Η επικαιρότητα, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, βρίθει από συζητήσεις για απαγόρευση κυκλοφορίας και αποφυγή εξάπλωσης της μετάδοσης.
Συνειρμικά, προκύπτουν αγγλιστί, τα curfew και spreading the disease, αντίστοιχα.
Πού αλλού να πάει ο νους, εκτός από το album-σταθμό των σταθμών (ω σταθμοί!), το ανυπέρβλητο “Operation: Mindcrime” των Queensrÿche.
Δεν ξέρω τι παραπάνω -απ’ όσα έχουν γραφτεί τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια- μπορώ να αναφέρω για αυτό το μνημειώδες έργο τέχνης, που μοιάζει σαν το απόλυτο δημιούργημα που μπορεί να προκύψει όταν όλοι οι “πλανήτες” των δημιουργών του ευθυγραμμίζονται. Και ποιων δημιουργών; Των ίδιων που είχαν ήδη κυκλοφορήσει την προηγούμενη πενταετία το ομώνυμο EP, καθώς και τα “The Warning” και “Rage for Order”. Των ίδιων που θα κυκλοφορούσαν την επόμενη εξαετία τα “Empire” και “Promised Land”. I rest my case…
Μουσικά, δεν μπορούν να σημειωθούν πολλά. “Απάτητες κορυφές” σχεδόν τα πάντα, με μοναδική -κατά την άποψή μου- στιγμή που αναδεικνύεται κάπως πιο αδύναμη το “The Needle Lies”. Όπως και να 'χει, αδιαπραγμάτευτο δεκάρι.
Ας γράψω λοιπόν δυο-τρία πραγματάκια για τα μηνύματα (όπως τα εκλαμβάνω εγώ τουλάχιστον) του απόλυτου, θεματικού metal δίσκου και της ιστορίας που αυτός πραγματεύεται.
Σε μία πρώτη ανάγνωση, το εξώφυλλο, η ιστορία και οι στίχοι σε κάνουν να θες να υψώσεις την αριστερή σου γροθιά και να επαναστατήσεις ενάντια στην αδικία της ζωής εν γένει και της κοινωνίας (ή ορθότερα της καθεστηκυίας τάξης) εν προκειμένω, στο παγκόσμιο κοινωνικοοικονομικό κατεστημένο, στον καπιταλισμό της εκμετάλλευσης, στις ΗΠΑ, στον συντηρητισμό, στην οργανωμένη θρησκεία κ.λπ. Αυτή η αντίδραση είναι πολύ έντονη και ορθή, ωστόσο, θα αφαιρούσαμε πολλά από το βαθύτερο νόημά της (της ιστορίας), εάν εμμέναμε αποκλειστικά στην ανωτέρω ερμηνεία της.
Παραλλήλως, λοιπόν, της δεδομένης επαναστατικής, αλλά και κριτικής θεώρησης της κοινωνικής ανισότητας, της διαφθοράς και της ατομικής χειραγώγησης και εκμετάλλευσης, η ιστορία του “Operation: Mindcrime” ενέχει μία άκρως πεσιμιστική και τραγική θεώρηση της ατομικής πραγματικότητας και πορείας του κυρίως πρωταγωνιστή της (Nikki), αλλά και της δευτεραγωνίστριας (Sister Mary). Αμφότεροι, αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στο δίπολο καλού-κακού, όσο και ηθικού-ανήθικου, πασχίζουν να εντοπίσουν την χαμένη τους προσωπικότητα και κατ’ επέκταση να φτάσουν στην αυτοπραγμάτωσή τους, “δραπετεύοντας” από τα δεσμά τους. Για αυτήν τη σύντομη στιγμή, βρίσκουν μέσω του αγνότερου συναισθήματος, δηλαδή της αγάπης, το ορθό “μονοπάτι” της ατομικής τους πορείας, ωστόσο, μοιραία θα το απολέσουν άμεσα, ως τραγικές φιγούρες των πραγματικοτήτων στις οποίες έχουν και οι δύο “εγκλωβιστεί”.
Συνεπώς, μέσα από ένα πρίσμα κατακραυγής του σαθρού χαρακτήρα των δομικών στοιχείων μίας κοινωνίας που οδεύει ολοταχώς προς μία δυστοπική κατάσταση (με “δάνεια” και από τη φιλοσοφία του “Rage for Order”), η μεγαλοφυΐα του Tate (αλλά και των Queensrÿche) μας παραδίδει ουσιαστικά μία σύγχρονη, πεισμιστική τραγωδία, που “πατάει” έντονα στα στοιχεία της αντίστοιχης αρχαίας ελληνικής. Μολαταύτα, αφαιρείται το στοιχείο της κάθαρσης κι επισημαίνεται έντονα το απαισιόδοξο “Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον” μήνυμα.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, 30 και πλέον έτη μετά, δυστυχώς, η αρνητική προκατάληψη και προδιάθεση της κεντρικής φιλοσοφίας του album παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ. Ναι, αυτή η φευγαλέα έκλαμψη της ζωής μας που μπορεί να μας οδηγήσει στο να βρούμε τον πραγματικό μας εαυτό είναι εκεί (μία “χαραμάδα” ελπίδας), αλλά αυτό το ζωώδες ένστικτό μας για αλληλοκαταστροφή και αυτοκαταστροφή, μάλλον φαίνεται να “βαραίνει” περισσότερο στο “ζύγι”.
Για το τέλος, παραθέτω ένα μικρό ιστορικό τεκμήριο του πόσο επίκαιρο ήταν, είναι και θα είναι το album. Το 2003, οι Queensrÿche έδωσαν ένα μεγαλειώδες live στον Λυκαβηττό. Βρισκόμασταν στην μετά 9/11 περίοδο, με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή να βρίσκονται στην κορύφωσή τους. Ο Tate στη μεσαία “γέφυρα” του “Spreading the Disease”, στο σημείο όπου και “χώνει” το μανιφέστο του για θρησκεία, σεξ και πολιτική (“Religion and sex are powerplays…”), μεταβάλλει τον τελικό στίχο από “Politicians say no to drugs / While we pay for wars in South America” σε “Politicians say no to drugs / While we pay for wars in the Middle East”.
Ακόμα πιο οξύμωρο είναι το γεγονός ότι η όλη ιστορία που άρχισε να “σχηματίζεται” στο κεφάλι του Tate (μετά την παρατήρηση και την επαφή του με ένα Καναδικό, σχισματικό, πολιτικό γκρουπ εκβιαστών και κλεφτών) πήρε “σάρκα και οστά” μέσα σ’ έναν Καθολικό ναό. Πράγματι, ναι μεν η ζωή “τρέφει” την τέχνη, το κάνει δε με αξιοπερίεργο τρόπο ορισμένες φορές…