^ Τον αγαπάω πάρα πολύ το Σαχτούρη, μπράβο
[U]Πάουλ Τσέλαν, “[B]Η Φούγκα του Θανάτου[/B]” [/U]
Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
σκάβουμε τάφο στους αιθέρες εκεί δεν θα ʼναι στριμωχτά
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
αυτά γράφει και βγαίνει από το σπίτι και τʼ αστέρια
αστράφτουν σφυρίζει στους μολοσσούς του να ʽρθουν
σφυρίζει στους Εβραίους του να βγουν τους βάζει να
σκάψουνε τάφο στη γη
μας διατάζει παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν πέφτει το σκοτάδι στη Γερμανία τα χρυσά
σου μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις σκάβουμε τάφο
στους αιθέρες εκεί δεν θαʼ ναι στριμωχτά
Φωνάζει σκάψτε τη γη πιο βαθιά εσείς εκεί κι εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
αρπάζει το σίδερο από τη ζώνη του και το κραδαίνει τα
μάτια του είναι γαλανά
πιο βαθιά τη σκαπάνη εσείς κι εσείς οι άλλοι παίξτε
παίξτε να χορέψουμε
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις παίζει με τα φίδια
Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ο θάνατος είναι
μάστορας από τη Γερμανία
φωνάζει σκουρύνετε τους ήχους των βιολιών για νʼ α-
νεβείτε σαν καπνός στους αιθέρες
για να βρείτε έναν τάφο στα σύννεφα εκεί δε θα ʽναι
στριμωχτά
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι μάστορας από
τη Γερμανία
σε πίνουμε βράδυ και πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι μάστορας από τη Γερμανία το μάτι του
είναι γαλανό
σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει
στο ψαχνό
ένας άνδρας κατοικεί το σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξαμολάει τους μολοσσούς του επάνω μας μας χαρίζει
τάφο στους αιθέρες
παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι μά-
στορας από τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτις
[B]Οι μοναχικοί - Renee Vivien[/B]
Εκείνοι 'κει που τα πανωφόρια τους έχουν πτυχές σάβανων
Δοκιμάζουν την απόλαυση τη θεϊκή να είναι μόνοι.
Η σοφία τους νιώθει έλεος για των ζευγαριών τη μέθη,
Για των χεριών το σφίξιμο, τ’ απαλά βήματα τα ρυθμικά.
Εκείνοι που το μέτωπό τους χώνεται στον ήσκιο των σάβανων
Γνωρίζουνε την απόλαυση τη θεϊκή να είναι μόνοι.
Παρατηρούν τη χαραυγή και της ζωής την όψη,
Δίχως τρόμο, και πάνω από ένας από κείνους που τους οικτίρουν τους φθονούν.
Εκείνοι που ψάχνουν τη γαλήνη της βραδιάς και των σάβανων
Γνωρίζουν τη μέθη τη φοβερή να είναι μόνοι.
Είναι οι πολυαγαπημένοι του βραδιού και του μυστήριου.
Ακούν τα τριαντάφυλλα που βλασταίνουν κάτω απ’ τη γη.
Κι αντιλαμβάνονται των χρωμάτων την ηχώ, την αντανάκλαση
Των ήχων … Η ατμόσφαιρά τους έχει ένα γκρι βιολέτας.
Γεύονται τη νοστιμιά του αγέρα και των σκοταδιών,
Και τα μάτια τους είναι πιο όμορφα από νεκρικούς φανούς.
Από το βιβλίο “ΓΚΕΜΜΑ” κάποιου Δ.Λιαντίνη (αν μπορούσα θα το πόσταρα ολόκληρο απλά δε ξέρω αν ταιριάζει εδώ ή στο φιλοσοφία) που τυχαία έπεσε στα χέρια μου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ζ. “Η Κυκλώπεια”
[SPOILER]«Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωής μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης;»
«Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιάφανη ομίχλη της μέριμνας. ? Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας. (σημ.:όπως ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Κύκλωπα)
Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη? πηδώντας από τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο ? αν περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι και όχι κοιμισμένοι και νεκροί?
τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και την άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το Δορυφόρο του Πολυκλείτου.
? Δρόμος, ε!»[/SPOILER]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ λ. “ΝΕΚΥΙΑ”
[SPOILER]
«Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λυδία λίθος που δοκιμάζει το ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.
-Πες μου, ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις σε ζωή μετά θάνατο;
Αν σου αποκριθεί «Ναι, πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο, να του ειπείς «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.
Γιατί η απάντηση που σου ?δωκε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο…»
«Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία. Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και στο χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες. …
Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»
« Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.»[/SPOILER]
Αυτός έγραψε μερικά καλά πραγματάκια…Προσπαθώ όμως ακόμη να καταλάβω τι φάση ήταν ο τύπος. Πάντως νομίζω ότι τα κείμενά του ταιριάζουν καλύτερα στη φιλοσοφία…
Το άτομο (αν κρίνω από το βιβλίο ΓΚΕΜΜΑ και ακόμα “ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ” που έχω διαβάσει)
έχει τρελές γνώσεις! Καθηγητής πανεπιστημίου, με σπουδές Ελλάδα, Γερμανία (κλασικές γλώσσες, φυσικό-κάτι κ.α.) και δε συμαζέυεται…
Τελικά αυτοκτόνησε… :-k Βασικά είναι μυστήριο η υπόθεση του γενικά.
Αν έχετε χρόνο δείτε το βίντεο “πέθανε ο θεός” στο youtube…
[SPOILER]http://www.youtube.com/watch?v=x2DzL5fBWg8[/SPOILER]
Γενικά πολύ μυστήριο η υπόθεση. Πριν κανα 2 χρόνια που ασχολήθηκα λίγο μαζί του είδα πολλά βιντεάκια σχετικά με την υπόθεσή του, όπως επίσης και όλα όσα έχει στο κανάλι του στο γιουτιουμπ (διαλέξεις κι ετς). Πολλές γνώσεις ο τύπος. Και πολλά πράγματα από αυτά που λέει είναι ιδιαίτερα…
Ή και όχι
Το άσχημο και ο καθρέφτης της κοινωνίας σε αυτόν τον τομέα είναι πως ξέρουμε και λογίζουμε ως “φιλόσοφο” τον Λιαντίνη και μονο.Και αυτο επειδή πέθανε όπως πέθανε
Κατα τα αλλα δεν εχω ασχοληθεί μαζί του και ουτε εχω καμμιά κάψα , έχουν σειρά αρκετοί Ελληνες που προηγούνται
Δεν τον ανέφερε κανένας ως “φιλόσοφο”…Απλώς είπαμε ότι μάλλον αυτά που γράφει ταιριάζουν καλύτερα αλλού και όχι σ’αυτό το θρεντ.
Τώρα, όσον αφορά το ζήτημα του θανάτου του, όπως και να το κάνουμε προκαλεί ενδιαφέρον και κάτι “ανεξήγητο” για το μέσο άνθρωπο…
Και είναι απολύτως λογικό να βλέπουν το Λιαντίνη σα φιλόσοφο γιατί με την πράξη του ξέφυγε από τη νόρμα…
Δε λέω πως αυτό τον κάνει “φιλόσοφο”, αλλά σίγουρα το υπόβαθρό του και το πως το υποστήριξε με την πράξη του κάνει τον κόσμο να το πιστεύει αυτό.
Καλα αυτα που γράφει ταιριάζουν καλύτερα για τον Ταύγετο και 2ωρο εκπομπή Χαρδαβέλα αλλα τελος παντων
Ειπα κι εγω ν’ασχοληθω καποια στιγμη με την ποιηση του Dylan Thomas (κι αργησα)!
το πρωτο ποιημα που διαβασα προχτες κιολας, μ’εντυπωσιασε (ηταν μολις 19 οταν το εγραψε)!!! Αν κι ειμαι σιγουρος οτι σε προηγουμενες σελιδες υπαρχουν σχετικες αναφορες γιαυτον και το εργο του, μια επαναληψη δεν θα 'βλαπτε
Προβλεπω πνευματικη τροφη σε προσωπικο επιπεδο (μπας και ξεκολησουμε απο το ‘‘writer’s block’’ :-k )
[B]The Force That Through the Green Fuse Drives the Flower[/B]
The force that through the green fuse drives the flower
Drives my green age; that blasts the roots of trees
Is my destroyer.
And I am dumb to tell the crooked rose
My youth is bent by the same wintry fever
The force that drives the water through the rocks
Drives my red blood; that dries the mouthing streams
Turns mine to wax.
And I am dumb to mouth unto my veins
How at the mountain spring the same mouth sucks.
The hand that whirls the water in the pool
Stirs the quicksand; that ropes the blowing wind
Hauls my shroud sail.
And I am dumb to tell the hanging man
How of my clay is made the hangman?s lime.
The lips of time leech to the fountain head;
Love drips and gathers, but the fallen blood
Shall calm her sores.
And I am dumb to tell a weather?s wind
How time has ticked a heaven round the stars.
And I am dumb to tell the lover?s tomb
How at my sheet goes the same crooked worm.
δεν εχω μπει στη διαδικασια ακομα να ψαχτω με το ‘‘νοημα’’ του συγκεκριμενου, αν και υπαρχουν διαφορες ερμηνειες απο αναλυτες μπλα μπλα μπλα…για αρχη , αρκουμαι στο ν’απολαμβανω το ‘‘δεσιμο’’ των εικονων και τιης επιλογες των λεξεων που χρησιμοποιει για να τις περιγραψει!..:roll:
“Dover Beach” (Matthew Arnold)
The sea is calm to-night.
The tide is full, the moon lies fair
Upon the straits; on the French coast the light
Gleams and is gone; the cliffs of England stand;
Glimmering and vast, out in the tranquil bay.
Come to the window, sweet is the night-air!
Only, from the long line of spray
Where the sea meets the moon-blanched land,
Listen! you hear the grating roar
Of pebbles which the waves draw back, and fling,
At their return, up the high strand,
Begin, and cease, and then again begin,
With tremulous cadence slow, and bring
The eternal note of sadness in.
Sophocles long ago
Heard it on the A gaean, and it brought
Into his mind the turbid ebb and flow
Of human misery; we
Find also in the sound a thought,
Hearing it by this distant northern sea.
The Sea of Faith
Was once, too, at the full, and round earth’s shore
Lay like the folds of a bright girdle furled.
But now I only hear
Its melancholy, long, withdrawing roar,
Retreating, to the breath
Of the night-wind, down the vast edges drear
And naked shingles of the world.
[B]Ah, love, let us be true
To one another! for the world, which seems
To lie before us like a land of dreams,
So various, so beautiful, so new,
Hath really neither joy, nor love, nor light,
Nor certitude, nor peace, nor help for pain;
And we are here as on a darkling plain
Swept with confused alarms of struggle and flight,
Where ignorant armies clash by night.[/B]
Συγγνώμη που εστιάζω στο “επιφανειακό” κομμάτι, αλλά πώς μπορεί ένας “ψυχρός θεωρητικός” να γράψει αυτούς τους στίχους; Και να τους εντάξει και στην θεματολογία του; Αν είναι δυνατόν… Μάλλον δεν καταλαβαίνω και πολλά από ποίηση.
Aν ομως δεν εχεις ασχοληθει σοβαρα μαζι του,με τα γραπτα και τις διαλεξεις του,τοτε μαλλον λανθασμενα βγαζεις τοσο ευκολη κριση.Δηλαδη εμεις που θεωρουμε οτι κατι σημαντικο,κατι σοβαρο ειπε κι αυτος,ειμαστε μονο για Χαρδαβελα?Μην πιανεσαι μονο απο το γεγονος του θανατου του,προκειμενου να βγαλεις κριση για το εργο καποιου ανθρωπου:wink:
[B]Πάμπλο Νερούδα [/B]
[B]Αν με ξεχάσεις (si tu me olvidas)[/B]
Ένα θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’αυτό:
Αν κοιτάξω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.
Μα…
Αν λίγο-λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ… λίγo-λίγο.
Κι αν ξαφνικά με ξεχάσεις,
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ’έχω ήδη λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως
αν κάθε μέρα, κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη?
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει…
Αχ αγάπη μου, δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί?
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις, θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.
Σαν μαύρος χαρταετός μπλεγμένος στα σύρματα
Τα νέα της εφημερίδας ανεμίζουν στην σειρά
Δίχως να πετά, ακίνητος καταζητούμενος δίχως χρήματα
Σκουπίδοσακούλες,καλάμια και μία σπασμένη τριχιά
Ματέρη Κυριακή