Σήμερα τελείωσα την τριλογία του Γιάννη Ατζακά, “Διπλωμένα Φτερά”, “Θολός Βυθός”, “Φως της Φονιάς”.
Για όσους δεν γνωρίζουν, η τριλογία πραγματεύεται την αυτοβιογραφική πορεία του συγγραφέα πριν την περίοδο των παιδουπόλεων της Φρειδερίκης, κατά τη διάρκεια αυτής, όπως και την έξοδό του από 'κει και την επιστροφή του στη Θάσο και τη γιαγιά του Βενετιά.
Δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει αναγνώστης, που να έχει ζήσει (όχι απλά με, αλλά πολύ περισσότερο) τους παππούδες του και να μη συνοδοιπορήσει με τον συγγραφέα, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Στο “Θολό Βυθό”, βέβαια, πρόκειται για μία άλλη κατάσταση, η οποία, όμως, κατά τα συμφραζόμενα, αλλά και τα λεγόμενα του ιδίου, κυοφορούταν από μία πολύ εσωτερική και προσωπική ελπίδα. Γι’ αυτό και ο λόγος του είναι περισσότερο λόγος Μεγάλης Εβδομάδος, οδηγούμενος προς την Ανάσταση, παρά μέσα σε μία συνεχιζόμενη “κατακεραύνωση”, όπως συνέβαινε σε αρκετά του Λουντέμη (που τον τιμώ και αγαπώ τα βιβλία του).
Συγκριτικά με τα τρία, όμως, αυτό που αγάπησα πιο πολύ, είναι το “Φως της Φονιάς”. Υπήρχαν στιγμές -ανούσιο το αν ήταν λίγες ή πολλές-, που ταυτίστηκα με τον Ατζακά και τον ζούσα στην αναπνοή του. Επίσης, όπως και στα προηγούμενα δύο βιβλία, αλλά εδώ περισσότερο, με ταξίδευε με τις εικόνες του στη Θάσο και τα μονοπάτια της.
Πολύ ωραίος λόγος. Το στήσιμο του ύφους και η ανάπτυξη, μού θύμισε αρκετά στοιχεία από τον Παπαδιαμάντη και γενικά, μου λήστεψε το ενδιαφέρον η κάθε του λέξη.
Και δεν το έβαζε κάτω. Θέλω, έστω και για μια στιγμή, να τον συναντήσω και να πούμε μερικά πράγματα. Ακόμα και τώρα, που είναι 80φεύγα.