1995
(A Presentation In Four Parts)
Part 1: Εκτός Συναγωνισμού
Μήνες έχω να βάλω τέτοια ενότητα. Και γιατί τώρα; Γιατί είναι η κατάλληλη στιγμή. Γιατί το 1995 κυκλοφόρησαν όχι ένας αλλά δύο δίσκοι που αγαπάω πάρα πολύ αλλά θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να τους στριμώξω ανάμεσα σε ένα σωρό δίσκους μαλλιάδων που ακούω συνήθως. Διότι συμβαίνει να μην έχουν καμία σχέση (…δομικά τουλάχιστον - θα επεκταθώ πιο κάτω) ούτε με μέταλ, ούτε καν με ροκ, καθώς πρόκειται για musicals. Εκτός δε και αν κάτι μου διέφυγε πανηγυρικά, δεν πρέπει να έχει υπάρξει μέχρι τώρα στο παιχνίδι αναφορά στην πλούσια μεν αλλά εντελώς ξένη προς τον δικό μας “κόσμο” παράδοση του μουσικού θεάτρου, είτε μιλάμε για το West End του Λονδίνου, είτε για Broadway κ.ο.κ. Ωραιότατα… This could be a bumpy road. Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω.

ΟΚ, αυτό εδώ φαντάζομαι οι περισσότεροι το ξέρετε. Ακόμα κι αν δεν έχει τύχει να ακούσετε κάποια ηχογράφησή του σε δίσκο, αρκετοί έχετε δει την ταινία, ενώ ακόμα κι όσοι δεν έχετε δει την ταινία, ε δεν μπορεί, θα έχετε διαβάσει ή έστω ακούσει για τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ.
Για όσους δεν έχουν επαφή, εν τάχει: Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία στις αρχές του 19ου αιώνα, με τη Γαλλική Επανάσταση να μοιάζει πια μακρινό παρελθόν, καθώς το παλινορθωμένο μοναρχικό καθεστώς τιμωρεί αμείλικτα τους φτωχούς και εξαθλιωμένους που “παραβιάζουν τον νόμο”. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιάννης Αγιάννης, ο οποίος μετά από 19 χρόνια φυλάκισης (επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί) αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους… τους οποίους δεν αργεί να παραβιάσει, απηυδισμένος από την αφόρητη ζωή στην οποία τον υποχρέωναν, και γίνεται πια φυγάς. Ένας αμείλικτος αξιωματικός της αστυνομίας, ο Ιαβέρης, θέτει σκοπό της ζωής του να εντοπίσει τον Αγιάννη, να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει “ενώπιον της Δικαιοσύνης”. Στην πορεία ο Αγιάννης γίνεται προστάτης πρώτα μιας φτωχής εργάτριας η οποία εξωθήθηκε στην πορνεία και έπειτα της κόρης της, και προσπαθεί να τη σώσει τόσο από τον ίδιο τον Ιαβέρη και την καταδιωκτική του μανία όσο και από τους επικίνδυνους - στα μάτια του - νεαρούς ηγέτες της επόμενης επανάστασης η οποία θα ξεσπούσε χρόνια μετά.
Και τώρα στο musical.
Αρχικά γράφτηκε και παρουσιάστηκε στα Γαλλικά (η μουσική από τον Claude-Michel Schönberg και οι στίχοι από τον Alain Boublil), ενώ αργότερα μεταφράστηκε και άρχισε να παίζεται στα Αγγλικά. Σε γενικές γραμμές ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα, αλλά σε μια αναμενόμενα απλουστευμένη μορφή. Η επιτυχία του ήταν σχεδόν ακαριαία και από το 1985 μέχρι σήμερα παίζεται ανελλιπώς στο Λονδίνο, με διαφορετικά καστ φυσικά. Η πιο επιτυχημένη όμως - με διαφορά - παρουσίασή του ήταν το 1995, με ένα all-star cast ώστε να γιορταστεί η επέτειος των 10 χρόνων από το πρώτο ανέβασμα στο West End. Η παράσταση κινηματογραφήθηκε και κυκλοφορεί σε dvd, cd κ.λπ.
Όσοι έχετε δει την ταινία, με τον Τζάκμαν, τον Κρόου, την Χαθαγουέι κ.λπ., ξεχάστε ό,τι ξέρατε για τις ερμηνείες. Γενικά η ταινία είναι πολύ κακή, κάκιστη σε αυτό το κομμάτι και αυτό θα το διαπιστώσετε αν δείτε/ακούσετε την παράσταση του 1995. Όλη η αλήθεια για τη μουσική του Les Miserables βρίσκεται εδώ.
Δικαιωματικά η πρώτη αναφορά γίνεται στον τραγουδιστή που υποδύεται τον Αγιάννη. Colm Wilkinson. Ένα όνομα που σίγουρα δεν λέει τίποτα στους περισσότερους ροκάδες. Κακώς. Ο άνθρωπος έχει μία από τις πιο συγκλονιστικές φωνές που (δεν) έχετε ακούσει. Μάλιστα τραγουδάει με αρκετά διαφορετικό στυλ απ’ αυτό που συνηθίζεται στο μουσικό θέατρο και το οποίο θυμίζει λίγο όπερα. Το δικό του είναι πολύ ιδιότυπο, ένα κράμα τενόρου, folk τροβαδούρου (η ιρλανδική καταγωγή του σίγουρα έχει κάποια σχέση μ’ αυτό) και κραυγών σχεδόν ροκ έντασης. Ακούστε λίγο τι κάνει σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της 1ης Πράξης του έργου, το Valjean’s Soliloquy, σε ένα σημείο όπου τον πνίγουν οι τύψεις για το γεγονός ότι προσπάθησε να ληστέψει τον επίσκοπο Μυριήλ, τον μοναδικό άνθρωπο ο οποίος του έδειξε αλληλεγγύη και τον φιλοξένησε ενώ όπου αλλού πήγαινε τον έδιωχναν σαν το σκυλί:
…και σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της 2ης Πράξης (και από τα πιο γνωστά του έργου γενικότερα), το Bring Him Home, όπου έχει γνωρίσει από κοντά τον έρωτα της υιοθετημένης κόρης του, τον Μάριο, έναν νεαρό επαναστάτη ο οποίος πολεμάει τις δυνάμεις του στρατού στα χαρακώματα. Ο Αγιάννης συνειδητοποιεί ότι η ευτυχία της εξαρτάται από την επιβίωσή του και προσεύχεται γι’ αυτό:
Η δεύτερη δικαιωματική αναφορά γίνεται στον τραγουδιστή που υποδύεται τον Ιαβέρη, τον Philip Quast. Σαφώς πιο κλασικός από τον Wilkinson, πιο συμβατικός για καταστάσεις μουσικού θεάτρου αν θέλετε, αλλά κι αυτός με πραγματικά αδαμάντινη φωνή και τρομακτικές ερμηνευτικές ικανότητες, όπως φανερώνει με μεγαλειώδη τρόπο στο πιο εμβληματικό κομμάτι του χαρακτήρα του, το Javert’s Suicide, όπου ο Ιαβέρης απλά δεν μπορεί να αντέξει το γεγονός ότι ο χειρότερος εχθρός του, Αγιάννης, αντί να τον σκοτώσει όταν είχε την ευκαιρία, του χάρισε τη ζωή - και μ’ αυτόν τον τρόπο τον “νίκησε” στην πολυετή τους αναμέτρηση:
Κάνοντας ορισμένα απαραίτητα περάσματα από τις ερμηνείες των άλλων βασικών χαρακτήρων, θαυμάζουμε την κρυστάλλινη Ruth Henshall, η οποία, στο απόλυτο ναδίρ της εκπόρνευσης της Φαντίνας, θρηνεί τον ξεπεσμό της, στο - μάλλον - πιο γνωστό κομμάτι του έργου, το I Dreamed a Dream:
Πάμε τώρα στo ερωτικό τρίγωνο του έργου: H φανταστική Lea Salonga υποδύεται την Επονίνη, τον πιο τραγικό χαρακτήρα μετά τον Ιαβέρη και την Φαντίνα. Η κοπελιά είναι ο φύλακας - άγγελος του επαναστάτη Μάριου, για τον οποίο τρέφει αισθήματα άνευ ανταπόκρισης, καθότι ο χλεμπονιάρης λιμπίζεται την Κοζέτ, υιοθετημένη κόρη του Αγιάννη. Τον Μάριο υποδύεται ο Michael Ball, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο μουσικό θέατρο, εξ ου και κλέβει εύκολα την παράσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Judy Kuhn που υποδύεται την Κοζέτ δεν είναι πολύ ικανή κι αυτή. Τα δύο πιτσουνάκια και η “φαναριώτισσα” στο In My Life και αμέσως μετά στο A Heart Full of Love:
Και επειδή ακόμα και ένα τόσο βαρύ έργο όπως το Les Miserables έχει ανάγκη από έναν-δυο κωμικούς χαρακτήρες, τους ρόλους αυτούς αναλαμβάνει το βδελυρό ζεύγος των Θεναρδιέρων, που πρακτικά είχαν καταντήσει την μικρή Κοζέτ δούλα τους (μέχρι που την …πούλησαν στον Αγιάννη) και συνέχισαν για χρόνια να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Τους υποδύονται ο Alun Armstrong και η Jenny Halloway, δίνοντας πραγματικά ρέστα στο διασκεδαστικό μέχρι αηδίας Master of the House:
Φυσικά, ένα κείμενο για το Les Miserables δεν θα μπορούσε να είναι πλήρες χωρίς μια αναφορά στο πιο εμβληματικό κομμάτι του έργου, το αθάνατο, ξεσηκωτικό, συγκινητικό Do You Hear The People Sing? Και η παράσταση του '95 πήρε αυτό το μεγαλείο και το πολλαπλασίασε επί χίλια, ανεβάζοντας στη σκηνή - στο τέλος - 17 τραγουδιστές από όλο τον κόσμο οι οποίοι έχουν υποδυθεί τον Αγιάννη, προκειμένου να τραγουδήσουν ο καθένας στη μητρική του γλώσσα:
Τα υπόλοιπα, για το περιεχόμενο του έργου, τα πανανθρώπινα μηνύματα που εκπέμπει για την αντίσταση στο άδικο και στην καταπίεση, για τη δύναμη της αλληλεγγύης και της ανιδιοτέλειας, για την επανάσταση ως έκφραση αγάπης και για την αγάπη ως πράξη επανάστασης, καλύτερα να τα βιώσει από μόνος του όποιος έχει την όρεξη να ασχοληθεί. Εγώ δεν μπορώ να τα εκφράσω κατάλληλα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το μαύρο δάκρυ που έχω ρίξει βλέποντας και ακούγοντας το Les Miserables δεν το 'χω ρίξει για άλλο μουσικό έργο.

Σε πολύ διαφορετικό ύφος το έτερο “εκτός συναγωνισμού” μου. Πρόκειται για τη μελοποίηση άλλου ενός πασίγνωστου έργου, του Jekyll and Hyde. Δυστυχώς αυτό δεν το έχουμε σε οπτικοακουστική μορφή, καθώς ηχογραφήθηκε στο στούντιο. Το γεγονός αυτό όμως γρήγορα θα το ξεχάσει όποιος ανοίξει τα παρακάτω λινκς, καθώς η μουσική του δύναμη είναι απίστευτη. Δεν είναι τυχαίος αυτός ο υπότιτλος στην αφίσα, the gothic musical thriller. Αν και πρόκειται για musical, που νομίζω ότι οι περισσότεροι που ασχολούνται με ροκ/μέταλ τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι επειδή συνειρμικά σκέφτονται “πωωωω αμερικάνικες ταινίες του '50 με ξεκάρφωτα γλυκανάλατα τραγούδια και χορούς, μακριά από μένα”, το συγκεκριμένο έργο σε στιγμές είναι εντελώς μέταλ σε αισθητική και πάθος ερμηνειών.
Όλα τα λεφτά σ’ αυτό το έργο είναι φυσικά ο άνθρωπος που υποδύεται τόσο τον Χένρι Τζέκυλ, τον ιδεαλιστή γιατρό και επιστήμονα ο οποίος φιλοδοξεί να πετύχει έναν εργαστηριακό διαχωρισμό “των δύο ανθρώπινων φύσεων, της καλής και της κακής”, ώστε η ανθρωπότητα να απαλλαγεί από όλα τα δεινά της, και στην προσπάθειά του αυτή αποφασίζει να υποβάλει τον ίδιο του τον εαυτό του σε σχετικά πειράματα, όσο και τον Έντουαρντ Χάιντ, το σατανικό alter ego του που “απελευθερώνεται” ως αποτέλεσμα της ολέθριας αποτυχίας των πειραμάτων αυτών. Και ο άνθρωπος αυτός εδώ είναι ο Anthony Warlow. Ένας α-πί-στευ-τος τραγουδιστής, με μια μοναδική ικανότητα να κάνει τη φωνή του πότε ζεστή, συγκινητική, ταυτίσιμη, και πότε τρομακτική, υποχθόνια, evil.
Πρώτα μια γεύση από τον Τζέκυλ, ενώ προσπαθεί να πείσει ένα “Συμβούλιο Κυβερνητών” να δώσει έγκριση για να χρηματοδοτηθούν οι έρευνές του:
Η πραγματικά ανατριχιαστική στιγμή της “Μεταμόρφωσης” από Τζέκυλ σε Χάιντ:
Και, οδεύοντας προς τη δραματική κλιμάκωση της υπόθεσης, η - όνομα και πράγμα - μεταξύ τους “Αντιπαράθεση”:
Το έργο περιλαμβάνει πλήθος άλλους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, από τους οποίους κατ’ εμέ ο πιο συναρπαστικός είναι αυτός της πόρνης Λούσι, ενός από τα πολλά άτομα που καταστρέφονται από τον Χάιντ κατά τη διάρκεια του έργου. Την υποδύεται - γαμιώντας - η φανταστική Linda Ender, η οποία - σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο της υπόθεσης - θέλει να της “φέρουν όλους τους άντρες”. Τσκ τσκ τσκ…
Ξαναλέω, αυτό το musical είναι τίγκα μέταλ. Τολμήστε!
Part 2: Τα “καλοί είστε κι εσείς μωρέ”
20 - ζωή να 'χουν - αλφαβητικά
-
Τουλάχιστον μία σημαία εξακολουθεί να κυματίζει περήφανα στη Μόσχα. Είναι αυτή του πατροπαράδοτου heavy metal και την κρατάνε ψηλά οι αγαπημένοι Ария, που με το Ночь короче дня (Night is Shorter than Day) συνεχίζουν το σερί των εξαιρετικών δίσκων, όπως πάντα γεμάτοι ωραιότατες ιδέες και ριφ/μελωδίες/ρεφρέν που σε πείθουν για τις προθέσεις/διαθέσεις τους.
-
Χωρίς να αλλάξουμε γεωγραφικό πλάτος κατά πολύ, μεταφερόμαστε δυτικά και βρίσκουμε τον τιτάνα Leif Endling, ο οποίος δεν άργησε να βρει τι θα έκανε μετά τη διάλυση των Candlemass: Progressive doom metal, baby! Το τρομερά ιδιόρρυθμο αυτό υπο-υπο-υποείδος, με μετρημένους στα δάχτυλα εκπροσώπους ανά τις δεκαετίες, αποθεώνεται στο ομώνυμο άλμπουμ των Abstrakt Algebra, με συνεργάτες του Leif μια σειρά πολυπράγμονα στελέχη/γυρολόγους της σουηδικής σκηνής, μεταξύ των οποίων και τον “πάλι εσύ ρε;” Mats Leven.
-
Και τώρα αλλάζουμε εντελώς το κλίμα αλλά όχι και τις συνήθειες: Όπως λέει και εκείνο το meme, είμαι απλοϊκός σαν τύπος - βλέπω ότι έχουν βγάλει δίσκο μέσα στη χρονιά οι Autopsy, τον βάζω στο ποστ μου. Το γνωστό σάπιο, ροκάδικο ντεθμέταλ τους το βρίσκεις και στο Shitfun, όπως και το διασκεδαστικά ανώριμο splatter περιεχόμενο των στίχων τους. Κύκνειο άσμα της πρώτης περιόδου τους, μέχρι να επανενεργοποιηθούν κάποια χρόνια πριν.
-
Και πάλι θεαματική αλλαγή γιατί πρέπει να μιλήσουμε λίγο για power metal. Βασικά να μνημονεύσουμε το Imaginations from the Other Side των Blind Guardian, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, ως ελάχιστο χρέος απέναντι στον 20χρονο εαυτό μας, να μη νομίζει ότι τον έχουμε θάψει οριστικά επειδή δεν πολυακούμε πια τέτοια πράγματα. Χρέος είπα ε, όχι χατίρι: Υπάρχει λόγος που το Imaginations… θεωρείται από τόσο κόσμο το αποκορύφωμα των Βάρδων. Το έβαλα τις προάλλες να το ακούσω - μετά από χρόνια - και εντυπωσιάστηκα με το πόσο καλά το θυμόμουνα και πόσο καλά πέρασα μαζί του. (Σχεδόν) όπως τότε…
-
Κι αν δεν ακούς πια γερμανικό power ρε μαλάκα τι ακούς; Ε, ξέρεις, πιο σκοτεινά πράγματα, πιο “άτακτα”. Να, όπως τους Dødheimsgard. Βέβαια, μην πω ψέματα, για πιο κατοπινά πράγματα τους αγαπώ, πιο περιπετειώδη, αλλά και το Kronet Til Konge ντεμπούτο τους, παρότι εντελώς κλασικό νορβηγικό black metal, μια χαρά με πωρώνει όποτε συμβεί να το βάλω να παίξει. Και εντάξει έχεις τον Βικότνικ εγγύηση στα ριφ, αλλά μέχρι να αφήσει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του πλήρως ελεύθερες, ως βασική εγγύηση έχεις τον θεό Αλντράν, να κάνει πλάκα σε όλους τους υπόλοιπους bm vocalists, ό,τι κι αν παίζει από πίσω του.
-
Μιλώντας δε για bm vocalists, ένας που είχε αφήσει εποχή (for better or worse) με τις ερμηνείες του ήταν ο Αλεξάντερ των Fleurety, μόνο που έναν χρόνο πριν σε εκείνο το EP έφτασε σε τέτοιο σημείο η παράνοιά του και του γάμησε τόσο πολύ τον λαιμό, που στο ντεμπούτο αναγκαστικά άφησε τη δουλειά στον άλλον. Με άφησε έτσι με ένα μεγάλο “what if” - πώς θα συνδυαζόταν η ρηξικέλευθη, υπερβατική μουσική του Min Tid Skal Komme όχι με “κλασικά” bm φωνητικά αλλά με το Γεράκι της Κόλασης… Anyway, υποδοχή στο avant-garde black metal κάναμε; Κάναμε, έτσι; Ωραία. Παρακάτω.
-
Από power σε black κι από black σε power το πάω, αλλά τι να γίνει που πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί και το Land of the Free. Καθότι Gamma Ray μπορεί πια να ακούω σπάνια έως ποτέ, και επίσης μπορεί σε γενικές γραμμές να μου τη σπάει η χαρωπή μουσική, απ’ την άλλη όμως ο συγκεκριμένος δίσκος αφενός είναι υπεράνω αναθεωρήσεων, μ’ αυτή την αψεγάδιαστη τραγουδοποιία του στο πλαίσιο του τευτονικού power, αφετέρου μια που γίνεται για τους σωστούς λόγους μ’ αρέσει που με κάνει να χαμογελάω σαν μαλάκας - και για όσο παίζει ε, όχι μόνο εκεί που ο Kai ξηγιέται Hotel California.
-
Ώρα όμως να το σοβαρέψουμε λίγο το πράγμα, γιατί Dave motherfuckin’ Lombardo is back και οι Grip Inc. δεν αστειεύονται, όπως δείχνουν με το καλημέρα ή αλλιώς με το Power of Inner Strength. Φοβερό timing γενικά, πάνω που άρχισαν οι Slayer να φανερώνουν ρωγμές έσκασε μύτη το τέλειο υποκατάστατο, με σεληνιασμένο Waldemar Sorychta στην κιθαριστική θρασοκατάνυξη (© @Chaos) και στο μικρόφωνο έναν τύπο που μπορεί να είχε πανκ καταβολές, αλλά στην πραγματικότητα γεννήθηκε για να τραγουδήσει θρας. Γκας λείπεις…
-
Πολλή ώρα πέρασε χωρίς αναφορά σε “πειραγμένο” black συγκρότημα, χοχο. Συνεχίζουμε λοιπόν να κρατάμε ανοιχτή την πόρτα που γράφει “όσοι θέλετε - και μπορείτε - να επαναστατικοποιήσετε το bm, από δω” (κάτι σαν το “καλώς όρισες χέβι μέταλ” που παίζαμε στα 70s) για να περάσουν και οι In the Woods… με το Heart of the Ages ντεμπούτο τους, όπου οι Pink Floyd, το λοιπό prog rock και η ψυχεδέλεια των 60s ρίχνουν πολύχρωμες ανταύγειες στη μαυρίλα και γίνεται ένα πράγμα που “δεν θα έπρεπε να λειτουργεί, αλλά λειτουργεί”.
-
Ένα από τα συγκροτήματα λοιπόν που σαφέστατα άλλαξαν τη ζωή των προαναφερθέντων παλικαριών ήταν οι King Crimson. Τι δουλειά έχουν σε συζήτηση για τα 90s; Έχουν και παραέχουν, γιατί ο Ρομπ ο Φριπ δεν είναι των 70s, είναι παντός καιρού και συνεχίζει την παράδοση που λέει ότι “αν δεν βγει μία τουλάχιστον δισκάρα KC, δεκαετία δεν κλείνει”. Αυτό συμβαίνει στην παρούσα δεκαετία (και χρονιά) με το φανταστικό THRAK.
-
Παραμένοντας στο μοτίβο των μουσικών σπαζοκεφαλιών, οι Manitou με το Entrance θυμίζουν ότι “στη Νορβηγία δεν ακούμε μόνο Bathory και Hellhammer/Celtic Frost, ακούμε επίσης Watchtower και Psychotic Waltz”. Οργιώδες άλμπουμ, εξω-Theater-ικής progressive metal πανδαισίας, “είσοδος” χρονικά σε μια διαδρομή με κάμποσα ακόμα, σποραδικά μέσα στις επόμενες δεκαετίες αλλά πάντα πολύτιμα διαμάντια εγκεφαλικής σκληρής μουσικής, σχεδόν πάντα με τραγουδιστή τον Øyvind Hægeland. Btw, όποιος έχει βρει πουθενά κάνα ηχητικό/οπτικοακουστικό ντοκουμέντο από εκείνο το προ εικοσαετίας live των Arcturus στην Αθήνα με Hægeland, ας μου στείλει λινκ οκπλζθνξ.
-
Επειδή όμως πήξαμε λίγο στους κρυόκωλους βόρειους, ας τιμήσουμε και τον καθ’ ημάς ευρωπαϊκό νότο (τρομάρα μας). Βασικά μισό, όταν πρόκειται για το σκοτεινό το μέταλλο καθόλου τρομάρα μας, ήρθαν οι Moonspell ρε και το Wolfheart είναι αν όχι το καλύτερό τους, σίγουρα το πιο εμβληματικό. Με τη θαλπωρή που μας γεμίζουν οι “φιλελληνικές” τους κιθάρες, τη συγκίνηση από την αισθητική επιμεταλλωμένων fados που μπολιάζουν στο ατμοσφαιρικό μέταλ (με ολίγη και από black metal, because why the fuck not), τον θαυμασμό για τα μες-στην-γκάβλα, Quorthon-ικά κάφρικα φωνητικά του Φερνάντο (ΟΚ και τα καθαρά του καλά είναι I guess) και φυσικά - ε δεν γινόταν να μην αναφερθεί ξεχωριστά - το δέος απέναντι στο διαχρονικό Alma Matter… Πωπωπω ένα Alma Matter…
-
Προηγουμένως έγραφα για το power metal των Blind Guardian, των Gamma Ray, των έτσι, των αλλιώς, ε πετάγονται οι Morgana Lefay και φωνάζουν “έλα γάμησέ μας πια με τους Γερμανούς, δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα για λίγο POWER metal; Για τη σπορά των Metal Church, των Vicious Rumors, των Jag Panzer;”. Για να μη φάω λοιπόν (κι άλλο) ξύλο σηκώνομαι από την καρέκλα για ένα χειροκρότημα στο Sanctified, άλλον έναν υπέροχο δίσκο αμερικανοπρεπούς ατσαλιού από τους αρκετούς που μας επιφύλασσαν ακόμα αυτοί οι Σουηδοί θεούληδες.
-
Και μια που μερακλώσαμε, ας επιστρέψουμε στα καλωσορίσματα και ας υποδεχτούμε το blackened thrash metal! Βέβαια ακόμα δεν λεγόταν έτσι, για τα βαφτίσια πρέπει να περιμένουμε μια βδομάδα ακόμα (γουίνκ γουίνκ), σε κάθε περίπτωση όμως αυτό ακριβώς είναι που μας δίνουν οι Σουηδοί Nifelheim στο ομώνυμο ντεμπούτο τους. Έναν δίσκο που η λύσσα του πραγματικά δεν έχει προηγούμενο - ή μάλλον έχει προηγούμενο, στα 80s κάπως έτσι ήτανε τα πράγματα, την αλήθεια όμως ρε: Με τόσα που έχουν γίνει μουσικώς μέσα σε λίγα χρόνια στα 90s, δεν σου φαίνεται σαν να πέρασαν ήδη δεκαετίες από τα 80s;! Αυτό σου λέω κι εγώ. Γι’ αυτό λοιπόν υπάρχουν τέτοιοι δίσκοι. Για να μην ξεχνιέσαι.
-
Τι να το κάνεις όμως, η εποχή ανήκει σε άλλους. Σε κάτι τύπους που θυσιάζουν το χυμαδιό για να φτιάξουν (πιο πολύπλοκες) ατμόσφαιρες, να εξερευνήσουν προοπτικές, να γεφυρώσουν τάσεις, ιδέες, τεχνοτροπίες. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις… Και όσο κι αν εν έτει 1995 κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι οι Opeth θα άφηναν στη σκληρή μουσική του 21ου αιώνα το αποτύπωμα που (ξέρουμε πια ότι) έχουν αφήσει, ήδη από το Orchid έδειχναν ότι, αν μη τι άλλο, εδώ δεν είχαμε απλά άλλη μια μπάντα ατμοσφαιρικού death metal, ούτε καν άλλη μια μπάντα που προσπαθεί να συνδυάσει αυτές τις μουσικές με progressive rock νοοτροπίες και αισθητική - είχαμε κάτι πραγματικά ξεχωριστό…
-
Τώρα θα το ξεφτιλίσω λίγο, αλλά τις προσωπικές αδυναμίες δεν γίνεται να τις αγνοείς χάριν της έξωθεν καλής μαρτυρίας - όπως κι αν την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Και μία από τις δικές μου αδυναμίες είναι διαχρονικά το folk punk, κατ’ επέκταση δε και μία μπάντα που αποτελεί έναν από τους πιο συνεπείς εκπροσώπους του: Οι Σκωτσεζοκαναδοί Real McKenzies. Ναι, της Σκωτίας γίνεται εδώ, στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, και όχι της Ιρλανδίας όπως είναι ο κανόνας σ’ αυτό το subgenre - ήτοι, Great Highland bagpipes παντού, τσαμπουκαλεμένο “Άγγλοι μουνιά σας ψάχνουμε” attitude, εκφορά των στίχων με πολλά - αγαπημένα - τραβηγμένα “ρ”, θάλασσες single malt (λογικά για drinking game “πόσες φορές θα αναφέρει τη Σκωτία και παράγωγά της” ώστε να καταλήξεις στην εντατική από alcohol poisoning), πλήθος παραδοσιακών σκωτσέζικων σκοπών διασκευασμένων με υποτυπώδη punk rock ενορχήστρωση, επιπλέον όμως, ανάμεσά τους, διασκευή και σε Hendrix (!) και πιο συγκεκριμένα στο Fire, που εδώ γίνεται Pliers. Ό,τι να 'ναι λέμε ρε - αλλά και γαμώ τις φάσεις!
-
Και μετά απ’ αυτό το αψυχολόγητο όσο και ευχάριστο/πανηγυρτζίδικο διάλειμμα, επιστρέφω στα μαύρα σκοτάδια που είναι η μοίρα μου και το ριζικό μου στα 90s απ’ ό,τι φαίνεται. Τουλάχιστον ας ξαναβουτήξω με όρους μιας κατ’ επίφασιν οικειότητας, άρα Septic Flesh και Έσοπτρον. Στον δεύτερο full-length δίσκο τους συνεχίζουν από εκεί που το άφησαν στο Mystic Places of Dawn, κάτι που σημαίνει ακραίο doom να εναλλάσσεται με death metal ξεσπάσματα και ανάμεσά τους, κάθε τόσο, να σκάνε μύτη ατμοσφαιρικά περάσματα που ζωγραφίζουν εικόνες δεήσεων στη θεά Δήμητρα εν μέσω εκστατικών τελετουργικών, ή ίσως κάποιας σεβάσμιας πομπής που ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο για θυσίες στην Παλλάδα. Ναι, δεν ξέρω αν το έχετε καταλάβει αλλά αυτό το σχήμα “Septic Flesh = αρχαιοελληνικής αισθητικής doom/death metal χωρίς καμία χειροπιαστή ένδειξη” θα το χρησιμοποιήσω κάμποσο.
-
Μπορεί στο black metal να χωρέσει, εκτός του εφιάλτη, και το όνειρο; Μέχρι το 1995 η απάντηση, είμαι σίγουρος, ήταν κατηγορηματικά “όχι”. Τότε σκάσανε μύτη οι Ulver με το μυθικό Bergtatt - Et Eeventyr i 5 Capitler και η σκηνή, αφού μάζεψε τα σαγόνια της από το πάτωμα, αναθεώρησε. Ποιος είναι αυτός ο περίεργος τύπος που συστήνεται ως “Garm” και συνδυάζει τόσο αβίαστα στη μουσική του ηφαιστιακές bm εκρήξεις με παραδοσιακές μελωδίες - θροΐσματα φύλλων στα δέντρα των νορβηγικών δασών, την ίδια ώρα μεταμορφωνόμενος με την ίδια άνεση σε επίπεδο ερμηνειών από αποτρόπαιο δαίμονα σε βάρδο βγαλμένο από μεσαιωνικούς χρόνους; Αφήστε το, παιδιά, κι εμείς στο 2023 ακόμα προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη τι καπνό φουμάρει ο τύπος - κι ας έχει παίξει στο ενδιάμεσο πεντακόσιες χιλιάδες διαφορετικά πράγματα.
-
Κι ενώ όλα αυτά τα ενδιαφέροντα εκτυλίσσονται στη Νορβηγία, η ελληνική black metal σκηνή εξακολουθεί να τραβάει τον δικό της δρόμο και πολύ καλά κάνει - όσοι δεν το είχαν καταλάβει τότε, σίγουρα το έχουν καταλάβει στα περίπου 20 χρόνια που μεσολάβησαν. Μιλήσαμε για τους Rotting Christ, μιλήσαμε και για τους Necromantia, ώρα να πούμε κατιτίς και για τον τρίτο πυλώνα, τους Varathron. Μετά το εξαιρετικό His Majesty at the Swamp, τελειοποιούν τον ήχο τους στο δεύτερο άλμπουμ τους, το επίσης αριστουργηματικό Walpurgisnacht, όπου όλα φωνάζουν “Hellenic Black Metal” από χιλιόμετρα και κατ’ επέκταση οι παραλληλισμοί με Christ και Necromantia καθίστανται αναπόφευκτοι, με τους Varathron όμως παράλληλα να διατηρούν τον δικό τους χαρακτήρα, το δικό τους προσωπικό στυλ με το οποίο χρησιμοποιούν επί της ουσίας τα ίδια εκφραστικά εργαλεία αλλά παράγουν διαφορετικό αποτέλεσμα, δείγμα της ζωτικότητας της σκηνής εκείνη την εποχή. Δυστυχώς αμέσως μετά σίγησαν για χρόνια - ευτυχώς όχι για πάντα.
-
Και το (πρώτο) κατεβατό αυτό με τις τιμητικές αναφορές για το ‘95 ολοκληρώνεται με μια παλιά αγάπη / σταθερή αξία του πειραματικού μεταλλικού ήχου η οποία το ‘95 συνέβη να αλλάξει σελίδα στην ιστορική της διαδρομή: Στο Negatron οι Voivod εμφανίζονται για πρώτη φορά με καινούργιο τραγουδιστή, τον Eric Forrest, ο οποίος ακούγεται αισθητά πιο τραχύς από τον Snake και αυτό κολλάει γάντι με την σαφώς πιο επιθετική κατεύθυνση που παίρνει η γκρουπάρα σ’ αυτόν τον δίσκο σε σχέση με τους δύο προηγούμενους, πιο ροκάδικους - εκτός κι αν έχω μπλέξει αίτιο/αποτέλεσμα και έγινε το αντίστροφο, δηλαδή ο Piggy να εμπνεύστηκε από την ορμή του νουμπά και να είπε ν’ ανεβάσει κι αυτός την ένταση. Ό,τι κι αν παίχτηκε, το Negatron τα σπάει, αν και η συνέχεια θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή.