Εγώ όχι, ποιον λες
Καλά κι εγώ τελευταία φορά που άκουσα ροκ@/μεταλλ@ να “υποτιμάει” το χιπχόπ πρέπει να ήταν πριν 20 χρόνια το λιγότερο.
Τότε παραδόξως (ή και όχι) συνέβαινε και το αντίστροφο.
Πείραγμα προς τον fellow μπιστη @apostolisza8 ήταν, αλλά νομίζω πως μπισταει αυτή την ώρα, θα τοποθετηθεί αργότερα
Πάντως για χιπχποπά, πάνκη και ό,τι άλλο, μια χαρά μπόλικο μέταλ ακούει απ’ ό,τι φαίνεται
Anyway
Στα σοβαρά τώρα, εγώ θα παρατηρήσω ότι ο @Aldebaran δεν είπε μόνο σνομπάρισμα, είπε και αδυναμία προσέγγισης με το είδος. Και έβαλε και συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα. Ως φρέσκο μέλος του κλαμπ των δεύτερων -άντα, λοιπόν, ταυτίζομαι. Όχι, δεν σνομπάρω πια το χιπ χοπ, αλλά εξακολουθώ να το αποφεύγω, γιατί εξακολουθώ να νιώθω ότι η όλη κουλτούρα του είναι κάτι ξένο προς εμένα. And (for the time being) that’s that, I’m afraid.
Πάμπλικ Ένεμυ θα πάμε πάντως.
Να πάτε, why not
Ξεκίνησα με χιπχοπ και γνώρισα το μέταλ αργότερα, γύρω στα 13-14, οπότε σίγουρα δεν μου είναι ξένη η κουλτούρα του, ούτε το σνομπαρω, απλά θα ακούσω σπάνια πλέον, και κυρίως τα παλιά και αγαπημένα των ελληνικών 90s, και κάτι ψιλά από αγγλόφωνο της ίδιας εποχής. Το να ακούσω καινούριο χιπχοπ δεν με ιντριγκάρει ιδιαίτερα, πλην εξαιρέσεων. Σίγουρα δεν το υποτιμώ, μόνο για τρολαρισμα δηλαδή, που δεν μετράει.
Πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω ότι δεν είναι πολύ συνηθισμένο αυτό. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθησή μου που όμως είναι πολύ πιθανό να μη βασίζεται σε αρκετά δεδομένα.
Κι εγω εντυπωσιαστηκα ^^^^^^ Νομιζω οτι ολοι μας αρχισαμε να ακουμε μουσικη με mainstream pop πριν καποιος/καπως βρουμε το δρομο προς το βασικο genre (rock) στο οποιο καταληξαμε. Αλλα απο χιπχοπ → μεταλ, δεν ειχα ξανακουσει για τετοια διαδρομη.
Στο μεταξυ, χθες ειχε Alphaville και ηθελα τοσο πολυ να παω. Το Big In Japan ηταν το πρωτο τραγουδι που υπηρχε στην πρωτη κασετα που αγορασα, απο εκεινες που “εγραφαν” στα δισκαδικα της εποχης στα μεσα/τελη του 80. Μπορω να πω λοιπον οτι ειναι το πρωτο τραγουδι που ακουσα ποτε, εχοντας αγορασει μουσικη. Αλλα το εισιτηριο ηταν τοσο ακριβο, που δεν θα ενιωθα χαρα αν πληρωνα για 2-3 τραγουδια απλως για τον ρομαντισμο της φασης. Κριμα, αλλα ελπιζω να περασαν καλα οσοι πηγαν.
Ρε τι γίνεται εδώ, μια μαλακια γράψαμε και την κάνατε θεμα
Αρα που καταληγουμε; Οτι φταις εσυ.
Εμενα παντως ως 84αρη, η πρωτη μου επαφη με τη ξενη μουσικη ηταν τα σινγκλακια Breathe και Firestarter εκει γυρω στα 11, 12 και επειτα το The Fat Of The Land. Νομιζω μαλιστα οτι δεν ειμαι ο μονος μεταλλοπανκροκας που ξεκινησε με Prodigy. Της μοδας τοτε ηταν και κατι Chemical Brothers, Aphex Twin, Scooter αλλα περα απο κανα 2 γνωστα τους δεν γνωριζα τιποτα παραπανω σε αντιθεση με τους Prodigy στους οποιους ειχα εντρυφησει. Μεχρι που ακουσα το Ixnay On The Hombre και ολα τα υπολοιπα ειναι ιστορια.
Πηγε φιλος μου
Εφαγε τη ξενερα στο big in Japan
Ειδα το βιντεακι που μου στειλε απο το τραγουδι και ειπα,καλα που δεν πηγα
Ρε φίλε να σου πω κάτι, ήταν πολύ ωραίο και ενδιαφέρον το κείμενο σου. Θα κάτσω να ασχοληθώ με το δίσκο σοβαρά και ανοιχτόμυαλα, παρά το ότι δεν είναι κοντά στα ακούσματα μου, υποθέτω.
Πάμε και κάτι από τον ανεξάντλητο πλούτο των 80s γενικότερα, και του 1988 ειδικότερα:
Συνιστά κατάφωρη αδικία το ότι οι Blind Illusion είναι γνωστοί στον περισσότερο κόσμο σαν το σχήμα όπου συμμετείχαν ο Les Claypool πριν την επιτυχία στα 90s με τους Primus και ο Larry LaLonde μετά τη διάλυση των Possessed και προτού προσχωρήσει κι αυτός στους Primus. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το συγκρότημα με το οξύμωρο όνομα είχε σχηματιστεί από τα τέλη των 70s στο Bay Area σαν progressive rock μπάντα και είχε έναν αδιαφιλονίκητο ηγέτη στο πρόσωπο του κιθαρίστα – τραγουδιστή και ελαφρώς τρελάρα, Marc Biedermann!
Όταν βέβαια οι Blind Illusion κατάφεραν να εξασφαλίσουν συμβόλαιο για τον πρώτο δίσκο τους, έχοντας περάσει από κάμποσες αλλαγές στη σύνθεση και κυκλοφορήσει μισή ντουζίνα demos, ήταν πλέον η εποχή που στην περιοχή τους αλλά και γενικά στο metal στερέωμα μεσουρανούσε το thrash, κάτι που αναπόφευκτα τους επηρέασε! Έτσι, στο “The Sane Asylum” επικρατεί μια… παράνοια, παρά τον τίτλο του – άλλο ένα οξύμωρο σχήμα εδώ! Πίσω από την thrash “ετικέτα”, κρύβονται πανέξυπνες όσο και εξεζητημένες ενορχηστρώσεις και αντισυμβατικό songwriting, με τα ευφάνταστα leads των κιθαριστών να κρατάνε το ενδιαφέρον αμείωτο και το funky παίξιμο του Claypool να “υπογραμμίζει” τους ρυθμούς, στο σχεδόν αποκλειστικά γραμμένο από τον Biedermann υλικό.
Τα δύο κομμάτια που ανάγονται στις πρώτες μέρες τους είναι και τα καλύτερα: το περιπετειώδες “Kamakazi” και το εξίσου απίστευτο “Death Noise” που ξεκινάει και περνάει το μεγαλύτερο μέρος του με αλλεπάλληλο riffing και soloing που εντείνουν την προσμονή για να καταλήξει σε ακατάληπτους ήχους, ώσπου σταδιακά σχηματοποιείται ξανά ο ρυθμός και ξεκινάνε τα φωνητικά! Παρόμοια ελευθεριάζουσα φόρμουλα (ωπ, έκανα κι εγώ οξύμωρο!) επικρατεί και στον υπόλοιπο δίσκο, με τις μεταγενέστερες συνθέσεις να κινούνται σε πιο thrash κατευθύνσεις. Αν θα έπρεπε να βρούμε κάποια ελαττώματα αυτά θα εντοπίζονταν αφ’ ενός στην lo-fi παραγωγή δια χειρός Biedermann (σε “ανεπίσημη” συνεργασία με τον Kirk Hammett) η οποία όμως παρότι “θάβει” κάποιες λεπτομέρειες, ταιριάζει και προσδίδει ξεχωριστή γοητεία στο τελικό αποτέλεσμα και αφ’ ετέρου στα φωνητικά του Marc που ακούγεται σαν ένας λιγότερο προικισμένος Paul Baloff ή Chuck Billy, κάτι που επίσης τελικά μάλλον ενισχύει παρά απομειώνει την όλη εμπειρία!
Εν έτει 1988 το progressive (tech) thrash με τους διάφορους Watchtower, Coroner, Toxik κ.α. δεν ήταν κάτι το πρωτοφανές, όμως οι Blind Illusion μπορούν να καυχώνται ότι έδωσαν μια ιδιαίτερη, δική τους οπτική και με το “The Sane Asylum” έναν από τους κορυφαίους δίσκους τόσο του είδους του όσο και εκείνης της χρονιάς, παρόλο που, δυστυχώς, δεν υπήρξε τότε συνέχεια.
Με εψησες, το βινύλιο είναι ήδη πάνω στο πικάπ κ περιμένει υπομονετικά να τελειώσει το Fragile Art of Existence που παίζει τώρα για να πάρει σειρά!
Μια απίστευτη ομορφιά που δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Metamorphosis of a monster!!!
Thank you bro @Ian_Metalhead
Κατά έναν τρόπο, θα συνεχίσω ηχητικά τον προσανατολισμό του άνωθεν “δασκάλου”, κι ενώ σα σήμερα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο των Gojira, ας πούμε μερικά πραματάκια για τον πραγματικό και ουσιαστικό θεμέλιο λίθο της καριέρας τους.
Πρώτα απ’ όλα, όλοι γνωρίζουμε, πως πρόκειται για demo. Αλλά, ρωτώ (ρητορικά). Ποιος αλητήριος τολμά να κυκλοφορήσει υλικό, ως demo, με τέτοιο απερίγραπτο και αξιοζήλευτο -ακόμη και για τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα- ήχο; Βασικά, πως τολμάμε να αποκαλούμε αυτή την ηχητική κυκλοφορία, ως demo; Για όσους δεν γνωρίζουν και προτρέπονται άρδην να σπεύσουν σε ακροάσεις, μιλάμε για έναν τέλειο ήχο από κάθε άποψη. Τίποτα στο σήμερα δεν μπορεί να το κοντράρει και να το ξεπεράσει και αυτό το γράφω με κάθε ευθύνη προς όλους τους εμπειρογνώμονες της κονσόλας.
Πάμε στο επόμενο διαταύτα. Γράφοντας υπό τη μέθη του ήχου των κιθάρων, ο death metal κατακλυσμός εντός αυτής της ηχογράφησης, ναι μεν είναι αβυσσαλέος, αλλά προτού βυθιστεί σε βουρκώδη μονοπάτια του ήχου, παραδίδει μαθήματα αψεγάδιαστης τεχνικής κατάρτισης. Προφανώς, τα πάντα γράφτηκαν και παίχτηκαν ανάμεσα σε αφίσες και σε σκέψεις των Death, Asphyx, Pantera και ολίγον από Metallica. Μάλιστα, το ωραίο με τους Pantera, είναι πως ο Joe φωνάζει σ’ ένα σημείο “Domination” και ως σκέπη του κυοφορείται ένα rhythm section βασισμένο στο riffing του ομότιτλου τραγουδιού των Αμερικανών.
Το death metal τους είναι τεχνικό και αυτό που το τελειοποιεί σε βαθμό αξεπέραστο, είναι ο Mario. Ναι, είμαι ένας από αυτούς που αρέσκομαι στις δίκασες, αλλά… ο Mario είναι ένας ονειρικός drummer. Αλάνθαστα, είναι μια σπουδή μόνος του σε αυτή την οργανική σχολή. Σε κάθε τραγούδι μοιάζει να παράγει ηλεκτρισμό. Η τεχνική του είναι ήδη υψηλών προδιαγραφών και βάσει των μεταγενέστερών τους κυκλοφοριών, μέχρι και των σημερινών, δε θα έλεγα ότι έχει καταφέρει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Και αυτό δεν το γράφω με υποτιμητικό τόνο, αλλά ως αναφορά θαυμασμού προς τα όσα καταφέρνει να κάνει ήδη από το 1997, σε ένα πολύ υψηλό εκτελεστικό επίπεδο για μένα.
Ναι, 1997 και το Φλορίδιαν death metal μέσα απ’ αυτό το demo μοιάζει κράτος εν κράτει. Δεν το λες progressive, αλλά είναι. Ούτε και technical, αλλά είναι. Θα έπρεπε μία μέρα να κυκλοφορήσει σε βινύλιο με αυτό το εξώφυλλο κι ένα καλύτερο logo, χωρίς φυσικά να το πειράξουν ούτε στο ελάχιστο στον ήχο.
Το A’arab Zaraq Lucid Dreaming δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια “φυσιολογική” κυκλοφορία των Therion. Ένα περίεργο μείγμα από ακυκλοφόρητα του Τheli, διασκευές κλασσικών Μetal ύμνων, μια instrumental επανεκτέλεση σε κομμάτι των ίδιων των Τherion και ένα soundtrack σε κάποιο αφανές arthouse film. Όλα τα παραπάνω σε ένα άλμπουμ που αποτέλεσε τον τρόπο του Christofer Johnsson να γιορτάσει την επέτειο των δέκα ετών της μπάντας.
Το Α’arab… ξεκινά κάπως… φυσιολογικά. Τα Ιn Remembrace και Βlack Fairy είναι δύο κομμάτια από τα session του Theli που μείναν εκτός γιατί δεν ταίριαζαν με το υπόλοιπο υλικό. Aμφότερα με κορυφαία φωνητικά από τον κύριο Dan Swano -που δίνει τα ρέστα του φυσικά στα Cults of the Shadow και Nightside of Eden του Theli.Το Ιn Remembrance είναι μελωδικό και ταξιδιάρικο ενώ περιλαμβάνει σόλος που προσωπικά μου θύμισαν Paradise Lοst. Tο Black Fairy είναι πιο heavy και άμεσο με άκρως πορωτικό ρεφρέν και επίσης όμορφο σόλο. Sorry ρε Christofer τέτοιες τραγουδάρες δεν μένουν στα αζήτητα σε καμιά περίπτωση.
Πάμε τώρα στις διασκευές. Εxit Dan Swano - Enter Piotr Wawrzeniuk. O τότε drummer των Therion που όπως θα γνωρίζουν οι παλιότεροι έκανε φωνητικά σε πολλά κομμάτια τους εκείνη την περίοδο. Ιδιαίτερη φωνή που μου θυμίζει των δικό μας Σωτήρη Βαγενά των SepticFlesh. Έχουμε λοιπόν το θεϊκό Fly to the Rainbow - το οποίο άκουσα για πρώτη μου φορά σε αυτήν εδώ την υπέροχη εκτέλεση. Σειρά παίρνει το Children of the Damned, πιστή διασκευή που τιμά το ορίτζιναλ. Ακολουθεί το Under Jolly Roger που προσπαθεί να βγάλει την καύλα του πρωτότυπου αλλά κάτι του λείπει. Η μόνη στιγμή του άλμπουμ που μου φάνηκε άκυρη, καθώς απουσιάζει το σκοτεινό και ατμοσφαιρικό στοιχείο που συναντούμε αλλού. Τέλος το Hear Comes the Tears είναι μια χαρά, απλά προφανώς ο συμπαθητικός Piotr δεν είναι Rob Halford -ούτε καν πλησιάζει φυσικά- μουσικά ωστόσο είναι άψογο. Κάπου ανάμεσα στις διασκευές παρεμβάλλεται μια νέα επική εκτέλεση της κομματάρας Symphony of the Dead από το δεύτερο lp των Therion Beyond Sanctorum. Έχει ΤΗΕLIοποιηθεί τελείως καθώς απουσιάζουν πια τα extreme metal στοιχεία και δείχνει τον δρόμο που πλέον χαράζει η μπάντα.
To κυρίως πιάτο είναι φυσικά η μουσική που έγραψε ο Christofer Johnsson για την ταινία The Golden Embrace. Χωρισμένο σε επτά τμήματα με τίτλους όπως The Fall into eclipse, Enter Transendental Sleep και Down The Qliphotic Tunnel, το soundtrack αποτελεί την ιδανική μουσική υπόκρουση ανάγνωσης dark fantasy λογοτεχνείας. Θα έλεγα ότι μουσικά πλησιάζει αυτά που κάνανε πιο ολοκληρωμένα οι Τherion στην συνέχεια με το Vovin και ακόμη περισσότερο με το Deggial.
Είναι τελικά το A’arab… απαραίτητη κυκλοφορία για τους φίλους των Therion; Για εμένα κατηγορηματικά ναι. Και για να το επεκτείνω, ότι κυκλοφόρησε η μπάντα ανάμεσα στο Lepaca Kliffoth και στο Deggial είναι must have. Μην με παρεξηγείτε και μετέπειτα έχουν άλμπουμς που αξίζουν (Lemuria), απλά η συγκεκριμένη τους περίοδος μιλάει απευθείας στην καρδιά μου.
A, και λίγα λόγια για το εξώφυλλο, όπως και για το αντίστοιχο του Theli γιατί θα πλακωθούμε!
Αυτο το δισκακι βρισκεται στα χερια καποιου γνωστου αθλητικου δημοσιογραφου, που του το δανεισα στο δευτερο μισο του 1997, το λατρεψε, αλλα ξεχασε να μου επιστρεψει. Ειχα ξετρελαθει με αυτο, διοτι ανοιγε νεους οριζοντες τοτε μπροστα μου. Τους extreme Therion δεν τους αγαπουσα ιδιαιτερα και οι διασκευες, το σαουντρακ και η συμφωνικη αισθητικη με ειχε γραπωσει απο τα μουτρα. Πολυ ωραιο κειμενο, μπραβο.