Εχθές το βράδυ, καθώς επέστρεφα και πάλι στον Καβάφη, μου γεννήθηκε η ιδέα γι? αυτό το θρεντ. Αφορμή το ποίημα του Αλεξανδρινού «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», του οποίου αφορμή υπήρξε το επιτύμβιο του Αισχύλου, που το συνέταξε ο ίδιος.
Το επιτύμβιο είναι αυτό:
ΑΙΣΧΥΛΟΝ ΕΥΦΟΡΙΩΝΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΝ ΤΟΔΕ ΚΕΥΘΕΙ
ΜΝΗΜΑ ΚΑΤΑΦΘΙΜΕΝΟΝ ΠΥΡΟΦΟΡΟΙΟ ΓΕΛΑΣ
ΑΛΚΗΝ Δ’ ΕΥΔΟΚΙΜΟΝ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΝ ΑΛΣΟΣ ΑΝ ΕΙΠΟΙ
ΚΑΙ ΒΑΘΥΧΑΙΤΗΕΙΣ ΜΗΔΟΣ ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΟΣ.
Και το ποίημα του Καβάφη:
[CENTER]Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X)[/CENTER]
[CENTER]Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω?
κ? είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ? ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε?
«A δεν μ? αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε ? κηρύττω ? στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ? τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό ?
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας? και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»[/CENTER]
Πρόκειται για ένα από το ωραιότερα «αγάλματα» του Καβάφη, στο οποίο η τεχνική του φτάνει στο απόγειο της. Ο «πονηρός» γέρος, στήνει το ικρίωμα, μας τοποθετεί επί ξυρού ακμής, χωρίς ο ίδιος να παίρνει σαφή θέση επί του ζητήματος. Αντίθετα, το ζυγίζει τόσο καλά, ώστε οι δύο όροι της αντινομίας, όσο αντίρροποι είναι, άλλο τόσο να είναι και ισοσθενείς. (Δεν ξέρω γιατί, αλλά εδώ μου μοιάζει ο Καβάφης να πραγματοποιεί με τα μέσα της τέχνης του, της ποίησης, το πείραμα του Σρέντιγγερ, με την περιβόητη γάτα. Ουδείς μπορεί να πει αν είναι ζωντανή ή νεκρή, αλλά από την άλλη όσο είναι ζωντανή δεν μπορεί να είναι νεκρή και το αντίθετο. Τελικά είναι «νεκροζώντανη»). Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Ο Αισχύλος, ο δημιουργός της τραγωδίας, στο επιτύμβιο του, που λέγεται ότι συνέταξε ο ίδιος (κάτι που ο Καβάφης θεωρεί δεδομένο και γύρω απ? αυτό πλέκει το ποίημα του) αγνοεί εντελώς την ποίηση! Αναφέρει μ ό ν ο (όπως με αραίωση στα στοιχεία τύπωσε το ποίημα του ο Καβάφης, και οι τονισμοί στον Καβάφη δεν είναι βέβαια άνευ σημασίας) που επολέμησε τους Μήδους στον Μαραθώνα (και στην Σαλαμίνα και στις Πλαταιές). Εδιάλεξε δηλαδή ο μεγάλος τραγικός, ως επιτύμβιο του, να προβάλει την ΠΡΑΞΗ του και όχι το ΕΡΓΟ του. (Αλλά και μήπως ποίηση δεν σημαίνει πράξη;).
Εκεί εδράζεται η αντίρρηση ( του Καβάφη (είναι όμως τελικά τέτοια;).
Με ποιανού το στόμα επιλέγει ο Καβάφης να προτάξει τις δίκαιες αντιρρήσεις του για την στάση του Αισχύλου; Με το στόμα ενός αρωματισμένου νέου, που ζει στην Σιδώνα της παρακμής, στα χρόνια μάλιστα εκείνα που το πνεύμα του κλασσικού κόσμου οριστικά γκρεμίζεται από τον χριστιανισμό.
Ενός νέου, που ο ίδιος σαν ποιητής όχι απλώς είναι ελάσσων, αλλά δεν φαίνεται καν μπρος στον Αισχύλο. Έχει όμως το πάθος για την ποίηση. Τον καίει η φωτιά της τέχνης και δεν μπορεί να δεχθεί, πώς είναι δυνατόν ο μεγάλος τραγικός να αναφέρει μόνο την ΠΡΑΞΗ του και να αδιαφορεί για την ΤΕΧΝΗ του. Σχεδόν τον φανταζόμαστε να σκέφτεται μύχια: «Μωρέ, αν είχα γράψει αυτά τα πράγματα εγώ, ούτε που θα με ενδιέφεραν καθόλου οι Μαραθώνες και οι Σαλαμίνες. Κι αυτός, που τον έραιναν οι μούσες απ? το πρωί ως το βράδυ, τα ξέχασε τελείως και τι μας λέει τώρα; Ότι πολέμησε μες στο σωρό των στρατιωτών;;»
Όμως ο παμπόνηρος Αλεξανδρινός, έχει «στήσει» με τέτοιο τρόπο το ποίημα, που όσο φωνασκεί τη ΔΙΚΑΙΗ οργή του ο Σιδώνιος, άλλο τόσο τον βλέπουμε να βουλιάζει μες τα αρώματα του και στην παρακμή της πόλης και του καιρού του. Κι άλλο τόσο βαραίνει περισσότερο στην ζυγαριά η ΠΡΑΞΗ του Αισχύλου.
Οι δύο όροι της αντινομίας (ο Αισχύλος που δημιούργησε την τραγωδία, αλλά αγνόησε στο επιτύμβιο την ποίηση και ύμνησε την πράξη από τη μια και ο αρωματισμένος Σιδώνιος, που είναι ένας ποιητάκος της σειράς, τέκνο της παρακμής του καιρού του, αλλά τον καίει ο καημός της τέχνης από την άλλη), ακυρώνουν ο ένας τον άλλον. Η σύνθεση μοιάζει αδύνατη.
Λοιπόν: Καλλιτέχνης ? Έργο ή Πράξη;
(Ίσως έφτιαξα ένα άχρηστο θρεντ, αλλά πείτε και ? θα δούμε?)