Βλέπω για αρχή ότι «παίζει» πολύ χωριό κι εκκλησία.
Ας συνεισφέρω κι εγώ, λοιπόν, μία ιστοριούλα, η οποία συνδυάζει -κατά κάποιον τρόπο- και τα δύο.
Αύγουστος του 2000, σ’ ένα χωριό της Στερεάς Ελλάδας…
Ο κολλητός μ’ έχει φιλοξενήσει στο δικό του χωριό τον Ιούλιο, συνεπώς, το εθιμικό δίκαιο προστάζει να ανταποδώσω τη φιλοξενία.
Ηλικιακά είμαστε περίπου στα 15. Εγώ, σχεδόν clean-cut φάτσα, με λίγη ακμή και κάνοντας την ύστατη απόπειρα να μακρύνω το μαλλί μου (ποτέ δεν συνέβη, καθώς δεν μπόρεσα ποτέ να υπομείνω την κρίσιμη, ενδιάμεση, «Charleston» περίοδο, που το μαλλί φτάνει περίπου στο πηγούνι και σχηματίζονται οι «τσουλήθρες» στις άκρες του). Αν και διαθέτω metal ένδυση, δεν την φοράω στην καθημερινότητά μου, αλλά αποκλειστικά και μόνο σε συναυλίες (τις οποίες έχω ήδη αρχίσει να «τιμώ», από τον Ιούνιο του ΄99). Αντίθετα, ο φίλος διαθέτει μακρύ μαλλί (ξυρίζει μάλιστα τα εσωτερικά πλαϊνά και το πίσω μέρος) κι επιλέγει παντού και πάντα metal ρουχισμό, ήτοι Dr. Martens, τζιν - «σωλήνα» και φούτερ ή t-shirt συγκροτήματος (αναλόγως εποχής). Επισημαίνω δε την πώρωσή του με το black.
Στο χωριό έχει επιστρέψει για το καλοκαίρι ένας συγχωριανός μου (ντόπιος), τρία με τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μας, ο οποίος έχει τον τελευταίο χρόνο «κατέβει» Αθήνα σε συγγενείς για να δει τι θα κάνει επαγγελματικά κ.λπ. Δυστυχώς, οι πρότεροι «μαλακοί» εθισμοί του στο χωριό («γρασίδια») έχουν λάβει «απογειωτικές» τάσεις στην Αθήνα και μετατραπεί στους πλέον «σκληρούς» (χάπια, ενέσεις κ.λπ.). Αναμενόμενα, το γεγονός έχει καταστεί γνωστό σε όλο το χωριό, καθώς το παιδί κυκλοφορεί στην αγορά, φανερά «χαμένος» και «βυθισμένος», καταπίνοντας χάπια σε κοινή θέα στο καφενείο της πλατείας. Υπάρχει μία σιωπηρή συγκατάβαση εκ μέρους του χωριού και συμπάθεια για το «Γολγοθά» της σεβαστής -κατά τ’ άλλα- οικογένειάς του. Ο περί ου ο λόγος, αρέσκεται δε σε κάθε είδους ακραίο και «σκληρό» ήχο, είτε αυτό αφορά ηλεκτρονική μουσική, είτε το συνάφι μας.
Φθάνουμε, λοιπόν, στο χωριό μου με το φίλο μεσημεράκι και βγαίνουμε στην αγορά. Στα μικρά χωριά -όπως το δικό μου- ισχύει ο εξής άγραφος νόμος. Δεν επιλέγεις παρέα στο καφενείο. Φθάνοντας, κάθεσαι όπου σε καλέσουν για κέρασμα, καθώς «τους βρήκες, δεν σε βρήκαν» και χωρίς να τηρούνται κατ’ ανάγκη οι ηλικιακές κατηγορίες. Μοναδική εξαίρεση τα μέλη οικογενειών που «δεν μιλιούνται». Λόγω της εποχής, ήδη υπήρχε μία παρέα με άτομα της ηλικίας μας (όλοι καθόντουσαν μαζί, έχοντας ένα ηλικιακό εύρος μεταξύ 12 – 25), στην οποία καθόταν και ο ανωτέρω ντόπιος. Ο φίλος μου, σεβόμενος τη μεταλλική του πίστη, «σκάει μύτη» (με 62 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά), με Dr. Martens, τζιν - «σωλήνα» που συνθλίβει αρχ&δΙ@ και κυκλοφορικό και t-shirt Cradle of Filth (αν θυμάμαι σωστά, με το Cruelty and the Beast). Ο συγχωριανός μου «ξηγιέται» την μία Amstel μετά την άλλη, καταπίνοντας ταυτοχρόνως απροσδιορίστου είδους σκευάσματα, τα οποία προσφέρει ευγενικά και σε όποιον ομοτράπεζο θέλει, ρωτώντας χαρακτηριστικά: «Θέλεις μπούμπλε;».
Αφού καθόμαστε, χαιρετιόμαστε και γίνονται οι συστάσεις, ο ντόπιος αρχίζει να περιεργάζεται επιμόνως το φίλο μου, ο οποίος, σημειωτέον, είναι γενικά πολύ cool τύπος, κοινωνικός και δεκτικός. Σε ανύποπτη στιγμή, ο ντόπιος παθαίνει ένα μικρό αμόκ και απευθυνόμενος στο φίλο μου, αρχίζει μία «επίθεση» αγάπης και φιλίας, «δίχως να υπάρχει αύριο». Του λέει ότι τον γουστάρει πολύ ως άτομο (είχαν, δεν είχαν περάσει 10 λεπτά που τον είδε για πρώτη φορά στη ζωή του), ότι είναι πραγματικά true σαν χαρακτήρας, ότι έχει ντυθεί γαμάτα κ.λπ. Αυτό συνεχίζεται για αρκετή ώρα, έως ότου η κατάσταση πραγματικά αρχίζει να λαμβάνει περίεργες διαστάσεις. Ο ντόπιος γνώριζε («επιδερμικά» έστω, αλλά Κύριος οίδε από πού) για τα γεγονότα της νορβηγικής black metal σκηνής, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έχοντας βρει, επιτέλους, τον κατάλληλο συνεργό, προτείνει ανακοινώνει στο φίλο μου ότι το βράδυ θα περάσει να τον πάρει από το σπίτι μου, ώστε να κατευθυνθούν στο νεκροταφείο του χωριού, όπου και θα προβούν σε βεβηλώσεις τάφων, αυτοτραυματισμούς για προσφορά αίματος στο Σατανά και λοιπές «ομορφιές», όλα αυτά καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες ούζου (κανείς δεν κατάλαβε ποτέ γιατί επέλεξε το ούζο). Επίσης, προτείνει τα μάρμαρα από τα μνήματα που θα σπάσουν να τα διασκορπίσουν στο χωριό, ώστε να διασπείρουν το φόβο και τον τρόμο στον θεοσεβούμενο, γεροντικό πληθυσμό. Έτσι θα αποδείξει ο φίλος μου και το πόσο αυθεντικός είναι. Ο φίλος έχει, πλέον, φανερά έρθει σε άβολη θέση, αφού έχει αρνηθεί τη συμμετοχή του, καθότι ο ντόπιος αρχίζει να «ροπιάζει» επικίνδυνα κι έχει αποκτήσει μία εμμονή με το σχέδιό του. Η υπόλοιπη ομήγυρη παρακολουθεί το γεγονός με ένα κράμα συναισθημάτων απόλαυσης και χαρμολύπης, πίνοντας μπύρες. Κατόπιν πρότασης του φίλου, αποχωρούμε με το πρόσχημα της ανάπαυσης. Περιττό να πω, ότι, όταν απομακρυνθήκαμε, ο φίλος έντρομος με ρωτούσε περί τίνος πρόκειται και αν πραγματικά θα μας χτυπήσει την πόρτα το βράδυ (aka «το σκατό στην κάλτσα»). Τον καθησύχασα, αλλά μάλλον δεν πείστηκε και πολύ (ομολογώ ότι, το ίδιο βράδυ, μέχρι κι εγώ είχα την περιέργεια ή/και την ανησυχία για το εάν θα εμφανιστεί ο επίδοξος Varg). Ο ντόπιος, βέβαια, δεν εμφανίστηκε ποτέ και το χωριό μου «γλίτωσε» τον πανελλήνιο διασυρμό και το ευχέλαιο προς εξαγνισμό των ανοσιουργημάτων.
Καθόλη τη διάρκεια των διακοπών μας, ένας τρόμος περιέβαλε το φίλο, όποτε συναντούσαμε τον ντόπιο, ο οποίος συνέχιζε τις αμείωτες «επιθέσεις» φιλίας και true-ίλας (sic), διατηρώντας, ωστόσο, το παράπονο και τον καημό του μη εκπληρωθέντος σχεδίου. Το δέχτηκε, όμως και συνέχισε. Ο φίλος, δε, ακόμα έχει να το λέει για τον ντόπιο και τον θυμάται με νοσταλγία και τρόμο συνάμα.
Υ.Γ.: Ο συγχωριανός μου, μετά από τεράστια υπομονή και προσπάθεια της οικογένειάς του, όσο και του ιδίου, ξεπέρασε τον «εφιάλτη» των ουσιών και τώρα μένει μόνιμα στο χωριό, βοηθώντας τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες. Κάποια «θεματάκια» μείνανε (νοητικά κυρίως), αλλά είναι καλά γενικά και αυτό μετράει. Όπως είπε και ο @Aldebaran , πείτε όχι στα ναρκωτικά!