεύστηκε από την ορμή του νουμπά και να είπε ν’ ανεβάσει κι αυτός την ένταση. Ό,τι κι αν παίχτηκε, το Negatron τα σπάει, αν και η συνέχεια θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή.

18 Likes

Part 3: Οι πρώτοι επιλαχόντες

15+1, αλφαβητικά

  • Άκρως παραγωγική χρονιά το 1995 για τους Anathema, όχι με έναν αλλά με δύο δίσκους που συζητιούνται ακόμα για τον αντίκτυπο που είχαν στην κραταιή τότε doom/death σκηνή, και κυρίως βέβαια στην ψυχή πολλών ανθρώπων που είχαν την υπομονή να κάτσουν να ασχοληθούν με την κάθε άλλο παρά εύκολη μουσική τους. Και αν το Silent Enigma, η πρώτη δουλειά τους με τον Βίνσεντ να αναλαμβάνει lead vocalist και αναπόφευκτα να αλλάζει αισθητά τον ήχο της μπάντας, με την σαφώς πιο μελωδική του προσέγγιση, είναι κάτι παραπάνω από αξιόλογο, η δική μου καρδιά είναι ξεκάθαρα με το Pentecost III που είχε βγει νωρίτερα μέσα στη χρονιά. Αυτό το …EP των 41 λεπτών (:sweat_smile:) είναι σίγουρα ο ιδανικός επίλογος της πορείας των Anathema με τραγουδιστή τον λατρεμένο Darren White, ο οποίος εδώ ακούγεται μεν λιγότερο τραχύς απ’ ό,τι στους προηγούμενους δίσκους του συγκροτήματος και περισσότερο αφηγηματικός, σε κάθε περίπτωση όμως οι ερμηνείες του σε κόβουν σαν ξυράφι και σφραγίζουν ανεξίτηλα αυτόν τον εμβληματικό δίσκο - σταθμό για τη μελαγχολική heavy μουσική των 90s συνολικά.

  • She’s made love to the Devil… Απτόητοι, μετά τον θρίαμβο του Ethereal Mirror, οι Cathedral πετυχαίνουν διάνα και πάλι με το Carnival Bizarre. Έναν δίσκο που αναπτύσσει και επεκτείνει το theme του μπολιάσματος του doom με ροκενρόλ παίξιμο και attitude συνολικά (φυσικά, αυτό οδήγησε και στο να τσουβαλιαστούν με το stoner σινάφι… ατυχέστατο, όσο κι αν οι ίδιοι δεν βοήθησαν τους εαυτούς τους). Και, βέβαια, για άλλη μια φορά κερνάει χουβαρνταλίδικα έναν σκασμό γαμηστερών ριφ, τόσο πωρωτικών που δεν μας νοιάζει καν η “αντικειμενικά” κακή φωνή του Lee από πάνω. Μου έχουν θέσει βέβαια το πιεστικό ερώτημα “δηλαδή πιστεύεις ότι αν οι Cathedral είχαν μια πραγματικά καλή φωνή δεν θα ήταν ακόμα πιο σπουδαίοι;”, και ειλικρινά η απάντηση ενδέχεται να είναι “ναι”, απ’ την άλλη όμως σκέφτομαι ότι στον πραγματικό και όχι στον υποθετικό κόσμο η ψυχή των Cathedral ήταν ο Lee, χάρη σ’ αυτόν έβγαζε η μπάντα όλη αυτή τη μαγκιά, οπότε θα τους δεχτώ όπως ήταν. Χωρίς τύψεις και αστερίσκους. Για να μην επικαλεστώ το ότι ακριβώς έτσι όπως ήταν τους δέχτηκε και ο Μπαμπάς όλων μας. Ξέρετε να έχει guest εμφάνιση σε πολλούς δίσκους;

  • Ομολογώ ότι ήρθα σε μια κάποια αμηχανία μερικές φορές μέσα στη βδομάδα διαβάζοντας σε κάποια ποστ την άποψη ότι το In Your Multitude είναι “ο πιο prog δίσκος” των Conception. Ρε παιδιά, εγώ μια ζωή ως progressive metal τους είχα στο μυαλό μου… Τι κατάλαβα λάθος; Εν πάση περιπτώσει, σε τελική ανάλυση δεν έχουν και πολλή σημασία αυτά τα “λιγότερο ή περισσότερο” ή “πόσο power είχαν μέσα τους”, “πότε το περιόρισαν” κ.ο.κ. Η ουσία είναι ότι οι Conception ήταν θεοί και βασικά εξακολουθούν να είναι, όπως απέδειξαν με το περσινό φανταστικό λάιβ - κι ας μην έπαιξαν “αυτά που θέλαμε”. Όσο για το Multitude, στην συνείδησή μου διεκδικεί με αξιώσεις τη θέση του δεύτερου καλύτερου δίσκου τους (είπαμε, το Parallel Minds δεν το κουνάει τίποτα) και, αν αναλογιστεί κανείς τι άλλους δίσκους έχουν βγάλει, αυτό λέει πολλά. Ρόι και Τόρε (ξέρω, τους αδικώ τους άλλους αλλά αυτοί οι δύο είναι όλα τα λεφτά στο συγκρότημα όπως και να το κάνουμε) μπορώ να σας ακούω με την ίδια ευχαρίστηση μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Μη σταματάτε μωρέ.

  • Καλώς όρισες κι εσύ mathcore! Ναι, πριν τους Dillinger Escape Plan, πριν τους Botch, ακόμα και πριν τους Converge, υπήρχε αυτό το απίθανο cult συγκρότημα από το New Jersey, οι Deadguy, που με τον μοναδικό τους δίσκο, Fixation on a Coworker, δίδαξαν για πρώτη φορά (βέβαια κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το είχαν κάνει ακόμα πιο πριν οι Rorschach, απλά εμένα δεν μου το βγάζουν αυτό το mathcore vibe όπως το έμαθα) πώς η ωμή βιαιότητα και ένταση του hardcore παντρεύεται με την ακρίβεια του metal, και δη του πιο ακραία τεχνικού metal, με τους ανορθόδοξους ρυθμούς και το θορυβώδες dissonance, ώστε να δημιουργηθεί αυτή η ατμόσφαιρα πανικού και ασφυξίας που πολύ περισσότεροι, η αλήθεια είναι, λάτρεψαν και λατρεύουν στα προαναφερθέντα θρυλικά πια συγκροτήματα. Οι Deadguy από την άλλη μπορεί να μην κατάφεραν ακριβώς να αγγίξουν τη σφαίρα του μύθου, αλλά μπορούν να καυχιούνται ότι ήταν εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο για την επεισοδιακή επέλαση του mathcore.

  • Γιατί έχει το Where Dead Angels Lie. Η αναφορά στο Storm of the Light’s Bane των Dissection θα μπορούσε να περιοριστεί σ’ αυτή τη φράση και πάλι θα αρκούσε μάλλον, γιατί διάολε πόσες black metal μπάντες (ή, αν επιμένεις, πόσες blackened death metal μπάντες, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί) ξέρεις να έχουν γράψει τέτοιο Έπος; Το Storm… όμως είναι τεράστιος δίσκος ακριβώς επειδή δεν περιορίζεται στον εν λόγω ύμνο, αντίθετα σφύζει από κολασμένη έμπνευση από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι. Θα μπορούσε επίσης κάλλιστα να θεωρηθεί ο δούρειος ίππος του bm προς τον “έξω κόσμο”, με την πλέρια/γνήσια σουηδική μελωδικότητά του και αυτό το διαρκές “ρε συ τα γαμωσταυρέητορ ξαδερφάκια των At the Gates!” vibe του. Απ’ την άλλη δεν θα κρύψω ότι όταν πρωτάκουσα Dissection μου πέρασε απ’ το μυαλό και ότι μπορεί να ίσχυε το ακριβώς ανάποδο, δηλαδή ότι ήταν ο δούρειος ίππος των “normies” για την άλωση του bm. Μετά βέβαια έμαθα για τα έργα και τις ημέρες του μακαρίτη και είπα… μπα. Δεν είναι - δεν μπορεί να είναι - θέμα world class acting or whatever το γεγονός ότι παρ’ όλη την προσβασιμότητά του το άλμπουμ δεν σου βγάζει ούτε στιγμή την αίσθηση ότι είναι καμιά “false-ιά”. He is (was) the real thing: 100% σκατόψυχος…

  • Τρίτος δίσκος για τους Eleven το Thunk και συνεχίζει στα ίδια πολύ υψηλά standards ποιότητας αλλά και πρωτοτυπίας του προκατόχου του: Από τη στιγμή που είχαν βρει την άκρη - έστω και με κόστος τη μερική περιθωροποίησή τους, ως κάποιας “χμμμμ ενδιαφέρουσας” oddity - δεν επρόκειτο να την αφήσουν, θα της γαμούσαν. Και αυτό ακριβώς έκαναν. Ξανά λοιπόν μια συλλογή κομματιών απλών και απέριττων φαινομενικά, εύληπτων, συμβαδίζοντας με την κυρίαρχη στο mainstream grunge/alternative τάση (βέβαια μπορεί και να λέω μαλακίες πάνω σ’ αυτό - είπαμε, καμία επαφή) και πετυχαίνοντας εκ νέου να χτίσουν εκείνη την ατμόσφαιρα σκοτεινού παραμυθιού που έκανε το Eleven ξεχωριστό. Φωνητικά ο πρώτος λόγος - στρατηγικά - στον Άλεν, ώστε να έρχεται “από πίσω” η Νατάσα ως bluesy Σειρήνα και να απογειώνει το άκουσμα - ένα κόλπο που το ξέρουμε και από τους Dead Can Dance (ψυχραιμία, δεν συγκρίνω ύφος). Εξαιρετικός δίσκος που κατά έναν περίεργο τρόπο επωφελείται από το κλάσιμο που έφαγε στην εποχή του - έτσι μεγεθύνεται στο σήμερα το “γιατί δεν τους άκουσα ποτέ αυτούς;;;;;” της κάθε φορά πρώτης επαφής.

  • Το να βγαίνει καινούργιος δίσκος από γνωστό συγκρότημα, να ακούγεται πολύ πιο συνεκτικός και focused από τον προκάτοχό του… και εσένα να σου αρέσει λιγότερο, είναι κάτι τόσο παράλογο που μόνο οι θεοκούζουλοι Faith No More ήταν ικανοί να καταφέρουν. Ναι, θεωρώ ανώτερο άλμπουμ το Angel Dust από το King for a Day… Fool for a Lifetime, και μάλιστα, έχω την αίσθηση, όχι παρότι είναι πιο “ό,τι να 'ναι” αλλά μάλλον ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Προσοχή, δεν κράζω ούτε υποτιμώ το King for a Day, έτσι; Απλά προσπαθήσω να δικαιολογήσω γιατί δεν το έβαλα πεντάδα. Γιατί ακόμα και στα σχετικά πιο “συμμαζεμένα” τους, οι FNM παραμένουν πιο “προχώ” και απολαυστικά/απελευθερωτικά άναρχοι από το 99% των συγκροτημάτων εκεί έξω. Αυτά δε που κάνει εδώ ο Patton, απλά-δεν-υπάρχουν. Κάποιοι Αμερικανοαρμένιοι χρωστάνε όλη τους την ύπαρξη σε τούτο δω το άλμπουμ, έχω την αίσθηση…

  • Απ’ ό,τι έχω καταλάβει - και απ’ ό,τι πρόσεξα και εδώ στο παιχνίδι - υπάρχει κάμποσος κόσμος που ορκίζεται στην αξία του προ-Anneke έργου των The Gathering. Δεν λέω, μπορεί και να έχουν απόλυτο δίκιο. Απ’ την άλλη, όμως, tough luck - οι περισσότεροι ΔΕΝ μπορούμε να φανταστούμε αυτό το συγκρότημα χωρίς Αυτή τη Φωνή. Δίκαιο, άδικο, it is what it is. Ως εκ τούτου, λοιπόν, το Mandylion είναι ο πρώτος πραγματικός δίσκος τους, ή τέλος πάντων ο πρώτος τους που έχει σημασία. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί με πιο απλά λόγια η διαφορά που κάνει αυτή η κοπελιά στο μικρόφωνο. Κάθε φράση, κάθε λέξη της ανεβάζει τη μουσική που βγαίνει από τα ηχεία δύο; Τρία; Fuck, δεν ξέρω κι εγώ πόσα επίπεδα. Για άλλη μια φορά, το ξέρω, αδικώ τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, που ναι, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά (και πιθανότατα συνεχίζουν να κάνουν μέχρι και σήμερα, χωρίς την Anneke - ίσως κάποια στιγμή να το διαπιστώσω), αλλά καλώς ή κακώς υπάρχουν αυτοί που κάνουν καλή δουλειά και υπάρχουν και οι Κορυφαίοι. Όσοι έχουν νιώσει πώς είναι να ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο ακούγοντάς τον, ξέρουν ότι δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι άλλο.

  • Το Destroy - Erase - Improve μπορεί τυπικά να μην είναι ο πρώτος δίσκος των Meshuggah… πρακτικά όμως είναι ο “πρώτος τους”, υπό την έννοια ότι ο χαρακτηριστικός πια ήχος της μπάντας αποκρυσταλλώθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εδώ πέρα. Εδώ ακούστηκε για πρώτη φορά αυτό το ψαρωτικό ρυθμικό οικοδόμημα, που επειδή απ’ ό,τι φαίνεται τα odd time signatures τους φαίνονταν “too easy”, ανέβασαν τον πήχη παίζοντας 4/4 αλλά κάνοντάς το να ακούγεται σαν odd time (!). Εδώ ακούστηκαν για πρώτη φορά αυτά τα εξωγήινα leads του Fredrick Thordendal, που καθιστούν το όλο άκουσμα ακόμα πιο στριφνό και αινιγματικό. Εδώ άρχισε ο Tomas Haake να καθιερώνεται ως ο κορυφαίος ντράμερ της γενιάς του (και όχι μόνο). Εδώ ταίριαξαν για πρώτη φορά τόσο τέλεια με τη μουσική της μπάντας τα άκρως πωρωτικά φωνητικά του Jens Kidman, αυτό το “robotic barking” όπως εύστοχα έχει περιγραφεί. Κοντολογίς, εδώ ξεκίνησε η εποποιία της σημαντικότερης ακραίας μπάντας της εποχής μας. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν έχει καν σημασία αν το DEI είναι ο καλύτερος δίσκος των Meshuggah, ή ο δεύτερος, ο τρίτος καλύτερος κ.ο.κ.

  • Αναρωτήθηκα κάμποσες φορές αν θα ήταν υπερβολή / τραβηγμένο από τα μαλλιά να αποδώσω στους Necromantia έναν χαρακτηρισμό τύπου “οι Manowar του black metal”. Ουπς, μόλις το έκανα. There it is. Δεν το λέω όμως μόνο για τις εμφανείς επικές διαθέσεις τους. Ούτε μόνο για το έντονο heavy metal άρωμα της μουσικής τους - κοινό χαρακτηριστικό άλλωστε και με τους άλλους του “big three” του hellenic black metal. Ούτε ακόμα και για το πιο “πεζό” στοιχείο ότι στον ήχο και αυτών κυριαρχεί το μπάσο. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που με οδηγούν σε τέτοιους συνειρμούς. Π.χ. το ότι στη δική τους επικούρα δεν ενυπάρχει μόνο το αναμενόμενο vibe “το Κακό επελαύνει”, αλλά και μια υπόνοια ότι πίσω από όλον αυτόν τον επιθετικό χείμαρρο κρύβεται μια κάποια Ευγενική Ψυχή (κάτι που φυσικά σε bm πλαίσιο δεν θα μπορούσε να γίνει spelled out). Ή - σε παρεμφερή τόνο - αυτή η εύθραυστη μελωδικότητα π.χ. στην αρχή του Devilskin, αντιστικτική ασφαλώς προς τον επερχόμενο ορυμαγδό αλλά την ίδια ώρα και κλείσιμο ματιού (“…κατά βάθος, ξέρετε…”). Ό,τι κι αν είναι ή δεν είναι μούφα από τις παραπάνω σκέψεις, το μόνο βέβαιο είναι ότι το Scarlet Evil, Witching Black είναι άφταστο αριστούργημα, και όχι μόνο για τις Βαλκυρίες στο Pretender to the Throne ή για εκείνο το to-die-for σαξόφωνο στο The Arcane Light of Hecate, πολλά χρόνια πριν το εν λόγω όργανο γίνει - σχεδόν - της μόδας στον ακραίο ήχο.

  • – Ώπα και να 'μαστε! (Προύσαλης ftw) Τους θυμάστε τους Sanctuary γατάκια; – Εεεε όχι θα 'πρεπε; – Εμ βέβαια πού να τους μάθετε, δύσμοιρα…
    Αν μπορούσε να υπάρξει μια έστω μικρή αναπλήρωση για την ιστορική αδικία οι σπουδαίοι Sanctuary να μην καταφέρουν τίποτα περισσότερο από το να αποκτήσουν ένα cult status, αυτό ήταν ότι η συνέχειά τους, οι Nevermore, όχι μόνο δεν έμειναν σε αυτό αλλά αναγνωρίστηκαν από μεγάλη μερίδα μεταλλόκοσμου ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα της δεκαετίας του '90, και όχι μόνο στον χώρο του heavy/power - που άλλωστε δεν θα αργούσαν να σπάσουν τα όποια στεγανά του. Με το δε ομώνυμο άλμπουμ τους συμβαίνει το εξής ενδιαφέρον, παρότι οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι είναι το ντεμπούτο τους χωρίς να του παρασχεθούν οι σχετικές πληροφορίες - και ναι, ξεκάθαρα δεν ανήκει στις κορυφές τους - ταυτόχρονα αφήνει κάμποσα υπονοούμενα για το πού το πήγαιναν το πράγμα. Δεν θα αναλωθώ σε ύμνους ούτε για το What Tomorrow Knows ούτε για τα υπόλοιπα διαμάντια του δίσκου, it would be like preaching to the converted. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον προμηνυόταν λαμπρό ακόμα και μέσα στη γενική μαυρίλα των Nevermore.

  • Έχω αναφέρει ξανά πόσο εκτιμώ αυτό το μοτίβο στο (epic) doom metal, “ναι, σύμφωνοι, ακούμε τι έκαναν οι Candlemass, γιατί είναι οι μπαμπάδες μας, αλλά δεν καταδεχόμαστε να τους κοπιάρουμε ξεδιάντροπα”. Άλλη μια τέτοια τρανή περίπτωση είναι οι ομοεθνείς τους Sorcerer. Το 1995, όταν κατάφεραν επιτέλους να κυκλοφορήσουν επίσημα το ντεμπούτο τους (βασισμένο στο ομώνυμο ντέμο τους από το 1989 και εμπλουτισμένο με κομμάτια παρμένα από μεταγενέστερα ντέμο), από τη μια μεριά κράτησαν την επική μελαγχολία του Leif και από την άλλη έδωσαν έμφαση, αντί του θρηνητικού feeling, στην πολεμική ατμόσφαιρα που συνήθως βρίσκουμε σε γκρουπς προερχόμενα από τον heavy/power χώρο. Μεταφρασμένη, όμως, μέσα από το πρίσμα της νορδικής τους καταγωγής, δηλαδή ως Viking κληρονομιά. Seriously, what’s not to fuckin’ love?! Από κει και πέρα το να μιλήσω για την επιβλητική, εντελώς 80s φωνάρα του Anders Engberg, ή για τον ασύλληπτο κιθαριστικό τόνο που ενίοτε, φευγαλέα, αγγίζει μέχρι και μεγαλεία Ritchie Blackmore (!) (δεν είναι καθόλου τυχαία η διασκευή στο Stargazer!) θα ήταν απλά ένα bonus. Αλλά οι Sorcerer, ένα από τα κορυφαία epic doom συγκροτήματα ever, δεν έχουν ανάγκη από bonus.

  • Δένει το γλυκό στο στρατόπεδο των Symphony X, καθότι στο δεύτερο άλμπουμ τους, The Damnation Game, μας παρουσιάζουν καμαρωτοί τον νέο τους τραγουδιστή, μία από τις καλύτερες μέταλ φωνές που έχουμε ακούσει τα τελευταία 30 χρόνια, τον σπουδαίο Russel Allen. Επιμένω πολύ συχνά στο θέμα των φωνητικών και ειδικά στον heavy/power/progressive χώρο, γιατί θεωρώ ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ - όχι απαραίτητα να έχει “αντικειμενικά” φωνάρα ο άλλος αλλά τουλάχιστον να κολλάει με το συγκρότημα και να αναδεικνύει τις συνθέσεις. Και ο Allen, που βέβαια δεν τίθεται καν θέμα να έχει “αντικειμενικά όχι φωνάρα”, όχι απλά κόλλησε με τους Symphony X αλλά οι ερμηνείες του αποτελούν την τέλεια αντανάκλαση του κιθαριστικού οίστρου του Romeo και των πληκτροργασμών του Pinella: Και αριστοκρατική αύρα που συμβαδίζει με τις νεοκλασικές τάσεις της μπάντας, και αγριάδα (που έχει πάρει κάτι από έναν Ronnie James Dio) για να εκφράζει τα ξεσπάσματα της αμετανόητης μεταλλικής ψυχής τους. Απίθανος δίσκος, και δεν είναι καν στους 3 καλύτερούς τους…

  • Να πω τη μαύρη μου αλήθεια, το The Edges of Twilight των The Tea Party είχα χρόνια να το ακούσω. Απλά θυμόμουνα ότι όταν το άκουγα, παλιά, το θεωρούσα γαμηστερό και γενικότερα από τους καλύτερους non-metal 90s δίσκους που είχε τύχει να ακούσω ποτέ (το είχα μάλιστα σε τόση εκτίμηση που μια φορά το είχα πάρει για δώρο γενεθλίων στον @Lupin, δεν ξέρω αν το θυμάται - το αστείο μάλιστα είναι ότι όταν είδε τι ήταν είπε “ρε συ, ευχαριστώ πολύ, αλλά το έχω” :laughing: καλά είχε πάει κι αυτό…). Την τελευταία βδομάδα, λοιπόν, που έκανε την εμφάνισή του σε κάμποσες λίστες εδώ, λέω “ρε, μήπως να το ξεθάψω, μπας και χωράει κάπου στα δικά μου για το 1995;”. Τι το ‘θελα… Σχεδόν από τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά το πάτημα του “play”, και ενώ οι αναμνήσεις πλημμύριζαν ορμητικά το μυαλό, η απόφαση είχε παρθεί ήδη και ακολούθησε ένα ντόμινο που τα έκανε όλα άνω κάτω, άλλαξαν όλα τα σχήματα και διαγράμματα που μελέταγα (πλην του Top 5 προφανώς) ώστε να διαμορφωθούν οι νέες λίστες. Ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, Tea Party. Και βασικά ευχαριστώ γι’ αυτόν τον δίσκο. Btw, το πρώτο ήταν ειρωνικό, το δεύτερο όχι.

  • Η φρενήρης επέκταση/εξάπλωση του progressive metal συνεχίζεται, σειρά να μεγαλουργήσουν έχουν τώρα οι Time Machine με το ντεμπούτο τους, Galileo. Σ’ αυτή τη - δυστυχώς obscure πλέον - δισκάρα συναντάμε ξανά ένα πολύ χαρακτηριστικό μοτίβο της χρυσής εκείνης εποχής για το είδος: Έρχεται μια μπάντα η οποία δεν καινοτομεί μεν εμφανώς κάπου, χρησιμοποιεί τα ίδια και απαράλλακτα εργαλεία και μέσα όπως δεκάδες άλλες, για να μην πω εκατοντάδες μπάντες, τα χρησιμοποιεί όμως με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο και έτσι το αποτέλεσμα ηχεί original και φρέσκο. Ο ηγέτης της μπάντας, Lorenzo Deho, ως βέρος Ιταλός - και δη Μιλανέζος - αξιοποιεί την (καλώς εννοούμενη) μελοδραματική παράδοση της γενέτειράς του, φυσικά το ίδιο το concept (ίσως το πιο progmetal θέμα όλων των εποχών) και την πραγματικά βελούδινη φωνή του Folco Orlandini, και συνθέτει ένα έργο πραγματικά υποβλητικό, όπου ακόμα και η αποσπασματικότητα μιας σειράς ιδεών μετατρέπεται σε ατού, κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια.

  • ΚΑΛΩΣΗΡΘΕΣ AVANT-GARDE BLACK METAL ΛΕΜΕ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ. Το Written in Waters των Ved Buens Ende θυμάμαι ότι το άκουσα πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι ίσως είχα δικαίωμα να το κάνω, χωρίς πρώτα να “μάθω” τι εστί μπλακμέταλ, τον κλασικό ήχο του είδους εννοώ, ώστε να είμαι έτσι σε θέση να κατανοήσω πλήρως τις διαστάσεις του περί ου ο λόγος επιτεύγματος των VBE, δηλαδή της υλοποίησης της αισθητικής Υπέρβασης. Ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις “λάθος” συνθήκες, όμως, ήδη από τότε μου τίναξε τα μυαλά στον αέρα με την προκλητική του διαφορετικότητα, με τη θρασύτατη οικειοποίηση των Voivod-ικών τρόπων για τη δημιουργία αυτής της παρανοϊκής ατμόσφαιρας. Άκουγα τα παραισθησιογόνα ριφ του Βικότνικ και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, μου τρυπούσαν το μυαλό οι οιμωγές του Καρλ Μίκαελ και έψαχνα το δέρμα μου μη μεταδόθηκε κάπως η πανούκλα, έσπερνε τις μπασογραμμές του ο Σκολ και ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι - αλλά γούσταρα. Μέσα στα χρόνια (κάποια από) τα κενά στο bm καλύφθηκαν, αλλά μέχρι και σήμερα δεν νοείται για μένα κουβέντα για τις απόλυτες κορυφές του είδους χωρίς μνεία στο Written in Waters.


Part 4: The Top 5


NUMBER FIVE

..........

5. savatage

Τα 'φερε έτσι το σύμπαν που συνέβη την περίοδο αυτή, που ασχολούμαστε με τις μουσικές της χρονιάς κατά την οποία βγήκε το Dead Winter Dead των Savatage, στην “πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης” όπως είχε πει κάποιος κερατάς Δυτικοευρωπαίος ηγέτης δίκην αυτοεκπληρούμενης προφητείας (για την Ιστορία ο Μπίσμαρκ ήτανε, αλλά αυτό είναι το λιγότερο - θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε) να συσσωρεύεται once again εύφλεκτη ύλη και να αρχίζει να ξανακυλάει κρύος ιδρώτας, μην ανάψει πάλι κάνα φυτίλι στο Κόσοβο ή στη Βοσνία και σε συνδυασμό με το Ουκρανικό γίνει και τώρα της πουτάνας…

Και τότε, ποιος θα βρεθεί να τραγουδήσει για τα μίση και τους εθνικισμούς; Για εκείνο το γκαργκόιλ που χίλια χρόνια θωρούσε τους ανθρώπους να προσπαθούν να λύσουν τον “γρίφο” του πώς να συνυπάρξουν; Για τον χριστιανό ορθόδοξο Σέρτζαν και την μουσουλμάνα Κατρίνα; Και για εκείνο το βιολοντσέλο που έπαιζε Μότσαρτ και Μπετόβεν μέχρι να σιγήσει για πάντα;

ΟΚ: Προφανώς και ο Paul ο O’Neill και οι Savatage δεν ήταν μετενσαρκωμένοι ο Βλαδίμηρος και οι σύντροφοί του στο ΚΚ(μπ). Μια απλή αντιπολεμική ιστορία ήθελαν να διηγηθούν. Άλλωστε π.χ. το This is the Time αν τότε, το '95, ακουγόταν πικρά γελοίο (και είμαι σίγουρος ότι δεν το είχαν πάρει καν χαμπάρι), σήμερα πια ακούγεται γκροτέσκο. Συνολικά όμως αυτό με το οποίο καταπιάστηκε το συγκρότημα το έφερε σε πέρας τόσο συγκινητικά και αποτελεσματικά, που με κάνει μέχρι και σήμερα να θεωρώ το DWD το καλύτερο Savatage με τον Stevens στο μικρόφωνο και - ναι, θα το πω - εκείνο το άλμπουμ τους που κερδίζει στα κιτάπια μου την τιμητική 4η θέση στη δισκογραφία τους κάτω από την απλησίαστη τριάδα Streets - Gutter - Hall.


NUMBER FOUR

..........

4. at the gates

…πού είχαμε μείνει; Στο EP που δεν υπήρχε κανένας λόγος να βαφτιστεί με το στανιό full length, αλλά και που έγινε έτσι σιγά τη διαφορά μια που ούτως ή άλλως έκανε πλάκα σε όλη την πλάση, σωστά; Σωστά. Πάμε τώρα να ασχοληθούμε με το (ελάχιστα) λιγότερο εμπνευσμένο αλλά πολύ πιο δημοφιλές (όσο και αμφιλεγόμενο apparently) αδερφάκι του.

Πάμε να εξυμνήσουμε - και να υπερασπιστούμε από τους επικριτές του - το Slaughter of the Soul των At the Gates.

Αρχικά, και πέρα από τη δική μου παραξενιά να έχω πιο ψηλά το Terminal Spirit Disease, πρέπει να γίνει σαφές ότι το SotS είναι οι ATG, είναι το μελωδικό death metal, είναι ο ακούσιος μπαμπάς όλων αυτών (Γκέτεμποργκ, NWOAHM, δεύτερο κύμα metalcore) που λατρεύετε να μισείτε - κι εγώ μαζί σας. On that, two things:

  1. Δεν γίνεται να χρεωθεί στους ATG το κακό συναπάντημα. Τέλος. Όπως (ορθώς) δεν είχε χρεωθεί στους Helloween το europower στρουμφοχωριό.
  2. Η πραγματική τραγωδία ήταν ότι έμεινε ανολοκλήρωτη η δεύτερη - και απολύτως απαραίτητη - επανάσταση στον ακραίο ήχο, που την ξεκίνησαν οι ATG αλλά φρεναρίστηκε απότομα επειδή α) οι ίδιοι διαλύθηκαν και β) οι επίδοξοι συνεχιστές της δεν είχαν τα δικά τους αρχίδια ώστε να την πάνε παραπέρα, με μελωδικότητα που στον βωμό της ΔΕΝ θα θυσιαζόταν η ακρότητα.

Σκεφτείτε το λίγο: Αν extreme metal επανάσταση = αρνούμαι/υπερβαίνω τις συμβάσεις της δυτικής μουσικής παράδοσης και φτιάχνω κάτι πλήρως αντιμουσικό, τότε, όταν έχει γεμίσει ο κόσμος ατάλαντους που παράγουν θόρυβο χωρίς να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην εξέλιξη της ακραίας μουσικής, μήπως η επόμενη επανάσταση είναι να αρνηθείς την άρνηση της μελωδίας και να προχωρήσεις σε μια ανώτερη σύνθεση, βλ. μελωδία + αντιμελωδία;

Όχι;

Δεν πειράζει. Τουλάχιστον όλα τα κομμάτια στο Slaughter είναι ύμνοι. There. That should do.


NUMBER THREE

..........

3. my dying bride

Παρότι - όπως φαίνεται - ο περισσότερος κόσμος θεωρεί καλύτερο άλμπουμ των My Dying Bride το Turn Loose the Swans, εγώ τάσσομαι υπέρ του The Angel and the Dark River. Πάμε να διερευνήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό.

…μήπως επειδή είναι σε γενικές γραμμές πιο μελωδικό;

Θα μπορούσε, αλλά από την άλλη στους MDB το παν είναι η ατμόσφαιρα, και αυτή ως γνωστόν δεν προϋποθέτει αυξημένη μελωδικότητα για να παραχθεί.

…μήπως επειδή ο Άαρον εδώ έχει σταματήσει τα κάφρικα φωνητικά και τραγουδάει αποκλειστικά καθαρά;

Θα μπορούσε, καθότι άλλωστε θεωρώ ότι η εκφραστικότητα των καθαρών του είναι χωρίς αντίπαλο, από την άλλη όμως κάποιους MDB δίσκους όπου ο Άαρον τραγουδάει και κάφρικα τούς έχω πιο ψηλά από άλλους (πλην του TAatDR) όπου τραγουδάει αποκλειστικά καθαρά, οπότε μάλλον δεν είναι ούτε αυτό.

…μήπως επειδή το βιολί του Μάρτιν έχει αποκτήσει πλέον κυρίαρχο ρόλο μέσα στις συνθέσεις;

Θα μπορούσε, καθώς βρίσκω ότι αυτό το στοιχείο πραγματικά πάει όλα τα κομμάτια όπου εμφανίζεται ένα (τουλάχιστον) επίπεδο πιο πάνω… Από την άλλη όμως υπάρχουν και MDB δίσκοι που δεν έχουν καθόλου βιολί και τους λατρεύω κι αυτούς. Άρα δεν μπορεί να είναι ούτε αυτό.

…μήπως επειδή εδώ είναι το The Cry of Mankind;

Θα μπορούσε… ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ! Ναι, μπορεί να φαίνεται λίγο ανεπαρκές ως λόγος, αλλά καμιά φορά it’s just that one thing. Γιατί δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη ακρόασή του από εκείνη τη θρυλική συλλογή της Peaceville, που κρεμόμουνα από κάθε μέτρο μουσικής και παρακάλαγα να μην τελειώσει ποτέ αυτή η larger-than-life ελεγεία. Και γιατί δεν ξέρω αν έχει βάση το όλο σκηνικό κέρατα των Βίκινγκς κ.λπ. που έλεγε ο @Leper_Jesus (ωραίος συνειρμός πάντως) αλλά για ένα δεν έχω αμφιβολία: Αυτό το κομμάτι είναι από τα καλύτερα της δεκαετίας και ακόμα κι αν οι MDB έγραφαν μόνο αυτό και μετά διαλύονταν, θα έφτανε για να μπουν στο Πάνθεον.-


NUMBER TWO

..........

2. death

Εδώ τώρα, τι να πεις. Να είναι άραγε τυχαίο που τόσος κόσμος θεωρεί το Symbolic το αποκορύφωμα των Death; Ε δεν είναι (τυχαίο), ρητορική ήταν η ερώτηση. Κατά πάσα πιθανότητα είναι (το αποκορύφωμά τους). Αυτό με το Individual Thought Patterns μάλλον είναι άλλη μία από τις παραξενιές μου.

Όπως και να 'χει, εδώ η μουσική του Chuck εκτοξεύεται πια σε τρομακτικά ύψη. Ήδη από το εναρκτήριο ομότιτλο στέλνεται το μήνυμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τίποτα λιγότερο από μια αλύπητη επίδειξη ισχύος.

Με το κάθε ριφ να θέτει, θαρρείς, και από ένα βασανιστικό ερώτημα, στο οποίο απαντάει το επόμενο ριφ θέτοντας ένα καινούργιο ερώτημα, και αυτή η δίνη να επαναλαμβάνεται με μαθητική ακρίβεια σε έναν προς έναν και τους εννιά ύμνους που περιλαμβάνονται στο Symbolic.

Με τον Gene χωρίς καμία αμφιβολία πια να κάθεται στο πλευρό του Chuck, στον δεύτερο θρόνο που γράφει από πάνω “God mode”, με παίξιμο που ευτυχώς δεν είμαι ντράμερ γιατί θα είχα αυτοκτονήσει από απελπισία μετά τις μάταιες προσπάθειες να το αναπαράγω.

Και με τους άλλους δύο παίκτες που συμμετέχουν στον δίσκο (δύσκολο να πεις για “μέλη” στους Death, κακά τα ψέματα), τους Bobby Koelble (δεύτερη κιθάρα) και Kelly Conlon (μπάσο) να αναμετρούνται με τη σισύφεια αποστολή τού να ακολουθήσουν τους δύο Τιτάνες και να τα καταφέρνουν παλικαρίσια.

Στο Symbolic η μουσική, πια, παρά τις διάφορες επιταχύνσεις που υπάρχουν σε όλα τα κομμάτια (αν κάποιος ήξερε να παίζει στα δάχτυλα τις δυναμικές, αυτός ήταν ο Chuck), έχει ελάχιστη σχέση με ό,τι θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει ως death metal. Μόνο το τελευταίο κομμάτι του παλιού εκείνου περιβλήματος έχει μείνει, το χαρακτηριστικό γρύλλισμα του Chuck, και κατά τ’ άλλα η ταμπέλα progressive metal μοιάζει πια η μόνη ικανή να δώσει το στίγμα… Και τι μ’ αυτό; Όλη η πορεία των Death είναι αφιερωμένη στην εξέλιξη, στο σπάσιμο των στεγανών, στην αψήφηση όλων των “πρέπει”. Και στο Symbolic φτάνει πια στο δικό της Έβερεστ. Κανονικά όλα αυτά θα αρκούσαν να δώσουν σε τούτον τον δίσκο την πρωτιά στη λίστα μου για το 1995. Έλα όμως που…


NUMBER ONE

..........

1. paradise lost

…έλα όμως που την ίδια χρονιά, σε ένα ντεζαβού από το 1993, υπάρχει και η μία από τις δύο ψηλότερες κορυφές των Paradise Lost, το Draconian Times.

Παρά τις εμφανείς διαφορές μεταξύ των δύο δίσκων, λίγο πολύ ό,τι έγραφα πριν δυο βδομάδες για το Icon θα μπορούσα να το επαναλάβω για το Draconian Times. Σε βιωματικό επίπεδο δηλαδή. Και πάλι δεν μπορώ να επικαλεστώ την παραμικρή επίφαση αντικειμενικότητας ή - για να το θέσω ορθότερα - ψύχραιμης κριτικής σε σχέση με έναν δίσκο που με έχει σημαδέψει όσο λίγοι στη ζωή μου. Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν πόσο λατρεύω κάθε νότα που παίζει ο Γκρεγκ, κάθε σπάσιμο της φωνής του Νικ, κάθε μελωδία, κάθε ρεφρέν, κάθε στίχο. Είναι εντελώς αδύνατον να αποτυπώσω σε ένα κείμενο στον υπολογιστή τι νιώθω όταν παίζει ένα Hallowed Land, ένα Forever Failure, ένα Yearn for Change.

Το είπαν τον δίσκο που έκανε τους Paradise Lost - ή μάλλον τους έθεσε σε τροχιά να γίνουν - “the new Metallica”. Ποτέ δεν με ένοιαξε. Όταν άκουσα το Draconian Times ως έφηβος (παρεμπιπτόντως, το αγόρασα …λίγες μέρες μετά το Icon - τόση λαχτάρα είχα γι’ αυτή την μπάντα) το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν ότι σ’ αυτό και στο Icon είχα βρει δύο δίσκους από τους πιο “δικούς μου” που γινόταν, που θα με συντρόφευαν για πάντα. Και όντως, από τότε και μέχρι σήμερα, πάνω από δύο δεκαετίες πια, με συντροφεύουν σταθερά. Η σχέση, ΟΚ, ίσως όχι με τους Paradise Lost γενικά, με όρους της δισκογραφίας τους συνολικά, αλλά τουλάχιστον με εκείνους τους Paradise Lost, της περιόδου τους στα μέσα των 90s, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα λιγότερο από σχέση ζωής.

…και μετά ήρθαν οι απογοητεύσεις. Η πίκρα της συνειδητοποίησης ότι εκείνο τον λατρεμένο ήχο η μπάντα τον είχε αφήσει - οριστικά; - πίσω της. Ότι είχε επιδοθεί πλέον στο να ασχολείται με μουσικές κατευθύνσεις που δεν με αφορούσαν, τις οποίες - και που προσπάθησα - δεν κατάφερα να κάνω τον εαυτό μου να του αρέσουν. Να παρίστανα ότι με έψηνε εκείνη η νέα, “εκλεπτυσμένη” εκδοχή των Paradise Lost; Θα ήταν - στο μυαλό μου - σαν να φτύνω το Draconian Times, το Icon, το Gothic, το Shades of God. Δεν υπήρχε περίπτωση. Μπορεί να ήταν μυωπική, κλειστόμυαλη, χοντροκέφαλη στάση, δεν θα το απορρίψω ως ενδεχόμενο, αλλά ήταν η μόνη που έβγαινε από την καρδιά.

Τουλάχιστον έμειναν το Draconian Times, το Icon, τα άλλα τα παλιά. Σχεδόν σαν να με παρηγορούν, “έλα μωρέ δεν πειράζει, έχεις εμάς”. Και δεν έμειναν μόνο ως σύντροφοι ζωής όπως είπα. Έμειναν και ως Φάροι που περίμεναν τη στιγμή εκείνη που θα έριχναν ξανά το Φως τους. Έτσι, όταν, χρόνια μετά, η μπάντα αποφάσισε ότι είχε πειραματιστεί αρκετά με όλα εκείνα τα παράξενα πράγματα που (για τον οποιονδήποτε λόγο) γούσταρε και ότι είχε έρθει η ώρα για μια κάποια επιστροφή στις ρίζες, ξαναβούτηξε στο μεδούλι του Draconian Times και του Icon και μου χάρισε μία από τις μεγαλύτερες χαρές που έχω βιώσει ως μουσικόφιλος: Να ακούσω μία από τις αγαπημένες μου μπάντες, εκείνη τη στιγμή, όχι ετεροχρονισμένα, όπως ακριβώς την ήθελα.

Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε σε κάποιους μήνες από τώρα. Όταν θα αρχίσουν να πιάνουν τα κρύα. Ταιριαστό…

Summary

Και εξώφυλλο της χρονιάς. Να πάρετε την ψύχραιμη στάση σας και να τη βάλετε εκεί που δεν πιάνει ήλιος.

26 Likes

@GRACCHUS_BABEUF
Κειμεναρες όπως πάντα! Μπορεί κάποια μέρα να νιώσω κι εγώ Paradise Lost, ποιος ξέρει

PS το φαινόμενο Thordendahl (αναθεμα αν το γράφω σωστά) υπήρχε ήδη στο πρώτο Meshuggah, δηλαδή η φάση “λατρεύω τον Chris Poland, αλλά ας πολλαπλασιασω την Allan Holdsworth επιρροή και να βάλω και την προσωπικότητα μου”. Αυτό που βοήθησε να αναδειχθεί περισσότερο ήταν που βρήκαν χαρακτήρα και στο ρυθμικό κομμάτι ( unsung hero εδω ο Hagstrom θαρρω). Και φυσικά ο drummer ήταν και είναι το κάτι άλλο

7 Likes

Εμπειρία ζωής αυτό το λάηβ, της Σαλονίκης για μένα.

Έλα ρε φίλε, έχει και ΕΛΤΟΝΑ στις διασκευές του Change of seasons, δεν το θυμόμουν!

1 Like

@GRACCHUS_BABEUF είσαι απόλαυση ρε φίλε.

5 Likes

Έχεις μόνο δίκιο και εκεί ανήκει, προσωικός μου αγαπημένος, πάντα επιστρέφω στο Andrenaline για τα ωμά του riff

1 Like

Καταπληκτικά πηγαίνει η φεστιβαλική σαιζόν παιδιά, εκατοπενήντα αδιάβαστα ποστ εδώ μέσα και χρόνος για επιπλέον αναφορές ούτε καν. :face_with_head_bandage:

1995

  1. Paradise Lost - Draconian Times
    Μου πέρασε από το μυαλό να το αφήσω εκτός πεντάδας για κάτι λιγότερο προφανές. Όπως πέρασε, έφυγε. Αξεπέραστο.

  2. Radiohead - The Bends
    But I can’t help the feeling, I could blow through the ceiling, if just turn and run. :wave:

  3. Garbage - Garbage
    Από τα άλμπουμ που ακούγονται σούπερ κλασικά και την ίδια στιγμή φρέσκα. Shirley & Co. για πάντα.

  4. Dark Tranquillity - The Gallery
    Μη με ρωτάτε γιατί The Gallery και όχι Slaughter Of The Soul, παρακαλώ. Είμαι ευαίσθητος σε αυτό το θέμα. Oh, Lethe.

  5. The Gathering - Mandylion
    Σκοτάδι και ομορφιά σε απόλυτη ισορροπία. Ατμόσφαιρα που δεν αγγίχτηκε ποτέ ξανά. Θεμελιώδης ήχος.

31 Likes

Γιατί;

1 Like

Γιατί το Gallery ακούγεται.

3 Likes

Α, αν είναι να παίξουμε με ψύχραιμες κριτικές, φυσικά κι ακούγεται αν είναι το μόνο άλμπουμ του είδους που υπάρχει διαθέσιμο και η ζωή σου κρίνεται από αυτό.

5 Likes

Επιτέλους ρε, μια λίστα με RADIOHEAD!

1 Like

Σας αγαπώ.

@ARIAN το τερμάτισα το under the pink, έλα πες το επόμενο…
cats-feed-me-hooman

4 Likes

Ακριβώς στα λόγια μου έρχεσαι, σε έναν δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να είναι το μόνο άλμπουμ του είδους που υπάρχει διαθέσιμο!

Εγώ ήμουν που είπα πως οι διασκευές του Change Of Seasons είναι αχρείαστες. Όμως, να επεξηγήσω λίγο το context μου; Θεωρώ το 99.9999999999% των διασκευών που κυκλοφόρησαν ποτέ αχρείαστες. Τις μισώ. Σαν μουσικός τις μισώ ακόμα περισσότερο.
Άρα καμία μομφή προς τους Theater.

4 Likes

To 00,00000000001 που δεν είναι αχρείαστο…

2 Likes