οκ χρειάζεται λίγο κόντεξτ αλλά μου αρέσει η γλώσσα σε αυτό το απόσπασμα
Τα βροχερά απογεύματα, κεντώντας με τις φίλες της στο περιστύλιο με τις μπιγκόνιες, έχανε το νήμα της κουβέντας και ένα δάκρυ νοσταλγίας αρμύριζε τον ουρανίσκο της όταν έβλεπε τις φλέβες της μουσκεμένης γης και τα λοφάκια της λάσπης που είχαν φτιάξει οι γαιοσκώληκες στον κήπο. Εκείνα τα κρυφά γούστα, που κάποτε είχαν νικηθεί από τον χυμό νεραντζιού με το ραβέντι, ξέσπασαν σ’ έναν ασίγαστο πόθο όταν άρχισε να κλαίει. Ξανάρχισε να τρώει χώμα. Την πρώτη φορά το έκανε από περιέργεια, σίγουρη πως η άσχημη γεύση θα ήταν το καλύτερο φάρμακο για τον πειρασμό. Και πράγματι, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει το χώμα στο στόμα της. Επέμεινε όμως, νικημένη από την αυξανόμενη λαχτάρα, και σιγά σιγά ανάκτησε την προγονική όρεξη, την αρέσκεια για τα πρωτογενή ορυκτά, την αμέριστη ικανοποίηση της πρωταρχικής τροφής. Έριχνε χούφτες χώμα στις τσέπες κι έτρωγε τους σβόλους του χωρίς να τη βλέπουν, μ’ ένα ανάμεικτο συναίσθημα ευδαιμονίας και οργής, καθώς εκπαίδευε τις φίλες της στις πιο δύσκολες βελονιές και συζητούσε για άλλους άντρες, που δεν άξιζαν τη θυσία να φάει για χάρη τους τον ασβέστη των τοίχων. Οι χούφτες του χώματος έκαναν πιο μακρινό και πιο πραγματικό τον μοναδικό άντρα που άξιζε εκείνο τον ξεπεσμό, λες και η γη που πατούσε με τα κομψά λουστρινένια μποτίνια του σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου θα της μετέδιδε το βάρος και τη θερμοκρασία του αίματός του μέσω μιας μεταλλικής γεύσης που άφηνε τραχιά επίγευση στο στόμα και το ίζημα της γαλήνης στην καρδιά της.
μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
και στα αγγλικά
On rainy afternoons, embroidering with a group of friends on the begonia porch, she would lose the thread of the conversation and a tear of nostalgia would salt her palate when she saw the strips of damp earth and the piles of mud that the earthworms had pushed up in the garden. Those secret tastes, defeated in the past by oranges and rhubarb, broke out into an irrepressible urge when she began to weep. She went back to eating earth. The first time she did it almost out of curiosity, sure that the bad taste would be the best cure for the temptation. And, in fact, she could not bear the earth in her mouth. But she persevered, overcome by the growing anxiety, and little by little she was getting back her ancestral appetite, the taste of primary minerals, the unbridled satisfaction of what was the original food. She would put handfuls of earth in her pockets, and ate them in small bits without being seen, with a confused feeling of pleasure and rage, as she instructed her girl friends in the most difficult need point and spoke about other men, who did not deserve the sacrifice of having one eat the whitewash on the walls because of them. The handfuls of earth made the only man who deserved that show of degradation less remote and more certain, as if the ground that he walked on with his fine patent leather boots in another part of the world were transmitting to her the weight and the temperature of his blood in a mineral savor that left a harsh aftertaste in he mouth and a sediment of peace in her heart.
μετάφραση: Gregory Rabassa
και το πρωτότυπο
En las tardes de lluvia, bordando con un grupo de amigas en el corredor de las begonias, perdía el hilo de la conversación y una lágrima de nostalgia le salaba el paladar cuando veía las vetas de tierra húmeda y los montículos de barro construidos por las lombrices en el jardín. Esos gustos secretos, derrotados en otro tiempo por las naranjas con ruibarbo, estallaron en un anhelo irreprimible cuando empezó a llorar. Volvió a comer tierra. La primera vez lo hizo casi por curiosidad, segura de que el mal sabor sería el mejor remedio contra la tentación. Y en efecto no pudo soportar la tierra en la boca. Pero insistió, vencida por el ansia creciente, y poco a poco fue rescatando el apetito ancestral, el gusto de los minerales primarios, la satisfacción sin resquicios del alimento original. Se echaba puñados de tierra en los bolsillos, y los comía a granitos sin ser vista, con un confuso sentimiento de dicha y de rabia, mientras adiestraba a sus amigas en las puntadas más difíciles y conversaba de otros hombres que no merecían el sacrificio de que se comiera por ellos la cal de las paredes. 'Los puñados de tierra hacían menos remoto y más cierto al único hombre que merecía aquella degradación, como si el suelo que él pisaba con sus finas botas de charol en otro lugar del mundo, le transmitiera a ella el peso y la temperatura de su sangre en un sabor mineral que dejaba un rescoldo áspero en la boca y un sedimento de paz en el corazón.
Cien años de soledad de Gabriel García Márquez