Διακόπτω λίγο την παραπάνω συζήτηση για να γράψω τι μου άρεσε στον νέο Mastodon δίσκο:
Οι μελωδίες των φωνητικών γραμμών (κυρίως τoυ Dailor που «σηκώνει» όλο το album πάνω του σ’ αυτόν τον τομέα). Χωρίς να είναι εξεζητημένες, είναι πιασάρικες, έντονες και απλές (όχι απλοϊκές) και μπορείς να σιγοτραγουδάς πολλά couplet και refrain μετά από μόλις 2-3 ακροάσεις. Χαίρομαι που δεν τραγουδάει τόσο ο Hinds γιατί δε μου αρέσει η χροιά του (παρ’ όλο που το “The beast” μια χαρά το λέει) και δε μου λείπει καθόλου.
Τα κιθαριστικά solo. Μιλάμε για τρομερή δουλειά. Δεν ξέρω, προσωπικά ποτέ δε μου είχε κάνει ΤΟΣΗ εντύπωση η lead κιθαριστική δουλειά στους Mastodon, κι εδώ ένιωσα απ’ την αρχή ότι αυτός ο τομέας κλέβει την παράσταση. Δεν ξέρω αν φταίει ότι οι συνθέσεις είναι τόσο «απλωμένες» που σήκωναν πολλές ιδέες/αυτοσχεδιασμούς στα σολαρίσματα και οι δύο κιθαρίστες εκμεταλλεύτηκαν όλο αυτόν τον «χώρο», αλλά γενικά δεν υπάρχει ανούσιο δευτερόλεπτο lead κιθάρας στον δίσκο. Βέβαια, όταν χώνει ο Thayil εκεί ξεχωρίζουν λίγο περισσότερο οι άντρες απ’ τα αγόρια (χάλια έκφραση. Ο δάσκαλος απ’ τους μαθητές; Το ίδιο. Τι διάολο γιατί δε βρίσκω κάποια καλύτερη;).
Η ατμόσφαιρα/το vibe που βγάζει ο δίσκος. Διάβαζα όλα αυτά τα μελαγχολικά/σκοτεινά/καταθλιπτικά που λέγατε και μεγάλωνε η περιέργειά μου, και τελικά αυτό ισχύει 100%. ΟΚ, σε μεγάλο βαθμό δε συμμερίζομαι ΤΟΣΟ πολύ τον ίδιο ενθουσιασμό (π.χ. δε διανοούμαι να πω ότι αυτό το album είναι στα «[βάλτε όποιον αριθμό θέλετε] πιο θλιμμένα albums που έχω ακούσει»), αλλά αναγνωρίζω ότι οι Mastodon πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα album με πολύ ιδιαίτερο «χρώμα» (από το εξώφυλλο μέχρι τους στίχους και τις συνθέσεις), ένα δίσκο με χαρακτήρα , τέλος πάντων, που τον ακούς σε καμία στιγμή δε λες «τώρα αυτό το τραγούδι/σημείο πώς βρέθηκε εδώ;». Ή δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον σε 5-10 χρόνια να λέει: «χμμμ, ναι, το “Hushed and grim”, θυμάμαι ότι αυτό κι αυτό κι αυτό το κομμάτι ξεχώριζαν, αλλά δε θυμάμαι πώς πήγαινε γενικά κλπ. κλπ.». Νομίζω ότι κατάφεραν οι Mastodon να γράψουν πραγματικά δίσκο , όχι μία συλλογή τραγουδιών. Κι’ απ’ την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια εγώ βρίσκω μία αδιάσπαστη ροή, ανεξάρτητα αν υπάρχουν και κομμάτια/σημεία που δε μου αρέσουν τόσο. Αυτό το θεωρώ το μεγάλο ατού του δίσκου και κάτι που με παραπέμπει πίσω στο “Crack the skye”.
Αγαπημένα σημεία στο album που πραγματικά απολαμβάνω ν’ ακούω: το couplet του “The crux”, το βασικό riff του “More than I could chew”, το “Skeleton of splendor” και το “Had it all”, την ανατολίτικη αύρα του “Dagger”, το τελείωμα του “Gigantium” που θα μπορούσε να τ’ ακούω άλλο τόσο. Αυτά είναι και τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια στο album γενικότερα. Άσχετο-σχετικό: κανείς δεν έχει σχολιάσει μέχρι στιγμής το απίστευτο riff στο τελείωμα του “The crux” που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει είτε black metal, είτε σπανιόλικο (!). Θυμήθηκα, τότε, μία κουφή παρατήρηση του Γιοβανίτη πριν χρόοονια για το πώς μοιράζονται αυτές οι δύο εντελώς διαφορετικές μουσικές μία παρόμοια λογική σε κλίμακες και συγχορδίες. Ξανακούστε το και θα με θυμηθείτε.
Τι με χαλάει: γενικά δεν είμαι μεγάλος fan των Mastodon, παρ’ όλο που 3 προηγούμενους δίσκους τους θα τους έβαζα σε λίστες με αγαπημένα albums. Το “Hushed and grim” έρχεται 4ο, πράγμα που σημαίνει ότι μου άρεσε πολύ. Παρ’ όλα αυτά κι εδώ υπάρχει έντονο το «Mastodon-στοιχείο» που προσωπικά δεν είναι του γούστου και με αποθαρρύνει ακόμα ώστε να «συγκλονιστώ» με αυτό το συγκρότημα (π.χ. δε θα πλήρωνα εισιτήριο για να τους δω, δε μου αρέσουν τόσο. Και τώρα που το έγραψα μόλις συνειδητοποίησα ότι τους έχω δει ήδη στο Rockwave του ’07, ό,τι να ‘ναι). Αν με ρωτήσει κανείς «και ποιο είναι αυτό το στοιχείο, ρε μεγάλε;», δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το εντοπίσω επακριβώς. Παλιά με χαλούσανε ιδιαίτερα τα πιο περίεργα/στριφνά riffs τους (βασικό χαρακτηριστικό τους που «ξεπηδά» ακόμα συχνά-πυκνά), γι’ αυτό και π.χ. δεν τρελαίνομαι τόσο με το κλασικό riff που ακούγεται στο τέλος του “Pain with an anchor” π.χ. – θα το κάνω skip άμεσα. Παρ’ όλα αυτά είναι χαρακτηριστικό ότι άλλοι users ξεχώριζαν ακριβώς αυτό το σημείο.
Διαχρονικά με χαλούσαν και οι φωνές τους -ιδίως παλιότερα. Ακόμα και τώρα, δεν έχουν καταφέρει να μου βγάζουν αυτό το συναίσθημα που ψάχνω ώστε να συνδεθώ με τις ερμηνείες κάποιου, να νιώσω ότι μου δίνει την ψυχή του στο πιάτο όταν τραγουδάω. Ακόμα και σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο δίσκο που κανείς θα περίμενε μία υπέρβαση σ’ αυτόν τον τομέα, εγώ δεν τη βρήκα. Επαναλαμβάνω: βρίσκω πολύ δυνατές και χαρακτηριστικές τις φωνητικές μελωδίες τους, αλλά στο κλασικό, (θα τολμήσω να πω) άνευρο στυλ που μας έχουν συνηθίσει οι Mastodon. Ίσως μέχρι εκεί φτάνουν, είναι κι αυτό ένα στοιχείο της ηχητικής τους ταυτότητας.
Γενικά πάντα μου έβγαζαν ένα αίσθημα «ανολοκλήρωτου», και σε albums και σε μεμονωμένα τραγούδια. Θα γούσταρα ένα riff, ένα couplet, κάτι, αλλά δύσκολα να μην ξενέρωνα και με κάτι στη συνέχεια. Έτσι και στο “Hushed and grim” θα μπορούσα να κάνω και χωρίς κάποια τραγούδια (“The beast”, “Peace and tranquility”, “Savage lands”, “Eyes of serpents”) και χωρίς διάφορα σημεία που για ‘μένα τραβάνε υπερβολικά πολύ ή δε μου δίνουν τίποτα ιδιαίτερο ή νιώθω ότι ακούω κάτι απ’ το παρελθόν που δε με τρελαίνει κιόλας (π.χ. τελευταία riffs στο “Pushing the tides”, το δεύτερο μισό του “Gobblers of dregs”, το “Gigantium” επίσης το βαριέμαι στο πρώτο μισό του κ.ά.).
Με πιο απλά λόγια: απολαμβάνω την ατμόσφαιρα του δίσκου και το θεωρώ ιδιαίτερο επίτευγμα για την μπάντα (θεωρώ ότι τα δύο προηγούμενα ήταν αρκετά «safe» και προσωπικά τα προσπέρασα γρήγορα και δεν επέστρεψα ποτέ σ’ αυτά). Δεν το θεωρώ τόσο ρηξικέλευθο όσο ήταν τα “Crack the skye” και “The hunter” (μέχρι σήμερα τα θεωρώ τις πιο τολμηρές δουλειές της μπάντας). Ίσως να μιλούσαμε με άλλους όρους αν οι Mastodon επέλεγαν να βουτήξουν ακόμα πιο ολοκληρωτικά σ’ αυτό το νέο «ήχο» αφήνοντας εντελώς έξω επαναλήψεις του γνωστού τους στυλ.
Αν βρήκατε αντιφάσεις σ’ όλα τα παραπάνω, πέσατε διάνα. Εγώ ο ίδιος το καταλαβαίνω που θέλω ν’ ακούω συνέχεια το album και κατάλαβα μεμιάς ότι έχει περισσότερο ζουμί απ’ τα δύο προηγούμενα, αλλά την ίδια στιγμή πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να θέλω να πάω στο επόμενο κομμάτι. Grower είναι, θα δείξει. Στις θετικές εκπλήξεις της χρονιάς για ‘μένα πάντως.