για τη μουσική η άποψη μου διαφέρει αρκετά για το τι πρέπει να γίνει, από ότι για θέματα ταινιών. Ένας δίσκος είναι επένδυση. Τον αγοράζεις μία φορά και για τα επόμενα χρόνια θα σε συντροφεύσει αρκετές φορές. Από την άλλη το 90% των ταινιών που βλέπουμε, τις βλέπουμε μία μόνο φορά. Είτε καινούργια είτε παλιά, είτε καλή είτε άθλια. Μία ταινία είναι συνήθως ψυχαγωγία περιορισμένης διάρκειας, ενώ το CD αορίστου διάρκειας. Δε μπορείς να πεις “κατεβάζω μια ταινία και αν μου αρέσει θα την αγοράσω να την έχω κι ας μη τη δω ποτέ ξανά” (κι αν κάποιος το κάνει, δε το κάνει πάντα). Από την άλλη στη μουσική αυτό μπορείς να το κάνεις. Στη μουσική και εγώ κρίνω πως το παράνομο downloading μπορεί να αποβεί ευεργετικό για πολλούς καλλιτέχνες και για αυτό αν το εκμεταλλευτούν (και του βγάλουν το tag του παράνομου) μπορούν να κερδίσουν πολλά περισσότερα. Εκτιμώ πως σιγά σιγά αυτό το πιστεύουν και πολλά συγκροτήματα. Εδώ οι Μετάλιρα έβγαλαν δωρεάν το νέο τους δίσκο στο site τους και πόσα ακόμα συγκροτήματα δεν έγιναν γνωστά από myspace ή ίντερνετ και τώρα βγάζουν λεφτά από τις περιοδείες τους? Και εννοείται πως όσο πιο προσιτό είναι το έργο ενός καλλιτέχνη στον κόσμο, τόσο καλύτερα και για τον κόσμο και την κοινωνία γενικότερα.
Όσο για τα ελληνικά CD, θα σου πω γιατί δεν έχουν 7 € όπως τα ξένα όταν περάσει ο καιρός. Και εγώ πιστεύω πως μέσα υπάρχει και η έννοια της αισχροκέρδειας (η οποία συνήθως είναι και απόφαση του εκάστοτε δισκάδικου, π.χ. στα Μετρόπολις Χαλανδρίου έβρισκα 20€ δίσκο που στα Μετρόπολις Ομόνοιας έβρισκα 7€), αλλά παρόλα αυτά, είναι λογικό η τιμή ενός Ελληνικού δίσκου να είναι μεγαλύτερη από τη τιμή ενός δίσκου με παγκόσμια διανομή.
Τα έξοδα που θα πληρώσει μία εταιρία για να βγάλει ένα δίσκο, χωρίζονται σε σταθερά και μεταβαλλόμενα. Τα σταθερά είναι τα στάνταρ ποσά που θα πληρώσει η εταιρία για να κυκλοφορήσει ο δίσκος και παραμένουν σταθερά είτε βγάλει 5 κόπιες, είτε 5 εκατομμύρια (μισθοί, άδειες, στούντιο, ρεύμα, κλπ). Από την άλλη τα μεταβαλλόμενα, είναι ανάλογα του πλήθους από κόπιες που θα βγάλει η εταιρία. Π.χ. τα έξοδα από την αγορά των άδειων CD. Η τιμή είναι στάνταρ ανά CD.
Κάνοντας όμως η εταιρία διανομή μόνο εντός Ελλάδος (π.χ. Ελληνικός δίσκος), τότε αυτό σημαίνει πως τα σταθερά έξοδα, ώστε να υπολογιστεί το κόστος ανά δίσκο, διαιρούνται με αισθητά μικρότερο νούμερο. Αυτό σημαίνει πως το κόστος/ CD της εταιρίας είναι μεγαλύτερο, άρα και η εταιρία για να βγάλει κέρδος θα το πουλήσει στο δισκάδικο με μεγαλύτερη τιμή από ότι αγοράζει το δισκάδικο τα ξένα CD.
Επιπλέον, το δισκάδικο έχει κάποια στάνταρ έξοδα. Ένα από αυτά τα στάνταρ έξοδα, είναι το κόστος αποθήκευσης ενός δίσκου. Μία επιχείρηση δε μπορεί να κρατάει στα υπόγεια της για πολύ καιρό το προϊόν της, γιατί αυτό κοστίζει και από ένα σημείο και μετά γίνεται μη συμφέρον. Για αυτό πολλές φορές για να αδειάσει χώρο στις αποθήκες τις, θα ρίξει τις τιμές των δίσκων της, σε σημεία που θα της επιτρέπουν να μειώσει αυτή τη χασούρα. Τα CD που χρειάζονται αποθήκευση στο δισκάδικο διεθνούς ρεπερτορίου του Μετρόπολις είναι πολλαπλάσια αυτών που χρειάζονται αποθήκευση στο Μετρόπολις ελληνικού ρεπερτορίου. Αυτό σημαίνει πως το “ελληνάδικο” δισκάδικο, δε θα προβεί σε αυτή τη μείωση τιμής, γιατί δεν έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη ζημιά.
Ειδικά για κάποιους δίσκους, το δισκοπωλίο, βλέποντας πως υπάρχει σταθερή ζήτηση για αυτό, άρα δεν έχει λόγο να αδειάσει τις αποθήκες του από αυτό, γιατί τότε θα χάνει πελάτες (π.χ. Beatles, Pink Floyd, Μάνος Χατζηδάκης), ούτε σε αυτούς τους δίσκους πρόκειται ποτέ να ρίξει τη τιμή. Η τιμή τους θα μπορούσε να πέσει μόνο αν ανακοίνωνε remastering η δισκογραφική τους, οπότε το δισκάδικο για να ξεφορτωθεί το παλιό στοκ και να φέρει τα remastered, θα τα ξεπουλούσε όσο όσο, γιατί αλλιώς μετά θα του έμεναν. Αν για τα ξένα CD πρέπει να κάνουμε 1 φορά καλό έλεγχο αγοράς, για τα ελληνικά δυστυχώς είναι ακόμα πιο δύσκολη η έρευνα αγοράς. Ακόμα όμως και αν βρούμε το φθηνότερο δισκάδικο για κάποιο ελληνικό δίσκο, εκτιμώ πως αυτό θα είναι και πάλι ακριβότερο από ότι ένας δίσκος με παρόμοια χαρακτηριστικά, αλλά διεθνούς ρεπερτορίου.