2017
and a bonus for my friend the spur:
The Best of the Rest
(25 in total)
Tier B
- Below - Upon a Pale Horse
Στην πιο δύσκολη χρονιά της ζωής μου, είχα ανάγκη περισσότερο από ποτέ μουσικές θεραπευτικά πένθιμες. Και δεν υπάρχει κάτι πιο κατάλληλο γι’ αυτόν τον σκοπό από το good ol’ doom metal. Την πιο doom λίστα μου μέχρι τώρα λοιπόν εγκαινιάζουν οι επιμελέστατοι αυτοί μαθητές των Candlemass, οι (εννοείται Σουηδοί κι αυτοί) Below, κερδίζοντας επάξια τη θέση τους χάρη στην εντυπωσιακή τους βελτίωση, στο Upon a Pale Horse, σε σχέση με το προ τριετίας Across the Dark River ντεμπούτο τους.
- The Dreadnoughts - Foreign Skies
Like bosses επέστρεψαν μετά από 6 χρόνια οι αγαπημένοι μου Καναδοί folk punks - με το πιο φιλόδοξο άλμπουμ της καριέρας τους: Με αφορμή τα 100 χρόνια από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έναν φόρο τιμής στα εκατομμύρια θύματα (και δεν εννοούν μόνο τους νεκρούς των μαχών…) εκείνου του τετραετούς εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, όσο και ψυχολογική μελέτη πάνω στους θύτες, εντός ή εκτός εισαγωγικών.
Σε ποιους και ποιους δηλαδή;
Στους εξαπατημένους φαντάρους που έτρεχαν στο μέτωπο βέβαιοι ότι μέσα σε λίγους μήνες θα γύριζαν σπίτια τους ένδοξοι νικητές. Στις γυναίκες που έμειναν πίσω. Στους πιτσιρικάδες που έχοντας ζήσει τον εφιάλτη περίμεναν με αγαλλίαση το οριστικό τέλος του πολέμου - όχι όμως όπως τους το περιέγραφαν στην αρχή - και στους άλλους που λίγο πριν τους εκτελέσουν ως “δειλούς” θυμούνταν ξένοιαστες μέρες στην παμπ τους back home. Στους στρατιώτες του Κάιζερ που γύρναγαν την πλάτη στην προοπτική της “θριαμβευτικής” επέλασης στο Παρίσι, προτιμώντας να ξεφαντώσουν στην Αμιέν πίνοντας και κάνοντας καμάκι σε Γαλλιδούλες. Στον μοιραίο δολοφόνο του δούκα Φερδινάνδου και τις εφιαλτικές τελευταίες του μέρες στο κελί του.
Όσο περισσότερη τσαχπινιά και χιούμορ βάζουν στις ιστορίες που διηγούνται, τόσο πιο σκληρά σε χτυπάνε αυτές…
- Droid - Terrestrial Mutations
Καναδάς + ξεβαμμένα τζιν μπουφάν / αθλητικά παπούτσια + sci-fi θεματολογία = ??? …έλα τώρα, εύκολο είναι. Ναι, προφανώς και είναι τεχνικό / εγκεφαλικό thrash στα χνάρια των Voivod και Vektor. Και για την ακρίβεια: Αν θεωρείς ενδιαφέρουσες τις μουσικές προτάσεις των προαναφερθέντων, αλλά οι μεν Voivod σου φαίνονται “υπερβολικά μυστήριοι”, στους δε Vektor δεν μπορείς να χωνέψεις το black στοιχείο, α) ρίξε λίγο νερό στη μούρη να συνέλθεις, ΒΛΑΚΑ, και β) συγχαρητήρια - βρήκες το νέο αγαπημένο σου άλμπουμ.
- Iron Griffin S/T
Αυτή η βδομάδα έχει κάμποση Φινλανδία, καθώς (έχω την αίσθηση) βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας άνθισης του ευρύτερα παραδοσιακού μέταλ ήχου εκεί - επιτέλους κάποιοι αφήσανε τις συμφωνίλες / γιουροπαουερίλες και είπαν να παίξουν κάτι σοβαρό. Βέβαια οι Iron Griffin ακόμα δεν έχουν εκτοξευτεί όπως θα κάνουν τα επόμενα χρόνια που πήραν για τραγουδίστρια την Maija, έναν ασχημομούρη έχουν στο μικρόφωνο προς το παρόν, αλλά δεν πειράζει, καθότι το επικό feeling στις συνθέσεις, μέσα από μια εντελώς lo-fi/vintage προσέγγιση, είναι ήδη εδώ.
- Kawir - Εξιλασμός
Για τη διάδοχη κατάσταση στα δύο προηγούμενα φανταστικά τους άλμπουμ, που ασχολούνταν κυρίως με θεούς και ήρωες, οι Kawir είχαν μια λαμπρή ιδέα: Να φύγουν λίγο από Όλυμπο, Ηλύσια Πεδία κ.λπ. και να τραγουδήσουν για τους καταραμένους της ελληνικής μυθολογίας. Λυκάονας, Οιδίποδας, Τάνταλος, Θυέστης, Αγαμέμνονας, Ορέστης. Ονόματα που προκαλούσαν φόβο και οδύνη στους αρχαίους και εκλιπαρούσαν τους θεούς να μην τους επιφυλάξουν ανάλογα σκληρή μοίρα. Εξιλασμός όνομα και πράγμα. Και η μουσική στο κεκτημένο, πια, υψηλότατο στάνταρ των Kawir.
- Leprous - Malina
Καμιά φορά όταν βάζω Leprous, ιδίως από εκείνη την περίοδο πάνω κάτω και μετά (όταν δηλαδή είχαν αρχίσει να κόβουν τον ομφάλιο λώρο με αυτό που συνήθως εννοούμε όταν λέμε “prog metal” και να υιοθετούν ουσιαστικά pop rock φόρμες), αναρωτιέμαι γιατί το ακούω αυτό εγώ. Ειλικρινά δεν είναι καθόλου του στυλ μου. Η απάντηση όμως δίνεται πάντα μέσα σε λίγα δεύτερα: Είναι αυτό το συναίσθημα που βγάζουν και δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ των μουσικών “φυλών” (…στο να τις διαλύει όλες), οι εύθραυστες μελωδίες τους, το ηχόχρωμα του Einar…
- Lord Vigo - Blackborne Souls
Χωρίς να χάσουν πολύ καιρό μετά το ντεμπούτο τους, οι Γερμανοί doomsters Lord Vigo (διστάζω να τους πω “epic doomsters”, παρόλο που το μουσικό τους στίγμα είναι αυτό, γιατί μου βγάζουν κάτι ανάλαφρο και χαβαλεδιάρικο, που δεν συνηθίζεται στο είδος) κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους που είναι μάλλον ακόμα καλύτερο, δείχνοντας με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια ότι δεν θα το κουνήσουν ρούπι από τις λίστες μου τα επόμενα χρόνια. Μεγαλειώδεις συνθέσεις, με πρωταγωνιστή τη φανταστική φωνή του Patrick “Adda” Palm (κι ας φαλτσάρει αβέρτα!).
- Moonspell - 1755
Συμφωνώ με @nikosPL ότι σ’ αυτόν τον δίσκο οι αγαπημένοι Πορτογάλοι πήραν ρίσκο, για άλλο λόγο όμως: Όταν καταπιάνεσαι με κάτι τόσο μεγάλο (ενδεικτικά, ο διεθνής αντίκτυπος της καταστροφής της Λισαβόνας ήταν μεταξύ άλλων να ξεκινήσει ολόκληρη συζήτηση στο Παρίσι, στις τάξεις του Βολταίρου και άλλων του Γαλλικού Διαφωτισμού, περί εγγενώς δίκαιου ή άδικου Θεού και αν τελικά υπάρχει τέτοιος!) είναι πολύ εύκολο να το “χάσεις”. Οι Moonspell όμως δεν το 'χασαν. Είπαν αυτή την ιστορία με άψογο τρόπο. Και μεγαλούργησαν ξανά…
- Mother of Millions - Sigma
Άλλος ένας εξαιρετικός δίσκος της εγχώριας progressive σκηνής, από ένα συγκρότημα που πραγματικά ελπίζω να καταδειχθεί σε βάθος χρόνου ότι δεν το έχει λυγίσει η τραγωδία. Το θέμα είναι βέβαια να αναπληρωθεί η απώλεια του Μάκη, ο οποίος με το μετρημένο αλλά υπέροχο παίξιμό του αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους που το Σίγμα ακούγεται τόσο συναισθηματικά πλούσιο μέσα στον ιδιαίτερο prog μινιμαλισμό του - με κρίσιμη παράμετρο σε αυτό, φυσικά, και τις παθιασμένες, γεμάτες ένταση ερμηνείες του Γιώργου Προκοπίου.
- Ne Obliviscaris - Urn
Μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά έχω την αίσθηση ότι μόλις πέντε χρόνια μετά τη δισκογραφική τους πρεμιέρα οι Ne Obliviscaris είχαν γίνει πια “yesterday’s news” για πολλούς, ακόμα και κάποιους που - δικαίως - είχαν προσκυνήσει τότε. Ίσως περίμεναν από τους Αυστραλούς εξέλιξη που τελικά δεν την είδαν; Εγώ πάλι λέω πως όταν μια μπάντα έχει τόσο χαρακτηριστικό ύφος, καλά κάνει και το διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού. Συνδυασμός ακραίου αλλά μελωδικού ήχου με ταξιδιάρικες πινελιές από το βιολί - αυτό ακριβώς θέλω πάντα από τους Ne Obliviscaris.
- The Obsessed - Sacred
Πιάνοντας να πρωτακούσω το comeback album των θρυλικών Obsessed είχα περισσότερο περιέργεια παρά ενθουσιασμό. Μετά από τόσα χρόνια (το μακρινό 1994 είχε βγει το The Church Within!), σε τι κατάσταση να βρίσκεται άραγε ο Wino; Το εναρκτήριο Sodden Jackal ήταν αποστομωτικό: Ρε συ αυτό παίζει να είναι το πιο heavy κομμάτι που έχει γράψει ποτέ! Αν είναι έτσι και ο υπόλοιπος δίσκος… Και ναι, ήταν. Σίγουρα μιλάμε για το πιο heavy album στην ιστορία των Obsessed, ένα βρώμικο ροκενρόλ όργιο από την αρχή μέχρι το τέλος.
- Origin - Uparalleled Universe
Είναι πανεύκολο να απορριφθούν ελαφρά τη καρδία οι Origin ως τυπικοί εκπρόσωποι του μοντέρνου brutal death metal, του ανούσια τεχνικού και “άψυχου”. Όταν άλλωστε μπαίνεις (όπως εδώ στο Unparalleled Universe) με ένα ζντουπ μπλαστίδι και κιθαριστικές μπουρμπουλήθρες από πάνω, η ενστικτώδης αντίδραση είναι “άσε μας κουκλίτσα μου”, σωστά; Επιμένω όμως ότι πίσω από αυτές τις ατέλειωτες νότες, αν ακούσεις πιο προσεκτικά, κρύβονται πραγματικά θέματα και συναισθήματα. Και μια φοβερή sci-fi ατμόσφαιρα. Άλλο ένα διαμάντι στη δισκογραφία τους.
- Portrait - Burn the World
Δεν χαμπαριάζουν οι Portrait ρε. Μπορεί το “κέντρο βάρους” στον NWOTHM χώρο να έχει αρχίσει να μετατοπίζεται σιγά σιγά προς αυτό το εκλεκτικό μείγμα παραδοσιακού ατσαλιού και ατμόσφαιρας post-punk/gothic rock (κάτι για το οποίο φυσικά έχουμε να ευχαριστήσουμε - ή να αναθεματίσουμε - τους In Solitude), αλλά οι Portrait επιμένουν να θυσιάζουν στον (flipside βέβαια στην πραγματικότητα) βωμό του King Diamond και των Mercyful Fate. Και καλά κάνουν. Αυτή η πηγή έχει ακόμα πολύ μαύρο νερό να δώσει, όπως δείχνει και το Burn the World.
- Les Ramoneurs de Menhirs - Breizh Anok
Αν το Dans an Diaoul ήταν ο Αστερίξ ο Γαλάτης (πρωτόλειο, αλλά μες στην γκάβλα), το Amzer an Dispac’h ο Αγώνας των Αρχηγών (η δημιουργικότητα στο ζενίθ, ιδανική ισορροπία μεταξύ νεανικού ενθουσιασμού και των ήδη πιο σύνθετων ιδεών) και το Tan ar Bobl η Κατοικία των Θεών (ώριμο, σοφιστικέ, εισάγει νέες θεματικές καλαίσθητα), ε το Breizh Anok είναι το Ρόδο και Ξίφος: Χωρίς την ίδια φρεσκάδα, ανακυκλώνει παλιές ιδέες, αλλά ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνει πλέον. Και στην τελική είναι Αστερίξ. Σόρι, Ramoneurs de Menhirs.
- The Tossers - Smash the Windows
Το δόγμα επιβεβαιώνεται: “Είναι Tossers, είναι καλό”. Τι κι αν δεν είναι στα ίδια επίπεδα με το Emerald City και γενικά με τις καλύτερες δουλειές τους; Είναι η πιο θορυβώδης folk μπάντα στον κόσμο και για άλλη μια φορά δείχνουν γιατί. Με τα κλασικά τους πια ξεφαντώματα, και με ορισμένες κορυφαίες στιγμές, όπως οι διασκευάρες στα πασίγνωστα Danny Boy και The Foggy Dew, ή με τη συγκλονιστική ατμόσφαιρα του Resurrection Mary, βασισμένου σε άλλο ένα διαχρονικό ιρλανδικό άσμα, το The Wind that Shakes the Barley.
- Wrathblade - God of the Deep Unleashed
Επιτέλους, το δεύτερο άλμπουμ μίας από τις πιο γνήσια επικές μπάντες της ελληνικής σκηνής (να δούμε τώρα πότε θα βγει το τρίτο…). Για άλλη μια φορά οι Wrathblade δεν χρειάζονται τεράστιες συνθέσεις για να δημιουργήσουν την απαιτούμενη ατμόσφαιρα: Σε αντίθεση με διάφορους Αμερικάνους και Δυτικοευρωπαίους γνωρίζουν καλά ότι το Έπος δεν βρίσκεται στις διάρκειες αλλά στα riffs, στις μελωδίες, στο feeling. Τραγούδια to-the-point, λοιπόν, που όμως τιμούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κληρονομιά των Manilla Road, Omen, Brocas Helm etc.
Tier A
- Argus - From Fields of Fire
Κάποια συγκροτήματα δεν έχει σημασία πόσο συνεπή και ποιοτικά είναι, μια ζωή θα είναι στην απέξω, καταδικασμένα να πασχίζουν να φτάσουν έστω στα ρηχά πατώματα του underground (για breakthrough στο mainstream ούτε λόγος). Αδικία, αντίφαση ή παράσημο ακεραιότητας; Όποια κι αν είναι η απάντηση, οι Argus είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το doom στην πιο επιθετική του εκδοχή ή το κλασικό metal στην πιο doom έκφρασή του, οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, πάντως η μπαντάρα μέτριο δίσκο δεν γίνεται να βγάλει και το From Fields of Fire όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά στα καλύτερά του διεκδικεί και τον τίτλο του κορυφαίου τους album ever.
- Chevalier - A Call to Arms
Η φινλανδική true metal αντεπίθεση που λέγαμε. Και η πιο σκληροπυρηνική της έκφραση είναι μάλλον τούτοι δω οι Ιππότες (Σεβαλιέ, ναι ρε κωλόβλαχοι έτσι προφέρεται). Το πρίσμα υπό το οποίο μεταφράζουν το Ατσάλι που καλούνται να υπηρετήσουν είναι ένα πραγματικά ισοπεδωτικό speed metal, με επικολυρικές απολήξεις, την Emma Grönqvist να φτύνει μερικά από τα πιο αγέρωχα γυναικεία φωνητικά που έχουν ακουστεί ποτέ και έναν ήχο ακατέργαστο και σπηλαιώδη μέχρι εκεί που δεν πάει, κάτι που όμως με κάποιον τρόπο κολλάει γάντι στο στυλ της μπάντας. Από τους πιο ιδιαίτερους ήχους που υπάρχουν εδώ και χρόνια σ’ αυτόν τον χώρο.
- Death the Leveller I
Λίγο ακόμα και δεν θα έβαζα ιρλανδική μπάντα στη λίστα, χοχο. Ευτυχώς ήρθαν οι Death the Leveller να σώσουν την κατάσταση. Στους περισσότερους αυτό το όνομα μάλλον δεν λέει κάτι, όλο και κάποιον όμως θα ιντριγκάρει το ότι ουσιαστικά πρόκειται για τη διάδοχη κατάσταση των σπουδαίων Mael Mórdha, ενός από τα κορυφαία μέταλ συγκροτήματα του 21ου αιώνα. Αναμενόμενα doom λοιπόν η κατεύθυνση και των DtL, εν προκειμένω όμως χωρίς το έντονο celtic folk άρωμα των Mael Mórdha: Σ’ αυτούς εδώ η προσέγγιση είναι πολύ πιο απογυμνωμένη - διατηρώντας όμως το ίδιο χάρισμα στο χτίσιμο ατμόσφαιρας και έντασης, με αποτέλεσμα ένα από τα πιο ιδιαίτερα doom των τελευταίων πολλών χρόνων.
- Doomocracy - Visions & Creatures of Imagination
Δεύτερο τρομερό άλμπουμ απ’ αυτούς τους άξιους εκπροσώπους της Κρήτης (ας πούμε και της Ελλάδας αν επιμένετε) στο λατρεμένο πεδίο του epic doom metal. Όλα τα στοιχεία που έκαναν το The End is Written ξεχωριστό επανεμφανίζονται σε όλο τους το μεγαλείο και στο Visions… και πρώτα και κύρια, φυσικά, αυτή η ιδιαίτερη άποψη της μπάντας πάνω στο επικό doom, χρησιμοποιώντας ως βασική πηγή έμπνευσης όχι τους Candlemass, όπως συμβαίνει 9 στις 10 (ή μάλλον 99 στις 100), αλλά τους Solitude Aeturnus. Όλα τα λεφτά, ξανά, εκτός από τσι ριφάρες, η εξωπραγματική φωνάρα του Μιχαλιού του Σταυρακάκη, που θα ήταν περήφανος γι’ αυτόν ακόμα και ο Robert ο Lowe. Χίλια μπράβο μπρε κοπέλια.
- Need - Hegaiamas: A Song for Freedom
Fates Warning-meets-Nevermore-meets-Savatage-meets-ρεμπέτικο - και να ήθελα να αντισταθώ στη μουσική των Need, σε τούτη δω την ώριμη συνθετικά και ενορχηστρωτικά περίοδό τους, σιγά μην τα κατάφερνα. Πελώριο το θέμα με το οποίο καταπιάνονται (και) αυτή τη φορά, χλωμό δε να υπάρξει ποτέ συμφωνία για το αληθινό περιεχόμενο της λευτεριάς (δείγμα ελευθερίας ή ανελευθερίας να 'ναι αυτό άραγε;), η ποιητική προσέγγιση των Need όμως δεν προϋποθέτει φιλοσοφική σύγκλιση - μόνο ένα ζευγάρι αυτιά… Να βιώσεις την Αναθύμηση, να ξορκίσεις τον Θεριάνθρωπο, να περάσεις όλα τα στάδια μέχρι τη στιγμή της κλιμάκωσης: Η Γαία μας. 22 λεπτά ευτυχίας, 27 αν μετρήσετε - που πρέπει - και το προηγηθέν Γιώτα, με την υπέροχη στιχομυθία δύο υπέροχων ηθοποιών, πατέρα και κόρης, του Αλέξανδρου και της Ζωής Μυλωνά. Η ζωή σε μι ελάσσονα…
- Obituary S/T
Δεν ξέρω αν μπορώ να το δικαιολογήσω, αλλά την είχα μια αίσθηση ότι οι Obituary μας χρωστάγανε άλλο ένα, τουλάχιστον, σπουδαίο άλμπουμ. Για χρόνια οι δουλειές τους - της reunion εποχής - ήταν το λιγότερο αξιοπρεπείς, στο γνωστό τους ύφος που τιμά τη Frost-ική κληρονομιά παντρεύοντάς τη με το προσωπικό τους στίγμα, σπουδαίες όμως δεν τις έλεγες. Για να βρούμε την τελευταία τέτοια έπρεπε να γυρίσουμε στα μακρινά 90s. Η αναμονή όμως έλαβε τέλος το 2017. Obituary. Πολλοί λένε ότι κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να βγάλει ένα ομώνυμο άλμπουμ, αν όμως δεν φροντίσει να το κάνει νωρίς αλλά αργότερα, it’d better be special. Ε, αυτό ήταν (είναι). In the Tardy bros (and the other dudes) we trust…
- Pagan Altar - The Room of Shadows
Το μεταθανάτιο κύκνειο άσμα του Terry Jones δεν θα μπορούσε να μην είναι ένα συγκινητικό από κάθε άποψη άλμπουμ. Δεν βοηθάει άλλωστε την κατάσταση (με εκείνα τα ζουμιά εννοώ) ο επίλογός του, με τον αυτο-επικήδειο του εμβληματικού frontman των Pagan Altar. Και το εντυπωσιακό είναι ότι δεν χρειάζεται καν να φτάσουμε μέχρι εκεί. Και χωρίς αυτή την ισοπεδωτική στιγμή το Room of Shadows πάλι έπος θα ήταν. (Ελαφρώς) λιγότερο λυρικό και πιο σκοτεινό από το αξεπέραστο Mythical & Magical, αλλά εξίσου σκληρό, μερακλίδικο, ευθυτενές που θα ‘λεγε μια ψυχή, με τον υιό Jones να τιμά ιδανικά τη μνήμη του πατέρα του, με τις ριφάρες του και τις υπέροχες μελωδίες του. Μακάρι να μην αποδειχθεί και γι’ αυτόν κύκνειο άσμα.
- Procession - Doom Decimation
Κοινός παρονομαστής για πολλούς doom κολοσσούς το 2017 ήταν ότι κυκλοφόρησαν φανταστικούς δίσκους …και μετά για όλα τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι σήμερα “σίγησαν”. Τι παιχνίδια μου παίζει το σύμπαν; Doom giveth - Doom taketh away? Ελπίζω να μην πρόκειται για τέλος εποχής στην αγαπημένη μου μουσική και να έχουμε κάμποσες επιστροφές στο μέλλον, μία εκ των οποίων, fingers crossed, για τους Χιλιανούς Procession που με το Doom Decimation μπορεί να μην ξεπέρασαν το τεράστιο To Reap Heavens Apart αλλά τουλάχιστον το πλησίασαν, καταθέτοντας άλλο ένα άψογο δημιούργημα (…αν εξαιρέσεις το εξώφυλλο) με μουσική ισόποσα θρηνητική και πολεμική - όπως ακριβώς πρέπει να είναι το επικό doom.
- Sorcerer - The Crowning of the Fire King
Και ο κύκλος της 2017 doom εποποιίας κλείνει κάπου εδώ, με τη νέα δισκάρα των Σουηδών Sorcerer. Η σκηνή είχε υποκλιθεί μπροστά τους για το καταπληκτικό In the Shadow of the Inverted Cross δύο χρόνια πριν, ο πήχης είχε μπει ψηλά, πολύ ψηλά, η γκρουπάρα όμως μας σόκαρε (ξεπερνώντας τον) στο The Crowning of the Fire King. Ναι, είναι μάλλον ακόμα καλύτερο, στο χαρακτηριστικό λατρεμένο ύφος τους φυσικά, κάπου μεταξύ Candlemass και Solstice - θρηνωδία και παιάνας μαζί, ο μοναχός της νήσου Αϊόνα χέρι - χέρι με τον Βίκινγκ που τον θερίζει. Όλα τραγουδισμένα από τη μόνη φωνή που θα μπορούσε να το κάνει (τόσο τέλεια), αυτή του Anders Engberg, με στυλ ροκάδικο και δυσοίωνο μαζί. Επικοντουμεταλικός θρίαμβος.
The Top 5
NUMBER FIVE
.............
Στη λογική “πες - πες, κάτι θα μείνει”, πάμε άλλη μια ανακεφαλαίωση: Το Down Town (ή Iron on Iron όπως επανακυκλοφόρησε) των Emerald είναι ο καλύτερος δίσκος στην Ιστορία του ολλανδικού heavy metal (και χωρίς να λείπει ο ανταγωνισμός, βλ. π.χ. Martyr και Defender), ένας ηχητικός χείμαρρος που αντικατόπτριζε το πνεύμα της εποχής του (1985) και παράλληλα συνόψιζε ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον μεταλλικό ήχο. Αυτός ο για χρόνια μοναδικός δίσκος των Emerald απέκτησε (και δικαιολογημένα) τέτοια φήμη στους underground κύκλους που σε ένα παλιό Up the Hammers έγινε ο-κακός-χαμός όταν βγήκαν στη σκηνή. Τους έμαθα και τους αγάπησα κι εγώ, αλλά το τελευταίο που περίμενα ήταν να βγάλουν νέο άλμπουμ κάποια στιγμή.
Μέχρι που συνέβη, και το όνομα αυτού Voice for the Silent.
Το βασικό χαρακτηριστικό (και) αυτού του δίσκου είναι εκείνο που χωρίζει όσους έρχονται σε επαφή με τη μουσική των Emerald σε οπαδούς και κακόγουστους: Η χαρακτηριστική ψηλή φωνή του Bert Kivits, μια non-stop σειρήνα που σου τρυπάει τα αυτιά. Βέβαια αυτό είναι το heavy metal ε, σόρι κιόλας. Αν αυτή η μουσική έχει - από τις εποχές του πρωτόλειου hard rock ακόμα - ένα σήμα κατατεθέν, είναι ότι γυρνάει την πλάτη στις flat/μεσαίες ηχητικές καταστάσεις με τις οποίες νιώθουν άνετα οι normies και τιμά άφοβα τις “ακραίες” περιοχές του φάσματος των συχνοτήτων: Χαμηλά τα όργανα, με βαριές κιθάρες, και ψηλά οι φωνές. Και αυτή τη διαλεκτική ενότητα - πεμπτουσία του ατσαλιού οι Emerald την αποθεώνουν ξανά και ξανά, με πλήθος κομματάρες γεμάτες ένταση και μελωδικότητα.
Από τους αγαπημένους μου classic metal δίσκους της τελευταίας δεκαετίας.
NUMBER FOUR
.............
Δεν ξέρω αν οι Power Trip θα καταφέρουν ποτέ να ηχογραφήσουν τρίτο δίσκο - επιθυμία την οποία έχουν εκφράσει - με καινούργιο τραγουδιστή στη θέση του αδικοχαμένου Riley Gale, ενός από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα της επιδημίας θανάτων από οπιοειδή η οποία θερίζει τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. Υποψιάζομαι όμως ότι δεν θα ήθελα να δω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όσα δολοφονικά riffs κι αν έχουν στα συρτάρια τους όπως λένε - και τους πιστεύω. Καλύτερα, για μένα, να το διαλύσουν. Όχι (μόνο) για συναισθηματικούς λόγους, αλλά και γιατί είμαι της γνώμης ότι αυτό που μέχρι τώρα έχει κάνει τους Power Trip να απέχουν παρασάγγας από τον σωρό των re-thrash συγκροτημάτων της τελευταίας 20ετίας δεν είναι μόνο τα riffs αυτά καθαυτά, αλλά αυτή η μαγική χημεία τους ως συγκροτήματος, συστατικό στοιχείο της οποίας ήταν και το ερμηνευτικό στυλ του Riley.
Και αυτό αναδεικνύεται και στον δεύτερο και - ελπίζω - τελευταίο τους δίσκο, το Nightmare Logic.
Έναν αληθινό πανζουρλισμό ακραίας μουσικής, με thrash τεχνοτροπία και hardcore punk λογική, που σε μια σπάνια post-1990 στιγμή στην Ιστορία του είδους καταφέρνει να γράψει 10/10 σε όλους μα όλους τους τομείς. Slayer-ική υπερηχητική μανία, Exodus-ικό groove, σφιχτό παίξιμο, τεχνικό αλλά ποτέ σε επίπεδα επιδειξιομανίας, τρελαμένα/τσαμπουκαλεμένα φωνητικά, ήχος ευκρινής και γεμάτος αλλά μακριά από κάθε υπόνοια πλαστικούρας, ατμοσφαιρικότητα the thrash way, χωρίς φιοριτούρες, attitude να φαν κι οι κότες. Τελειότητα παντού. Όπως έλεγα και τον προηγούμενο μήνα, με αφορμή το Manifest Decimation, κάποια συγκροτήματα απλά το έχουν στο αίμα τους και καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους χωρίς πολλά - πολλά.
RIP Riley Gale (1986 - 2020).
NUMBER THREE
.............
The delusions of control / Are rotting the root of the tree / It’s the fear that keeps you there / And it’s mine that sets me free.
Ο τελευταίος δίσκος των Converge που έχω πραγματικά απολαύσει μέχρι σήμερα είναι το The Dusk in Us. Σόρι αλλά έτσι είναι - φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα με πιάσει και το Bloodmoon, απλά δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Εδώ είμαστε λοιπόν, μία από τις κορυφαίες ακραίες μπάντες όλων των εποχών κάνει ό,τι έκανε και σε όλη την προηγούμενη σχεδόν 30ετή της πορεία: Κάνει το 99% των συγκροτημάτων που θεωρούνται ακραία να ακούγονται σαν επιλογές του Rock FM.
Το δύσκολο, όπως πάντα, είναι να αποτυπώσω σε λέξεις τα συναισθήματα που προκαλεί η ακρόαση ενός κλασικού δίσκου των Converge (και αυτός εδώ τέτοιος είναι, ναι, φυσικά). Θα μπορούσα ίσως να μετρήσω την αύξηση των παλμών όταν παίζουν τα καταστροφικά A Single Tear, Eye of the Quarrel, Under Duress, Arkhipov Calm (φόρος τιμής σε έναν μεγάλο Ήρωα της Ειρήνης, btw) ή να προσπαθήσω να ακούσω το συνταρακτικό ομότιτλο κομμάτι χωρίς να κρατάω την αναπνοή μου, αλλά δεν νομίζω ότι θα είχε νόημα. Τόσους μήνες δεν έχω καταφέρει ούτε μία φορά να εκφράσω επαρκώς το μέγεθος της έντασης, της παράνοιας, της συναισθηματικής φόρτισης που χαρακτηρίζουν τη μουσική τους, δεν έχω αυταπάτες ότι θα το πετύχω τώρα. Γι’ αυτό επιλέγω συνειδητά να δώσω τον λόγο στους ίδιους.
Our denial it speaks in tongues, there’s monsters among us / I ask from within my heart, where did our failures start / If we must imagine ourselves as someone, somewhere else / And what does the future hold, if we’re running low on health and hope / Our denial it speaks in tongues, there’s monsters among us.
Dusk lives within us, darkness won’t give up
Dusk in us.
NUMBER TWO
.............
Δεν ξέρω αν το θυμάται ο φίλος @martian, αλλά μια φορά πριν κάτι χρόνια έξω από το Κύτταρο (ποιο λάιβ να ήτανε τώρα, ο θεός κι η ψυχή μου) είχαμε μια έντονη διαφωνία περί σύγχρονου επικού μέταλ, γιατί δεν δίστασα να του ξεφουρνίσω ότι θεωρούσα τους Eternal Champion “υπερτιμημένους”. “Κάτσε ρε μαλάκα, δηλαδή από εποχές πρώτου Atlantean Kodex και μετά μπορείς εσύ να μου πεις κάποιο epic συγκρότημα καλύτερο από τους Eternal Champion;”, με ρώτησε, με ένα βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε “πρόσεχε τι θα πεις κερατά γιατί σε τεμάχισα”.
“Βεβαίως”, του απαντάω, “τους Φινλανδούς τους Legionnaire τους ξέρεις;”. Και περίμενα να δεχτώ την οργή του. Η αντίδρασή του όμως ήταν τουλάχιστον ήπια. “Α, μάλιστα. Ναι, ΟΚ, το ακούω”, μου κάνει, κουνώντας το κεφάλι επιδοκιμαστικά.
Γενικά είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο με πωρώνουν οι Λιζιονέρ (ναι ρε κωλόβλαχοι έτσι προφέρεται) στο Dawn of Genesis, τον μοναδικό τους full-length δίσκο (έχουν βέβαια και κάτι ψιλά γύρω - γύρω, θα τα πούμε και την άλλη βδομάδα) ενώ πραγματικά ελπίζω ολόψυχα να βγάλουν και κάτι άλλο κάποτε, γιατί την τελευταία φορά που τσέκαρα ήταν ανενεργοί. Θα είναι πραγματική τραγωδία για τον true metal χώρο αν έχει χαθεί αυτό το συγκρότημα, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται. Η προσέγγισή τους στην ατσάλινη επικούρα είναι καθαρά speed metal κατεύθυνσης, χωρίς φυσικά να λείπουν οι mid-tempo στιγμές - γενικά πάντως το vibe που βγαίνει από όλα ανεξαιρέτως τα κομμάτια είναι ένα “πουτάνα-όλα”, με ελάχιστες πιο αργόσυρτες στιγμές (οπότε όσοι θέλετε πολύ doom στο epic σας - και γενικά κι εγώ μαζί σας βέβαια - ψάξτε αλλού). Το θέμα είναι ότι μόνο με εκρηκτικότητα δεν πας πουθενά σ’ αυτό το στυλ μουσικής, οι λάτρεις του, θεωρώ, το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό. Το Α και το Ω είναι τα riffs και το feeling. “Χε, εδώ είμαστε”, κάνουν οι Legionnaire τρίβοντας τα χέρια και βάζουν μπροστά κάτι που δεν μπορεί να ονομαστεί αλλιώς παρά μόνο ως μια επίδειξη pure metal riffage δύναμης. Είναι συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει στο Dawn of Genesis, κάθε ένα από τα 8 κομμάτια του περιλαμβάνει και τουλάχιστον ένα riff Κ Ο Λ Ο Σ Σ Ι Α Ι Ο, που αν είχε γράψει οποιαδήποτε άλλη μπάντα έστω ένα απ’ αυτά θα συζητιόταν στους true κύκλους για μήνες και χρόνια. Είναι αδιανόητη η έμπνευσή τους. And they wrap it up με κλασικές Maiden-ικές δισολίες (που όμως, λόγω και του ήχου, παραπέμπουν περισσότερο στην πρώιμη εποχή τους, όταν ακόμα ήταν απλά μια μεγάλη ελπίδα από το NWOBHM) και ένα feeling - καρφί Brocas Helm, Omen etc. Είναι τόσο μεγαλειώδης κιθαριστικά αυτός ο δίσκος που ακόμα και το γεγονός ότι ο τραγουδιστής τους δεν είναι κάτι τρομερό, εμένα τουλάχιστον, δεν με ενοχλεί καθόλου.
Οπότε, ναι. Αυτός είναι ο δίσκος με τα riffs της χρονιάς για μένα. Hands down.
NUMBER ONE
.............
Ο προμηθεϊκός μύθος αποτελεί διαχρονικά αγαπημένο θέμα των μεταλλάδων. Για ευνόητους λόγους. Ανυπακοή στη θεϊκή εξουσία (ως παραβολή για την ανυπακοή στην εξουσία γενικώς), αψήφηση του κινδύνου της τιμωρίας προκειμένου να φανείς χρήσιμος στην Ομάδα και να παρέχεις στα μέλη της τα εργαλεία που χρειάζονταν ώστε να σπάσουν τα δεσμά των περιορισμένων υλικών όρων διαβίωσης και να ορθωθούν ως δυνατοί, αυτόνομοι άνθρωποι (έτσι “πιάνεις” και το Εμείς και το Εγώ, που η μεταξύ τους διαλεκτική χαρακτηρίζει - όχι χωρίς αντιφάσεις ομολογουμένως - το heavy metal σε φιλοσοφικό επίπεδο από καταβολής του), στωική αντοχή στον πόνο του μαρτυρίου και δι’ αυτής καταγγελία / αποκάλυψη της σκληρότητας των Ισχυρών, ηρωική λύτρωση. Όλα τους πολύ δυνατά σε σημειολογικό και όχι μόνο επίπεδο μοτίβα, που αν μη τι άλλο ταιριάζουν με την ιδιοσυγκρασία αυτής της μουσικής.
Κατά τη γνώμη μου, όμως, καμία μπάντα δεν διηγήθηκε ποτέ αυτή την ιστορία τόσο τέλεια όσο το έκαναν οι δικοί μας Aherusia με τον τρίτο δίσκο τους, Prometheus: Seven Principles On How To Be Invincible.
Σε ένα παλιό Satan Upon New Long Fest είχα πιάσει κουβέντα με τον τραγουδιστή της μπάντας μετά την εμφάνισή της και του είχα εκφράσει την εκτίμησή μου προς τη μουσική τους (δεν θυμάμαι αν ήταν πριν ή μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους, πάντως σίγουρα είχαν ακόμα ως μόνιμο μέλος τον λυράρη Αντώνη Χουρδάκη). Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι του είχα πει κάτι σε στυλ “θεωρώ ότι είναι πολύ ιδιαίτερο αυτό που κάνετε, black metal σε συνδυασμό με κρητική μουσική”. Η αντίδρασή του ήταν ευγενική αλλά και λίγο μαγκωμένη, μου είπε κάτι σαν “σ’ ευχαριστώ, αν και δεν προσπαθούμε να παίξουμε black με στοιχεία κρητικής μουσικής ειδικά, αλλά παραδοσιακής ελληνικής μουσικής γενικά”. Στην πραγματικότητα είχαμε δίκιο και οι δύο: Εγώ άκουγα αυτό που μέχρι τότε ήταν όντως το στίγμα της μπάντας, η ίδια η μπάντα δεν ήθελε να περιοριστεί εκεί. Και αφού μετά το δεύτερο άλμπουμ βεβαιώθηκαν ότι είχαν πάει αυτό το “μπλακμέταλ κοντυλιές” στυλ στα άκρα του, αποφάσισαν να επιχειρήσουν τη γενναία επέκταση: Να δημιουργήσουν έναν δίσκο που θα περιέκλειε μέσα του ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος ήχων και χρωμάτων της ελληνικής μουσικής. Ηπειρώτικα μοιρολόγια, βυζαντινοί ύμνοι (επανανοηματοδοτώντας σε ιδεολογικό επίπεδο - πάντα μ’ άρεσε αυτή η ατάκα των αναρχικών και πολύ χαίρομαι που βρήκα την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσω), ποντιακοί, θρακιώτικοι και κρητικοί πολεμικοί χοροί, ζεϊμπέκικα και πολλά άλλα, πάντα σε metal πλαίσιο. Για να αποδώσουν δικαιοσύνη σε ένα τέτοιο εγχείρημα, φυσικά, έπρεπε να επιστρατεύσουν όλη τους την έμπνευση. Και το έκαναν. Κάθε κομμάτι είναι θαρρείς ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος riffs και μελωδίες που πλησιάζουν αυτό που λέμε Επικό όσο πιο κοντά γίνεται, σ’ αυτό το ιδιαίτερο, ολόδικό τους στυλ βέβαια.
Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν τον Προμηθέα των Aherusia έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους ελληνικού metal ever. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι το τοποθετώ στο προσωπικό μου #2, πίσω μόνο από το Deus Diabolus Inversus των Horrified. Ναι, τόσο πολύ μ’ αρέσει.
Εξώφυλλο της χρονιάς
Τόσο απλό, τόσο επιβλητικό, τόσο πωρωτικό. Κάντε χώρο, περνάνε οι Obituary.