Ας ξεκινάμε σιγά σιγά!!!
Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες η Εθνική μπάσκετ (SportDay / Φίλιππος Συρίγος)
Τρεις νίκες σε ισάριθμους αγώνες πέτυχε η Εθνική μπάσκετ στο τουρνουά «Ακρόπολις», που ήταν το πιο ουσιαστικό της τεστ εν όψει του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος που αρχίζει στις 3 Σεπτεμβρίου στην Ισπανία. Ο κόσμος τη χειροκρότησε, ο Γιαννάκης δήλωσε ικανοποιημένος για την πρόοδο, και όλοι πια ευελπιστούν ότι η «επίσημη αγαπημένη» των Ελλήνων φιλάθλων θα δείξει στη Γρανάδα και στη Μαδρίτη τον καλύτερό της εαυτό.
Ομως επιμέρους προβλήματα όπως ο τραυματισμός του Φώτση (αλλά και η σταδιακή προσαρμογή του Τσαρτσαρή, που και αυτός προέρχεται από τραυματισμό), η -προς το παρόν- μέτρια φόρμα ορισμένων παικτών και κάποιες γενικότερες (σε σχέση με πέρυσι) αδυναμίες του συνόλου δεν επιτρέπουν την αισιοδοξία να εκτιναχθεί στο υψηλότερο σημείο της. Για παράδειγμα, πέρυσι την ίδια χρονική στιγμή η εικόνα της ομάδας ήταν πολύ καλύτερη παρ’ ότι είχε μπροστά της άλλα τρία φιλικά και όχι μόνο ένα που της απομένει τώρα.
Το παρήγορο είναι ότι από το περασμένο Σάββατο όταν γνωστοποίησα την αποχώρησή μου από τη θέση του εκπροσώπου Τύπου της ομάδας τα πνεύματα ηρέμησαν και η προετοιμασία κύλησε χωρίς εντάσεις και συνδικαλιστικές κορόνες, γεγονός που συνηγορεί στην άποψη ότι τελικά η Εθνική μπορεί να πετύχει τον μέγιστο δυνατό βαθμό συγκέντρωσης που τόσο πολύ της χρειάζεται για να ξεπεράσει τις αδυναμίες της και να διεκδικήσει τον στόχο της.
Πριν ακόμα ξεκινήσουν τα φιλικά είχα επισημάνει από αυτή εδώ τη στήλη ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Εθνικής μας θα είναι τα πικ εντ ρολ τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα. Στο Στρασβούργο φάνηκε του λόγου το αληθές και στο «Ακρόπολις» επιβεβαιώθηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Σε τρία παιχνίδια εναντίον Λιθουανίας, Ιταλίας και Σλοβενίας ούτε μία φορά ο ψηλός που έκανε το «πικ» δεν ρολάρισε έτσι ώστε να δεχθεί την μπάλα και να τελειώσει τη φάση. Ο Λάζαρος (σέντερ με ικανότητα μόνο στο λόου ποστ) δεν θα μπορέσει να το κάνει ποτέ. Ο Ντικούδης το έχει, αλλά προς το παρόν δεν μπορεί να το δείξει και ο Τσαρτσαρής ίσως χρειάζεται να ισχυροποιήσει τα πατήματά του και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Χωρίς όμως καλό πικ εντ ρολ η ομάδα ευνουχίζεται επιθετικά καθώς με το συνεχές λόου ποστ παιχνίδι της γίνεται μονότονη, προβλέψιμη, και σε ένα βαθμό αναποτελεσματική, γεγονός που έγινε αντιληπτό σχεδόν σε όλες τις επιθέσεις της απέναντι σε οργανωμένη άμυνα. Και το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να καταφύγει έστω στα απαρχαιωμένα πλάγια σκριν γιατί πολύ απλά δεν διαθέτει τους κατάλληλους σέντερ για αυτή τη δουλειά. Παπαλουκάς, Διαμαντίδης, Σπανούλης έφτασαν στην κορυφή όχι βγαίνοντας από σκριν για να σουτάρουν, αλλά βάζοντας την μπάλα στο παρκέ και δημιουργώντας θανατηφόρα ρήγματα στις αντίπαλες άμυνες. Αρα και για τους τρεις το πικ εντ ρολ είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και στα τρία ματς του «Ακρόπολις» οι καλύτερες επιθετικές στιγμές της Εθνικής προήλθαν από την αμυντική προσπάθειά της, χάρη στην οποία μπόρεσε να παίξει με αποτελεσματικότητα στο ανοιχτό γήπεδο όχι μόνο με τους κοντούς αλλά και με τον Φώτση, ο οποίος έδειξε να βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα!
Αλλη πολύ σημαντική αδυναμία της ομάδας είναι τα ριμπάουντ. Επιθετικά και αμυντικά, παρ’ ότι όσον αφορά τα δεύτερα οι απόλυτοι αριθμοί (65 έναντι 61 των αντιπάλων) δεν καταγράφουν την πραγματικότητα. Η οποία πραγματικότητα είναι η εξής: η καλή άμυνα της Εθνικής μας προκαλεί αστοχία στους αντιπάλους και αυτή η αστοχία φυσικά αυξάνει τα προς διεκδίκηση ριμπάουντ κάτω ή γύρω από το καλάθι της, στα οποία όμως οι παίκτες μας δεν είναι αποτελεσματικοί.
Η Εθνική μας λοιπόν στα τρία ματς του «Ακρόπολις» διεκδίκησε 101 αμυντικά ριμπάουντ και οι αντίπαλοί της μόνο 80, με τα εξής αποτελέσματα: Ελλάς 65 αμυντικά (δηλαδή 65% του συνόλου) και 19 επιθετικά (23,5 % του συνόλου) -αντίπαλοι 61 αμυντικά (76% του συνόλου) και 36 επιθετικά (36% του συνόλου).Για να το δούμε όμως και πιο παραστατικά: στη δική μας ρακέτα οι αντίπαλοι εκμεταλλεύονται 3,5 από τις δέκα ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται ενώ εμείς στο απέναντι καλάθι λιγότερες από 2,5 στις δέκα… Και τι σημαίνει αυτή η διαφορά; Μα ότι ο αντίπαλος θα κάνει κατά μέσο όρο σε κάθε ματς έξι επιθέσεις παραπάνω που μεταφράζονται γύρω στους 5-6 πόντους!
Στα τρία ματς του «Ακρόπολις» η Εθνική μας έκανε συνολικά 181 επιθέσεις και οι αντίπαλοί της 194. Υπάρχει μία διαφορά 13 επιθέσεων, που θα ήταν μεγαλύτερη αν η καλή ελληνική άμυνα δεν υποχρέωνε τους απέναντι σε περισσότερα λάθη από τα δικά μας. Και πάλι η άμυνα λοιπόν! Ενα πραγματικά σπουδαίο άρμα μάχης, που όμως μόνο του ίσως δεν μπορέσει να μας οδηγήσει στον στόχο.Επίσης δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες η Εθνική μας πέτυχε τις τρεις νίκες στο «Ακρόπολις». Και αυτές είχαν να κάνουν με τον παράγοντα έδρα, αλλά και ορισμένα άλλα περιστατικά που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των αγώνων. Οπως για παράδειγμα οι τρεις τεχνικές ποινές που χρεώθηκαν στη Λιθουανία και το ότι η Σλοβενία σε όλο το β’ ημίχρονο δεν είχε έναν πραγματικό πλέι μέικερ στην πεντάδα της, γεγονός που την υποχρέωσε να καταρρεύσει.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, εμπνευστής και δημιουργός αυτής της ομάδας, είναι φυσικό να την ξέρει καλύτερα από την τσέπη του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι σε θέση να λύσει όλα τα προβλήματά της. Γιατί πολύ απλά οι παίκτες είναι συγκεκριμένοι και ορισμένα κενά, με πρώτο και κυριότερο του Σχορτσιανίτη, δεν καλύπτονται με τίποτα.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές ίσως υποχρεωθεί να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες μπορεί να συνίστανται στα εξής: μεγαλύτερη ταχύτητα, περισσότερη αμυντική πίεση σε ένταση και χρονική διάρκεια, ροτέισον 12 παικτών. Ηδη στο «Ακρόπολις» οι κοντοί έπαιξαν κατά μέσο όρο 115 λεπτά σε κάθε ματς και οι ψηλοί 85. Επίσης σε δύο ματς η 12άδα είχε επτά κοντούς και πέντε ψηλούς και μόνο σε ένα την παραδοσιακή ισορροπία 6-6. Τέλος το κλασικό σχήμα με τους τρεις ψηλούς φάνηκε ότι δεν ανταποκρίνεται πια σε καμία ουσιαστική ανάγκη, για να μην πει κανείς ότι δημιουργεί προβλήματα χωρίς να λύνει.
Τρομερά δύσκολες επιλογές για τον «δράκο». Γιατί πέραν των άλλων ορισμένα χαρτιά (Ζήσης, Ντικούδης, Κακιούζης), που άλλοτε ήταν σταθερά, προς το παρόν δεν ξέρει πώς θα του κάτσουν ενώ και κάποιοι από τους νεότερους (Βασιλόπουλος, Μπουρούσης) δεν δείχνουν την αναμενόμενη προσαρμογή, ίσως διότι στην ομάδα τους παίζουν περισσότερο με το ένστικτο και λιγότερο με το μυαλό και βάσει σχεδίου. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς την όποια αβεβαιότητα προκαλούν ο τραυματισμός του Φώτση και η απώλεια μέρους της προετοιμασίας από τον Τσαρτσαρή, τότε θα αντιληφθεί ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης τις μέρες αυτές καλείται να λύσει ένα πολύ δύσκολο σταυρόλεξο.