Ρε μαλάκα Βασίλη σταμάτα επιτέλους να κάνεις κουότ εκείνο το ποστ μου. Με κάνεις και νιώθω άβολα. =Ρ
Νομίζω πως έχω να προσθέσω κάτι. Κάτι είπε ο θρεντστάρτερ σε κάποια φάση ότι η στρατευμένη τέχνη, όσο άρτια κι αν είναι, παραμένει στρατευμένη.
Εγώ ΓΕΝΙΚΑ δεν είμαι εναντίον της στρατευμένης τέχνης. Ίσα ίσα που πιστεύω ότι η στρατευμένη τέχνη (καλύτερα όμως να γράψω, “ΤΕΧΝΗ”, όταν δηλαδή πραγματικά καλύπτει την ανάγκη για το ωραίο, για το υψηλό, το έντονο, όταν την ενδιαφέρει να είναι σωστή και ολοκληρωμένη σε όλα και όχι μόνο να πει αυτό που θέλει να πει, αλλά και το ΠΩΣ θα το πει κτλ.) είναι η ανώτερη μορφή τέχνης που μπορεί να υπάρξει σήμερα. Το γεγονός ότι το 90% (χμ μάλλον μικρό ποσοστό λέω) της τέχνης που παράγεται σήμερα είναι μη-στρατευμένη/“ανεξάρτητη”/“απολίτικη” κτλ., είναι κάπως θλιβερό, ενδεικτικό της γενικής κατάπτωσης και παρακμής μπλαμπλαμπλά και επίσης αυτό που με υποχρεώνει να αναζητώ στα δειλά, ντροπαλά, χεζουλιάρικα έργα της “μη-στρατευμένης τέχνης” να βρω ό,τι μπορεί να καλύψει την ανάγκη, τη ΔΙΨΑ καλύτερα, που νιώθω (όπως και κάθε άνθρωπος που “νιώθει”) για όλα αυτά που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή το ωραίο, το υψηλό, το έντονο. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι την τέχνη μπορεί να τη σώσει, τελικά, ακριβώς η σωστή ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ τέχνη.
Πώς να το πω ρε παιδί μου. ΧΥΝΩ όταν βλέπω το Θωρηκτό Ποτέμκιν. Ή τον Οκτώβρη. Ή το Είμαι η Κούβα. Θα μου πείτε, σιγά την έκπληξη ρε εαμοβούλγαρε. Fair enough, αλλά δε μένω εκεί, έχυσα βλέποντας μαζί με τον θρεντστάρτερ την τεράστια Μάχη του Αλγερίου. Ή άλλες φορές το Wind that Shakes the Barley, το Αλάτι της Γης, άλλο ένα υπέρτατο κινηματογραφικό δημιούργημα για το οποίο θα πω άλλη στιγμή, και διάφορες άλλες τέτοιες ταινίες. Αν το πηγαίναμε στη μουσική και άλλες μορφές τέχνης, θα μπορούσα να σας μιλάω ατέλειωτες ώρες για την πελωριότητα της μουσικής του Μάνου Λοϊζου ή του Μίκη, του Σοστακόβιτς και του Κουρτ Βάιλ, του Χανς Άιλερ και του Λουίτζι Νόνο, του στρατευμένου σκέλους της μουσικής των Dubliners, τους Wolfe Tones, τους Clancy Brothers. Για το πανανθρώπινο στην ουσία του μεγαλείο της ποίησης του Μαγιακόφσκι και του Μπρεχτ, του Νερούδα και του Χικμέτ, του Ρίτσου και του Βάρναλη, του Λειβαδίτη, του William Butler Yeats. Αλλά δε θα σας κουράσω, γιατί θέλω να πιστεύω ότι το πιάσατε το υπονοούμενο, γενικά.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι το εξής: δεν υπάρχει μία και μόνο αλήθεια στην οποία μπορούμε να καταλήξουμε και βάσει αυτής να κρίνουμε την τέχνη, τον κινηματογράφο εν προκειμένω. Απ’ την άλλη, δεν υπάρχουν άπειρες αλήθειες, ο αριθμός των οποίων είναι ίσος ξέρω γω με τον αριθμό των ανθρώπων που βλέπουν ταινίες και γενικά γίνονται κοινωνοί της τέχνης. Όχι. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν δύο αλήθειες, η από δω και η απέναντι. Ταινίες όπως αυτές που προανέφερα δεν είναι, προφανώς, λιγότερο προπαγανδιστικές από ξεράσματα όπως ο Ελαφοκυνηγός, η Ψυχή Βαθιά, το Hurt Locker κτλ. Τις κρίνουμε όμως με τον ίδιο τρόπο; Ως επικίνδυνες για τη συνείδηση του θεατή; Όχι. Εκεί είναι η ευθύνη του θεατή. Με βάση αυτά που ξέρει (άρα οφείλει να ξέρει όσο γίνεται περισσότερα) επιλέγει ποιό είναι το χρήσιμο, το καλό, το ξηγημένο και εντάξει, και ποιό το “πούλο απ’ το σινεμά μου/την τέχνη μου/whatever”. Μπορεί κάποιος να πει ότι “ααα, εγώ τον λατρεύω τον Ελαφοκυνηγό, έχει ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΡΑ και ΕΡΜΗΝΕΙΑΡΕΣ, δε με νοιάζει πώς παρουσιάζει τους Βιετκόνγκ κτλ.”, ή “ΟΚ, αφού το θέτεις έτσι πούλο στον Ελαφοκυνηγό, αλλά με την ίδια λογική πούλο και στο Θωρηκτό Ποτέμκιν και τον Οκτώβρη”. Καμία αντίρρηση από μένα, αλήθεια. Θα κριθεί όμως γι’ αυτή τη θέση του και για το κριτήριό του (για το ότι δεν έχει δηλαδή). Όλα κι όλα. Θα κριθεί. Ως ο τύπος του σινεφίλ ή τέλος πάντων του φιλότεχνου που δε θέλουμε, δε μας κάνει, δεν πρέπει να είναι το γενικό παράδειγμα, υπόδειγμα ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε. Χρειαζόμαστε ανθρώπους με άποψη, ευαισθησία και νιονιό. Όχι οτινάναιδες (δικιά μου λέξη, ναι).
There is no such thing as neutrality.