Το 1967 (μαζί με το 1966, ενδεχομένως) ήταν ένα κομβικό έτος για τα sixties, μιας και όχι μόνο κορυφώνονται όλα όσα είχαν διαφανεί έως τότε, αλλά περιέχει και την σπορά για τα θαυμαστά που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια μέχρι τις αρχές των seventies, τόσο από πλευράς μουσικής όσο και από άποψης τεχνολογίας στον ήχο. Παράλληλα, και η όλη κουλτούρα - ουτοπία της εποχής βρίσκεται στο απόγειο της με το Summer of Love και τα συναφή!
Για πάμε να δούμε αναλυτικά τα τότε πεπραγμένα, αξίζει τον κόπο:
‘Εχοντας παραιτηθεί από την… φιλοδοξία να δίνουν συναυλίες όπου ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και το ευρισκόμενο σε παραλήρημα κοινό μπορούσαν να ακούσουν τι έπαιζαν, οι Beatles εν έτει 1967 είχαν αυτοπεριοριστεί στο studio. Περιοριστεί τρόπος του λέγειν βέβαια, μιας και με την πολύτιμη συνδρομή του “πέμπτου μέλους” τους, του παραγωγού George Martin, τα Σκαθάρια θα δοκίμαζαν κάθε απίθανη τους ιδέα και θα έθεταν νέα όρια ξεπερνώντας εκείνα που οι ίδιοι είχαν θέσει λίγο καιρό πριν!
Αν λοιπόν με τα δύο προηγούμενα τους καθιέρωσαν την έννοια του LP σαν ενιαία καλλιτεχνική πρόταση, με το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band εφηύραν την αισθητική του concept και κατέλαβαν εξαπίνης την τότε μουσική πραγματικότητα μιας και (πάμε άλλη μια) τίποτε παρόμοιο δεν είχε ακουστεί έως εκείνη την στιγμή! Από το εμβληματικό εξώφυλλο, την δομή του δίσκου, την διαδοχή των τραγουδιών, όλα συνηγορούσαν στο ότι το συγκεκριμένο LP φτιάχτηκε για να ακούγεται από την αρχή έως το τέλος, ένα τέλος μάλιστα που θα ερχόταν με όλο το πρέπον μεγαλείο για την περίσταση, με το A Day in the Life, και το κλείσιμο με το crescendo κακοφωνίας από την ορχήστρα και την μία νότα στο πιάνο που αργοσβήνει για ένα λεπτό!
Το Sgt. Pepper’s φιγουράρει στην πρώτη θέση (ή κατ’ ελάχιστον, στις πρώτες θέσεις) στις διάφορες best of all times λίστες. Είναι ο καλύτερος δίσκος, της πιθανον ανώτερης χρονιάς, της γονιμότερης ίσως δεκαετίας στη σύγχρονη μουσική, από το αναμφισβήτητα κορυφαίο συγκρότημα! Δύσκολο να το αντικρούσεις αυτό…
Όταν ξεκινούσαν οι ηχογραφήσεις για το Forever Changes το κλίμα στις τάξεις των Love ήταν βαρύ. Από την μια η αδυναμία κεφαλαιοποίησης της σχετικής επιτυχίας του Da Capo και του single Seven & Seven Is λόγω της άρνησης, κυρίως του Arthur Lee, να περιοδεύει εκτός Καλιφόρνια, από την άλλη οι σχέσεις μεταξύ Lee και Bryan MacLean που έβαιναν διαρκώς επιδεινούμενες λόγω της απροθυμίας του πρώτου να συμπεριλάβει περισσότερες συνθέσεις του δεύτερου στον επερχόμενο δίσκο με τη δικαιολογία ότι δεν συμβάδιζαν με το γενικότερο κλίμα του, με τους υπόλοιπους να είναι σε χειρότερη κατάσταση, αφού η βαριά εξάρτηση τους από ναρκωτικές ουσίες δεν τους επέτρεπε να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των νέων τραγουδιών. Το τελικό αποτέλεσμα επαλήθευσε τη θεωρία που υποστηρίζει πως όταν υπάρχει εντός του συγκροτήματος μια μεγαλοφυΐα στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητας της, τότε τα όποια εμπόδια υποβιβάζονται σε απλές υποσημειώσεις.
Γιατί το Forever Changes είναι ένα έργο τέχνης δυσθεώρητης ποιότητας, διαχρονικό όσο και γνήσιο τέκνο της εποχής του, που διεμβολίζει διάφορα στυλ (κλασικά εμφορούμενη ψυχεδέλεια, folk, pop, latin, hard rock, πρώτο-punk) και τα συνθέτει σε ένα άρραφο σύνολο που έχει να επιδείξει πανέμορφες όσο και μεγαλειώδεις μελωδίες κι εξεζητημένες ενορχηστρώσεις όπου η παραμικρή λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.
Αναφορικά με τους στίχους, ο Arthur Lee ευρισκόμενος σε ποιητικό οίστρο και έχοντας το ρόλο του παρατηρητή, γράφει για ζητήματα όπως οι φυλετικές (και όχι μόνο) διαμάχες, οι αποτυχημένες σχέσεις, η παράνοια και η κατάρρευση της hippie ουτοπίας, η αποξένωση κλπ. Σκοτεινά θέματα από κάποιον που προφανώς δεν υιοθέτησε αβίαστα το hippie “ιδεώδες”, σε έναν δίσκο που κυκλοφόρησε την επαύριο του “summer of love”. Αν συνυπολογίσουμε και το εύθραυστο της ψυχολογίας του ανδρός που πίστευε ότι επέκειτο ο φυσικός του θάνατος, τότε το κρυπτογραφημένο ύφος των στίχων αποσαφηνίζεται σε σημαντικό βαθμό.
Όπως συχνά συμβαίνει με τέτοια έργα, το Forever Changes δεν έτυχε ενθουσιώδους εμπορικής απήχησης, ειδικά στις ΗΠΑ. Λογικό, αφού ακόμη και μετά από δεκαετίες, πάλι χρειάζεται το χρόνο του για να αποκαλύψει το πλήρες φάσμα όσων έχει να προσφέρει.
Όπως πολλές μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, έτσι και η γέννηση έργων που χαρακτηρίστηκαν ως θρίαμβοι της Τέχνης οφείλεται σε αλλεπάλληλες συγκυρίες που ενώ δεν έδειχναν καθόλου κάτι τέτοιο, τελικά αποδείχθηκαν πολύ ευνοϊκές! Το ντεμπούτο των Moody Blues ήταν ένα τυπικό R&B δείγμα της εποχής της British Invasion. Μια καταστροφική περιοδεία σε μικρά clubs, τούς έπεισε να εγκαταλείψουν το R&B ρεπερτόριο και να στραφούν στη σύνθεση νέου υλικού στη κατεύθυνση της ψυχεδέλειας, αποκτώντας μάλιστα και ένα Mellotron – είχε άλλωστε προηγηθεί η άφιξη του Revolver που επαναπροσδιόρισε τα όρια της pop μουσικής!
Η συμβατική τους υποχρέωση όπως και μια σημαντική χρηματική οφειλή απέναντι στην Decca, η οποία εκείνον τον καιρό ήθελε να προωθήσει την νεοϊδρυθείσα θυγατρική της Deram που θα ειδικευόταν στις καινοτόμες ιδέες, τούς επέτρεψε να δουλέψουν πάνω στην συνεργασία rock μπάντας και συμφωνικής ορχήστρας. Το Days of Future Passed κατέληξε να είναι concept album, ένας “κύκλος τραγουδιών” που παρουσίαζε τις διαθέσεις που δημιουργούνται κατά την διάρκεια των ωρών μιας ημέρας. Η αλήθεια είναι ότι ακούγοντας το album από μεγάλη χρονική απόσταση είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος το πόσο πρωτοποριακό ήταν στην εποχή του. Κι όμως η σύμπραξη με την συμφωνική ορχήστρα, η εκτεταμένη χρήση του Mellotron, το όλο concept, άνοιξαν νέους δρόμους έκφρασης σε μια περίοδο όπου τα όρια του rock ήταν υπό συνεχή επέκταση, προοιωνίζοντας το progressive. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, η επιρροή του παραμένει ανυπολόγιστη!
Οι Cream στη σύντομη αλλά ουσιαστικότατη πορεία τους, ενσάρκωναν την ουσία του power trio και του supergroup! Με blues καταβολές οπωσδήποτε, αλλά κινούμενοι στην “περιφέρεια” της ψυχεδέλειας, στο μεταίχμιο της μετάλλαξης του ήχου σε κάτι πραγματικά βαρύ, μεγαλούργησαν με το Disraeli Gears, που πήρε τον τίτλο του από το ολίσθημα της γλώσσας ενός roadie που ήθελε να πει “derailleur gears” (παρόμοια πέριπτωση με το Pawn Hearts των Van Der Graaf Generator!) και περιείχε μεταξύ άλλων το heavy όσο δεν πάει, Sunshine of your Love!
Η τεράστια φήμη του Eric Clapton κακώς συσκοτίζει το γεγονός της ισότιμης θέσης και συμβολής των Jack Bruce και Ginger Baker, αλλά και την πολύτιμη συνεισφορά του παραγωγού Felix Pappalardi.
Όταν η Signe Anderson που είχε μόλις αποκτήσει το πρώτο της παιδί αποχώρησε από τους Jefferson Airplane, η αντικαταστάτρια βρέθηκε στο πρόσωπο της Grace Slick από τους Great Society ένα άλλο σχήμα από την σκηνή του San Francisco. Η νέα τραγουδίστρια όχι μόνο υπερτερούσε σε σχέση με την προκάτοχο της στα πάντα (φωνή, εμφάνιση, σκηνική παρουσία), αλλά θα έφερνε και δύο συνθέσεις από τις μέρες με την προηγούμενη μπάντα της: το Somebody To Love (γραμμένο από τον κουνιάδο της) και το πολυδιασκευασμένο White Rabbit, κατά σύμπτωση τα δυο υπερεπιτυχημένα singles του νέου δίσκου!
Χαρακτηριστικό της ελευθεριότητας των sessions για τις ηχογραφήσεις ήταν και ο “νεφελώδης” ρόλος του Jerry Garcia των Grateful Dead ο οποίος αναγράφεται ως “musical and spiritual adviser” στα credits, του πιστώνεται η έμπνευση για τον τίτλο του album, αλλά ενώ υπάρχουν μαρτυρίες από τα μέλη ότι έπαιξε κιθάρα σε κάποια σημεία, ο παραγωγός Rick Jarrard ορκίζεται πως δεν τον είδε ποτέ στο studio!
Το Surrealistic Pillow γνώρισε τεράστια επιτυχία, επέτρεψε στην κλασική σύνθεση των Jefferson Airplane να συνεχίσει την εντυπωσιακή πορεία της, ενώ έστρεψε την προσοχή και στα άλλα σχήματα της περιοχής.
Εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους (sixties είσαι!) οι εν λόγω κυκλοφόρησαν και το After Bathing At Baxter’s που υστερεί σε φήμη, όχι όμως και σε αξία!
Ένας σκασμός από honourable mentions “φέτος”, (κάποιες από τις αρκετές) μεγάλες δισκάρες που θα έμπαιναν στην πεντάδα αν αυτή δεν χωρούσε μόνο πέντε album:
Προχωρώντας περαιτέρω στο δύσβατο μονοπάτι της… διευρυμένης συνείδησης, με τη συνδρομή πάντα των “ουσιών”, ένα έτος μετά το εμβληματικό ντεμπούτο τους οι 13th Floor Elevators επανήλθαν με το Easter Everywhere. Αν στο πρώτο τους δέσποζε το προφανές hit You ‘re Gonna Miss Me, εδώ ο δίσκος κυριαρχείται από την παρουσία του Slip Inside This House. Ένας ανελέητος, επί οκτώ λεπτά καταιγισμός από στίχους που αναμειγνύουν δοξασίες θρησκευτικές και φιλοσοφικές μαζί με προσωπικές εμπειρίες, το συγκεκριμένο κομμάτι, ακαταμάχητα εθιστικό χωρίς πρακτικά να διαθέτει chorus, εμπεριέχει όλη την ουσία των Τεξανών. Σχηματικά, αν το “Psychedelic Sounds of…” ήταν το “ταξίδι”, το Easter Everywhere έδειχνε την σταδιακή επάνοδο στην πραγματικότητα. Και, ως γνωστόν, η συνέχεια είναι πάντα δύσκολα διαχειρίσιμη…
Παραμένοντας σε αμερικάνικο έδαφος, η 18μηνη απουσία του Bob Dylan από τη δισκογραφία μετά το γνωστό ατύχημα με την μοτοσυκλέτα πυροδότησε φήμες ότι τα είχε παρατήσει (είχε κυκλοφορήσει μάλιστα φήμη και ότι… πέθανε) όμως η επανεμφάνιση ήταν αντάξια του, με το “ήρεμης έντασης” John Wesley Harding να περιέχει μεταξύ άλλων και το… The Ballad of Frankie Lee and Judas Priest!
Σε άλλα νέα, το Younger Than Yesterday είναι άλλο ένα αριστούργημα από τους Byrds, όμως το εντελώς διαφορετικού ύφους από τον περίγυρο του, ομώνυμο ντεμπούτο των Velvet Underground & Nico (aka μπανάνα), έχει να καυχιέται ότι υπήρξε για το punk/new wave/alternative ότι ήταν και το πρώτο Black Sabbath για το heavy metal!
Επίσης, το 1967 κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα τους LPs, τα Are You Experienced και Axis: Bold As Love οι Jimi Hendrix Experience. Έχοντας υπηρετήσει σαν αλεξιπτωτιστής στον στρατό, o Jimi διατήρησε την λογική της ελεύθερης πτώσης στο κενό και στην υπόλοιπη σύντομη ζωή του και έφερε επανάσταση στο παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας, αφήνοντας πίσω του μια στρατιά επίδοξων μιμητών!
Στην Βρετανία, οι Who έχουν την ιδέα να παρεμβάλλουν μεταξύ των τραγουδιών στο τρίτο τους album, κάποια υποτιθέμενα ραδιοφωνικά διαφημιστικά σποτάκια χιουμοριστικού χαρακτήρα. Μια πολύ καλή ιδέα όπως αποδείχθηκε, με το The Who Sell Out να είναι ένα μικρό αριστούργημα πριν το πραγματικά τεράστιο τους!
Έχουμε ακόμη το Mr Fantasy των Traffic του ταλαντούχου πολυοργανίστα Steve Winwood μαζί με τους Jim Cappaldi (drums) και Dave Mason (κιθάρα) που είχαν συνυπάρξει παλιότερα, όπως και τον Chris Wood στα πνευστά, που έχει να επιδείξει αυτό το μείγμα από pop, R&B, folk, ψυχεδέλεια, jazz και λίγο prog, που μάλλον γοητευτικό παρά ασύνδετο σαν αποτέλεσμα ήταν!
Τέλος, το The Piper At the Gates Of Dawn κατέδειξε ότι οι πρωτοεμφανιζόμενοι Pink Floyd ήταν οι πρωτοπόροι μιας αναδυόμενης underground σκηνής, και ότι είχαν έναν αδιαφιλονίκητο αρχηγό στο πρόσωπο του Syd Barrett, που έγραφε όλα σχεδόν τα τραγούδια, ήταν ο ωραιότερος, ο χαρισματικός frontman, ο φύσει και θέσει ηγέτης του συγκροτήματος χωρίς τον οποίο προφανώς θα έπαυαν να υπάρχουν σαν μπάντα!
Υγεία και μακροημέρευση!