Και προηγουμένως.
Ευκαιρία να το ξεθάψω.
Ακόμα θυμάμαι το άρθρο του Metal Hammer που έγραφε “Theli και άλλο”, θέλοντας να πει “θέλει και άλλο”
![]()
Αποθεωνε τότε το Hammer τους Therion, δικαίως στην περίπτωση αυτη, είχε όμως και μια… πελώρια αγάπη γενικότερα στην Nuclear Blast τω καιρω εκεινω!
Έρχεται ξανά στη χώρα μας σε λίγες μέρες ο Alice o Cooper! Όταν μας είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά πριν από 35 χρόνια, στην ανταπόκριση γνωστού περιοδικού έγραφε ότι πολλοί όψιμοι οπαδοί δυσκολευόταν να αναγνωρίσουν τα κομμάτια που είχαν παιχτεί τότε από το κορυφαίο…
Το Love it to Death έμελλε να αποτελέσει το breakthrough album για τον (τους) Alice Cooper, οπότε η συνέχεια επιβαλλόταν να είναι ανάλογη και να έρθει σύντομα! Πράγματι, 8 μήνες αργότερα (αχ, τα seventies) κατέφθασε το Killer, ίσως ο πληρέστερος AC δίσκος, που έχει να επιδείξει μια ευρεία παλέτα ήχων και στυλ.
Εδώ λοιπόν θα βρούμε τις γνωστές garage/hard rock επιρροές, όμως ταυτόχρονα αναδύεται εμφανέστερα το shock στοιχείο και η θεατρικότητα που θα τους χαρακτήριζε έκτοτε, σε ένα σύνολο που για άλλους φλερτάρει και με το glam rock, το metal (το οποίο τότε έκανε τα πρώτα του βήματα) και για πολλούς προοιώνιζε το punk – δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις λατρείας των Melvins, του Lydon ή του Jello Biafra.
Μπορεί να μην υπάρχει το κομμάτι - κράχτης για τους “περαστικούς”, όμως κανείς δεν γίνεται να μείνει ατάραχος και μόνο μπροστά στην εντυπωσιακή συγκέντρωση διαχρονικών classics της πρώτης πλευράς, που αρχίζει με τους “δυναμίτες” Under My Wheels και Be My Lover, συνεχίζει με το ανυπέρβλητο Halo of Flies, το… prog έπος των AC με τα απίστευτα ορχηστρικά μέρη και κλείνει με το Desperado που γράφτηκε για τον "πεσόντα φίλο τους, Jim Morrison! Στην δεύτερη πλευρά θα βρούμε το Dead Babies που ενέπνευσε ένα μέρος του επί σκηνής show, και ένα από τα πρώτα τους που ξεσήκωσε διαμαρτυρίες εκ μέρους των ηθικολόγων που αν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν τους στίχους θα έβλεπαν ότι μιλάει για την κακοποίηση των παιδιών. Δεν ξεχνάμε βέβαια και το εμβληματικό ομώνυμο που ταυτίστηκε με το συγκρότημα.
Μιλώντας για το συγκρότημα, μια ματιά στα συνθετικά credits αρκεί για να καταδείξει την μεγάλη συνεισφορά της υπόλοιπης μπάντας. Η εποχή που ο Alice θα καθιερωνόταν σαν solo καλλιτέχνης δεν είχε φτάσει ακόμη!
Η αλήθεια είναι μία πολύ συγκεκριμένη. Όποιον δρόμο κι αν επιλέξεις, καθώς μεγαλώνεις, είναι αδύνατον να απαλλαγείς από την αρχή της καταγωγής σου, από αυτό που είναι πραγματικά στη φύση σου. Μπορεί, για ένα διάστημα να μαλακώσεις, κάποιο άλλο να σκληρύνεις και σ’ ένα μεταγενέστερο να “εικονοπλασθείς” ιδανικός. Δεν αλλάζεις, όμως, αυτό που είσαι, παρά “εν ετέρα μορφή” κάνεις είσοδο και αναγνωρίζεσαι. Αυτό ισχύει ξεκάθαρα γι’ αυτή την παρέα από τη Γερμανία, που κάποτε είπαν να χτυπήσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν μερικούς κουβάδες και να σ’ έκαναν να αισθανθείς ότι ιππεύεις τον ουρανό. Αργότερα, ένας κόσμος πολυμορφικός και παραμυθένιος διανοίχθηκε ενώπιόν τους και μέσα τους με έντονες ουράνιες σφραγίδες και όχι απλά απομεινάρια.
Φτάνοντας στο σήμερα, στην ηλικία που είναι και με την ωριμότητα που κατέχουν, φρεσκάρουν την απόχρωση του τευτονικού ήχου και το Γερμανικό power αναφωνεί “Ο βασιλιάς ζει”. Έκαναν ό,τι ήταν να κάνουν τα προηγούμενα χρόνια και αποφάσισαν να το ξανακάνουν όπως ξέρουν καλύτερα. Με μπροστάρηδες δύο ανυπότακτους καβαλάρηδες των χορδών, κιθαροδούν τον δίσκο με τόση πείνα και δίψα, που με χορταίνει στο έπακρο, πέραν των όποιων προσδοκιών μπορεί να είχα. Leads, riffs και rhythm sections (με ανυπέρβλητο στοιχείο το ρεφρέν και το εκστατικό τελείωμα του “Violent Shadows”) που λειτουργούν ως ενδοφλέβιες, ανασταίνοντας “πεθαμένους” χρόνους και καιρούς που ένιωθες μικρός, αλλά “μεγάλος”, επειδή απλά ήσουν ένας fanboης των Guardian και δε σ’ ένοιαζε τίποτα.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι η μπάντα, που άμα θέλει θα “κλέψει” από τον εαυτό της, αλλά και να το κάνει, θα το πετύχει σ’ έναν τέτοιο άριστο βαθμό, που κανείς δε θα καταλάβει τίποτα. Μπορεί, να νοσταλγούμε τον Θωμά στις κανονιές τους, που λείπουν όπως και να το κάνουμε, αλλά… όταν ξέρουν να φτιάχνουν τραγούδια, που παίζουν ξανά και ξανά στο μυαλό σου με αυτή τη φωνούλα του Hansi, τότε τι συγκρίσεις να κάνεις με άλλους του ήχου… Για ποιους ανταγωνισμούς να κάνουμε λόγο… Ποια εμπορικότητα μπορεί να ληστέψει από τους συγκεκριμένους τη μουσικότητά τους και το αθάνατο Γεμρανικό power τους (για το οποίο έχουμε χλευαστεί από πολλούς κατά το παρελθόν);
Και άντε, ας παρακάμψω τις όποιες αναφορές και επισημάνσεις ακράδαντου οπαδισμού για τους speed/power ύμνους του δίσκου. Μόνο και μόνο για να χαϊδέψω το ανεπανάληπτο “Let It Be No more”. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η προσωποποίηση της μελωδίας, της πολύ συγκεκριμένης μάλιστα. Δεν είναι ζήτημα μπαλάντας. Είναι ζήτημα να το νιώθεις και στο πιο απλό πάτημά τους να ράβουν σαν τα δάκτυλά τους ν’ αγγίζουν απαλά ένα καφτάνι.
Οι εποχές περνάνε και όλοι μεγαλώνουμε. Όσες φάπες και να ρίξουμε μεταξύ μας, ανέκαθεν ο καθένας μας θα βρίσκει τη γωνιά του. Μεγάλωσα με Helloween και τώρα το “The God Machine” είναι το άριστο αγαπημένο μου power διαμάντι και όσο ο δίσκος θα κλείνει με αυτό το ευγενικό και πονηρό “Destiny”, τίποτα και καμία απόδειξη μουσικής τελειότητας ή ατέλειας δε θα μπορεί να μου το ακυρώσει από το θρόνο που του δίνω. Από τη βάση του μέχρι την κορωνίδα του.
Εβαλα καρδουλα πριν διαβασω λεξη, παω τωρα να διαβασω να δω αν πρεπει να την αφαιρεσω ![]()
Επισης πριν διαβασω λεξη, τα A Twist In The Myth και At The Edge Of Time ειναι καλυτερα (!)
Α τελικά σου αρέσει πολύ αυτό…μάλιστα
Θα πω ότι είναι το καλύτερο τους, με διαφορά από το επόμενο, από το Nightfall και δώθε. Και ας εχει το Night at The Opera τραγουδάρες - είχε και μετριότητες μέσα και αυτό δεν έχει. Ή να το θέσω αλλιώς: ναι μεν το Night at The Opera έχει πιο μεγάλες κορυφές, αλλά εχει και πιο μεγάλα βυθίσματα. Εδώ ο μέσος όρος βρίσκεται πιο ψηλά.
Φυσικά διατηρεί 2 αρνητικά των ύστερων Blind Guardian: 1) το ανέμπνευστο (ως επι το πλείστον, γιατί έχει και κάποιες αναλαμπές ευτυχώς ) drumming και 2) την πολύ μέτρια και άνευρη παραγωγή. Βέβαια για να δούμε καλή παραγωγή, πρέπει να γυρίσουμε πίσω, στο 1998, οπότε μάλλον θα πρέπει να αποφασίσω ότι οι BG, έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους ως “καλός BG ήχος”, απ ότι έχω εγώ ![]()
Ακριβώς αυτή την κουβέντα είχα χθες με έναν φίλο που τους ακούμε από τα 90s, ότι δηλαδή δεν είναι τόσο το παίξιμο όσο ο ήχος των ντραμς, και στο καινούριο Helloween υπάρχει αυτό. Μάλλον είναι θέμα παραγωγού. Ίσως θέλουν τα τύμπανα να ακούγονται πιο γυαλισμένα, καμία σχέση με τον γεμάτο ήχο που είχαν παλιά.
Κοιτάξτε, αρχικά το “The God Machine”, για μένα τουλάχιστον, έχει πολύ καλό ήχο, αλλά έχουν χαμηλωμένα τα τύμπανα. Όπως και το καινούριο Helloween έχει πολύ καλό ήχο. Το θέμα, όμως, ποιο είναι; Ο Τσάρλι. Έχει μείνει σ’ ένα συγκεκριμένο ηχητικό μοτίβο και το ακολουθεί, από τότε που αμφότερες οι μπάντες ξεκίνησαν συνεργασία μαζί του.
Μακάρι, να τους αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Ντένις ο τρομερός, ο οποίος έχει πολύ καλό αυτί και στο πως πρέπει ν’ ακούγονται τέτοιοι δίσκοι σ’ αυτόν τον ήχο. Εξίσου, πολύ καλός στον χώρο του power είναι ο Sasha, που είχε πρωτοανακατευτεί με το μπομπάτο ντεμπούτο των Angra και όπως έχει πει ο ίδιος, οι ηχογραφήσεις του συγκεκριμένου δίσκου είναι η αγαπημένη του στιγμή.
Choking Victim “No gods/no managers” (1999)
Δεν ξέρω αν είμαι ο μοναδικός που πλέον όποτε τυχαίνει ν’ ανακαλύπτω έναν δίσκο που με ξετινάζει, ένα από τα πρώτα πράγματα που θα κάνω είναι ν’ ανατρέξω στο παιχνίδι του anhydriis για να δω αν και ποιος τον ανέφερε, τι έχει γράψει γι’ αυτόν κλπ. Με μεγάλη μου απογοήτευση, λοιπόν, είδα ότι αυτή η ΔΙΣΚΑΡΑ με την οποία έχω κολλήσει όλο το καλοκαίρι, αναφέρθηκε μόνο από (ποιον άλλον; ) τον Death.Eternal, του οποίου τα γούστα στο punk/hardcore είναι κάτι παραπάνω από αξιόπιστα. Μιας και θεωρώ ότι ένα τέτοιο γαμηστερό album αξίζει πολλές παραπάνω αναφορές (και μάλιστα όχι αποκλειστικά από πάνκηδες -νομίζω ότι ο μουσικός του προσανατολισμός είναι τόσο μοναδικός που αξίζει να τσεκαριστεί από κάθε μουσικόφιλο έστω και μία φορά από καθαρή περιέργεια), είπα να το προτείνω σε αυτό το topic -ελπίζοντας κι άλλοι να βρουν κάτι ενδιαφέρον εδώ, και οι όσοι (λίγοι υποθέτω) ήδη τους γνωρίζουν, να αποκαλυφθούνε επιτέλους!
Λοιπόν, το “No gods/no managers” είναι το μοναδικό full-length των Choking Victim, μέλη των οποίων αργότερα έφτιαξαν τους πολύ πιο γνωστούς Leftover Crack.
Ανοίγω παρένθεση εδώ: δεν έχω ακούσει νότα Leftover Crack, αλλά αδημονώ, μιας κι έχω καταλάβει ότι κινούνται σε παρόμοιο μουσικό ύφος. Please, αν κανείς κατέχει δισκογραφία είτε αυτών, είτε άλλων παραπλήσιων project μελών των Choking Victim (είναι άπειρα, οπότε θα εκτιμούσα κάποια πρόταση), ας μιλήσει. Περιέργως, οι Leftover Crack έχουν και δικό τους topic στο forum (!), στου οποίου τα λίγα posts αναφέρονται διθυραμβικά λόγια και για τους Choking Victim βέβαια. Ακόμα πιο περιέργως, οι Leftover Crack είχαν δώσει live στο Αστεροσκοπείο το 2008, το οποίο όχι μόνο δεν είχα παρακολουθήσει (μουτζώνω τον εαυτό μου), αλλά δεν μπορούσα καν να ανακαλέσω στη μνήμη μου ως γεγονός, παρ’ όλο που με έκπληξη είδα ότι εγώ είχα ανοίξει topic για το live στο forum τότε. Τέλος πάντων, κλείνει η παρένθεση.
Αρκετά με τις εισαγωγές, όμως, ας δούμε, επιτέλους, τι το αξιοπερίεργο παίζουν αυτοί οι Choking Victim. Λοιπόν, οι τύποι παίζουν κάτι που προσωπικά δεν είχα ξανακούσει και κάποιοι το ονομάζουν «ska-core». Όπως καταλαβαίνει κανείς, μιλάμε για ένα υβρίδιο ska, hardcore και skate-punk θα έλεγα, μόνο που οι Choking Victim έχουν και μπόλικες extreme metal/sludge επιρροές, πράγμα που κάνει τον ήχο τους εκρηκτικό. Αυτό που με μαγεύει στον ήχο τους είναι ότι όσον αφορά την ενορχήστρωση οι τύποι είναι αδιανόητοι: καταφέρνουν και μπλέκουν τον «χοροπηδηχτό»/θετικό ρυθμό του ska με d-beat ρυθμούς, μπορούν και συνδυάζουν μινόρε skate-punk μελωδίες με κοφτά μεταλλικά riff, άμα θέλουν το γυρνάνε σε reggae, γενικά κάνουν Ο,ΤΙ σχιζοφρενικό μπορεί να σκεφτεί κανείς, αλλά παρ’ όλα αυτά βγάζει νόημα! Τα φωνητικά τους κυμαίνονται από την κλασική NOFX/Anti-Flag χροιά σε σκισμένα ουρλιαχτά, και ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον drummer ο οποίος, ομολογουμένως, groove-άρει φοβερά μιας και οι ρυθμοί τους γενικά δεν σ’ αφήνουν να κάτσεις ήσυχος. Οι στίχοι (όπως υποψιάζεται κανείς από τον τίτλο) έχουν έντονη πολιτική χροιά, γενικώς η μπάντα απ’ ό,τι κατάλαβα γεννήθηκε μέσα στο καταληψιακό κίνημα της Νέας Υόρκης -ωστόσο βάζω κι έναν αστερίσκο ότι μιλάμε για αρκετά περιθωριακές/λούμπεν φιγούρες και μάλιστα απ’ ό,τι πιάνω εδώ κι εκεί ο τραγουδιστής τους, Stza, είναι χρεωμένος για αρκετές μαλακίες, τις οποίες δεν κάθισα να ψάξω είναι η αλήθεια, αλλά δεν έχει καλή φήμη (πράγμα που με ξενερώνει ως έναν βαθμό).
Τι θα βρει, τώρα, κανείς στο “No gods/no managers”; Αν και το εξώφυλλο σε προϊδεάζει για βλάσφημο black metal, το εναρκτήριο τραγούδι “500 channels” θα μπορούσε να ήταν ένας κλασικός pop-punk ύμνος αν οι Choking Victim επέλεγαν να τη δουν Blink-182. Ωστόσο η βρωμιά, οι ska ρυθμοί, το γρέζι και η (γοητευτική) φαλτσαδούρα των φωνητικών δεν αφήνουν περιθώριο για κάτι τέτοιο, παρ’ όλο που στον πυρήνα του το κομμάτι κάτι τέτοιο είναι. Από κοντά, ίδιας αισθητικής, δομής και προσανατολισμού και το φοβερό “Five-finger discount” που βρίσκεται πιο μετά στο album.
Στα επόμενα δύο κομμάτια που ακολουθούν είναι που αρχίζει το φρύδι και σηκώνεται και καταλαβαίνεις ότι εδώ δεν θ’ ακούς συνέχεια το ίδιο πράγμα: στο “In hell” οι ταχύτητες που πιάνει ο drummer και το tremolo picking στις κιθάρες δεν θ’ αφήσουν κανέναν thrash-ά ασυγκίνητο, ενώ στο “Crack rock steady” νιώθεις ότι έχεις μεταφερθεί σε κάποιο υπόγειο του Bronx μ’ αυτόν το αναπάντεχο reggae ρυθμό και την κολλητική μπασογραμμή.
Αλλά το album χτυπάει κορυφή (κατά τη γνώμη μου) με το αμέσως επόμενο κομμάτι, το “Suicide (a better way)”. Βασικά στο τραγούδι αυτό, νομίζω, συμπυκνώνεται με τον καλύτερο τρόπο το σκεπτικό των Choking Victim: ξεκινά με μία χαρακτηριστική skate-punk μελωδία, αλλά μένεις μαλάκας όταν στο couplet ξαφνικά το γυρνάει σε ska! Θα το post-άρω γιατί αυτό το τραγούδι αξίζει ν’ ακουστεί έστω και μία φορά, κι ίσως είναι ένα καλό crash test για να δει κάποιος αν αξίζει να τσεκάρει όλο τον δίσκο ή όχι.
Συνεχίζουμε με το εντελώς αλλοπρόσαλλο “In my grave” που καταφέρνει να χώσει στο ίδιο κιθαριστικό θέμα ένα beatdown, heavy riff με παραμόρφωση, αλλά να το τελειώσει σε ska ρυθμό! Ιδιοφυές. Οι τύποι είναι τόσο καμένοι που (spoiler εδώ, γιατί είναι άλλο πράγμα να σου σκάει ανυποψίαστα) σ’ ένα break προλαβαίνουν να χώσουν και το riff του “Raining blood”. Ας το post-άρουμε κι αυτό, τώρα που το σκέφτομαι.
Στο δεύτερο μισό του album νομίζω πως οι Choking Victim φύλαξαν τα κομμάτια με τα πιο έντονα/heavy/κιθαριστικά riff τους (π.χ. “Fucked reality”, “Fuck America”, “Living the laws”, “Hate yer state”), αλλά κι εκεί αποδεικνύονται μάστορες. Ειδικά στο τέλος το album κορυφώνεται ξανά, όταν το στην-ουσία-intro “Praise to the sinners” εισάγει flamenco ακουστικές κιθάρες (!) για να καταλήξει στην υπερ-heavy κομματάρα “Living the laws” που κουβαλάει κάτι από το στυλ των Acid Bath ας πούμε. Το πώς οι τύποι κατάφεραν στο ίδιο κομμάτι να συνδυάσουν αυτόν τον κολλητικό, heavy ρυθμό στα τύμπανα, με αυτό το κακιασμένο, διεστραμμένο reggae σημείο με τα creepy πλήκτρα στη μέση, ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω.
Τα κακά νέα για όποιον μπει στον κόπο να ακούσει το album κι ενθουσιαστεί, είναι πως αυτό αποτελεί το μοναδικό full-length album των Choking Victim, οι οποίοι διαλύθηκαν την 1η μέρα της ηχογράφησης του album (δηλαδή αν κάθονταν κι άλλο τι θα έβγαζαν; ). Καλά δεν ξέρω αν αυτό με την 1η μέρα ευσταθεί 100% (κι ούτε νομίζω το έχω ξανακούσει ποτέ για μπάντα), αλλά όντως διαλύθηκαν κατά τις ηχογραφήσεις του album. Ευτυχώς υπάρχουν 2 προηγούμενα EPs (που ιδίως το “Squatta’s paradise” αξίζει να τσεκαριστεί).
Αυτά. Εγώ πραγματικά ένιωσα ότι ανακάλυψα ένα διαμαντάκι που αν και κυκλοφόρησε το 1999 ηχεί ακόμα φρέσκο και δυναμικό και, κυρίως, μ’ ενθουσιάζει και ως προς τις ιδέες του, και ως προς τους περίεργους μουσικούς συνδυασμούς που καταφέρνει. Νομίζω ότι θα του άξιζε πολύ περισσότερη μνεία, ως μία πραγματικά ξεχωριστή punk/hardcore κυκλοφορία.
Άλλες μπάντες στο ίδιο στυλ κανείς;;;
Υ.Γ. Μου φαίνεται απίστευτο που δεν έχω δει κανέναν να σχολιάζει στα ίντερντες τον (προφητικό) στίχο που βρίσκεται στο “Fuck America”:
The trade center is bombed and the FBI is pissed/So they act as good americans, blaming muslim terrorists
Υπενθυμίζω ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1999…
Υ.Γ2 Με γοήτευε πάντα το γεγονός πώς οι (κάποιες φορές καμουφλαρισμένες) μελωδίες skate-punk τραγουδιών, ξεγυμνώνονται εντελώς κι αποκαλύπτονται στην πραγματική τους διάσταση όταν «διασκευάζονται» μόνο με μία ακουστική κιθάρα και μία φωνή. Αυτή εδώ η τύπισσα δείχνει πώς το “500 channels” πραγματικά θα μπορούσε να είναι κομμάτι της Avril Lavigne π.χ.
Τεράστιος δίσκος, του οποίου σχεδόν είχα ξεχάσει την ύπαρξη. Εξαιρετικό κείμενο, θα παίξει ξέθαμμα σύντομα.
Τα εγραψες τοσο ωραια που κατεβασα ηδη το αλμπουμ κ ας μην εχω ιδεα
Ελπίζω να σ’ αρέσει, ίσως είναι love it or hate it φάση, γιατί μιλάμε για ιδιαίτερο ήχο.
ισως βρεις καμια απο τις μπαντες της μορφης που λεγεται Skwert Gunn και παιζει τυμπανα στο δισκο (Public Serpents πχ) ή Against All Authority.
Αλλα ζητας πολλα για τοσο μοναδικο συνδυασμο, χαχ.
Πολυ ωραιο και ταιριαστό κείμενο πάντως, ωραίος!
Τρια τραγουδια ακουσα και ειναι το ενα καλυτερο απο το αλλο. Αυριο γραφειο, δουλεια και choking victim.
Από τη στιγμή που σου αρέσει το No Gods, πιστεύω πως θα απολαύσεις ό,τι έχει κάνει ο Stza και με τα άλλα 2 γνωστότερα σχήματα στα οποία συμμετέχει, Leftover Crack που αναφέρεις, και Star Fucking Hipsters, οι οποίοι είναι και η προσωπική αδυναμία μου, και δεν βλέπω να αναφέρεις (δεν ξέρω αν έχεις ακούσει). Όπως λέει ο @apostolisza8 δεν είναι και πολύ εύκολο να προτείνεις κάποια παρόμοια μπάντα, έχει πολύ ιδιαίτερο ήχο, και η καλύτερη επιλογή είναι να πας στη γνώριμη κατεύθυνση των παραπάνω, κυμαίνονται στο ίδιο ύφος σε γενικές γραμμές.
Leftover Crack μπορείς να τα πάρεις με τη σειρά, αν και εγώ θα πρότεινα το καταπληκτικό Constructs of the State για αρχή. Βέβαια εσύ είσαι εξοικειωμένος, οπότε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Star Fucking Hipsters
Έξοχα όλα! Δεν κουβαλάνε αυτήν την παράνοια των Choking Victim, βέβαια, είναι εμφανώς πιο “στρωτά”, να το πω κάπως έτσι.
The Damned “Machine gun etiquette” (1979)

Αν και είμαι λάτρης του λεγόμενου «’77 punk» ήχου (δηλαδή Adicts, Adverts και δεν συμμαζεύεται), ποτέ δεν είχα ακούσει το συγκεκριμένο album των Damned. Γενικώς δεν το είχα συγκρατήσει ποτέ και σαν τίτλο από αντίστοιχα αφιερώματα στον ήχο, συνεπώς εξεπλάγην που όταν το άκουσα ανακάλυψα ένα πραγματικά τέλειο δισκάκι, εντελώς ενδεικτικό του συγκεκριμένου είδους punk και με μία πληθώρα τραγουδιών που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουν λάβει τη διάσταση του «κλασικού» (ή, τέλος πάντων, γιατί εγώ δεν είχα πέσει πάνω τους τόσα χρόνια).
Για αρχή (και για τυχόν άτομα που δεν έχουν επαφή με τον ήχο), αυτό που εγώ ονομάζω «’77 punk» είναι ένα punk αρκετά πρώιμο, μελωδικό και με γνήσιες αναφορές στο κλασικό pop-rock, δηλαδή πριν ο ήχος «σκληρύνει» με πιο γρήγορες ταχύτητες, θορυβώδη riff, κραυγές κλπ. Συνεπώς θεωρώ ότι το συγκεκριμένο album θα μπορούσε ν’ ακουστεί από (και απευθύνεται σε) πιο διευρυμένα ακροατήρια.
Συγκεκριμένα, τώρα, για το “Machine gun etiquette”, αυτό που με γοήτευσε περισσότερο είναι η αδιόρατη μελαγχολία που εντοπίζω σε πολλές μελωδίες του. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, νομίζω, από το “I just can’t be happy today”, του οποίου η βασική φωνητική μελωδία απλά σου κολλάει και την σιγοτραγουδάς από την πρώτη φορά που την ακούς. Κομμάτια σαν αυτό ή το “Plan 9 channel 7” εγώ θα έλεγα ότι προεικονίζουν το μοντέρνο post-punk τύπου Estranged ή Terrible Feelings, τέτοια vibes παίρνω. Και γενικότερα οι Damned δείχνουν ότι οι μινόρε μελωδίες είναι το Α και το Ω για να χτίζουν τα κομμάτια τους -βλέπε το ήρεμο intro του “Smash it up”, το “Love song” που ξεκινά με αυτό το τέλειο συναισθηματικό rock-άδικο guitar solo πριν ξεχυθεί σε punk δρόμους μ’ αυτήν την ξεσηκωτική και τόσο χαρακτηριστική μπασογραμμή ή το κορυφαίο (μα τόσο σύντομο, δυστυχώς) break στη μέση του “Noise noise noise” που σε ανύποπτο χρόνο μία συγκινητική μελωδία αναδύεται εκεί που δεν το περιμένεις. Γενικότερα μου αρέσει που οι Damned καταφέρνουν και διαχειρίζονται αυτήν την έφεση στην pop μελωδικότητα με διάφορους τρόπους, π.χ. σto “These hands” έχουμε βαλσάκι που θα μπορούσε να υπάρχει στο “Strange days” των Doors (και γενικότερα ήθελα να σχολιάσω πως το τραγουδιστικό στυλ του Vanian μου θύμισε εξίσου Morrison, αλλά και Danzig), ενώ στο (τόσο αγαπημένο μου) “Melody Lee” έχουνε την ευφυία ν’ αναπτύξουν τη βασική μελωδία και σε πιάνο, αλλά και σε punk μονοπάτια σε μία λογική που δέκα χρόνια μετά σίγουρα ενέπνευσε τους Green Day για το πώς θα μπορούσαν να γράφουν τα δικά τους hit. Ε, κατά τ’ άλλα τα πιο γνήσια punk κομμάτια όπως το ομώνυμο, το “Liar” ή το “Antipope” είναι απλά τέλεια που καταφέρνουν να συνδυάζουν και τη δυναμικότητα του punk, αλλά και μια pop αμεσότητα -με το τελευταίο, μάλιστα, να εξερευνά και εντελώς άλλα μονοπάτια όταν προς τη μέση γίνεται ουσιαστικά instrumental κομμάτι με guitar solo κλπ. (το ίδιο συμβαίνει και στο “Looking at you”).
Γενικότερα θα έλεγα ότι κατατάσσω το album στις καλύτερες δουλειές του συγκεκριμένου ήχου που έχω ακούσει και αμφιβάλλω αν κάποιος θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πιασάρικη φύση των κομματιών του.
Καιρό έχουμε να τα πούμε από εδώ, ας θυμηθούμε κάτι λιγότερο γνωστό:
Οι Sacred Rite ξεχώριζαν από τα σύγχρονα τους σχήματα του USPM, κατ’ αρχήν επειδή είχαν την έδρα τους στη Χαβάη, κάτι εξαιρετικά σπάνιο, όχι όμως μόνο γι’ αυτό! Παρότι στο ντεμπούτο τους είναι εμφανείς οι (ευκόλως εννοούμενες) επιρροές από τους Maiden και τους Priest, υπάρχει μια ιδιαίτερη παρουσία του μπάσου του Peter Crane που συχνά περνάει στο προσκήνιο, έχοντας ρόλο μελωδικού και όχι αποκλειστικά υποστηρικτικού του ρυθμού οργάνου, που δεν παραλείπει επίσης να παίζει θέματα παράλληλα ενώ “τρέχουν” τα κιθαριστικά solos, λειτουργώντας σαν θεμέλιο ή και ενισχυτικά αυτών ! Το “The Blade” είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω, ενώ καθόλου απαρατήρητο δεν περνάει και το αλά Iron Maiden (το κομμάτι) break στο “Revelation”!
Σε ένα δίσκο με songwriting και ερμηνείες που δεν θυμίζουν επ’ ουδενί πρωτοεμφανιζόμενους, τα instrumental μέρη είναι από τα highlights, αφού ο Jimmy Caterine κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μαζί με τον έτερο κιθαρίστα Mark Kaleiwahea. Ο τελευταίος έχει αναλάβει και τα φωνητικά όπου τα καταφέρνει περίφημα, κι ας μην επιχειρεί να ανέβει “ψηλά”, όπως ήταν η τάση της εποχής και της σκηνής! Μεταξύ των επτά εξαιρετικών τραγουδιών, εκτός από power - speed “δυναμίτες” βρίσκουμε και το hard rock, “τσαχπινιάρικο” “White Boy” με τους… ανάλογους στίχους!
Με λίγα λόγια εδώ έχουμε ένα μικρό “διαμάντι” του USPM που λόγω συγκυριών έμεινε καλά κρυμμένο, όμως όσοι φίλοι του ιδιώματος έρθουν σε κοινωνία μαζί του είναι βέβαιο ότι θα το απολαύσουν δεόντως!



