@ Ισις + Σομνα
Κατ’ αρχάς το διάβασμα, όπως και η μουσική είναι θέμα γούστου. Σε άλλους αρέσει ο μανιερίστικος τρόπος γραφής, άλλοι προτιμούν όσο πιο αποστειρωμένη γλώσσα γίνεται. Χωρίς τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ωστόσο, νόημα δεν θα βγει σε καμία περίπτωση.
Ο Ντελέζ, όπως ο διόσκουρός του Γκουαταρί, ο Ντεριντά, ο Λιοτάρ, ο Φουκό, ο Μποντριγιάρ και τόσοι άλλοι σύγχρονοί τους Γάλλοι φιλοσοφοκοινωνιολογίζοντες ανήκουν χοντρικά στη γενιά του '20 που μεγάλωσε στο μεσοπόλεμο και τη μπελ επόκ και καταρτίστηκε εν μέσω δεύτερου πολέμου και κατοχής και στη συνέχεια είχαν ενεργό ρόλο στο Μάη του '68, ενώ κάποιοι από αυτούς θεωρούνται οι πρώτοι εκφραστές του μεταμοντερνισμού. Δεν είναι τυχαίο που όλοι αυτοί είναι μάστορες της γλώσσας και εγείρουν αισθητικές αξιώσεις με τα γραπτά τους, έτσι γαλουχήθηκαν και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν.
Όταν αντιπαραβάλουμε σε αυτούς τον Καντ και τον Χέγκελ, δηλαδή ό,τι πιο βαρύ έχει να επιδείξει η γερμανική φιλοσοφία του 18ου-19ου αιώνα, μιλάμε για διαφορετική εποχή με άλλο πνεύμα και διαφορετικά αιτήματα. Οι τρεις Κριτικές του Καντ είναι λες και τις έχει γράψει συμβολαιογράφος, η ανάγνωσή τους είναι επίπονη και τρομακτική, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το μεγαλείο του εγχειρήματος. Ο Χέγκελ από την άλλη κάνει πλάκα με τον Καντ και ανάγει λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου σε δύσβατες φιλοσοφικές έννοιες, πραγματικά χρειάζεται εγελιανό λεξικό για να αρχίσει, έστω, να τον καταλαβαίνει κανείς. Όμως χωρίς αυτούς και τις χιλιάδες σελίδες που μας άφησαν δεν θα υπήρχε η μοντέρνα φιλοσοφία έτσι όπως είναι σήμερα, με τον ίδιο τρόπο που αν δεν υπήρχαν κάποτε τα μπλουζ, σήμερα δεν θα υπήρχε το μπλακ μέταλ.
Η τρίτη μεγάλη σχολή είναι η αγγλοσαξονική, από την οποία προέρχεται ο Τσόμκσι, και η οποία χοντρικά στηρίζεται στη νοησιαρχία και τον ορθολογισμό. Η διαφορά στις κατευθυντήριες αρχές είναι αρκετά μεγάλη, έτσι ώστε ακόμα και σε τόσο υψηλό επίπεδο, δεν είναι περίεργο να εκφράζονται αφορισμοί όπως αυτός του Τσόμσκι για τον Λακάν ότι είναι τσαρλατάνος. Από την άλλη όμως, για παράδειγμα υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ Τσόμσκι - Φουκό, ενώ ο Ντεριντά και η αποδόμηση κατέκτησε την Αμερική μέσω των λογοτεχνικών σπουδών και αισίως την κατακτά ετεροχρονισμένα και ο Λακάν.
Φυσικά δεν πρόκειται για τρεις σχολές φιλοσοφίας με στεγανά και τελείως ξεχωριστές πορείες μέσα στο χρόνο. Ανέκαθεν υπήρχαν επικαλύψεις, επιρροές, όπως και τρελά ξεκατινιάσματα που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις κόντρες των ροκ σταρς.
Συγκεκριμένα για την κόντρα Τσόμσκι - Λακάν, αυτή ξεκίνησε από τη δεκαετία του '60 όταν πρωτοπήγε ο Λακάν ως σούπερ σταρ ψυχαναλυτής στην Αμερική να δώσει κάποιες διαλέξεις. Μία από αυτές ήταν στο ΜΙΤ και όταν άρχισε να βαραίνει το πράγμα με το ασυνείδητο και τα λοιπά “περίεργα” της ψν, ο Τσόμσκι τον ρώτησε που πιστεύει ότι εδράζεται η λειτουργία της σκέψης κι ο Λακάν του απάντησε: “στο γόνατο”. Νομίζω ότι αυτό το επεισόδιο (που αναφέρεται σε [I]αυτή [/I]την εξαιρετική βιογραφία του Λακάν από την Ρουντινεσκο) συμπυκνώνει χαρακτηριστικά τη διαφορά στην προσέγγιση και την αισθητική των δύο ανδρών.
Το ότι αναφέρθηκε ο Τσόμσκι εναντίον και του Ζίζεκ δεν προκαλεί εντύπωση, λακανικός δηλώνει ο άνθρωπος, είναι και ποπ σταρ, έχει και σαφώς διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις, είναι εύκολο να μπει στο μάτι του Τσόμσκι. Και αυτά που του καταλογίζει είναι περισσότερο ζήτημα επιλογής και χαρακτήρα, παρά συγκεκριμένα λάθη στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων του. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έχει ασχοληθεί καν σοβαρά με τον Ζιζεκ. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι μακροπερίοδοι λόγοι και οι πολυσύλλαβες λέξεις δεν αρκούν για να χαρακτηρίσεις κάποιον άσχετο, αν ήταν έτσι τον Καντ θα τον αφήναμε από την πρώτη σελίδα. Και το γεγονός ότι ο Λακάν ήταν άνθρωπος του στυλ και της πόζας, και πολύ περήφανος γι’ αυτό μάλιστα, δεν αφαιρεί τίποτα από τη δύναμη των γραπτών του.
Συγκεκριμένα για τον Ντελέζ, που ήταν και η αφορμή για την όλη συζήτηση, νομίζω είχα γράψει και στο θρεντ της φιλοσοφίας πως δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος πέφτει με τα μούτρα σε κάτι τόσο εξεζητημένο χωρίς πρώτα να πάρει μια γενικότερη ιδέα από φιλοσοφία ή να διαβάσει μια σοβαρή εισαγωγή στον συγγραφέα, όπως πρότεινε κι ο σομνα. Τα πρώτα του βιβλία αφορούν την ιστορία της φιλοσοφίας (ένα για τον Χιούμ [που είναι φιλοσοφικός πρόγονος του Τσόμσκι, ορίστε οι επικαλύψεις], άλλα για τον Νίτσε, τον Καντ, τον Σπινόζα κ.ο.κ.), κανένας που έγραψε σοβαρή φιλοσοφία δεν έπεσε με αλεξίπτωτο, όλοι τα φάγανε τα χρονάκια τους διαβάζοντας τους προηγούμενους. Δεν προτείνω φυσικά να κλειστούμε σε μια σπηλιά και να αρχίσουμε να διαβάζουμε από τον Θαλή το Μηλίσιο μέχρι σήμερα με χρονολογική γραμμικότητα, αλλά Ντελέζ ασάλιωτος δεν μπαίνει όσο και να το προσπαθήσεις.
Εκτός αν μιλάμε για τα πολιτικά του κείμενα, που αν και βασίζονται στην ιδιαιτερότητα των δικών του θεωριών, είναι σαφώς πιο πρσβάσιμα, όπως [I]αυτό [/I]το μικρό. Γιατί όσο στρυφνοί και περίεργοι μπορεί να φαίνονται όλοι αυτοί οι μεγαλόσχημοι λόγιοι, άλλο τόσο άμεσοι και συμπαθείς (ενδέχεται να) είναι στις πολιτικές τους απόψεις.
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τον Τσόμσκι. Αν δεν είσαι καταρτισμένος γλωσσολόγος δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις τις “[I]Συντακτικές Δομές[/I]” του, αλλά τα πολιτικά του πονήματα των πέντε τελευταίων δεκαετιών μπορεί να τα διαβάσει ο καθένας και να σχηματίσει άποψη.
Τέλος να διαφωνήσω σφόδρα με τον σομνα όσον αφορά τους αφορισμούς του πως η φιλοσοφία είναι για να μπερδεύει κι ότι στη μεταφυσική και την οντολογία είναι μεγάλες οι πιθανότητες να μην πιάσεις την κεντρική ιδέα. Η φιλοσοφία διαφωτίζει, δεν συσκοτίζει και οι κεντρικές ιδέες της είναι, συνήθως τουλάχιστον, δηλωμένες εξαρχής. Το στυλ της γραφής και ο τρόπος έκθεσης των επιχειρημάτων είναι το εμπόδιο που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι αναγνώστες και κυρίως οι απαίδευτοι.