Edgar Allan Poe
Καρυωτακης
Καββαδιας
Καρασουλος κλπ
Μποντλερ(καταπληκτικός!!!),Καρυωτακης,Ποε
Λίνα Νικολακοπούλου - γιατί δεν διδάσκεται στα σχολεία η ποιησή της αντί για όλα τα άλλα ζαβά που κάνουμε; :-s
[SIZE=“2”]Πριν το τέλος
Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα
Κάτω η θάλασσα μ’ ένα καράβι το φεγγάρι πιο πέρα
Σε θυμάμαι συχνά που φορούσες ένα άσπρο φουστάνι
Μου κρατούσες το χέρι “ό,τι ζούμε”, μου λες, “δεν μου φτάνει”
Στα τραγούδια που λέγαμε οι δυο μας οι φωνές χαμηλώσαν
Χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι που μετά την προδώσαν
Μια φορά μου’ χες πει “δεν μπορεί, θα το νοιώσανε κι άλλοι”
“Πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη”
Και 'γω που ζω για πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
Κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά
σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
Στον ρυθμό σου που καίει ακόμα
Αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
Κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία
Κι ότι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω…
Σιδερένια η σκάλα και μου 'λεγες “θα μείνουμε λίγοι”
Πήρε η νύχτα να πέφτει βαθιά κι ο αέρας με πνίγει
Μηχανές σκουριασμένες κι αδέσποτες στου δρόμου την σκόνη
Σκέψου να 'ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να 'σουν το πιόνι[/SIZE]
Εγώ έχω ξεχωρίσει Πόε, Μπρέχτ, Μπρετόν, Μπωντλαίρ, Γώγου, Καρυωτάκη και Καββαδία. Επίσης με τρέλαναν και τα ποίηματα που έγραψε ο Νίτσε.
Ποίηση για μένα είναι φιλοσοφία, άποψη σε πιο μυστήριο ύφος με πιο περίτεχνη ύφανση απ’ ότι ο πεζός λόγος. Αρχικά προσπαθώ να καταλάβω αυτό που θέλει ο ποιητής και μετά ίσως να ονειρευτώ, ποιος ξέρει;
…Και μέχρι την δευτέρα-τρίτη γυμνασίου μου ήταν παγερά αδιάφορη η ποίηση.
Δεν εχω καταλαβει τι ειναι στην ουσια η ποιηση του Καββαδια, αν εινα οι εμπειριες του απο τα ταξιδια, η κατι παραπανω…
Μ και οι πρωτοι Ιωνες φιλοσοφοι ως ποιητες ξεκινησαν!
Ποιά είναι η γνώμη σας για τις Αμερικανίδες ποιήτριες???
Απο Emily Dickinson(πρώτη φορά άκουσα σήμερα γι αυτήν ) ένα ποιήμα που μου φάνηκε τόσο flat κ ταυτόχρονα μεγαλειώδες κ αληθινό…
After Great Pain, A Formal Feeling Comes
After great pain, a formal feeling comes
The Nerves sit ceremonious, like Toombs
The stiff Heart questions was it He, that bore,
And Yesterday, or Centuries before?
The Feet, mechanical, go round
Of Ground, or Air, or Ought
A Wooden way
Regardless grown,
Πολύ καλή η Emily Dickinson :thumbup: Aπό τις μεγαλύτερες Αμερικανίδες ποιήτριες.
Αποσπάσματα από τις μέρες αργίας του Διονύση Καψάλη. Τα πλάγια είναι και μελοποιημένα από τα διάφανα κρίνα.
Ι
Μέρες αργές, και πιο αργές αυτές του Οκτωβρίου
αυτές οι μέρες που περνούν επιβιώνω
μετά το έρωτα, την ποίηση τον πόνο
με λίγες μόνο αμυχές πρότερου βίου
Κυλούν οι ώρες σ’ ένα πέλαγος Κυρίου
χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
παλιά απόρρητα γραμμένα σ’ άλλο χρόνο,
κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,
κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
άλλον δεν είδα να με θέλει πιο κοντά του
απ’ τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα.
Κι όλα αυτά που κράτησα πατρώα και μητρώα
όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα
καίνε στο ύπνο μια παράσταση θανάτου
. . .
ΙΙΙ
Κάποτε θα φτασα ψηλά στην ομορφιά
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά
Μα τόσο κόπος, τόσος θάνατος παρείλκε
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα πιανε τραγούδι
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ριλκε.
Ότι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ότι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει
μια καλοσύνη της ακάλεστης και αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θα ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.
. . .
ΙΧ
[I]Ξέρω πως θα ρθει και δεν θα μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου,
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.
Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, που το κεντρί σου;
γονιός δεν θαναι να μου πει, Σήκω και ντύσου,
καιρός να ζήσουμε παιδί μου, ξημερώνει.
Θα ρθει την ώρα που σπαράζεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου[/I]
Και ένα δικό μου. Είχα κι άλλα αλλά δεν τα βρίσκω τώρα, παίζει να έχουν σβηστεί απ το pc
I don’t know what matters
I only assume that something under this fucking welkin just does
Shallow the rivers
I am the ocean
So I can’t be but a shallow raging stream
Filling not the oceanic rivers
If it is just a choice
Then I choose a tiny speck of sand
And I will grieve for the specks I’ll never know and love
And I will make it my god
And I will be a disbeliever
Because I chose a speck of sand
Dipped my fist deep in the sand
Grasped a speck and clinged to it
But it was half
And made me half
I pitied myself for the lack of good fortune I thought I had
As I stood up and looked around me
Astonished was I
For I was in the middle of a sea of tiny broken-into-two specks
By the fury of the raging streams
Πω τι μας κανεις τωρα…
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σάν πανσέληνος
Από παντού,για τό μικρό το πόδι σου μες στ’αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη,να φυσώ να σε πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το “τι” καί τό “ε”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα,και το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ
Πάντα εσυ τό νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει.
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στους τέσσερις τοίχους,το ταβάνι,το πάτωμα
Να φωνάζω απο σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω απο σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή τ’ αδοκίμαστο και τ’ απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα…
Το είδα πιο πάνω αλλά το ποστάρω ολοκληρο γιατι είναι το πιο ερωτικό ποίημα που έχω διαβάσει ποτέ. Και λιωνω.
Το Μονόγραμμα (1971)
Ι.
Θα πενθώ πάντα - μ’ακούς; - για σένα
μόνος, στον Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά “πίστεψέ με” και τα “μή”
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα, τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σενα και για μενα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’εγώ, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ’ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα, μ’ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα, μ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-ένα, μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω, μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς
Σ’άλλη γή, σ’άλλο αστέρι, μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Aκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει-ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει-
ακους;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω, πιό κεί, προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα, νά τά περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μές απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο!
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο…
Οδυσσεας Ελυτης
Πολύ ωραίο ποιήμα(γιατί δεν έβαλες κ το υπόλοιπο???:lol: )είναι αν όχι οτι πιο ερωτικό σίγουρα ενα απο τα πιο ζεστα κ αληθινά ποιηματα που μιλουν για ερωτα…Ετσι θα πρεπε να ναι…
Δέξου αυτό το φιλί στο μέτωπό σου.
Τώρα που χωρίζουμε θα σου τ’ ομολογήσω:
Δεν είχες άδικο να λες πως όλη μου η ζωή
εστάθηκ’ ένα όνειρο.
Κι αν η ελπίδα επέταξε
μια νύχτα, είτε μια μέρα,
είτε σε μια οπτασία,
ή μέσα στο άπειρο,
είναι γι’ αυτό λιγότερο φευγάτη;
Ότι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι
παρά ένα όνειρο μέσα σε κάποιο όνειρο.
Edgar Allan Poe…
ζωη σκια στην ποίηση
Federico Garcia Lorca - Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν το φεγγάρι
[I]Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα 'ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι![/I]
…Τι κόλλημα!
το τελευταίο καιρό διαβάζω Σεφέρη,ξεχωρισα αυτό το μικρό δίστιχο …
" το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί
πως δεν εχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου"
:):)
His chosen comrades thought at school
He must grow a famous man;
He thought the same and lived by rule,
All his twenties crammed with toil;
‘What then?’ sang Plato’s ghost. ‘What then?’
Everything he wrote was read,
After certain years he won
Sufficient money for his need,
Friends that have been friends indeed;
‘What then?’ sang Plato’s ghost. ’ What then?’
All his happier dreams came true -
A small old house, wife, daughter, son,
Grounds where plum and cabbage grew,
poets and Wits about him drew;
‘What then.?’ sang Plato’s ghost. ‘What then?’
The work is done,’ grown old he thought,
‘According to my boyish plan;
Let the fools rage, I swerved in naught,
Something to perfection brought’;
But louder sang that ghost, ‘What then?’
Το γλωσσάριο των ανθέων
την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτεια ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
την Ηρώ λη τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο
νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπηνς
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη
ν? αγαπιέσαι ή ν? αγαπάς;
ν? αγαπώ
Νίκος Εγγονόπουλος
Οπως και στα τραγουδια ετσι και στην ποιηση οταν τα διαβαζω μου αρεσει να παρασερνομαι στο μεσα νοημα τους … Ενα ποιημα που μου αρεσει ιδιαιτερα ειναι ο ‘’ Ποθος ‘’ του Φεντερικο Γκαρθια Λορκα.
Μοναχα τη ζεστη καρδια σου
και τιποτ’ αλλο.
Ενας καμπος ο παραδεισος μου
διχως αηδονι
μητε λυρα
μ’ ενα διακριτικο ποταμι
και μια πηγουλα.
Χωρις του ανεμου το σπιρουνι
πανω στο φυλλωμα,
χωρις το αστερι που ηθελε
να γινει φυλλο.
Ενα πελωριο φως
που να ‘μαι
πυγολαμπιδα
αλλου φωτος,
σ’ ενα καμπο απο σπασμενα βλεματα.
Ενα κοιμητηρι φωτεινο
κι εδω τα φιλια μας
στιγματα ηχηρα
της ηχως,
θ’ ανοιγονταν πολυ μακρια.
Και τη ζεστη καρδια σου
τιποτ’ άλλο…
H.P. Lovecraft
E.A. Poe
J.R.R. Tolkien
William Blake
Οδυσσεας Ελυτης
δεν εχω ασχοληθει πολυ με ποιηση,αν και θα το ηθελα.ο χρονος ειναι περιορισμενος
οι ασχολιες μου πολλες και οι υποχρεωσεις μου ακομα περισσοτερες.
αλλα οι προαναφερθεντες με εχουν εντυπωσιασει στο ποιητικο τους εργο!
Συμφωνώ και προσθέτω:
Christina Rossetti
Samuel Taylor Coleridge
William Shakespeare
Dante Alighieri
καλα εγω απο ποιηση ειμαι…#-o την απεχθανομαι:?