Ρεμπέτικο


http://www.greecetravel.com/music/rembetika/index.html
http://www.rebetiko.gr/
http://rempetika.com/

BBC DOCUMENTARY


Part 1

Part 2

Part 3

Part 4

Part 5

Part 6

Part 7

Part 8

Part 9

Part 10

Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το ντοκυμανταίρ, κάποια στιγμή θα το παρακολουθήσω ολόκληρο… Μεγάλο κεφάλαιο το ρεμπέτικο, ορισμένοι απο τους σημαντικότερους έλληνες μουσικούς του 20ου αιώνα υπήρξαν ρεμπέτες…

Μαρκος Βαμβακαρης ρε! Ο μεγαλυτερος μαγκας του ρεμπετικου και του ελληνικου τραγουδιου γενικοτερα! Απο κοντα και οι Τσιτσανης, Μητσακης, Χρηστακης, Παγιουμτζης…

Όσοι/ες ενδιαφέρεστε να δείτε πως συνδυάζονται τα ρεμπέτικα με τα Blues ακούστε τον Πιλάλα (Ζωρζ Πιλαλί)
Παιχταράς!

να προσθεσω τον δισκο του louisiana red με τον γιο του βαμαβακαρη!:wink:

ον τοπικ
μαρκος βαμβακαρης!
προδρομος ταουσακης! πολυ heavy μουσικη κ δεν το λεω για πλακα!:wink:

Ωραίο τοπικ. Βαμβακάρης - Τσιτσάνης είναι respect. Ούζα και ρεμπέτικο αυτά είναι.:smiley: :smiley: :smiley:

Σωστός…

Μεζέδες-κρασιά-ούζα-ρεμπετάδικο-καλή παρέα

Αυτά είναι.

http://www.klika.gr/cms/index.php?option=com_content&task=category&sectionid=4&id=14&Itemid=32
Μάρκος Βαμβακάρης

Μπραβο ρε paco! Να σαι καλα γι αυτο το ποστ!

:wink:

WOW ! Yπαρχει τετοιο πραμα ρε ??? γουσταρω …

Τεσπα , το ρεμπετικο ζει και θα ζει !
Βαμβακαρης … τπτ αλλο δν θα πω …

To ρεμπέτικό τραγούδι εχει τεράστεια ιστορία! είναι από τα αγαπημένα μου είδη μουσικής και μάλιστα μπορώ να πώ ότι γνωρίζω περισσότερα ρεμπετικα΄τραγούδια απ΄εξω παρά ροκ και μεταλ!
Περα από τους κλασσικούς Βαμβακάρη ,Τσιτσανη, Μπιθικώτση, Τσαουσάκη, έχω τεράστεια αδυναμία στον Σταυρο Τζουανάκο, οποίος έχει γράψει τραγουδάρες!

Πάνος Γεραμάνης: ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

[SPOILER]Η παρουσία του Μάρκου Βαμβακάρη στην ελληνική μουσική σκηνή, από το 1930, σηματοδότησε μία σειρά από γεγονότα και οριοθέτησε μεγάλες εξελίξεις που συνδέθηκαν με την πορεία του ρεμπέτικου, του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού (και σε προέκταση της λαϊκής μουσικής) μέχρι τις ημέρες μας, δηλαδή στην εκπνοή του αιώνα.

Για τους πολλούς ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού, το «Δέντρο» που βγάζει τους κλώνους της λαϊκής μουσικής. Η ουσία, πάντως, είναι μία: ότι ο ιδιοφυής (και μεγαλοφυής) αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, ολοκλήρωσε ένα μεγαλόπνοο έργο, το οποίο αποτελεί ακόμη τη μεγάλη πλατμόρμα, που πάνω σ’ αυτήν κινείται και δημιουργεί, 70 χρόνια, ένας κόσμος ολόκληρος, που ασχολείται μ’ αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το πρωί της Τετάρτης 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα). Ήταν ο πρωτότοκος από τα έξι αδέλφια (Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Αργύρης, Ρόζα, Γκράτσια).

Από πολύ μικρός, ο Μάρκος Βαμβακάρης μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε λόγω φτώχειας το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο. Οι μουσικές του καταβολές και εμπνεύσεις αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, ο μικρός Μάρκος παρακολουθούσε παράλληλα τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων (αργότερα) εμπνεύσεών του.

Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί όπως ο ίδιος έλεγε τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό, τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.

Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση ενός αυτοβιογραφικού τραγουδιού του «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», που συνέθεσε μαζί με τον μαέστρο Σπύρο Περιστέρη το 1937 και το τραγούδησε μαζί με τη Σοφία Καρίβαλη. Στους στίχους του «Πολυτεχνίτη» καταγράφει τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και βγάζει όλο το άσχημο κλίμα της τρομερής ανεργίας, της αναζήτησης δουλειάς από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που προσπαθούσαν να επιβιώσουν την εποχή του Μεσοπολέμου.

«Όλες τις τέχνες που 'κανα, ακούστε που τις λέγω

τις γράφω και σαν θυμηθώ, μου 'ρχεται για να κλαίγω».

Εκεί, ο Βαμβακάρης δίνει τις πιο δυνατές εικόνες από τη ζωή του, από τότε που πήγε στον Πειραιά. Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, ενώ για πολλά χρόνια δούλεψε γδάρτης στα σφαγεία του Πειραιά και της Αθήνας. Ήταν το τελευταίο από τα επαγγέλματα που έκανε ο Μάρκος, μέχρι ν’ ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Η τελευταία δουλειά του ήταν αντίθετη με τον χαρακτήρα του και την θεωρούσε «καταναγκαστικό έργο», γιατί ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος με τα ζώα. Άλλωστε, μέχρι το τέλος της ζωής του, στην αυλή του σπιτιού του στην Κοκκινιά, είχε άλογο, γαϊδούρι, κότες, γάτες και ωδικά πτηνά.

Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν’ αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν στο μεταξύ κυκλοφορήσει σε δίσκους.

Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οριοθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή πλέον τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό. Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου 'χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σερί» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια με ορχήστρα που χρησιμοποιούσε μπουζούκι. Έτσι, κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων, γιατί εκεί μέσα τραγουδούσαν τραγούδια με περιεχόμενο γύρω από τα ναρκωτικά. Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Αυτό ήταν πλέον η ντε φάκτο αναγνώριση ενός παρεξηγημένου, αλλά ωστόσο μαγικού οργάνου. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Προσάρμοσε, δηλαδή, τα τραγούδια τα δικά του, αλλά και των άλλων δημιουργών του Πειραιά (που είχαν παραλάβει τη σκυτάλη από τους Μικρασιάτες μουσικούς και μαέστρους), στην ψυχολογία της μεγάλης μάζας του λαού, μια ψυχολογία που διαμορφωνόταν από μια σειρά κοινωνικών γεγονότων. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.

Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ΟDΕΟΝ - ΡΑRLΟΡΗΟΝΕ, όπου επικεφαλής είναι ο Μίνως Μάτσας, ο οποίος παράλληλα γράφει στίχους για ελαφρά τραγούδια, αλλά δείχνει και μια συμπάθεια στο ρεπερτόριο του Μάρκου, που φωνογραφεί τον «Χαρμάνη» και το οργανικό «Αράπ Ζεϊμπέκικο» και περίπου άλλα 30 τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα θεωρούνται από τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης υποβαθμισμένα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα τραγουδούν αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι των τεκέδων και των καταγωγίων. Ακριβώς την ίδια εποχή όπως είναι γνωστό συμπίπτει και η συγκρότηση και εμφάνιση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί λειτούργησαν με τον τίτλο «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Η δημιουργία αυτής της κομπανίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι.

Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα.

Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Όμως μέσα σ’ αυτή την καλπάζουσα δημιουργία του καλλιτέχνη βγαίνει και μία σύγκρουση συναισθημάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνει το τελικό ύφος των τραγουδιών. Αν πάρουμε ως παράδειγμα δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μάρκου, θα διαπιστώσουμε αντιθέσεις στα πάντα. Οι μουσικοί δρόμοι πάνω στους οποίους έγραφε, ήταν το νιαβέντι και ο πειραιώτικος. Ο πρώτος είναι ο πιο ευαίσθητος. Ο δεύτερος, μάγκικος, σκληρός. Σε νιαβέντι έγραφε την πιο μεγάλη λαϊκή καντάδα, ένα τραγούδι γεμάτο ρομαντισμό και ευαισθησία:

«Χαράματα η ώρα τρεις θα 'ρθώ να σε

ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου να σε

χαρώ, να βγεις να σου μιλήσω».

Και η αντίθεση με δρόμο πειραιώτικο:

«Θέλω μαστούρης να γινώ και να 'ρθω στο τσαρδί σου,

γιατί εσένα αγάπησα κι όχι την αδελφή σου».

Αυτή η τρομερή αντιφατικότητα που υπάρχει στα τραγούδια του Βαμβακάρη, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι είναι αυθεντικός. Όλα τα τραγούδια του είναι ρυθμικά και βυζαντινά και, όπως λέει χαρακτηριστικά ο γιος του Στέλιος, «τα τραγούδια του τα έγραφε πάνω στα πόδια του». Δηλαδή, του ερχόταν η έμπνευση του στίχου και της μουσικής και όπως όλα αυτά έβγαιναν από μέσα του, πάνω στο μεράκι του, έκανε κινήσεις, χόρευε και τραγουδούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που έφτιαχνε τα τραγούδια του ο Βαμβακάρης.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης λέει ακόμη ότι ο πατέρας του ήταν ένας τέλειος και αυθεντικός λαϊκός χορευτής. Κι όταν έπαιζε και τραγουδούσε σε κάποια κέντρα του Πειραιά, οι καταστηματάρχες τον πλήρωναν, μόνο και μόνο για να τον βλέπουν να χορεύει, επειδή τους εντυπωσίαζε. Οι κινήσεις του όλες ήταν τόσο υπολογισμένες και σωστές, που νόμιζες ότι είχε σπουδάσει χρόνια σε χοροδιδασκαλείο.

Δεν πρέπει, όμως, να περνά απαρατήρητη και η παρουσία του Μάρκου ως μοναδικού ερμηνευτή ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών. Η φωνή του ήταν κατά τους παλιούς συναδέλφους του σαν… μπουζούκι. Δηλαδή, έδενε με τον ήχο του μπουζουκιού. Ήταν βραχνή, αλλά διέθετε μία απαράμιλλη τεχνική. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χαρμά και άλλων δημιουργών της εποχής του. Ο Τσιτσάνης τον αγαπούσε ιδαίτερα και ένιωθε για τον Μάρκο πολύ μεγάλο θαυμασμό.

Ένα στοιχείο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι ο Βαμβακάρης έγραψε τραγούδια (και τα τραγούδησε) για τον πόλεμο του 1940 («Αν φύγουμε στον πόλεμο» και «Στης Αλβανίας τα βουνά»), αλλά και για την Κατοχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με το θρυλικό «Χαϊδάρι», που το έγραψε το 1944. Τραγουδήθηκε εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν το εμφάνισε μετά τον πόλεμο. Ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε το τραγούδι αυτό στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» σε μουσική Στέλιου Βαμβακάρη.

Τα πρώτα είκοσι χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο, ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Η σύντροφος της ζωής του Ευαγγελία και τα τρία παιδιά τους, Βασίλης, Στέλιος και Δομένικος. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του ‘50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη κι αυτή στα βαριά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής - μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Κάπου το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει τόσο πέραση. Και για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του. Πέρασε ημέρες και νύχτες πολύ άσχημες, το μεροκάματο δεν έβγαινε, οι συνάδελφοί του δεν τον υπολόγιζαν κι εκείνος μαράζωνε, αφού αντιμετώπιζε ξανά, στα 50 του χρόνια αυτήν τη φορά, πρόβλημα επιβίωσης. Δεν είναι μόνο η περιφρόνηση των συναδέλφων του αλλά και του κοινού. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης, μακριά από τη δημοσιότητα, πήγε να παίξει σ’ ένα ταβερνάκι. Εκεί συντροφιά νεαρών άκουγε τραγούδια από το τζουκ μποξ. Όταν σταμάτησε, ο Μάρκος επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι. Κάποιος από την παρέα τού είπε: «Άσε μας ρε γέρο τώρα, με το μπουζούκι σου». Ο Μάρκος ένιωσε τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, που την άλλη ημέρα, με αφορμή αυτό το γεγονός, έγραψε ένα ακόμη αυτοβιογραφικό τραγούδι, που ερμήνευσε αργότερα ο Μπιθικώτσης: «Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου».

Τα δύσκολα χρόνια της μεγάλης φτώχειας του Μάρκου τα έζησε κοντά του ο γιος του Στέλιος (σήμερα συνθέτης και μπουζουκτσής), ο οποίος τον συνόδευε κι έβγαζε το πιατάκι για να μαζεύει τα κέρματα, όταν ο πατέρας του έπαιζε στα ταβερνάκια του Πειραιά. Στου «Παγιώτη» στου Ρέντη, στου «Ξύδη» στην Κοκκινιά και αλλού. «Γυρνούσαμε με τον γέρο λέει μαζεύαμε κάποια λεφτά και κάναμε Χριστούγεννα». Στα μεγάλα μαγαζιά τότε δεν τον ήθελαν τον Μάρκο. Αλλά κι όταν κάποιες φορές τον καλούσαν για το πάλκο, τον έβαζαν στην τρίτη σειρά, στο τέλος. «Το 1956 θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης στου Γιγουρτάκη στη Θηβών, ήταν φίρμες ο Κολουκάκης, ο Γιουλάκης, η Νανά, η Χάιδω, ο θείος μου ο Αργύρης. Όλοι έπαιρναν μεροκάματο από 150-300 δρχ. Του πατέρα μου του έδιναν 50 δρχ.!».

Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ’ ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεώτεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.

Από αυτές τις εκτελέσεις γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ύστερα απ’ αυτή την 12ετία, ο Μάρκος έγραψε το «Μπουζούκι στο Παρίσι». Μετά τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, εμφανίσεις σε άλλα μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.

Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος και άλλοι νεώτεροι στήριξαν το δικό τους έργο, προσάρμοσαν τις δικές τους φόρμες. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν’ απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι “επάγγελμα” και ζούμε απ’ αυτό».

Δικαιολογημένα, λοιπόν, έχει χαρακτηρισθεί ο Μάρκος «Γενάρχης» του μπουζουκιού και «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Και ευτυχώς για τον ίδιο, που είδε το έργο του να καταξιώνεται.[/SPOILER]

Πω, πραγματικα με αρρωσταινει το ρεμπετικο. Δεν μπορω ν’ακουσω ουτε δευτερολεπτο, παρολο που δεν εχω κολληματα με τα διαφορα φασματα της μουσικης.

Πάνος Γεραμάνης: Βασίλης Τσιτσάνης

[SPOILER]Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο χαρακτήριζαν τον Βασίλη Τσιστάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας φωτισμένος και μεγαλοφυής ηγέτης στον χώρο του, αναμόρφωνε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με μια χιλιάδα τραγούδια του, έχτισε τις βάσεις του οπλοστασίου του μουσικού πολιτισμού.

Κορυφαία στιγμή και ορόσημο για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, για τον κόσμο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού για όλη την Ελλάδα, η δημιουργία και κυκλοφορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» (1948 ), που αποτελεί μια σύνθεση, ένα τραγούδι- μνημείο, μουσικοποιητική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου 1915) γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ήταν το 4ο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ήπειρο. Ο πατέρας του (τσαρουχάς το επάγγελμα) ήταν από το Μέτσοβο και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.

Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης. Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με το βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το «Τρίο Μπαρόνι» από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον» στις προβολές των βουβών ταινιών.

Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το μανίκι (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.

Μέσα από προσωπικές και πολύωρες αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτασάνη (προς τον γράφοντα, το καλοκαίρι, του 1964 και τον χειμώνα του 1981), φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του μεγαλοφυούς συνθέτη δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του. Η παρθενική του εμφάνιση ως μπουζουκτσής τον ενθάρρυνε και τον τόνωσε, ενώ του έκοψε τα φτερά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του, τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα, αλλά και πιο προσεκτικό στη συμπεριφορά του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο μ’ έναν καθηγητή του, όταν ο Τσιτσάνης, μαθητής ακόμα, είχε γράψει το τραγούδι «Μεσ’ την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τ’ άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής πειράχτηκε πολύ, κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.

Στη διαδρομή του από το Δημοτικό σχολείο στο Γυμνάσιο ο μικρός τότε Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Αγωνίσθηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του Γ.Σ. Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929, ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.

Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές ‘36 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Τ’ όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο - φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ’ ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού

Τότε γνωρίσθηκε με τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο, στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα». Ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι. Ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Σε λίγες ημέρες ακολουθεί στην ίδια εταιρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί γυρνώ μεσ’ την Αθήνα» με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη, σημαντική τραγουδίστρια σμυρναίικων τραγουδιών (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή). Παράλληλα ο Τσιτσάνης εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του τραγούδια, χρειάσθηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

Όμως η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (από 20-23 χρόνων) δηλαδή την προπολεμική περίοδο, έγραψε 153 τραγούδια και έκανε ένα μπαράζ μεγάλων επιτυχιών. «Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ’ αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκειά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα. Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε εκτός από τρία πρώτα του στις εταιρείες «Κολούμπια» και «Χις-Μάστερς Βόις», όπου μαέστρος ήταν ο γνωστός εκείνη την εποχή συνθέτης Πάνος Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού όπως έλεγε όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει εκείνα τα λόγια του Τούντα, ο οποίος παρουσία και άλλων μουσικών και τεχνικών στα στούντιο της «Κολούμπια» το 1939, όταν του έπαιξε ο Τσιτσάνης ένα οργανικό κομμάτι το «Ατελείωτο», ο μαέστρος συγκινημένος του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι συμφωνικό έργο, είναι κονσέρτο, είναι θαύμα, αριστούργημα…». Τα περισσότερα από τα 152 τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, μεταξύ 1937-1940, ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον συνθέτη δεύτερη φωνή καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου, ενώ έκπληξη είχε χαρακτηρισθεί το 1937, όταν μια Ισπανίδα σοπράνο, η Ελβίρα Ιντάλγκο-Κάκκη (η οποία για ένα μικρό διάστημα υπήρξε καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) τραγούδησε τη σύνθεση του Τσιτσάνη «Μαντήλι χρυσοκέντητο».

Η προπολεμική τριετία, αλλά και με την Κατοχή που έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942 τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού: Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα»

Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».

Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο:

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

«Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά

της Ελλάδος τα γερά παιδιά

το ντουφέκι πάντα συντροφιά

πολεμούν για την ελευθεριά

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας

Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς…

Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15 είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει τον καλπασμό του και γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.

Σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στο καμαρίνι του στο «Χάραμα» της Καισαριανής, την παραμονή των Φώτων του 1983, μιλώντας για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μου είπε: «Όταν προβάρισα αυτό το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 194 8, και το άκουσε ο κουμπάρος μου ο Νίκος Μουσχουντής, μου είπε: Βασίλη, αυτό το τραγούδι θα το τραγουδήσουν ακόμα και παπάδες και δεσποτάδες. Θα μείνει αιώνιο. Η μουσική που έκανα για τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθάνομαι το συνθέτω, το παίζω και το τραγουδώ. Και τα λόγια του τραγουδιού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι».

Φαίνεται πως ο Τσιτσάνης με όσα μου είπε είχε δίκιο. Ήταν ειλικρινής. Γιατί σχεδόν τα ίδια λόγια είχε δηλώσει το 1973, στον Γιώργο Κ. Πηλιχό, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Δέκα σύγχρονοι Έλληνες».

Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946-1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαζήζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες: τους Γιώργο Μανισαλή, Νίκο Τουρκάκη, Ανέστη Αθανασίου, Δημήτρη και Σπύρο Ευσταθίου, Στέλιο Μακρυδάκη, Γιάννη Σταματάκη, Σπόρο, Παπαδόπουλο, Καρνέζη, Καραμπέση.

Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», «Τζίμη του Χοντρού», «Τριάνα», «Λουζιτάνια», «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες (!) που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκι», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Άη Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν’ ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π’ αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ’ την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ώς τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.

Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Του έχουν δοθεί χαρακτηρισμοί, όπως ο «Θεόφιλος της λαϊκής μουσικής», ο «Μεγάλος κλώνος του λαϊκού μας τραγουδιού», «Μεγαλοφυής συνθέτης». Όλα αυτά αποδίδουν ασφαλώς την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που κάποιοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να αμφισβητήσουν, για κάποια τραγούδια του. Η αλήθεια που βγαίνει μέσα από πολλά στοιχεία συνεργατών, φίλων και συναδέλφων του είναι ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός, αλλά αντίθετα χάρισε τραγούδια του, εμπνεύσεις του, σε τραγουδιστές του, όπως στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτική του. Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.[/SPOILER]

Μ’ αρέσει πολύ το ρεμπέτικο.
Πρώτον, μουσικά. Το μπουζούκι είναι φοβερό όργανο, και θα παραμείνει, όσο και να το υποβαθμίζει η σύγχρονη ελληνική λαϊκη σκηνή.
Δεύτερον, διότι το σκηνικό: φίλοι-κρασιά, τσίπουρα, ούζα κλπ με ρεμπέτικη μουσική υπόκρουση είναι κόλαση.
Τρίτον, μ’ αρέσει γιατί είναι μεγάλο κομμάτι της ελληνικής μουσικής (ξεκινά απ’ την Μ. Ασία), έχει πολύ μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον, και όχι μόνο μπορείς να πάρεις μια γεύση απ’ την εποχή εκείνη, αλλά και να ακούσεις για τα προβλήματα που είχαν οι συνθέτες και οι ερμηνευτές τις εποχές εκείνης. Όποια και να ήταν. Το ρεμπέτικο είναι πολιτικοποιημένο ουκ ολίγες φορές :wink:

Το ρεμπετικο ειναι γνησια παραδοσιακη μουσικη. Σαν μουσικη εχει σιγουρα μεγαλη αξια αφου εκφραζει σε μεγαλο βαθμο τα συναισθηματα του λαου οι ρεμπετες ηταν τεραστιοι και δεν μα αρεσει βασικα αυτο γινεται σημερα δηλαδη οτι πολλα σκυλαδικα μετονομαζονται ρεμπετικα για να δειχνουν ποιοτικα

Bouzoukia are marching 'gainst the law
tzourades play the tunes of war
death or glory i will find
Rebetes on my mind!

Πιστευω οτι το ρεμπετικο είναι οτι καλυτερο εχει δειξει η μουσικη στην Ελλαδα τον περασμενο αιωνα.Μουσικη αυθεντικη που εχει μεγαλωσει γενιες και γενιες.

Ρε παιδιά κανένας γνώστης να μας φτιάξει καμιά όμορφη συλλογή να γουστάρουμε? :anyone: