Φτάσαμε αισίως και στο τελευταίο έτος των 60s και των ανασκοπήσεων… 1969 λοιπόν, μια σημαδιακή χρονιά για τον κόσμο. Εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου και του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων για την “κατάκτηση του διαστήματος”, οι ΗΠΑ στέλνουν την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στην Σελήνη, γεγονός που χαιρετίζεται με όλον τον δέοντα ενθουσιασμό – αν και με συμπαντικά μέτρα είναι κάπως υπερβολικό να αντιμετωπίζουμε σαν κατάκτηση του διαστήματος το ότι έφτασε ο άνθρωπος έως το… φεγγάρι!
Την ίδια στιγμή, τα ξεσπάσματα βίας γίνονται όλο και συχνότερα, όλο και πιο έντονα στην αμερικάνικη κοινωνία που συνταράσσεται από τις δολοφονίες που διέπραξαν οι πιστοί του Manson (του Charles όχι του… Marilyn!) με τα μεταπολεμικά, ειδυλλιακά 50s να μοιάζουν μακρινό παρελθόν.
Στην μουσική επικαιρότητα, η νέα γενιά των rock ‘n roll ηρώων μετρά την πρώτη της διάσημη απώλεια και το γνωστό “club 27” αποκτά ένα διακεκριμένο μέλος όταν ο Brian Jones βρίσκεται νεκρός στην πισίνα του. Τον Αύγουστο λαμβάνει χώρα το festival στο Woodstock που φιλοδοξεί να αποτελέσει την κορύφωση του όλου ουτοπικού οράματος της κοινωνίας της αγάπης και των λουλουδιών, τα γεγονότα όμως στο live των Rolling Stones στο Altamont τον Δεκέμβριο θα επιβεβαιώσουν ότι το όνειρο είχε μετατραπεί οριστικά σε εφιάλτη και θα σημάνουν, ημερολογιακά και σημειολογικά, το τέλος των 60s.
Από πλευράς δισκογραφικής παραγωγής πάντως, το 1969 είναι ένας από τους επικρατέστερους υποψήφιους για την καλύτερη χρονιά στην σύγχρονη δυτική μουσική. Σκανδαλωδώς πολλά, από κάθε άποψη κορυφαία LPs, που δίκαια έμειναν ως κλασικά και μνημονεύονται με όλο τον θαυμασμό πάνω από μισό αιώνα αργότερα.
Το Abbey Road, το album όπου οι τέσσερεις Beatles που όχι πολλά χρόνια πριν μοιραζόντουσαν ανά δύο το ίδιο κρεβάτι στο Αμβούργο, πλέον μετά βίας μίλαγαν μεταξύ τους, είναι το πλέον ακαταμάχητο τεκμήριο ότι κακές διαπροσωπικές σχέσεις εντός ενός συγκροτήματος δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη και κακούς ή μέτριους δίσκους, Το τελευταίο δημιούργημα των Fab Four (όντως είναι, αφού περιέχει τα τελευταία χρονικά κομμάτια που έγραψαν) είναι συγκλονιστικά υπέροχο και εμβληματικό, ένα φινάλε αντάξιο του σπουδαιότερου σύγχρονου συγκροτήματος που προτίμησε να διαλυθεί παρά να ρισκάρει την υστεροφημία του κυκλοφορώντας “αξιοπρεπείς” δίσκους αργότερα!
Από την άλλη, το Tommy είναι το πρώτο δυσθεώρητο αριστούργημα των Who, αυτό που τους άλλαξε status. Πλέον, από singles band απολάμβαναν τον σεβασμό μιας album band, ο Townshend από songwriter αναβαθμίστηκε σε… composer, και η rock opera που ένας κριτικός καταδίκασε ως pretentious και overambitious έγινε ταινία, έγινε musical που ανέβηκε στο Broadway, σημάδεψε ανεξίτηλα τους Who, μέχρι και σε μπελάδες έβαλε τον Townshend όταν πριν από κάποια χρόνια, οι στίχοι του Fiddle About χρησιμοποιήθηκαν για να τεκμηριώσουν κατηγορίες για εμπλοκή του σε κύκλωμα παιδεραστίας – αστείο επιχείρημα, χώρια που το κομμάτι το είχε γράψει ο Entwistle!
Και να μην έχει κάποιος ενοχικά σύνδρομα, τα αποκτά όταν τοποθετεί έναν δίσκο σαν το In the Court of the Crimson King στην τρίτη θέση της πεντάδας, αλλά είπαμε, φταίει η συγκεκριμένη χρονιά, όχι εμείς! Την θέση τους στο rock πάνθεον πάντως οι King Crimson την καπάρωσαν με το ιλιγγιώδους ποιότητας ντεμπούτο τους, όπως και το προνόμιο να ισχυρίζονται ότι σηματοδότησαν την γέννηση του progressive rock! Δεν το λες και μικρό επίτευγμα!
Αν εξαιρέσεις τις τρεις πρώτες θέσεις, οι υπόλοιπες της πεντάδας είχαν υπερβολικά πολλούς υποψηφίους, οπότε η επιλογή έγινε με καθαρά αντικειμενικά… συναισθηματικά κριτήρια!
Ο ερχομός της Sandy Denny με το επουράνιο φωνητικό χάρισμα της στους Fairport Convention ήταν η κομβική προσθήκη στην πολυπόθητη χημεία μεταξύ των μελών που, στο μικρό διάστημα που διήρκησε, είχε εκθαμβωτικά αποτελέσματα! Ακόμη και για τα δεδομένα των sixties, το γεγονός ότι οι έβγαλαν τρία album εντός της ίδιας χρονιάς, και μάλιστα εν μέσω κακοτυχιών, θεωρείται τεράστιο κατόρθωμα πολλώ δε μάλλον όταν ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο, με το Liege and Lief να είναι το ανώτερο όλων, και τα What We Did On Our Holidays και Unhalfbricking να αξίζουν πολλά περισσότερα από μια “σκέτη” τιμητική αναφορά εδώ!
Το Stand Up , δεύτερος δίσκος των Jethro Tull, βρίσκει τον Ian Anderson να έχει αναλάβει πλήρως τον έλεγχο μετά την αποχώρηση του Mick Abrahams και με την σύνθετη οπτική του να επιχειρεί εδώ για πρώτη φορά να υπερβεί τις καταβολές της που εκτείνονται τώρα σε μια ευρύτερη παλέτα ήχων. Επίσης, πρώτη παρουσία του Martin Barre που έμελλε να μείνει για δεκαετίες στο πλάι του Μεγάλου – είχε προηγηθεί μια δοκιμαστική περίοδος με τον Tony τον Iommi για τον οποίο η Μοίρα είχε άλλα σχέδια, γνωστά πράγματα αυτά μην τα ξαναλέμε! Ειδική μνεία αξίζει το εμπνευσμένο artwork, όπου εκτός από το προϊόν ξυλογλυπτικής εξώφυλλο, ήταν gatefold που όταν το άνοιγες, σηκωνόταν (stand up!) τα χάρτινα ομοιώματα της μπάντας στο εσωτερικό! Κι όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή!
Εννοείται ότι το ενδιαφέρον δεν εξαντλείται εδώ! Από τα πολλά και σημαντικά ας πούμε ότι το 1969 κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση και μάλιστα με δύο φοβερά ομώνυμα album, οι δημιουργημένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των Who, Led Zeppelin, ένα συγκρότημα που θα αποκτούσε θρυλική υπόσταση (τετριμμένο αλλά ακριβές σε αυτή την περίπτωση) στο εγγύς μέλλον.
Εν τω μεταξύ, οι Kinks συνεχίζουν να προσφέρουν pop ελεγείες και στο Arthur (Or the Decline and Fall of the British Empire), η δε σύμπραξη των Eric Clapton και Ginger Baker (από τους τότε μόλις διαλυμένους Cream) με τους Steve Winwood (σε ένα διάλειμμα από την ταραχώδη πορεία των Traffic) και Rick Grech (των Family) είχε στο LP των Blind Faith τα προσδοκώμενα εντυπωσιακά αποτελέσματα, κάτι καθόλου δεδομένο σε παρόμοιες περιπτώσεις!
Μιλώντας για επιτυχημένες συνεργασίες, το ντεμπούτο album των Crosby Stills & Nash άφησε εποχή στο είδος του, ενώ ο Neil Young, που θα έμπαινε στην παρέα λίγο αργότερα, έβγαλε το Everybody Knows This Is Nowhere. το πρώτο LP που κατέδειξε για τι ήταν ικανός στην solo καριέρα του, και αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς κλασικών δίσκων που τον εκτόξευσαν στις συνειδήσεις των μουσικόφιλων.
Τους MC5 βέβαια ουδόλως τους απασχολούσαν κάτι τέτοια αφού μετά την κυκλοφορία του Kick Out the Jams τούς απαγορεύτηκε να διοργανώνουν συναυλίες ακόμη και να συμμετέχουν δωρεάν, οι ίδιοι όμως αντί να πτοηθούν άρχισαν να εμφανίζονται με διάφορα ψευδώνυμα! Όποιος αναρωτιέται αν υπήρξε συγκρότημα πραγματικά επικίνδυνο για το σύστημα ας μην κοιτάει αλλού, όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι όσο επαναστατική ήταν η πολιτική τους δράση άλλο τόσο επαναστατική ήταν και η μουσική τους πρόταση!
Είναι τόσα ακόμη αυτά για τα οποία θα έπρεπε να γίνει λόγος, θα περιοριστώ σε κάτι με προέλευση εκτός των καθιερωμένων χωρών για το οποίο δεν βλέπω να έχει μιλήσει κανείς έως τώρα.
Οι Golden Earring μπορεί να υπήρξαν μια beat pop μπάντα στις πρώιμες μέρες τους, όμως τα ώτα τους ήταν πάντα ευήκοα στις εξελίξεις. Έτσι, στο πέμπτο τους LP κατάφεραν να αποτυπώσουν ακριβώς το πνεύμα της εποχής, την στιγμή δηλαδή εκείνη των late sixties όπου ένα “μονοπάτι” της ψυχεδέλειας έπαιρνε τη μορφή του hard rock ή και του heavy metal ακόμη, συν κάποια στοιχεία από το αναδυόμενο progressive. Σε μια τολμηρή κίνηση ο δίσκος θα έπαιρνε τον τίτλο του από τη διασκευή τους στο κλασικό κομμάτι των Byrds, Eight Miles High, μια διασκευή που καταλάμβανε ολόκληρη τη δεύτερη πλευρά, όντας 19 λεπτά σε διάρκεια και διατηρώντας μια απλώς… εφαπτομενική σχέση με το πρωτότυπο! Η συνέχεια προμηνύονταν συναρπαστική!
Κλείνοντας, θα ήταν ανεπίτρεπτη ασέβεια εκ μέρους μου να μην αναφέρω ότι, σε προσωπικό επίπεδο, το 1969 ήταν μια από τις μακράν χειρότερες χρονιές, αφού μια αποφράδα καλοκαιρινή του μέρα, στην γειτονιά που αργότερα θα γνώριζα ως δική μου, στην πόλη που θα μάθαινα ως ιδιαίτερη πατρίδα, αναρτήθηκε αγγελτήριο θανάτου με το όνομα μου.
Υγεία εύχομαι σε όλον τον κόσμο.