Περί action:
To action cinema είναι το κατεξοχήν λαϊκό σινεμά. Είναι το είδος σινεμά που αποτυπώνει σε μεγαλύτερο βαθμό από τα υπόλοιπα το κοινωνικόπολιτικό γίγνεσθαι τριγύρω του (περισσότερο και από την κωμωδία, τον τρόμο ή τα υπόλοιπα πολύ basic genres) και αναδιαμορφώνει διαρκώς (εμμέσως ή όχι) την pop κουλτούρα γύρω μας. Κυρίως όμως, είναι από τα pivotal genres αναφορικά με την κοινωνική εμπειρία της κινηματογραφικής αίθουσας – και για αυτό και μόνο αξίζει να γίνει μια μικρή (…) αναφορά σε αυτό καθαυτό το genre και την πορεία του ανά τα έτη:
Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στα Αμερικάνικα 80s και 90s -μιας και εκείνη η περίοδος νοείται από τους περισσοτέρους ως η πιο δημοφιλής περίοδος του genre και εκεί αναφερόμαστε με ταινίες παραπάνω σαν το The Rock- το action cinema (το Αμερικάνικο action cinema για να είμαι ακριβής, μιας και εκείνο του υπολοίπου κόσμου είναι μια άλλη συζήτηση και στην οποία θα αναφερθώ σε μικροτερο βαθμό αργότερα) «σφυρηλατήθηκε» θεματικά από μια παρατεταμένη περίοδο άκρατου συντηρητισμού και σχηματοποίηση ηρώων και ανταγωνιστών σε πολύ βασικό επίπεδο ανάγνωσης για τον μέσο casual θεατή: Reagan – ισμός σήμαινε βαθιά δεξιά στροφή για την Αμερικανική κοινωνία της εποχής σε πολιτικό, οικονομικά και μοιραία πολιτιστικό επίπεδο. Ο άνδρας εκείνης της περιόδου ήταν σφριγηλός σωματικά, οικογενειάρχης και προστάτης των αδυνάμων μελών της φαμίλιας του (η γυναίκα ήταν μητέρα και νοικοκυρά.-) ενώ οι εχθροί του ήταν όλα όσα μπορούσαν να πλήξουν την πυρηνική οικογένεια (κομμουνιστές και οποιοσδήποτε που δεν ασπαζόταν την φιλελεύθερη Βίβλο της εποχής).
Λογικό συνεπώς οι Schwarzenegger και Stallone να κυριαρχήσουν εκείνα τα χρόνια στο mainstream action θέαμα και pop κουλτούρα – ηθοποιοί οι οποίοι με το σωματικό τους ανάστημά ενσάρκωναν ουσιαστικά την πολιτική ταυτότητα των ΗΠΑ και επιπλέον είχαν το ελεύθερο, στο όνομα της ελευθερίας να ανάγουν την αυτοδικία σε αναγκαία συνθήκη –δίκαιη παράλληλα τιμωρία σε αυτούς που απειλούσαν τις Αμερικανικές αξίες τους. Οι εχθροί ήταν εσωτερικοί (οργανωμένο έγκλημα χωρίς αξίες ή αιρέσεις που δεν συμβάδιζαν με τις παραδοσιακές χριστιανικές ομάδες των ΗΠΑ – βλέπε πχ Cobra) ή εξωτερικοί (καρτέλ ναρκωτικών ή αναρχοκομμουνιστές αντάρτες/τρομοκράτες κρατιδίων κοντά στην Κούβα (Κολομβία κτλ), USSR και Κίνα – βλέπε πχ… τα πάντα σχεδόν :p).
Όλο αυτό το ρεύμα όμως, πέραν της σαφής θεματικής (προπαγανδιστικής) του επιρροής, υπήρξε κάτι όπου η προτεραιότητά του ήταν ανέκαθεν (για εμένα) το να εξυψώσει την πρωτόλεια κινηματογραφική εμπειρία (χονδρικά ότι λέει ο @martian πάνω κάτω δηλαδή και λέω και εγώ στον πρόλογό μου): ικανοποίηση λαϊκού αισθήματος και αναδιαμόρφωση της pop κουλτούρας με δημιουργία εικόνων μεγάλης κλίμακας και σεκάνς με τα βασικότερα κινηματογραφικά υλικά – κίνηση, ήχο και χορογραφία αυτών με τρόπο που θα παρασύρει τα βασικότερα ένστικτα του θεατή.
Και πράγματι, αν μη τι άλλο θα συναντήσει κανείς μεγάλους δημιουργούς που στο action cinema (το action cinema είναι μια πολύ, πάρα πολύ μεγάλη ομπρέλα, η οποία, αναγκαστικά/θέλοντας και μη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον χαρακτηρισμό πολλών ταινιών που πατάνε και σε άλλα genres – υποθέτω υπάρχει η στοιχειώδης αντίληψη να καταλάβει κανείς τι εννοώ) βρήκαν την ευκαιρία να ακονίσουν τα ταλέντα τους ακόμα περισσότερο και να παραδώσουν έργα, τα οποία θεωρώ πως έχουν κερδίσει και με το παραπάνω το στοίχημα του χρόνου + έθεσαν τη βάση για την νέα εποχή του είδους (μετά τα 70s και την παράνοια με τις φυσικές καταστροφές ή την μάχη στα στενά των μεγαλουπόλεων μεταξύ ναρκέμπορων και μπάτσων): Από τον Spielberg των Indiana Jones μέχρι τον James Cameron των Aliens και Terminator μέχρι τον Carpenter του Escape from New York, They Live και Big Trouble in Little China και τους Richard Donner των Lethal Weapon, τον Paul Verhoeven του Robocop και τον George Miller του Mad Max, συναντάει κανείς auteur σκηνοθέτες που καβαλάνε το ρεύμα της εποχής αλλά διαφοροποιούνται (σε σημαντικό βαθμό) θεματικά από αυτό – παραδίδοντας αριστουργηματικές ταινίες που, μέσα σε όλα τα άλλα εκτινάσσουν το action cinema της περιόδου σε δυσθεώρητα ύψη (έστω, όπως είπα πριν, το μπολιάζουν και με άλλα κινηματογραφικά genres). Ακόμα όμως και στους πιο low prestige σκηνοθέτες να αναφερθεί κανείς (όπως ο Kosmatos ή ο Martin Brest ή οι δεκάδες εργάτες – σκηνοθέτες των straight to video ή ταινιών για τα drive-ins, με πρωταγωνιστές τους Jean-Claude Van Damme, Dolph Lundgren, Chuck Norris, Steven Seagal, John Stamos, Michael Dudikoff και σια) είναι σαφές πως έχουν αναπτύξει μια σκηνοθετική ματιά που συμβαδίζει, τόσο με το θέαμα που θέλουν να αναδείξουν, όσο και με τον τρόπο που το κοινό θα το εκλάβει –χορογραφίες με σφικτό μοντάζ και «καθαρή» κινηματογράφιση που δεν ζαλίζει τον θεατή αλλά του κάνει ευδιάκριτη τη δράση και του επιτρέπει να τη βιώσει στην ολότητά της.
Θεματικά, οι «δεύτερες» ταινίες αυτές ακολουθούν τη νόρμα (που οκ, περιορίζει τις περισσότερες από αυτές σε έναν ιστό πλοκής πιο λιτό, προπαγανδιστικό τις περισσότερες φορές και «βασικό» στις ανησυχίες του) αλλά αν μη τι άλλο, στον πυρήνα τους προσφέρουν ένα escapism που ακριβώς επειδή είναι τόσο basic και ανόθευτα αυθεντικές ως προς τις προθέσεις τους, σε κερδίζουν – κερδίζουν τεσπά την διασκέδασή σου/την όποια διασκέδαση είναι αυτή. Μπορεί και όχι, αλλά νομίζω καταλαβαινόμαστε – σινεμά αρχετυπικών φιγούρων και «καθαρή» κινηματογράφηση μιας σύνθετης χορογραφημένης κινησιολογίας, που κεντρίζει το ενδιαφέρον και δεν πνίγεται κάτω από πολύ-επίπεδες σεναριακές αναλύσεις ή υπερβολικά πολλά στρώματα σκηνογραφίας.
Την περίοδο αυτή όμως, το action cinema θεωρώ πως καταλύτης είναι ο John McTiernan: Αφενός μεν με το Predator πηγαίνει με το ρεύμα (macho ήρωας εναντίον ανταρτών φανταστικής Κομμουνιστικής επαρχίας στη Νότιο Αμερική) ενώ παράλληλα διαφοροποιείται από τις πιο απλουστευμένες περιπέτειες της σειράς, ελέω της παρουσίας του εξωγήινου (και ότι θεματικές υπονοεί αυτή -τόσο όσο, ώστε να μην πάρει από το χέρι τον θεατή αλλά να τον αφήσει να γεμίσει τα κενά με τη φαντασία του) . Παράλληλα, με την βιρτουοζιτέ του σκηνοθεσία φτιάχνει μια πρωτόγνωρη, πιο auteur συνθήκη αγωνίας και ασφυκτικού ρυθμού – που ξεχωρίζει έναντι των πιο clean cut action ταινιών της εποχής.
Αφετέρου δε, με το Die Hard δημιουργεί συνειδητά το blueprint του μέλλοντος για το σινεμά δράσης (κοιτώντας ευθέως και το παρελθόν των Chaplin, Keaton και σια, δηλαδή όλων των παράτολμων σκηνικών δράσης που βρισκόντουσαν διαρκώς και εκείνοι, όντας καθημερινοί τύποι κάτω από συνθήκες μεγαλύτερες των δυνάμεών τους). Εκεί, καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος δείχνει να αργοσβήνει και ο συντηρητισμός του Reagan αρχίζει να τρώγεται εκ των έσω λόγω της οικονομικής ανισότητας που δημιούργησε (και οκ, λίγο πριν οι Δημοκρατικοί πάρουν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια κεφάλι), ο McTiernan βαφτίζει εχθρούς τους…κλέφτες, που δεν έχουν πολιτική ατζέντα ή απώτερο στόχο την αλλοίωση του Αμερικανικού τρόπου ζωής και βάζει απέναντί τους τον everyday man που ταυτίζεται πλέον πιο εύκολα ο μέσος θεατής. Το Die Hard παραμένει, μέχρι και σήμερα, μια από τις ριζοσπαστικότερες ταινίες της φιλμικής pop κουλτούρας θα πω εγώ, συν παράλληλα ένα υποδειγματικό σε ρυθμό/σκηνοθεσία/ροή/εκτέλη/γενικότερη οικοδόμηση έργο δράσης και αγωνίας – το οποίο, εξαιρώντας μερικά plot lines που μοιραία δεν γέρασαν το ίδιο καλά με την υπόλοιπη ταινία, για εμένα και πάλι στέκεται σχεδόν το ίδιο φρέσκο και σαρωτικό 40 χρόνια περίπου από τη κυκλοφορία του.
Καθώς ανατέλλουν τα 90s από μια διαφορετική κοινωνικό-πολιτική αφετηρία (θεωρητικά υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας, των προγραμμάτων της οποίας έκοψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και υπέρ μιας πολιτικής πιο κοντά σε κοινωνικά ζητήματα και μακριά από την Ψυχροπολεμική παράνοια και τον αόρατο κόκκινο εχθρό), το σινεμά δράσης πατάει στο πρότυπο του Die Hard και μεταλλάζεται → γίνεται πιο προοδευτικό, πιο ανατρεπτικό στο σύνολό του: οι παραδοσιακοί, πιο αρχετυπικοί ήρωες κρεμάνε όπλα και πιάνουν την κωμωδία για να παρωδήσουν το «παλαιακό» τους status (αμέτρητες οι κωμωδίες των Stallone και Arnold εκείνη την εποχή) και ο ήρωας μοιάζει πλέον πχ. στον Keanu Reeves, του οποίου το Point Break είναι η ταινία που βαδίζει πρώτη τον δρόμο του μέλλοντος για το genre: Κλέφτες τραπεζών με μάσκες πρώην Προέδρων των ΗΠΑ καταπατούν τη δικαιοσύνη και ο ειδικός πράκτορας του Reeves εισχωρεί στη συμμορία (surfers εντωμεταξύ οι «κακοί») με σκοπό να την σταματήσει – φτάνοντας στο σημείο να συμπάσχει μαζί τους εν μέρει (και ο θεατής το ίδιο, καθώς η ταινία διαρκώς «παίζει» με εικόνα ενός καπιταλιστικού συστήματος σε κρίση ).Το σινεμά δράσης έκανε αρχικά κακούς τους ξένους εχθρούς του έθνους, τα 90s βρίσκουν το είδος να αναρωτιέται αν οι Ηνωμένες Πολιτείες - και η βαθιά εδραιωμένη ιδεολογία τους - θα μπορούσαν τελικά να είναι ο πραγματικός «κακός».
Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί και η «β’ διαλογή» όπως οι Jean-Claude Van Damme και Dolph Lundgren (μαζί στο Universal Soldier της τόσο λεπτής ειρωνείας πάνω στον άκρατο μιλιταρισμό (που μερικά χρόνια πριν και οι δύο τον υπηρετούσαν πιστά θεματικά) ή ο Steven Seagal (On Deadly Ground πχ που τα βάζει με αδίστακτους καπιταλιστές – σφετεριστές γης) ενώ η σκηνοθεσία, με τη βοήθεια πλέον της τεχνολογίας αλλά και της εξέλιξης των τεχνικών προδιαγραφών των σύγχρονων stunts, βρίσκει μια ιδανική ισορροπία (Terminator 2 πχ) να ανυψώσει ακόμα περισσότερο το προϊόν της. Στο genre εξακολουθούν να δουλεύουν σπουδαίοι σκηνοθέτες, οι οποίοι «γειώνουν» με τη σειρά τους τα high προπαγανδιστικά concepts του παρελθόντος με ευφάνταστους τρόπους (το True Lies πχ του Cameron, που κάνει μια τυπική ταινία κατασκοπίας με εχθρούς από τη Μέση Ανατολή… εντελώς τσίρκο) ή με προφητικές τάσεις για το μέλλον (το The Last Action Hero του McTiernan είναι μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες όλων των εποχών, που είδε το meta humor 30 χρόνια πριν την ώρα του). Speed, Ronin, Die Hard with a Vengeance (McTiernan γενικά είναι από άλλον πλανήτη), Last Boy Scout, Lethal Weapon series, The Fugitive κλτ συνεχίζουν να δοξάζουν τον everyday man hero, το The Heat γίνεται η πρώτη καθαρά auteur ταινία δράσης από την εποχή του French Connection, ενώ η Ανατολή και η σχολή του Hong Kong βρίσκει το παραθυράκι του ανοίγματος προς τη Δύση και με ταινίες όπως τα Police Story, Once Upon a Time in China, Full Contact, The Longest Nite, Drunken Master, Fallen Angels και φυσικά μπροστάρη τον John Woo «σπάει» τα όρια και γίνεται παγκόσμια.
Κάπου στα μέσα των 90s, καθώς η γενιά του MTV παίρνει ολοκληρωτικά τα ηνία της Αμερικανικής pop κουλτούρας, ξεπηδούν σκηνοθέτες που «διαβάζουν» διαφορετικά την γενιά αυτή – με πιο κοφτό και έντονο μοντάζ, που δίνει έναν ακόμα πιο φρενήρη, «βιντεοκλιπίστικο» ρυθμό στις ταινίες τους και παράλληλα τις κάνει προσιτές στους millennials: Michael Bay, Simon West και σια σπάνε ταμεία και με βασικά υλικά δημιουργούν trends (ειδικά η φωτογραφία εκείνων των ταινιών τύπου ConAir πρέπει να έγινε νόρμα για τουλάχιστον μια 8ετία).
Επίσης το γυναικείο action cinema αρχίζει σιγά-σιγά να εμφανίζεται στον χάρτη: Jeena Davies (Hard Kiss Goodnight, Cutthroat Island), Bridgette Fonda (Point of No Return, The Assassin), Sandra Bullock (δίπλα σε action stars στα Demolition Man και Speed, solo στο the Net) και πολλές ακόμα (μέχρι και η Meryl Strip σε εκείνο με το ποτάμι ) – ένα ακόμη δείγμα πως το σινεμά αυτό συμβαδίζει και αναδιαμορφώνεται από την εποχή του – αναδιαμορφώνοντάς την και εκείνο παράλληλα, πράγμα πολύ συναρπαστικό συν τοις άλλοις το να το παρακολουθείς με τον ρόλο ενός κοινωνικού παρατηρητή.
Κλείνοντας για τα 80s και τα 90s (οι οποίες δεκαετίες συγγενεύουν πολύ στενά υπό μια έννοια, παρά τις θεματικές και τεχνικές τους διαφορές) και βάζοντας την κατακλείδα αναφορικά με τη δημοτικότητα και legacy τους-> οι ταινίες δράσης τους είχαν και συνεχίζουν να έχουν την απήχηση αυτή, γιατί οι αρχές τους ήταν απλές: Η πλοκή ήταν απλή, η δράση απλή, η χορογραφία απλή. Απλό δεν σημαίνει εύκολο στην εκτέλεση, αλλά εύκολο στην κατανόηση. Χωρίς heavy CGI εικόνες και «βαριά» οπτικά εφέ αλλά και χωρίς την ευελιξία μερικών σύγχρονων μεθόδων χειρισμού καμερών που καθιστούν δυνατή την κινηματογράφηση υπερβολικά σύνθετων και υπέρ το δέον σκηνών με χρήση πολλαπλών καμερών. Το μοτίβο είναι, πως οι ταινίες που θεωρούνται κλασικές στο είδος της δράσης, είναι συνήθως ταινίες που χρησιμοποιούν πρακτικά εφέ. Αυτή η συσχέτιση δεν σημαίνει αμέσως αιτιώδη συνάφεια, καθώς τα πρακτικά εφέ είναι μόνο ένα μέρος της ταινίας. Υπάρχει όμως μια αίσθηση ότι το πρακτικό προσθέτει στην ταινία κάτι που το CGI μπορεί να αναπαράγει: εκτός από την προφανή πρόσθετη αίσθηση ρεαλισμού και κινδύνου (οι κασκαντέρ μπορούν να τραυματιστούν πραγματικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και το υποσυνείδητο/ασυνείδητο του θεατή το καταχωρεί μέσα του αυτομάτως) η απλότητα επεκτάθηκε και στους χαρακτήρες (χωρίς, ξαναλέω, να σημαίνει ότι αυτό είναι αυτομάτως ρηχό ή εύκολο στην εκτέλεση). Πχ ο John McClane ήθελε απλά να περάσει τα Χριστούγεννα με τη κυρά του, πλην ο Χάνς Γκρούμπερ τα κάνει όλα όπα . Είναι εύκολο να κατανοηθεί και η πλοκή αλλά και το κοινό να συμπάσχει με τους χαρακτήρες. Αυτό μπορεί να γίνει αναγωγή και στις πιο σύνθετες περιπέτειες της περιόδου αλλά και στις απολύτως πιο απλές. Απλά υλικά και commitment στην εικόνα και τις δυνάμεις της να δημιουργεί μύθους → ισοδυναμούν με μεστό αποτέλεσμα. Δράση με νόημα γιατί οι επιλογές χαρακτήρων να είναι ρητά σύμφωνες με τα κίνητρά τους → και το κίνητρο οδηγεί (και δεν συνοδεύει απλά ή αναζωπυρώνει) τη δράση (όπως συμβαίνει -ναι, το αναφέρω συχνά αλλά είναι το blueprint όπως είπα- στο Die Hard)
Το action cinema νομίζω πιάνει ταβάνι στην μορφή του αυτή στα 90s -και κάπου προς το τέλος τους, έρχεται η αλλαγή (η αναγκαία αλλαγή για να συμβαδίσει και πάλι το genre με την εποχή του και τις νέες αναδιαμορφωμένες τάσεις – 11/9, τρομοκρατική παράνοια, internet, οχετός πληροφορίας, αυτό-αναφορικότητα κτλ): Αρχικά το Matrix κλείνει έναν κύκλο που άρχισε το T2 (δυο ταινίες που σημασιολογικά ανοίγουν και κλείνουν τη δεκαετία, μοιραζόμενες μια σχετικά παρόμοια θεματική/ανησυχία όντας όμως η κάθε μια προϊόν της εποχής της) και στη συνέχεια έρχεται να καθορίσει την νέα δεκαετία η πιο σημαντική, μαζί με το Die Hard για εμένα, ταινία του genre από καθαρά ιστορική άποψη → ο Jason Bourne αλλάζει ολοκληρωτικά το τοπίο (τόσο θεματικά όσο όμως και σκηνοθετικά) και ο Greengrass κάνει την handheld κάμερα συνθήκη πλέον – συνθήκη που ακολουθείτε μέχρι και σήμερα. Αυτό βέβαια «διαλύει» ουσιαστικά το καθαρόαιμο action cinema των 00s -μια, ούτως ή άλλως, άνιση και μπερδεμένη κινηματογραφικά δεκαετία, που το μεταίχμιο των δύο αιώνων επηρέασε το σινεμά ποικιλοτρόπως και σχεδόν σε κάθε του έκφανση, μέχρι να βρει ξανά τις ισορροπίες του στα ‘10s και εσχάτως στα ‘20s- αφού όλοι οι σκηνοθέτες άρχισαν να χρησιμοποιούν handheld κάμερες χωρίς μέτρο ή αίσθηση γεωγραφίας– με τα κλασσικά, αστεία αποτελέσματα τύπου Taken (άλμα πάνω από φράκτη = 45 cuts στο μοντάζ) όπου ο καθένας προσπαθούσε έτσι να κρύψει τους κασκαντέρ του. O Greengrass κάνει 2 πράγματα διαφορετικά σε σχέση με τους μετέπειτα (υπερβολικά πολυάριθμους) αντιγραφείς του: Ξεκινάει τη δράση κινηματογραφώντας ένα ευρύ κάδρο για 1-2 δευτερόλεπτα, το οποίο καθιστά σαφή τη γεωγραφία στον θεατή και το που βρίσκονται τα υποκείμενα της δράσης. Στη συνέχεια, με κάμερα στο χέρι έκανε λήψεις 3-4 δευτερολέπτων, τις οποίες μόνταρε πολύ σφικτά (με λίγα αλλά έντονα )cuts και έδινε την εντύπωση στο θεατή πως και ο ίδιος βρισκόταν μέσα στη δράση. Οι σκηνοθέτες που ενσωμάτωσαν την shaky cam στο έργο τους -και πάνω κάτω κατέκλυσαν τα 00s με πολύ προβληματικές ταινίες καθαρόαιμης δράσης- ξεχνούσαν και την γεωγραφία αλλά και το να μην κάνουν κατάχρηση του μοντάζ (ξαναλέω Taken με 56 cuts σε μια σκηνή που ένας άνθρωπος τρέχει 2 μέτρα).
Από κει και μετά, για την εξέλιξη του genre στα 00s και μετά στα 10s και το σήμερα ΑΛΛΑ και πριν από τα 80s… είναι ιστορία για άλλο post γιατί κουράστηκα . Υπάρχει ένα σαφέστατο decline στο είδος, το οποίο όμως δεν έχει αποκλειστικά αρνητική ερμηνεία – προκύπτει μάλλον νομοτελειακά από τα trends της εποχής (όπως περίμενε και κανείς να γίνει, μιας και όπως είπα και πριν, το είδος αυτό ήταν ανέκαθεν καθρέπτης της εποχής του). Σε άλλο post όμως
πις αουτ να κάνω και καμιά δουλειά σήμερα