Αν δε με απατά η μνήμη μου, οι Annihilator έβγαιναν μόνιμα στο τέλος. Φυσικά, όπως αποδείχτηκε, αυτό ήταν δίκοπο μαχαίρι, γιατί παραήταν αργά (νομίζω μετά τις 11) και πολλοί έφευγαν μετά τους Nevermore.
Ίσως και να είχε γίνει co-headline με αυτή τη λογική. Annihilator μεν τελευταίοι, αλλά η “ώρα-φιλέτο” στους Nevermore.
Οι nevermore εβγαιναν πριν
Αν και μικρή σημασία έχει, ανέφερα co-headline λόγω του ότι και οι 2 μπάντες έπαιζαν κανονικά headline setlists από απόψη διάρκειας.
Δράττομαι πάντως της ευκαιρίας να πω ότι κατά τη γνώμη μου οι NEVERMORE ήταν ηρωική μπάντα για το metal των 90s παρότι έχω την εντύπωση ότι μερίδα του ελληνικού μεταλλικού κοινού τους έριχνε ένα κάποιο hate που ποτέ μου δεν κατάλαβα (επειδή δεν έπαιξαν αγνό US heavy/power οπως οι SANCTUARY; επειδή είχαν μόνιμο promotion απο το MH άρα έπρεπε να πάμε κόντρα “γιατί έτσι”;).
Τέλος πάντως αν κάποιος ρωτήσει εμένα, θεωρώ κορυφαίο άλμπουμ τους το παρακάτω (αν και μάλλον οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν).
Θέλεις φουτουρισμό (“Narcosynthesis”,“Evolution 169”), θέλεις οργή (“Inside Four Walls”), θες αγωνία (“The River Dragon Has Come”), θες τόνους από συναίσθημα (“The Heart Collector”), ή μήπως ματαιότητα (“Dead Heart…”).
Το μόνο που δεν μου έκατσε 100% καλά είναι το σινγκλάκι (“Believe In Nothing”), παρότι είχε καλό υλικό νομίζω κάτι του έλειπε για να είναι ολοκληρωμένη κομματάρα στο επίπεδο των υπόλοιπων.
Σε κάθε περίπτωση, τα πρώτα 4 φουλ και το ΕΡ είναι κορυφές της περιόδου '95-'00, πήρανε τα αρχετυπικά US power υλικά, χώσανε λίγο death, λίγο prog, παίξαν τεχνικά, παίξαν πιο άμεσα, παίξαν τσιτωμένα, παίξαν πιο μελωδικά, κάνανε γαμω τις διασκευές σε PRIEST, BAUHAUS και S&G και γενικά respect.
Υπερθεματίζω.
Αν ανέβεις πιο πάνω στο παρόν topic, σταμάτα στις 16 Απριλίου του 2020, για του λόγου το αληθές!
Ανέβηκα΄μόλις (δεν είχα παρακολουθήσει το νημα εξαρχής), πολύ καλά τα είχατε πει.
Να πω και ότι δεν την πάλεψα καθόλου με το “Enemies of Reality” όταν είχε βγει, ήταν μεγάλη απογοήτευση και πρέπει να μην το ξανάπιασα ποτέ από τότε πέρα από 1-2 κομμάτια (“Tomorrow…”, “Who Decides”). Έκαναν αμέσως μετά και εκείνο το live με τον Warrel τελείως κλασμένο από το αλκοόλ, μυθικές στιγμές.
“Godless” σχετικά καλό, “Obsidian…” επίσης απογοητευτικά μέτριο.
Ίσως πρέπει να ξαναβάλω το “Enemies” κάποια στιγμή, να δώ που στέκεται κοντά 20 χρόνια μετά…
Είναι καλό να τα επαναλαμβάνουμε, όμως, για να τα εμπεδώνουμε!
Παρεμπιπτόντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εγώ έχω βάλει αβίαστα να παίζει ολάκερο το “The Politics of Ecstasy”, άρα μόνο καλό κάνουν τέτοιες κουβεντούλες!
Νομίζω τώρα θα σου αρέσει το Enemies, αλλά άκουσε τη remixed από Andy Sneap έκδοση.
Νομίζω ότι μια απλή αναφορά στο “Τι ακούτε τώρα” thread είναι απελπιστικά λίγη, πάμε λοιπόν μια double treat παρουσίαση εδώ, σαν φόρο τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα Burke Shelley…
… ο οποίος πάντα παραλληλιζόταν με τον Geddy Lee αφού υπήρχε αρκετή ομοιότητα φυσιογνωμικά και φωνητικά, είχαν αμφότεροι επωμιστεί και τον ρόλο του μπασίστα, ενώ και οι Budgie πολλές φορές χαρακτηριζόταν ως οι “Ουαλοί Rush” κλπ, όμως, πέρα από οιεσδήποτε υποκειμενικές απόψεις, το γεγονός και μόνο ότι τη χρονιά που οι Rush (αλλά και οι Judas Priest) έκαναν την πρώτη τους, διστακτική εμφάνιση στη δισκογραφία, οι Budgie κυκλοφορούσαν τον τέταρτο δίσκο τους αρκεί για να δείξει πόσο πρωτοπόροι υπήρξαν οι εν λόγω για την metal σκηνή.
Έχοντας λοιπόν να ανταγωνιστεί το καταπληκτικό “Never Turn…” που προηγήθηκε, το συγκρότημα από το Cardiff κράτησε κατ’ αρχήν τις σταθερές του αναλλοίωτες, με την εξαίρεση της πρώτης αλλαγής στο line up, με τον νέο drummer Pete Boot να δίνει τα διαπιστευτήρια του.
Συγκεκριμένα, το “In for the Kill” έχει να παρουσιάσει τα δύο μεγαλύτερα σε διάρκεια – και, καθόλου συμπτωματικά, καλύτερα του - τραγούδια στο τέλος των δύο πλευρών, ήτοι το ακαταμάχητο και μπροστά από την εποχή του “Zoom Club”, και το ξεχωριστό “Living On Your Own” με τις ποικιλόμορφες επιρροές που φέρει. Κατά τ’ άλλα, υπάρχει και εδώ το “υποχρεωτικό” μπαλαντοειδές κομμάτι (“Wondering What Everyone Knows”), όπως και ο “φόρος τιμής” στο rock ‘n’ roll (“Running From My Soul”) που δεν προσφέρει και πολλά. Το εναρκτήριο ομώνυμο αντίθετα, είναι πολύ καλό, riff-άτο hard rock ενώ το “Hammer and Tongs” επιδίδεται σε ένα heavy blues ύφος που θυμίζει λίγο Sabbath και πολύ περισσότερο Zeppelin (“Dazed and Confused” κανείς;). Το γνωστότερο κομμάτι του δίσκου πάντως, για προφανείς λόγους, είναι το “Crash Course in Brain Surgery” που εδώ εμφανίζεται σε μια πλήρη ενεργητικότητας επανεκτέλεση του single του ’71, που προοιωνίζει το speed metal!
Απολαυστικό και απαραίτητο δίχως πάντως να είναι το καλύτερο τους, το “In for the Kill” δεν παύει να είναι άλλη μια ατράνταχτη απόδειξη του πόσο σπουδαίοι και εγκληματικά παραγνωρισμένοι υπήρξαν οι Budgie.
Απτόητοι από την περιορισμένη αναγνωρισιμότητα που είχαν επιτύχει έως τότε και κάπως εγκλωβισμένοι στον ανελέητο κύκλο album – tour, οι Budgie κυκλοφόρησαν το 1975 το πέμπτο LP τους σε ισάριθμα έτη. Το “Bandolier”, εκτός από τον νέο drummer Steve Williams στην παρθενική του συμμετοχή, παρουσίασε και μια απόπειρα διαφοροποίησης από τον γνώριμο ήχο τους.
Συγκεκριμένα, εδώ υπάρχουν διάσπαρτες funk επιρροές, που στο “Who Do You Want For Your Love?” αναδεικνύονται σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Για την ακρίβεια, το κομμάτι ακούγεται σαν… διασκευή στο “The Crunge”, με τον Burke Shelley να μιμείται πολύ πειστικά τον Robert Plant! Επίσης, παρότι πάντα υπήρχε μια “υποχρεωτική” μπαλάντα στους δίσκους τους, το “Slipaway” είναι κάπως υπερβολικά soft.
Εκεί όμως που η heavy πλευρά παραμένει κυρίαρχη, το αποτέλεσμα είναι σαφέστατα ικανοποιητικότερο. Το “Breaking All The House Rules” με το εθιστικό riff που το διατρέχει, είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο δίσκο, ενώ το “I Can’t See My Feelings” είναι ακόμη καλύτερο, έχοντας αυτόν τον “παράδοξο” ρυθμό. Την κορυφαία στιγμή πάντως, μας την επιφύλασσαν για το τέλος. Το “Napoleon Bona Part One & Two” είναι ένα αριστούργημα φτιαγμένο με όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης των Ουαλών. Τις ακουστικές στην αρχή, που χτίζουν την ατμόσφαιρα συσσωρεύοντας ενέργεια για να έρθει το υπέρβαρο ξέσπασμα στη συνέχεια, κλπ. Ένα αντάξιο των ύμνων του παρελθόντος κομμάτι και ταυτόχρονα ένα από τα πιο heavy της δεκαετίας.
Παρά λοιπόν την απόπειρα διεύρυνσης των επιρροών τους και τις αποκλίνουσες τάσεις τους, τελικά τα πιο “παραδοσιακά” του ύφους τους τραγούδια είναι μάλλον τα καλύτερα εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το “Bandolier” έχει τη φήμη του τελευταίου πραγματικά πολύ καλού δίσκου των Budgie.
Νέος δίσκος στο περιβόλι των “ολίγων λογίων”, αλλά από τη στιγμή που εκτιμάμε κάποιους μουσικούς σιγά σιγά και ό,τι συνθέτουν ευφραίνει τα αντιληπτικά μας νεύρα, δεν γίνεται να μην αναφέρουμε έστω και μερικές αράδες στρογγυλών σκαλισμάτων.
Ο Lumiere, για όσους δεν τον έχετε ακούσει, είναι κατά βάση ένας μουσικός που αρέσκεται σε μοτίβα δίχως φωνητικά. Ο άνθρωπος κάθεται μπροστά από την αγάπη του, το πιάνο, και αρχίζει να κάνει μουσική με τα πατήματα των πλήκτρων. Το θέμα, όμως, είναι η κινηματογραφική αίσθηση που αφήνει μέσα από τα τραγούδια του. Παρότι, στον προηγούμενο και δεύτερό του δίσκο αποκαθήλωσε την έμπνευση και τις ιδέες που είχαν προκύψει με το ντεμπούτο, τώρα στον τρίτο του πηγαιμό αποφασίζει να εκφραστεί μόνο με το πιάνο του.
Εκείνος, λοιπόν, και ο μουσικός του “νυμφώνας” καταγράφουν έξι μοτίβα μέσω των οποίων ο καθένας που αρέσκεται σε τέτοιους ήχους, μπορεί να διαμορφώσει τις δικές του εικόνες ή ν’ ανατρέξει σε διάφορες σκηνές από ταινίες. Διότι, τα τραγούδια του κάνουν αυτό ακριβώς, χτίζουν και οικοδομούν το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι μιας κινούμενης εικόνας. Αν λαμβάναμε, για παράδειγμα, το “Variation No. 3” να ολοκληρώνει μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε μια ταινία, θα ξέραμε και θα πιστοποιούσαμε ότι αυτή η στιγμή θα ήταν ένα τίποτα αν δεν τη συνόδευε αυτή η μουσική υπόκρουση. Για του λόγου το αληθές, τολμήστε να φέρετε εις μνήμην αγαπημένες σας σκηνές ταινιών, όπου σας μαγνήτισε το καθολικόν τους στοιχείο με τη μουσική. Μετά, αφαιρέστε τη μουσική και να ξαναδείτε τη σκηνή, γυμνό βίωμα.
Ο Lumiere μέσα από τις έξι προσεγγίσεις του αφήνει το αποτύπωμα της γεύσης από την επίσκεψή του σε κάποια γεωγραφικά μέρη, τα οποία προσωπικά δεν ενθυμούμαι αυτή την στιγμή απ’ όπου το διάβασα, Βέβαια, μικρή σημασία έχει τώρα, καθώς αυτό ανήκει στον Lumiere και μόνο. Από 'κει και πέρα, εκείνος μας δώρισε το επιστέγασμα της εμπειρίας του αυτής - τα άσματά του μέσα από τον δικό του τρόπο, από τους δικούς ήχους και από τον προσωπικό του ηχητικό χαρακτήρα.
Υ.Γ. Οι όποιες αναθυμιάσεις που συγκλίνουν προς Savatage επί εποχής “Streets” είναι καθαρά εγκεφαλικές συγκυρίες που προκύπτουν από το μυαλό μου και μόνο. Κατά τ’ άλλα, στις πιο ήρεμες και γαλήνιές σας στιγμές, ετούτος ο δίσκος για λιγότερο από μισή ώρα, προτείνεται πάραυτα.
Ήρθαν μόλις και τα δυο CRYPT SERMON CD (το “Ruins…” και LP) σε Nuclear Winter distro, σε περίπτωση που υπάρχει ακόμα ενδιαφέρον.
Ήλθε νομίζω η στιγμή να “σκάψουμε” λίγο βαθύτερα…
Οι Messiah Force από το Quebec του Καναδά και συγκεκριμένα την… μεταλλομάνα Jonquière (έδρα επίσης των Voivod και Deaf Dealer) σχηματίστηκαν το 1985 όταν, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, μουσικοί από δύο τοπικά σχήματα, οι Jean Tremblay (κιθάρα), Eric Parise (μπάσο) και Jean-Francois Boucher (drums) από τους Frozen ένωσαν δυνάμεις με τα πρώην μέλη των Exode, τον κιθαρίστα Bastien Deschênes και την τραγουδίστρια Lynn Renaud. Η τελευταία, ήταν το στοιχείο που ξεχώριζε τους Messiah Force από την πληθώρα των ονομάτων που επιδίδονταν στο, τόσο διαδεδομένο τω καιρώ εκείνω, US power metal. Σύμφωνα με την ίδια, φιλοδοξούσε να γίνει μια metal εκδοχή της Pat Benatar, η αλήθεια όμως είναι ότι ακούγοντας τις ηχογραφήσεις θυμίζει και την Leather Leone, ενώ βγάζει και μια “γερμανίλα” κάνοντας εύλογους τους παραλληλισμούς με την Doro Pesch.
Ένα πρώτο demo δεν έφερε το πολυπόθητο συμβόλαιο, οπότε η μπάντα αποφάσισε να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο της ανεξάρτητα. Με το “The Last Day” λοιπόν, οι MF αποκαλύφθηκαν στο ευρύ (λέμε τώρα) κοινό. Η μουσική τους χαρακτηρίζεται από υψηλές ταχύτητες και power metal φωνητικά και μελωδίες, ένα ύφος που φέρνει στο νου σχήματα όπως οι Agent Steel και, βέβαια, τις ευκόλως εννοούμενες επιρροές – των Iron Maiden προεξαρχόντων!
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πολλοί δίσκοι του είδους, ένθεν κακείθεν των καναδέζικων συνόρων με τις ΗΠΑ, που μπορούν να υπερκεράσουν σε ποιότητα το εν λόγω LP. Τα κομμάτια εδώ είναι πολύ καλά και ξεχωρίζουν μεταξύ τους (κάτι όχι αυτονόητο) είτε μιλάμε για το “The Sequel”με το πιάνο στη εισαγωγή, το “White Night” που θαρρείς ότι το έχουν προικίσει με κάθε στοιχείο που συγκινεί την καρδιά (και τα αυτιά) και του πλέον πεπειραμένου ακροατή, το “σκοτεινό” ομώνυμο κλπ. Οι δύο κιθαρίστες αποδεικνύονται σπουδαίοι δεξιοτέχνες, κάτι που γίνεται εμφανές σε κάθε ευκαιρία, ενώ η Renaud επίσης αριστεύει, ερμηνεύοντας με γυναικεία… αυταρχικότητα τις εμπνευσμένες μελωδίες! Στον αντίποδα, ίσως τα drums να χαρακτηρίζονται από έλλειψη φαντασίας, ενώ οι λεκτικά φτωχοί και ενίοτε εκτός μέτρου στίχοι προδίδουν το ότι δεν γράφτηκαν από αγγλόφωνους!
Δυστυχώς, ακόμη κι όταν εξασφάλισαν τελικά διανομή από δισκογραφική (η οποία άλλαξε εν αγνοία τους το αρχικό εξώφυλλο με ένα ακόμη πιο ερασιτεχνικό!) η προώθηση του δίσκου δεν ήταν η αναλογούσα. Σαν να μην έφτανε αυτό, η μικροκαμωμένη αλλά χαρισματική performer Lynn Renaud, ανέπτυξε μια πάθηση στις φωνητικές της χορδές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να σταματήσει.
Η μπάντα, αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια αναμονής, την αντικατέστησε με τον Denis Dufour με τον οποίο ηχογράφησε το “No Hideaway” demo το 1991 το οποίο, ίσως και λόγω εποχής, δεν προκάλεσε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάτι που σήμανε το τέλος του πολύ αξιόλογου αυτού σχήματος.
Ευτυχώς, η επανέκδοση του 2017 που περιέχει ότι έχουν ηχογραφήσει, έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε ρέκτη του είδους να τους γνωρίσει.
Καρδούλα μονο και μόνο από την αναφορά τους. Μοναδική περίπτωση. Δεν το ήξερα για την τραγουδιστρια το πρόβλημα στη φωνή. Κρίμα.
Περασε εναμισης χρονος, για πες… το ακουσες?
Το άκουσα ναι και πολλές φορές μάλιστα. Έχω ένα κακό; καλό; Να συνδυάσω κάποιους ιδιαίτερους δίσκους με συγκεκριμένες καταστάσεις. Αυτόν τον πρώτο-άκουσα σε μια ποδηλατάδα, βράδυ και παρέα μου τον ποταμό Ρήνο συνέχεια δίπλα μου.
Δεν ξέρω εάν είναι απόλυτο roadtrip άκουσμα, σε εμένα όμως έδεσε απόλυτα με τον χαμηλό φωτισμό, την δροσιά και το ποτάμι δίπλα.
Οι στίχοι και η μουσική έχουν αυτήν την γλυκόπικρη γεύση και ατμόσφαιρα που βοήθησαν ώστε να απογειώσουν όλο το σκηνικό.
Για κάποιο λόγο όμως το America the video μου χαλούσε λίγο το μοτίβο και έτρωγε σκιπ. Είναι το πιο χαρούμενο;
Αγαπημένο το undertow και όπως σημειώνει και ο ίδιος «Road music if you want to quit your job and drive to Mexico.
Έχουν πολύ ενδιαφέρον γενικότερα τα σχόλια του ίδιου για κάθε τραγούδι. Στα περισσότερα τραγούδια έχει χρησιμοποιήσει σαν samples συνεντεύξεις που έχει κάνει σε ανθρώπους που έχει συναντήσει (Κυρίως στo Santa Fe)
Π.χ στο S.O.S ένας Γερμανός περιγράφει την εμπειρία του για το πως πέταξε πρώτη φορά στις ΗΠΑ και το ταξίδι του χωρίς μια στην τσέπη από το LA ως το New Mexico.
Όπως έγραψα όμως στην αρχή αυτός ο δίσκος απέκτησε ειδικό σκοπό. Να μου κάνει παρέα σε τέτοιες βόλτες
Amorphis - Tuonela (1999)
Τι να πει κανεις για αυτο το αριστουργημα που να μην εχει ειπωθει? Βασικα παρα πολλα. Υπαρχουν μπαντες που εχουν αποκτησει φημη και δοξα ισως και δυσαναλογη με το εργο τους, και υπαρχουν και μπαντες οπως οι Amorphis, που αν και εισπραττουν τον θαυμασμο σχεδον απο τους παντες, δεν ακουνε οσα διθυραμβικα σχολια οσα θα αξιζαν κατα την ταπεινη μου γνωμη.
Το 1999 λοιπον, η μπαντα κυκλοφορησε τον 4ο της δισκο, εναν δισκο που την εβαλε στα μεγαλα σαλονια, κι ας ειχαν ηδη κανει δυο πολυ μεγαλα χτυπηματα με το Tales Of A Thousand Lakes (1992) στον χωρο του ατμοσφαιρικου black metal, και με το Elegy (1996), με το οποιο εδειξαν οτι οχι μονο εχουν διαμορφωσει τον δικο τους πολυ χαρακτηριστικο ηχο πλεον, αλλα κι οτι αυτος ο ηχος ειναι εξαιρετικος.
Τον Απριλιο του 1999 ημουν στην μαγευτικη Ροδο, για την καθιερωμενη πενθημερη εκδρομη της Γ’ Λυκειου, δηλαδη το calm before the storm των Πανελλαδικων εξετασεων. Εκεινη την χρονια εγω ημουν αρκετα χαλαρος οσον αφορα το σχολειο και τις εξετασεις, γιατι στο φροντιστηριο που πηγαινα για Μαθηματικα, Φυσικη και Χημεια (τελευταια χρονια Δεσμων bitches) μας ειχαν κανει σουρωτηρι ολη την χρονια με διαγωνισματα στο στυλ και το υφος των πανελλαδικων κυριολεκτικα καθε Κυριακη, εναλλακτικα στα 4 βασικα μαθηματα των Δεσμων.
Ειχα μαθει ολοκληρη την θεωρια για Φυσικοχημεια απεξω, ειχα μαθει πως να λυνω οτιδηποτε εχει να κανει με παραγωγιση, διανυσματα, θεωρηματα φερμα - λαπλαζ - λαγκραντζ - λαδεμαςγαμαςπια , οξειδοαναγωγη, ηλεκτρικα και μαγνητικα πεδια, εναλλασσομενα ρευματα, οργανικες αντιδρασεις, ανοργανες αντιδρασεις, ενοργανη και ρυθμικη γυμναστικη, και δε συμμαζευεται. Οποτε στο καραβι για την Ροδο, ειχα αδειασει το μυαλο μου και περιμενα να σκασω ανετος στο νησακι με την παρεα μου, να κανουμε χαβαλεδες, να πουμε μαλακιες, και λες και ημασταν σε καμια κλασικη αμερικανικη ταινια τυπου American Pie, να ριξουμε ισως και καμια κοπελιτσα για να περασουμε ομορφα στην Ροδο (και οχι, επ ουδενι δεν εννοω σεξ - ημασταν πολυ αθωοι και αβγαλτοι ακομα).
Και καπως ετσι απο το πουθενα εσκασε στην ζωη μου το Κατερινακι, μια γλυκια και ομορφη κοπελιτσα που εβλεπα στους διαδρομους του σχολειου το τελευταιο 6μηνο, και ειχα (ολοσωστα) υποθεσει πως εχει ερθει απο αλλο σχολειο μονο για την Γ’ Λυκειου. Στο καραβι για την Ροδο, επελεξε να κανει παρεα με την Σοφια, δηλαδη την τοτε κοπελα του κολλητου. Το κακο για μενα, ειναι πως αυτο το κοριτσι αποτελουσε σε καθε επιπεδο ολα οσα αγγιζαν τις ευαισθητες χορδες της καρδιας μου. Γλυκομιλητη και ευγενικη, πανεξυπνη, με ιδιαιτερο χιουμορ που επρεπε να σκεφτεις πολλες φορες για να το πιασεις, με τα δυο πιο ομορφα πρασινα ματια που ειχα δει μεχρι τοτε, και ενα χαμογελο που οταν το εβλεπα ενιωθα μεσα μου αγνη ευτυχια.
Το Κατερινακι ειχε ηδη κανει τα χαρτια για να παει να σπουδασει στο Hendon του βορειου Λονδινου απο Σεπτεμβριο, αλλα αυτο δε με απετρεψε απο να την παρω δεκαδες τηλεφωνα στην σταθερη γραμμη το επομενο 6μηνο μεχρι να μπει στο αεροπλανο, και να της λεω ποσο θελω να την δω οσο πιο πολλες φορες μπορω μεχρι να φυγει. Δεν ηθελα καν κατι παραπανω. Ηθελα απλα να βλεπω το χαμογελο της. Και καταφερα να το δω συνολικα 3-4 φορες μεχρι την τελευταια φορα προς το τελος του καλοκαιριου, κατω απο ενα σκουριασμενο φεγγαρι. Και λιγο πιο μετα, δηλαδη κατι παραπανω απο ενα χρονο αργοτερα, καπως συνεβη το να μπορω να την βλεπω διαρκως για 5-6 χρονια.
Ολα αυτα ειναι μια ιστορια για μια αλλη φορα ομως (δηλαδη ποτέ). Προς το παρον, σημασια εχει πως γυριζοντας απο την Ροδο στην λατρεμενη και μισητη Αθηνα, ερωτοχτυπημενος, ισοπεδωμενος, με την αναμνηση της Κατερινας να φοραει δερματινο παντελονι, μια μαυρη μπλουζα και τα κοκκαλινα γυαλια της στο Sticky Fingers (το τοπικο ροκαδικο-μεταλλαδικο στην πολη της Ροδου, προς Ιαλυσο) για παντα χαραγμενη στο μυαλο μου, πετυχα μια μπαντα στο MAD που δεν ειχα ακουσει ποτε ξανα, και ενημερωθηκα πως αυτο που ακουω ειναι το νεο single απο τους Amorphis, με τον τιτλο Divinity.
Ας ξεκινησουμε απο το οτι η φαση ηταν ενα μικρο πολιτισμικο σοκ. Δεν ειχα ακουσει ποτε τιποτα που να ακουγεται σαν κι αυτο, και αν ειχα ηδη γινει τεραστιος φαν συγκροτηματων οπως οι Paradise Lost, οι Gathering και οι Anathema, αυτο που ακουγα εκεινη την στιγμη μου εδινε κατι πολυ φρεσκο και ξεχωριστο. Το τραγουδι μπορει να ειχε ηδη κυκλοφορησει απο τον Φεβρουαριο, αλλα εγω τοτε το ανακαλυπτα. Για καλη μου τυχη, ο δισκος ειχε κυκλοφορησει στις 29 Μαρτιου 1999, δηλαδη περιπου την ιδια μερα που αναχωρουσα απο Αθηνα για Ροδο, και αρα στην επιστροφη ηταν ηδη στα ραφια των δισκοπωλειων, να με περιμενει σαν ζεστο ψωμακι.
Οταν εβαλα τον δισκο να παιζει ολοκληρος απο την αρχη ως το τελος για πρωτη φορα, εκεινες τις πρωτες ημερες του Απριλιου, δεν ημουν σε καμια περιπτωση ικανος να καταλαβω και να απορροφησω το μεγαλειο του, και το μονο που ηξερα ειναι οτι ειχα ακουσει κατι που γουσταρω παρα μα παρα πολυ. Και δε θυμομουν και πολλες νοτες και μελωδιες, αλλα θυμομουν οτι καθε τραγουδι με εκανε να νιωσω και κατι διαφορετικο. Και δεν επεσα καθολου εξω.
Πως ακριβως μπορω να περιγραψω με το περιορισμενο λεξιλογιο που εχω το μεγαλειο του THE WAY? Μεχρι και σημερα το θεωρω ενα απο τα καλυτερα και πιο μελωδικα τραγουδια που εχουν γραψει ποτε οι Amorphis. Αποτελει για μενα ενα υποτιμημενο τραγουδι τους, αφου συνηθως τρωει λιγο φτυσιμο σε αναφορες για τα καλυτερα τους τραγουδια, και ο περισσοτερος κοσμος εστιαζει στο Tuonela, το Divinity και το Summer’s End (και ισως οχι αδικα). Αλλα αυτο ειναι το μεγαλειο του δισκου. Για καθε τραγουδι απο τα 10 που εχει ο δισκος, μπορει καλλιστα να επιχειρηματολογησει κανεις για το πως ειναι το καλυτερο του δισκου.
Οπως για παραδειγμα, θα μπορουσα καλλιστα να στηριξω την θεση πως το καλυτερο τραγουδι του δισκου ειναι το MORNING STAR που σκαει δευτερο στην σειρα, και ο συνδυασμος της ριφφαρας με το wah pedal, των πληκτρων απο το 1970, των κιθαρων με τον οχι απλα ζεστο, αλλα ζεματιστο (και LOADαδικο) ηχο, της ρεφρεναρας, και της φωναρα του Pasi Koskinen, το καθιστουν ακομα μια αγαπημενη στιγμη. Και στα καπακια σκαει ενα υπουλο μελωδικο αργο ριφφ στην αρχη του NIGHTFALL, κι εκει που νομιζεις θα σκασει μια ωραια μπαλαντουλα, σε πιανει απο τα μουτρα και σε πεταει στο εδαφος ενα φινλανδεζικο χορευτικο γυφτικο τσιφτετελι με κλαρινα, τουμπερλεκια, πληκτρα, φλαουτα και κοφτο ριφφακι στην κιθαρα. Ο Sakkari Kukko δινει τετοια παρασταση με το φλαουτο, που θα τον ζηλευε μεχρι κι ο Γιωργος Μαγγας. Ειδικη μνεια στο rhythm section του Olli Pekka Laine και του Pekka Kassari (θα επιμενω μεχρι να πεθανω οτι ειναι πολυ ανωτερος drummer απο τον Jan Rechberger) , το οποιο ειναι οτι καλυτερο εχω ακουσει σε ψυχεδελικο ροκ μαζι με το διδυμο (οποιοαδηποτε απο τα πολλα) των Ozric Tentacles.
Κι εκει που εχεις φαει 3 συνεχομενα χαστουκια και αρχιζεις να τα συγκρινεις με το χαστουκι που ετρωγες καθε φορα που εσκαγε χαμογελο το Κατερινακι και εκλειναν αυτοματα τα ματια της, σκαει το ομωνυμο TUONELA και πρεπει να αρχισεις σιγα σιγα να αναθεωρεις τα παντα για την ζωη, το συμπαν, τον ανθρωπο, και την υπαρξη σου. Η λεξη Tuonela εκφραζει το αντιστοιχο που εχουμε εμεις οι απογονοι των αρχαιων Ελληνων για τα ταρταρα του Αδη, αν και μπορει να χρησιμοποιηθει και ως “νεκροταφειο”. Χαιρομαι πολυ που οι Amorphis επελεξαν αυτην την λεξη και για τον δισκο και για το τραγουδι και οχι την λεξη mana, που σημαινει το ιδιο πραγμα, γιατι εχουμε ηδη περισσοτερα αστεια για Μανες απο οσα πρεπει. Στα μουσικα, τι να πω μωρε κι εδω περα τωρα… η βασικη και πολυ απλη μελωδια-ριφφ της κιθαρας ειναι πλεον μυθικη και εχει περασει στα χρονοντουλαπα των 90ς, και οτι και να λεει ο οποιοσδηποτε, ειναι για μενα ενα απο τα καλυτερα ριφφ που εχει αποτελεσει βαση για τραγουδι. Το κλεισιμο του τραγουδιου με το πιανακι και το σαξοφωνο (παλι απο τον Κουκο, οχι τον Νικο), θα επρεπε να διδασκεται σε σχολες μουσικης παραγωγης για το πως κλεινεις ενα τραγουδι αν εχεις στοχο να βαλουν ολοι τα κλαματα απο συγκινηση.
Εγραψα πολλα για το ομωνυμο γιατι το αξιζει, αλλα πρεπει να περασουμε στο πιο βαρυ και ασηκωτο τραγουδι του δισκου, που σιγουρα θα εκανε πολλους καπως πιο παραδοσιακους φαν των Amorphis να χαμογελασουν απο ευτυχια. Η αληθεια ειναι πως με το GREED θα επρεπε να χαμογελανε ολοι απο ευτυχια. Φανταστικη ανατολιτικη εισαγωγη με sitar απο τον Tomi Koivusaari, αψεγαδιαστο χτισιμο στην συνεχεια απο την μπαντα, ξεσηκωτικη κραυγη με brutal φωνητικα, και 4 λεπτα αδιαλλειπτου headbanging. Η επιταχυνση στο τελος παιρνει το τραγουδι και απο 99 το κανει 100. Τι ριφφαρα ειναι αυτη ρε παιδια γαμω τον Perkele μου? Αν ο James Hetfield ειχε ακουσει αυτο το τραγουδι, θα ζηλευε σιγουρα για το ριφφ.
Και φτανουμε στο single, που μας ειχε ηδη εξεπληξει θετικα στην τηλεοραση πριν αγορασουμε τον δισκο. Αυτοπεριγραφικο λοιπον το DIVINITY. Ενα απλα θεικο και θεικα πιασαρικο τραγουδι. Τελεια εισαγωγη, φοβερες ρυθμικες κιθαρες, αψογο σολο με τα πληκτρα, ρεφρεν βγαλμενο απο καποια διαγαλαξιακη σκουληκοτρυπα που κρυβει τα μυστικα του συμπαντος, φωνητικα με τσαχπινια στο τελος του ρεφρεν, σολο κιθαρας οπως μονο ο Esa Holopainen ξερει να μας δινει, και κλεισιμο τραγουδιου ισαξια τελειο με αυτο του προηγουμενου. Τι ακριβως μπορει να ακολουθησει πια αυτα τα 6 πρωτα τραγουδια, δεν χωραει στο μυαλο το οτι μπορει τα επομενα 4, οτι και να ειναι, να συγκριθουν με επιτυχια.
Και εκει γινεται η μεγαλη μαγκια απο τους Amorphis. Σου λενε, οχι ρε φιλε, δε θα παρεις παρομοια τραγουδια με τα 6 πρωτα και στο ιδιο υφος αλλα με κατωτερη ποιοτητα, οπως συμβαινει συχνα με την “δευτερη” πλευρα ενος δισκου, και ποσο μαλλον στα 80ς και τα 90ς. Σου λενε παρε αλλες 4 κομματαρες στα μουτρα, που ενωνουν το συντομο αλλα παντοδυναμο παρελθον μας με το τεραστιο και υπεροχο μελλον μας. Πρωτα ερχεται ενα μοχθηρο και μυστηριο SHINING, σε κλασικες φορμες ατμοσφαιρικου παλαιακου kraut rock με σαμπαθιλα στις κιθαρες και τριπαρισμα στα κουπλε και τα ρεφρεν. Στα καπακια και διχως να εχεις ξεπερασει το σοκ απο το πως γινεται αυτος ο δισκος να ειναι τοσο συμπαγης, πληρης και κυριως πανεμορφος με καθε τροπο, ερχεται το δευτερο τσιφτετελακι με τιτλο WITHERED να σε αποτελειωσει. Δεν ξερω πως και ποτε οι Amorphis αποφασισαν οτι γουσταρουν ανατολιτικες επιρροες και ηχους στην μουσικη τους, αλλα χαιρομαι ιδιαιτερα που πηραν αυτην την αποφαση, γιατι το Withered αποτελει εναν υμνο στις 1001 και μια νυχτες πανω απο τις 1000 λιμνες, μια κανταδα στην Τζασμιναρα της καρδιας μας, ενα κραμα φινλανδεζικης ταξιδιαρικης φθινοπωρινης μαγειας με αιγυπτιακο ανεμο μπολιασμενο με αμμο απο τις δινες της ερημου, και εν τελει ενα τραγουδι κατα τη διαρκεια του οποιου δεν γινεται να μην κουνας ρυθμικα το κεφαλι (και ενιοτε και το κωλαρακι, γιατι οχι).
Το καθυστερησα πολυ, αλλα δεν γινεται να μην το αναφερω πλεον. Το Tuonela ειναι ενας δισκος ωδη για το φθινοπωρο. Ενας δισκος που απο την 21η Σεπτεμβριου εως την 21η Δεκεμβριου πρεπει να ακουγεται καθε μερα (ενιοτε και πανω απο μια φορα) στο Βορειο ημισφαιριο. Ενας δισκος απο αυτους που οταν τους ακους, βλεπεις κιτρινα, κοκκινα και καφε φυλλα παντου, που σε κανει να θελεις να παρεις τα δαση και τα βουνα και να γινεις ενα με την φυση, και που μια στο τοσο με εκανε να ταξιδευω νοητα στους λοφους στο Ντραφι της Πεντελης, εκει που στα μεσα Σεπτεμβριου του 1999 εδωσα ενα δωρακι στο Κατερινακι και της ειπα οτι μου αρεσει και θελω να την βλεπω οσο πιο πολυ γινεται παρολο που ξερω οτι φευγει για Αγγλια. Με το RUSTY MOON, αυτο το ταξιδι γινεται πραγματικοτητα. Η κιθαρα που ανοιγει το τραγουδι και ταυτοχρονα με τον ηχο που ξυριζει ανοιγει και το στερνο μας και μπαινει κατευθειαν μεσα στην καρδια για να γαργαλησει, το φλαουτο που παιζει σε ολο το τραγουδι ο θεος, οι στιχοι που μιλανε οπως παντα για την φυση και το συμπαν, και το βασικο ριφφ που ειναι απο τα πιο ταξιδιαρικα που εχουν γραφτει ποτε, αποτελουν το τελειο μιγμα ηχων για να τελειωσει αυτος ο δισκος με 9 στις 9 αψογες τραγουδαρες.
Οχι δεν μπερδευτηκα. Εδω τελειωνει ο δισκος. Το SUMMER’S END δεν αποτελει τραγουδι του δισκου. Δεν ειναι καν τραγουδι. Δεν ειναι καν κατι. Ειναι μια αφαιρετικη οντοτητα που εκτεινεται περα απο τα ορια αυτου του συμπαντος. Μια συνθεση θεωρητικα γραμμενη απο ανθρωπους πανω σε καποια αρκετα συνηθισμενα μουσικα οργανα, που στην πραγματικοτητα αποτελει την αποτυπωση της πληροφοριας περα απο τα ορια του ορατου συμπαντος, σε μουσικες νοτες. Δεν υπαρχει κατι που να μπορει να αποδωσει τα συναισθηματα αυτων των πεντεμιση λεπτων με πληροτητα και με δικαιοσυνη, οποτε θα περιοριστουμε στο οτι καποια στιγμη και μετα απο αρκετα ευτυχισμενα χρονια, εκεινα τα atropine eyes smiled at me για μια τελευταια φορα, και πως εκεινο το love δεν ηταν οντως without sacrifice… ηρθε με ενα final wormy kiss. Ζησαμε για λιγα χρονια κατι που could have been evergreen, αλλα τελικα turned to copper πριν fade to grey.
Ολα αυτα εγιναν, γινονται, και θα γινονται, αεναα, μεχρι το τελος του συμπαντος, σε μενα και σε καθε αλλον, και ειναι απολυτως φυσιολογικα και απαραιτητα για το σωστο character development βεβαια, και απολυτως καλοδεχουμενα, γιατι μας κανουν να νιωθουμε οτι ζησαμε και μια ζωη με συγκινησεις, το αντιθετο θα ηταν πολυ βαρετο αλλωστε! Οπως ακριβως δηλαδη κι οι Amorphis συνεχισαν χωρις τον Pasi Koskinen, βρηκαν την ευτυχια στο προσωπο του Tomi Joutsen και εβγαλαν πολλες μουσικαρες ακομα. Ευτυχως, δεν εχουν πεσει ακομα τα πληκτρα της αυλαιας για αυτους, οπως δηλαδη επεσαν σε ενα απο τα καλυτερα κλεισιματα δισκου ολων των εποχων απο τον Santeri Kallio και τα εξωφρενικα μελαγχολικα πληκτρα του. Οχι τιποτα αλλο, να μην λετε κι οτι τον ξεχασα. Τον κρατουσα για buzzer beater. Καλλιο αργα παρα ποτε
ΥΓ1. Πριν καμια δεκαετια, και πολλα χρονια μετα το wormy kiss, βρισκομουν καπου στα βαθη του Brooklyn μια Κυριακη μεσημερακι, και επαιρνα το μετρό για το σπιτι, αφου ειχα περασει το βραδυ στο σπιτι των 2 Πορτορικανων φιλων μου. Ξαφνικα δυο στασεις μετα, μπηκε μια Ρωσιδα με την mana της (οχι manes μωρε λεμε) στο βαγονι και εκατσε απεναντι μου. Φορουσε το Pleasures της Lancome, δηλαδη το μονο γυναικειο αρωμα που μπορω να αναγνωρισω, και εντελως μηχανικα μου εφυγε ενα δακρυ απο το ματι, πριν καν καταλαβω τι εχει συμβει. Ειναι παντοδυναμες οι αναμνησεις λογω μυρωδιων.
ΥΓ2. Στο Sticky Fingers επεστρεψα τον Ιουλιο του 2021, μετα απο 22 χρονια και κατι ψιλα. Εφυγε κι εκει ενα δακρυ. Διχως να σημαινει τιποτα ομως. Ηταν ενα δακρυ λογω αναμνησης μιας προηγουμενης ζωης. Περιεργο πραμα η ανθρωπινη χημεια.
Χα! Παίζει να είμασταν μαζί την ίδια περίοδο στην Ρόδο για την 5ημερη (Δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία).
Η διαφορά είναι ότι το Tuonela το τσίμπησα στην Ρόδο από ένα δισκάδικο μαζί με το Serandes + The Crestfallen των Anathema
Για τον δίσκο τα είπες όλα…ΟΛΑ! Ρισπεκτ για άλλη μια φορά!
Αυτο το Tuonela ειχα κι εγω… το χαρτινο digipack με την τελεια αισθηση στο εξωφυλλο πανω.
Ακομα και το υλικο του εξωφυλλου ειχε φθινοπωρινη αισθηση!
Δηλαδή με λίγα λόγια:
@QuintomScenario επιασες και ανελυσες εξαιρετικα εναν υπεραγαπημενο μου δισκο μιας υπεραγαπημενης μου μπαντας, εναν απο τους ALL TIME αγαπημενους μου δισκους, οποτε θα συνεισφερω κι εγω κατι λιγα.
Οι Amorphis στο Tuonela πηραν τους Σαμπαθ των 70s και τους Μεταλλικα των 90s, τους Paradise Lost και τους Anathema, ανακατεψαν με το μελωδικο death metal των προηγουμενων δισκων τους (το οποιο με τη σειρα του εβριθε επιρροων), το ψυχεδελικο και prog/kraut rock των 70s, την ανατολιτικη μουσικη και τα εκαναν ενα συνολο με τα παραδοσιακα rock οργανα και τα πληκτρα συν φλαουτο και σαξοφωνο που ακουγεται τοσο συμπαγες που ακουγεται φυσιολογικη αυτη η ακραια επιμειξια. Και ολα αυτα εν ετει 1999, σε ενα στυλ που αντιγραφηκε ελαχιστα, επειδη δεν γινεται να το αντιγραψεις! Πραγματικα one of a kind μπαντα. Ετυχε να το ακουσω και εγω λιγες μερες ή μηνες αφοτου ειχε κυκλοφορησει και ηταν το πρωτο Amorphis που ακουσα κι εγω πριν παω προς τα πισω στη δισκογραφια τους και πριν κυκλοφορησει το επομενο και επισης καταπληκτικο Am Universum.
To The way ειναι σκετη μαγεια, ανεβαστικό όσο και μυστηριωδες με πολλα πειραματικα στοιχεια με ενα ακρως πορωτικο prechorus/chorus. Ειναι ενα κομματι τοσο ιδιαιτερο αλλα και ταυτοχρονα τοσο αμεσο, και ηταν το πρωτο αγαπημενο μου κομματι απο τους Amorphis. Οσο για τα leads του, καθε νοτα ειναι σκετη μαγεια
Οταν ακομα ο ακροατης δεν εχει συνελθει απο το μεγαλειο του The way σκαει το εντελως μυστηριακο και ατμοσφαιρικο Morning Star με την περιεργη εισαγωγη του και το kraut/prog rock feeling του, με εναν τροπο ομως εντελως εξωτικο και μη γηινο. Και σαν να μην εφτανε αυτο, το ΑΚΟΜΑ πιο εξωτικο και “εξωγηινο” Nightfall με τους ανατολιτικους ρυθμους του σου δειχνει πως δεν ακους ακομα ενα δισκο, αλλα εναν απο τους καλυτερους δισκους των 90s. Ολο το κομματι ειναι ενας συνεχομενος οργασμος αυτοσχεδιασμων και το fade out τελειωμα του οδηγει κατευθειαν στην υπεροχη ΜΕΛΩΔΙΑΡΑ του Tuonela και στην μπουκωμενη και πολυ ιδιαιτερη φωνη του Koskinen στο κουπλε (που θα επρεπε να τον κανουμε …Κοσκινεν για καποιες απο τις αντιληψεις του, αλλα αυτο ειναι αλλη συζητηση) η οποια οταν μετα στο ρεφρεν ανοιγει και γινεται ακομα πιο εκπληκτικη.
Αυτο που ακολουθει ειναι το (περιπου) death metal κομματι του δισκου, το Greed, σε ενα δισκο που δεν εχει αλλα κομματια στο death metal υφος των πρωτων δισκων τους, αλλα ηταν τοσο γαμημενο καλο που δεν μπορουσαν να το αφησουν απεξω, ειμαι σιγουρος. Ανατολιτικες μελωδιες, βρυχηθμοι, και φανταστικες μελωδιες, κλεινουν αυτο που εγω αντιλαμβανομαι σαν πρωτο μερος του δισκου, τα πρωτα 5 δηλαδη. Θα μπορουσαμε να πουμε (στο περιπου και παλι) πως αυτη ειναι η “βαρια” πλευρα του δισκου και απο το divinity και μετα αρχιζει η πιο “αιθερια”.
Ετσι τουλαχιστον το αντιλαμβανομαι εγω, με την χαλαρη εισαγωγη του Divinity αμεσως μετα το brutal τελειωμα του Greed να σου λεει παρε μια ανασα, το ταξιδι δεν εχει ακομα ολοκληρωθει, και ο δισκος αυτος δεν κανει κοιλια ΠΟΥΘΕΝΑ. Το Divinity λοιπον ειναι ενα ακομα μικρο επος με φανταστικες μελωδιες και φοβερη ψυχεδελικη αυρα.
Παμε λοιπον στο Shining, που ειναι το λιγοτερο αγαπημενο μου κομματι απο το δισκο, αλλα εννοειται δεν τρωει σκιπ γιατι και παλι ειναι αρκετα αξιολογο με τον ωραιο αερα ψυχεδελικου ροκ/σαμπαθιαρικου μεταλ που εχει.
Και παμε στην τελικη τριαδα, που ειναι αριστουργηματικη. Δεν ξερω ποιος θεος ή ηρωας της Kalevala (που διαχρονικα δινει εμπνευση σε παρα πολλους από τους στιχους τους και δεν λειπει ουτε απο το Tuonela) τους εδωσε την εμπνευση για να γραψουν ενα ακομα ανατολιτικης υφης και ψυχεδελικου χαρακτηρα επος οπως το Withered, αλλα ειναι ενα κομματι που καθε μελωδια του, καθε νοτα στα leads και καθε οργανο που ακουγεται ειναι 100% ευστοχο και εμπνευσμενο.
…Το Rusty moon (μα φεγγαρι σε τραγουδι των Amorphis? Πωτς γκενην αυτο) ακρως ταξιδιαρικο λειτουργει σαν προαγγελος του Summer’s end, που μπορει και να ειναι και το καλυτερο τραγουδι τους, αλλα wtf δεν μπορω να αποφασισω αν ειναι το καλυτερο τραγουδι του Tuonela οποτε ας μην βαλω στον εαυτο μου τοσο δυσκολες αποφασεις. Το Summer’s End ειναι ενα απολυτα αιθεριο και μαγικο επος, δεν γραφω τιποτα αλλο. Και οτι ειναι απο τα κομματια που στα 5:37 της διαρκειας του εχει την ιδιοτητα να σε μεταφερει καπου αλλου. Δεν γραφω αλλα ειπαμε, η εμπειρια ακροασης της μουσικης ειναι ξεχωριστη για τον καθε ανθρωπο.
Αυτα και απο εμενα! Btw το Halo ειναι ο δισκος του μηνα στο Rocking, και αυτο σε συνδυασμο και με τα δυο πολυ ωραια singles με κανει να ανυπομονω να το ακουσω στις 11 Φεβρουαριου που κυκλοφορει
Amorphis Concert Setlist at Rodon Club, Athens on March 1, 2002 | setlist.fm
Ωραίο λάιβ ε?
Ποιος ήταν εκεί???