Crass “The feeding of the 5,000” EP
Είναι πολύ πρόσφατος ο όλος παραγωγικός διάλογος για τους Crass, οπότε θ’ αρκεστώ να πω ότι το ντεμπούτο-EP τους είναι ικανό να δημιουργήσει απανωτά σοκ σε κάμποσους και διάφορους μουσικόφιλους: στους black metal-άδες που γουστάρουν βλασφημίες, μόλις ακούσουν την απαγγελία της Eve Libertine στο εναρκτήριο “Reality asylum” (σε κάποιες κοπές του δίσκου το κομμάτι «εξαφανίστηκε» και αντικαταστάθηκε με 2 λεπτά σιωπής, εξ ου και ο ειρωνικός τίτλος “The sound of free speech”). Σ’ όσους θεωρούνε «επαναστατικές» μπάντες σαν τους Rage Against the Machine, μόλις διαβάσουν την τόσο εμβριθή και οξυδερκή κριτική των στίχων των Crass που καταφέρονται ενάντια στη θρησκεία, τον πόλεμο, τον καταναλωτισμό, τον σεξισμό, το κράτος, την εξουσία. Σ’ όσους γουστάρουνε (ή κράζουνε) το punk για μια έλλειψη τεχνικής ή μουσικότητας, μόλις αντιληφθούνε μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει αυτή η «κουλαμάρα», αυτή η σχεδόν αντι-μουσική προσέγγιση των Crass. Πραγματικά από τους δίσκους που κουβαλάνε τεράστια κληρονομιά και ιστορία, θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για την περίπτωσή των Crass, αλλά θα έχουμε την ευκαιρία και στις επόμενες χρονιές!
Νίκος Ξυδάκης-Μανώλης Ρασούλης “Η εκδίκηση της γυφτιάς”
Είναι κάποιοι δίσκοι που έχεις την τύχη να τους ανακαλύπτεις στα «γεράματα», δηλαδή αφότου έχεις κατασταλάξει μουσικά κατά κάποιον τρόπο, κι έτσι αυτή σου η «ωριμότητα» σού επιτρέπει να τους εκτιμήσεις όπως δε θα έκανες σε μία άλλη περίπτωση. Κάπως έτσι έγινε και με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» με ‘μένα -ένα album που δε θυμάμαι καν με ποια αφορμή ψάχτηκα να το ακούσω, το πήρα άμεσα και σε μεταχειρισμένο βινύλιο κι από τότε δεν μπορώ παρά ν’ ανατρέχω συχνά-πυκνά σ’ αυτήν του την ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια κι αμεσότητα που βγάζει. Ο Σαββόπουλος (παραγωγός του δίσκου) λέει ότι ήταν η δική του απόπειρα να τα βάλει την ίδια στιγμή με το «κουλτουριάρικο», πολιτικοποιημένο έντεχνο που κυριαρχούσε από τη Μεταπολίτευση και μετά, και με το «ελαφρολαϊκό» (τα «αρχοντορεμπέτικα» όπως ονομάζονταν) που θεωρούνταν το «αντίπαλο δέος». Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτός ο λαϊκός, στη βάση του, ήχος, που όμως δεν παζάρευε τίποτα στη στιχουργική και αισθητική του. Φυσικά δεν ήμουν καν γεννημένος για ν’ αντιληφθώ τους συγκεκριμένους συσχετισμούς ή την τομή που έφερε αυτός ο δίσκος (μου φαίνεται, ωστόσο, μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία), αλλά από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω ότι μιλάμε για ένα μουσικό έργο που ανανέωσε ριζικά το ελληνικό τραγούδι -κι ας «πολεμήθηκε» αρχικά: οι πωλήσεις του ήτανε απογοητευτικές, οι συνθέσεις χαρακτηρίστηκαν «δήθεν» από κριτικούς της εποχής (εξ ου και ο ειρωνικός τίτλος του δεύτερου δίσκου των Ξυδάκη-Ρασούλη, «Τα δήθεν»), ενώ ο ίδιος ο διευθυντής προγράμματος της ΥΕΝΕΔ έκανε λόγο για έναν «εθνικώς απαράδεκτο» δίσκο. Και πώς αλλιώς να γινόταν όταν ο Ρασούλης στους στίχους του τολμούσε να θίξει την αντιφατική σχέση καλλιτέχνη-παραγωγού (άτσα, την ίδια χρονιά με Crass!), την ηθική της εργασίας, τη σεξεργασία, την εργατική εκμετάλλευση των μεταναστών; Κι όλα αυτά διανθισμένα με την τόσο ζεστή, συγκινητική φωνή του Παπάζογλου και τα τόσο χαρακτηριστικά τσιφτετέλια, ρεμπέτικα, ας-τα-πούμε-ΛΑΪΚΑ-να-τελειώνουμε του Ξυδάκη. Δίσκος-βάλσαμο για την ψυχή.
Νικόλας Άσιμος “Με το βαρέλι που για να βγει το σπάει”
Είναι σχεδόν αστείο που μιλάγαμε για Crass, D.I.Y. κλπ., και την ίδια χρονιά ο Άσιμος έβγαζε την πρώτη του κασέτα (αυτός κι αν ήταν D.I.Y.!), την πιο πολιτικοποιημένη. Προφανώς θεωρώ ότι τα καλύτερα τραγούδια του (όπως και οι καλύτερες ερμηνείες του) είναι αυτά που ηχογραφήθηκαν στην τελευταία περίοδο της ζωής του, βουτηγμένα στη μιζέρια και την απογοήτευση για μία επανάσταση που δεν ήρθε ποτέ. Ωστόσο εδώ τα τραγούδια ξεχωρίζουν για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: τ’ ακούς και νιώθεις έτοιμος να κάνεις έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα, το πνεύμα της επανάστασης είναι σχεδόν χειροπιαστό! Διάολε, στοιχηματίζω ότι ακόμα κι ο Γράκχος δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε τραγούδα όπως το “Δεν πα να μας χτυπάν”, το “Θα το δείξει κι ο καιρός”, το “Σαν θα με καλέσει η πατρίδα”, το “Μην καρτεράτε” κλπ., κι ας ήταν οι πολιτικοί του πρόγονοι που έσπαγαν στο ξύλο τον Άσιμο μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου που πουλούσε τις κασέτες του για να ζήσει. Η κασέτα είναι, φυσικά, κακοηχογραφημένη (όπως και σχεδόν όλες οι δουλειές του Άσιμου), αλλά παρ’ όλα αυτά μιλάμε για τραγούδια που μείνανε κλασικά και δεν είναι τυχαίο ότι επανα-ηχογραφήθηκαν (“Μηχανισμός”, “Ρωμιός”, “Βαρέλι, πιάστηκα σκοινί κορδόνι”). Προσωπική μου αδυναμία, το κομμάτι που κλείνει την κασέτα, “Παράτα τα”: μέσα σε λίγες γραμμές ο Άσιμος παραδίδει τη βασική «αλφαβήτα» κάθε αντιεξουσιαστή που σέβεται τον εαυτό του, στοχοποιώντας με τη σειρά σχολείο, δουλειά, θρησκεία, οικογένεια, κόμματα, βουλή και στρατό.
Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα “Φλου ”
Δεν ξέρω αν θα ξανατύχει να ‘χω τόσες ελληνόφωνες επιλογές σε μία χρονιά. Εδώ, βέβαια, μιλάμε για έναν υπερ-κλασσικό ελληνικό rock δίσκο (ίσως και τον κλασικότερο;) που γέννησε πολλά hits, σύστησε για τα καλά τη φωνή του Σιδηρόπουλου στα πλήθη, αλλά προσωπικά με γοητεύει για δύο λόγους: πρώτον, για το σκοτάδι που πηγάζει από κάποια πιο «obscure» κομμάτια (“Οι σοβαροί κλόουν”, “Η ώρα του stuff”) και δεύτερον, για το πόσο προσεγμένο ακούγεται το αποτέλεσμα από άποψη ήχου, ροής/ποικιλίας τραγουδιών και κιθαριστικών/ρυθμικών θεμάτων. Μιλάμε για κιθάρες που παίζουν licks με τεράστια ωριμότητα κι έμπνευση, λες και μιλάμε για μουσικούς που θήτευσαν στα κλασικά rock χρόνια του ’60 στο εξωτερικό, και οι ιδέες μ’ ευκολία καταλήγουν σε ακουστικές μπαλάντες, σχεδόν-χορευτικά hits, κλασικές rock φόρμες κ.ά. Πραγματικά είμαι πολύ περίεργος να δω τι απήχηση θα είχε αυτό το album στο εξωτερικό, έστω και μετά θάνατον σαν «κρυμμένος θησαυρός» που λέμε (όπως εμείς αντίστοιχα μιλάμε για «αδικοχαμένες» μπάντες που προέρχονται από Γερμανία, Ιταλία κλπ).
5η επιλογή δεν έβαλα, θα μπορούσε να ήταν το “Tokyo tapes”, αλλά είπα να μη χώσω live album, θα μπορούσε να ήταν κάποιο από τα ντεμπούτα των Adverts ή των X-Ray Spex (by the way, φοβερές προτάσεις από Αντώνη που έκανε ένα mini-αφιέρωμα στον βρετανικό punk ήχο της εποχής), αλλά ενώ τ’ απολαμβάνω σαν δίσκους μάλλον δε θα τα κατέτασσα στα καλύτερα albums που άκουσα ποτέ μου (και γενικά έχω σχηματίσει την άποψη ότι μάλλον τέτοιες μπάντες τα πήγαιναν καλύτερα στα single-άκια τους, γι’ αυτό και προτιμώ να τις ακούω από τέτοιες συλλογές είναι η αλήθεια).